Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ
Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν
Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου,
Ὁμότιμη Καθηγήτρια Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Ἡ παγκόσμιος Ὕψωσις τοῦ
Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, 14 Σεπτεμβρίου 2018, Μνήμη τῆς ΣΤ´
Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς ἐν Τρούλῳ (680), (Αριθμ. 41)
Α. Η σημερινή εορτή της
παγκόσμιας Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού τελείται σε ανάμνηση της ανακτήσεως του
Τιμίου Σταυρού και της θριαμβευτικής εισόδου μετ᾽ αυτού του αυτοκράτορα
Ηρακλείου στις 14 Σεπτεμβρίου του 628 δια της Χρυσής
Πύλης στην Κωνσταντινούπολη. Ο Τίμιος Σταυρός είχε κλαπεί από τους
Πέρσες το 614 από τα Ιεροσόλυμα, και είχε καταστραφεί και η Εκκλησία της
Αναστάσεως, δηλαδή, ο Ναός του Παναγίου Τάφου, τον οποίο ανήγειρε ο Μέγας
Κωνσταντίνος στο Γολγοθά και τα εγκαίνια έγιναν το 335. (Το 637 τα Ιεροσόλυμα
καταλαβάνονται από τους Άραβες). Στο εορτολόγιο της Εκκλησίας τα Εγκαίνια του
Ναού της Αγίας Αναστάσεως του Χριστού εορτάζονται μαζί με τα Προεόρτια της
Υψώσεως. Μαζί με την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού εορτάζεται και η μνήμη της ΣΤ´
Οικουμενικής Συνόδου του 680, ενώ υπαινιγμοί στην υμνολογία της εορτής υπάρχουν
και για τους Κανόνες της Πενθέκτης του 691(1).
Β. Φαίνεται ότι βάση της
εορτής απετέλεσε η υμνολογία της Γ´ Κυριακής των Νηστειών, κατά την οποία
εορτάζεται η Προσκύνηση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού με το αυτό Απολυτίκιο
και τα αυτά Στιχηρά. Το περιεχόμενο των ύμνων εν πολλοίς συμπίπτει, αλλά με
έντονο προσανατολισμό στα γεγονότα των παθών και της Αναστάσεως ως προς την
εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως. Χαρακτηριστικά της εορτής της Υψώσεως είναι η
ύπαρξη των Προφητικών Αναγνωσμάτων, εκ των οποίων τα προεόρτια έχουν προτυπικό
ευχαριστιακό χαρακτήρα, ιδίως το τρίτο Παροιμ.
θ´, 1-11 «Ἡ σοφία
ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον, καὶ ὑπήρεισε στύλους ἑπτά. Ἔσφαξε τὰ ἑαυτῆς θύματα, καὶ
ἐκέρασεν εἰς κρατῆρα τὸν ἑαυτῆς οἶνον, καὶ ἡτοιμάσατο τὴν ἑαυτῆς τράπεζαν...», το
οποίο συμπίπτει με το τρίτο Προφητικό Ανάγνωσμα της εορτής του Γενεθλίου της
Θεοτόκου, ενώ με τα Προφητικά Αναγνώσματα της κυρίως εορτής ο νοηματικός άξονας
δομείται ευρύτερα στο γεγονός του Μυστηρίου της Θείας Οικονομίας με προέχοντα
τα θεοφανικά γεγονότα του παλαιού Ισραήλ ως προτυπώσεων και εξαγγελιών του νέου
Ισραήλ, που αφορά σε όλα τα έθνη με τον αυτόν ευχαριστιακό χαρακτήρα.
Γ. Κατά ταύτα στο πρώτο
Προφητικό Ανάγνωσμα ο Μωϋσής, με το ξύλο που τού υποδεικνύει ο Θεός, ο άσαρκος
Λόγος, γλυκαίνει το ύδωρ εκ Μερράς, υπαινιγμός του ύδατος και αίματος εκ της
πλευράς του σταυρωθέντος Χριστού αλλά και του Ζέοντος της Θείας Ευχαριστίας, ήτοι
της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, στο δεύτερο το ξύλο της ζωής είναι ευθεία
παραπομπή στο δέντρο της γνώσεως του παραδείσου (2), ενώ το τρίτο παραπέμπει
ευθέως στο Σταυρό, τα Πάθη αλλά και στη συγκρότηση της Εκκλησίας, ως Σιώνος του
Αγίου Ισραήλ.
Δ. Τα Προφητικά
Αναγνώσματα συμπληρώνονται με τις Καταβασίες της εορτής, από την έξοδο με το
χάραγμα του Σταυρού υπό του Μωϋσέως στην Ερυθρά Θάλασσα μέχρι τον οικουμενικό
ύμνο των Τριών Παίδων εν Καμίνω, μία σύνθεση εξαγγελιών και προτυπώσεων της
Ενανθρωπήσεως και της διακονίας της Θεοτόκου στο Μυστήριο της Θείας Οικονομίας,
ένας προχειρισμός και προσανατολισμός προς την εορτή των Χριστουγέννων.
Ε. Ο συνεορτασμός της
μνήμης της ΣΤ´ Οικουμενικής Συνόδου συνιστά μία κορυφαία ερμηνευτική βεβαίωση
της ομολογίας του Ενανθρωπήσαντος Λόγου, του υποστάντος ἑκουσίως, δηλαδή, πραγματικά, τα
Πάθη και τον σταυρικό θάνατο, παρέχοντας στο ανθρώπινο γένος την καινή ζωή ως
Θεός. Η διατύπωση της Συνόδου ότι ο Χριστός : «καθάπερ ἄνωθεν οἱ προφῆται περὶ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς ἡμᾶς Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς ἐξεπαίδευσε καὶ τὸ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῖν παραδέδωκε Σύμβολον. Καὶ δύο φυσικὰς θελήσεις ἤτοι θελήματα ἐν αὐτῷ καὶ δύο φυσικὰς ἐνεργείας ἀδιαιρέτως ἀτρέπτως ἀμερίστως ἀσυγχύτως κατὰ τὴν τῶν ἁγίων Πατέρων διδασκαλίαν ὡσαύτως κηρύττομεν... Δύο δὲ φυσικὰς ἐνεργείας ἀδιαιρέτως ἀτρέπτως ἀμερίστως ἀσυγχύτως ἐν αὐτῷ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ τῷ ἀληθινῷ Θεῷ ἡμῶν δοξάζομεν» είναι η μακρά ερμηνευτική συνοδική παραγωγή του Συμβόλου
της Πίστεως «σαρκωθέντα,
... ἐνανθρωπήσαντα, σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν,... παθόντα καὶ ταφέντα καὶ
ἀναστάντα», οπότε και ο Σταυρός του Χριστού καθίσταται σημείον, τύπος
της εις ημάς παρεχόμενης καινής ζωής και του αγιασμού, ανακεφαλαιώνοντας ο
Σταυρωθείς τις προτυπώσεις του Ισραήλ, την εναλλαγή των χειρών του Πατριάρχου
Ιακώβ, την ύψωση των χειρών του Μωϋσή, του Ιησού του Ναυή, των παλαμών του Ιωνά
αλλά και τον εναγκαλισμό όλου του κόσμου κατά το Ἐξαποστειλάριο της εορτής, που
είναι συγχρόνως και ομολογία του Τριαδικού Θεού: «Σταυρὸς
ὑψοῦται σήμερον, καὶ κόσμος ἁγιάζεται· ὁ γὰρ Πατρὶ συνεδρεύων, καὶ Πνεύματι τῷ
Ἁγίῳ, ἐν τούτῳ χεῖρας ἁπλώσας, τὸν κόσμον ὅλον
εἵλκυσας, πρὸς σήν Χριστὲ ἐπίγνωσιν· τοὺς οὖν εἰς σὲ πεποιθότας,
θείας ἀξίωσον δόξης».
ΣΤ. 1. Το Αποστολικό και το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα έχουν νοηματική ενότητα.
Με το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα δίδεται η μαρτυρία και καταγραφή του αυτόπτη μάρτυρα
Ευαγγελιστή Ιωάννη για το γεγονός της Σταύρωσης του Χριστού και του εν τω
Σταυρώ θανάτου του ως πραγματικού γεγονότος (αίμα και
ύδωρ εκ της πλευράς αυτού) και γι᾽ αυτό η χορήγηση της ζωής διά της
νίκης επί του θανάτου με το θάνατό του, μη κρατουμένου υπό του θανάτου ως της
αληθούς Ζωής, είναι πραγματικότητα συμπαντικών συνεπειών για όλη την κτίση, ενώ
στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα ο Απόστολος Παύλος αντιμετωπίζει τις κυρίαρχες ομάδες,
από τις οποίες απετελείτο ο κόσμος της Αποστολικής Κοινότητος στην Κόρινθο και
εν πολλοίς ο κόσμος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτοί ήταν οι Ιουδαίοι, που
περίμεναν ένα Μεσσία, ο οποίος θα κάνει σημεία θαυμαστά (δύναμις) και θα
εξαφανίσει τη δύναμη των Ρωμαίων, γενόμενος βασιλεύς του Ισραήλ, ενώ οι Έλληνες,
οι εθνικοί, οι οποίοι ερμήνευαν τον κόσμο και υπόσχονταν τη σωτηρία των
ανθρώπων μέσω της γνώσεως και της ανθρώπινης σοφίας, περίμεναν ένα σοφό, που
μέσω της διαλεκτικής θα απεκάλυπτε μία αλήθεια πέραν των γνωστών φιλοσοφικών
συστημάτων (σοφία). Στα μάτια αμφοτέρων ο Εσταυρωμένος ήταν σκάνδαλο και μωρία
αντιστοίχως. Εξάλλου, απέναντι στον Πιλάτο (που κι αυτός διακατείχετο από το
ερώτημα του Ελληνικού τρόπου σκέψεως περί του τί είναι η αλήθεια) οι Ιουδαίοι
προτιμούν ως βασιλέα τον Καίσαρα («Οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα», μη
αναγνωρίζοντες τις εξαγγελίες και τα θεοφανικά γεγονότα των Προφητών.
2. Στη δύναμη και τη σοφία του κόσμου, που είναι καταδυναστευτική για το
συνάνθρωπο, η Εκκλησία προβάλλει το Ζωηφόρο Σταυρό του Χριστού, σημείο και τύπο
του επ᾽ αυτόν ανακαινίσαντος δωρεάν, χάριτι, τον άνθρωπο Σταυρωθέντος Χριστού
και ενώσαντος τα σύμπαντα, αγκαλιάζοντας τη συμπαντική πραγματικότητα, καλώντας
την σε εκκλησιασμό, όπως λέγει χαρακτηριστικά ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο
Άγιος της ΣΤ´ Οικουμενικής Συνόδου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Κανών λβ´: «...Ἐπεὶ καὶ τῇ κατ’ αὐτὸν ἐκκλησίᾳ, ἔνθα τὴν ποιμαντικὴν
ἐνεχειρίσθη ἡγεμονίαν, ὕδωρ οἴνῳ μιγνῦναι παρέδωκεν, ἡνίκα τὴν ἀναίμακτον θυσίαν ἐπιτελεῖσθαι δεήσειε, τὴν ἐκ τῆς τιμίας πλευρᾶς τοῦ λυτρωτοῦ ἡμῶν καὶ Σωτῆρος
Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἐξ αἵματος καὶ ὕδατος κρᾶσιν παραδεικνύς, ἥτις εἰς ζωοποίησιν
παντὸς τοῦ κόσμου ἐξεχύθη, καὶ ἁμαρτιῶν ἀπολύτρωσιν· καὶ κατὰ πᾶσαν δὲ
ἐκκλησίαν, ἔνθα οἱ πνευματικοὶ φωστῆρες ἐξέλαμψαν, ἡ θεόσδοτος αὕτη τάξις
κρατεῖ. Καὶ γὰρ καὶ Ἰάκωβος ὁ κατὰ σάρκα Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἀδελφός, ὃς τῆς
Ἱεροσολυμιτῶν ἐκκλησίας πρῶτος τὸν θρόνον ἐνεπιστεύθη, καὶ Βασίλειος ὁ τῆς
Καισαρέων ἀρχιεπίσκοπος, οὗ τὸ κλέος κατὰ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην διέδραμεν, ἐγγράφως
τὴν μυστικὴν ἡμῖν ἱερουργίαν παραδεδωκότες, οὕτω τελειοῦν ἐν τῇ θείᾳ λειτουργίᾳ
ἐξ ὕδατός τε καὶ οἴνου τὸ ἱερὸν ποτήριον ἐκδεδώκασι...».
2. α) «Μυστικῶς εἶ Θεοτόκε Παράδεισος, ἀγεωργήτως βλαστήσασα
Χριστόν, ὑφ᾿ οὗ τὸ τοῦ Σταυροῦ, ζωηφόρον ἐν γῇ, πεφυτούργηται δένδρον· δι᾿ οὗ νῦν ὑψουμένου, προσκυνοῦντες αὐτὸν σὲ
μεγαλύνομεν». β) «Ὁ διὰ βρώσεως τοῦ
ξύλου, τῷ γένει προσγενόμενος θάνατος, διὰ Σταυροῦ κατήργηται σήμερον· τῆς
γὰρ Προμήτορος ἡ παγγενὴς κατάρα διαλέλυται, τῷ βλαστῷ τῆς ἁγνῆς Θεομήτορος, ἣν
πᾶσαι αἱ Δυνάμεις, τῶν οὐρανῶν μεγαλύνουσι» (Καταβασία α´,
β).
Αποστολικό Ανάγνωσμα: Α´ Κορινθ.
α´, 18-24: «18 Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ
σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς
δὲ σῳζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι. 19
γέγραπται γάρ· ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν, καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω.
20 ποῦ σοφός; ποῦ γραμματεύς; ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ
Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; 21 ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω
ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ
τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας. 22 ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν,
23 ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις
μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν, 24 αὐτοῖς δὲ τοῖς
κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν
καὶ Θεοῦ σοφίαν».
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Ἰω. ιθ´, 6-11, 13-20, 25-28, 30-35: «6
καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἴδε ὁ ἄνθρωπος. ὅτε οὖν εἶδον αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ
ὑπηρέται, ἐκραύγασαν λέγοντες· Σταύρωσον σταύρωσον
αὐτὸν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ σταυρώσατε· ἐγὼ
γὰρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν. 7 ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· Ἡμεῖς νόμον
ἔχομεν, καὶ κατὰ τὸν νόμον ὀφείλει ἀποθανεῖν, ὅτι
ἑαυτὸν Θεοῦ υἱὸν ἐποίησεν. 8 Ὅτε οὖν ἤκουσεν ὁ Πιλᾶτος τοῦτον τὸν λόγον,
μᾶλλον ἐφοβήθη, 9 καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν καὶ λέγει τῷ Ἰησοῦ·
Πόθεν εἶ σύ; ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπόκρισιν οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ. 10 λέγει οὖν αὐτῷ ὁ
Πιλᾶτος· Ἐμοὶ οὐ λαλεῖς; οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχω σταυρῶσαί σε καὶ ἐξουσίαν
ἔχω ἀπολῦσαί σε; 11 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὐκ εἶχες ἐξουσίαν
οὐδεμίαν κατ' ἐμοῦ, εἰ μὴ ἦν δεδομένον σοι ἄνωθεν· διὰ τοῦτο ὁ
παραδιδούς μέ σοι μείζονα ἁμαρτίαν ἔχει.- 13 ὁ οὖν Πιλᾶτος ἀκούσας τοῦτον τὸν
λόγον ἤγαγεν ἔξω τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ βήματος εἰς τόπον λεγόμενον
Λιθόστρωτον, Ἑβραϊστὶ δὲ Γαββαθᾶ· 14 ἦν δὲ παρασκευὴ τοῦ πάσχα, ὥρα δὲ ὡσεὶ ἕκτη· καὶ λέγει τοῖς Ἰουδαίοις· Ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν. 15 οἱ δὲ ἐκραύγασαν· Ἆρον ἆρον,
σταύρωσον αὐτόν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Τὸν βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω; ἀπεκρίθησαν
οἱ ἀρχιερεῖς· Οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα. 16
τότε οὖν παρέδωκεν αὐτὸν αὐτοῖς ἵνα σταυρωθῇ. 17 Παρέλαβον δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ
ἤγαγον· καὶ βαστάζων τὸν σταυρὸν αὑτοῦ ἐξῆλθεν εἰς τὸν λεγόμενον κρανίου τόπον, ὃς λέγεται Ἑβραϊστὶ Γολγοθᾶ, 18 ὅπου
αὐτὸν ἐσταύρωσαν, καὶ μετ' αὐτοῦ ἄλλους δύο ἐντεῦθεν καὶ ἐντεῦθεν, μέσον δὲ τὸν
Ἰησοῦν. 19 ἔγραψε δὲ καὶ τίτλον ὁ Πιλᾶτος καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ· ἦν δὲ
γεγραμμένον· Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν
Ἰουδαίων. 20 τοῦτον οὖν τὸν τίτλον πολλοὶ ἀνέγνωσαν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι
ἐγγὺς ἦν τῆς πόλεως ὁ τόπος ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἦν γεγραμμένον Ἑβραϊστί, Ἑλληνιστί, Ρωμαϊστί .- 25 Οἱ μὲν οὖν
στρατιῶται ταῦτα ἐποίησαν. εἱστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ
αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή.
26 Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ
μητρί αὐτοῦ· Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου, 27 εἶτα
λέγει τῷ μαθητῇ· Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. καὶ ἀπ'
ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια. 28 Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ
Ἰησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται, ἵνα τελειωθῇ ἡ γραφή, λέγει· Διψῶ- 30 ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς εἶπε· Τετέλεσται, καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα.
31 Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι, ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ σαββάτῳ, ἐπεὶ
παρασκευὴ ἦν· ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνου τοῦ σαββάτου· ἠρώτησαν τὸν Πιλᾶτον
ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη, καὶ ἀρθῶσιν. 32 ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται, καὶ τοῦ
μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ· 33 ἐπὶ δὲ
τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη,
34 ἀλλ᾽ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ. 35
καὶ ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε, καὶ ἀληθινὴ αὐτοῦ ἐστιν ἡ μαρτυρία, κἀκεῖνος οἶδεν
ὅτι ἀληθῆ λέγει, ἵνα καὶ ὑμεῖς πιστεύσητε».