Παναγιώτη Σκαλτσή, Το χριστιανικόν εορτολόγιον, Πρακτικά Η΄ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου στελεχών Ι. Μητροπόλεων,εκδ. ΕΜΥΕΕ, σελ. 99-125
Η εορτή του Πάσχα είναι η αρχαιότατη, επιφανέστατη και πανηγυρικώτατη απ' όλες τις ε τήσιες εορτές της Χριστιανικής Εκκλησίας (1). Οι ρίζες της βρίσκονται στην Ιουδαϊκή παράδοση. Στον ενιαύσιο αμνό της εξόδου και στην ετήσια ανάμνηση της διάβασης από τη γη της δουλείας στη χώρα του φωτός και της ελευθερίας (2). Η εικόνα του αμνού της Παλαιάς Διαθήκης ολοκληρούται στο Χριστό, τον αμνό του Θεού (3), ο οποίος εκουσίως θυσιάζεται και προσφέρεται και προσφέρει ως μέγας αρχιερεύς την υπέρτατη θυσία προς το Θεό Πατέρα τον εαυτό Του (4). Ο μυστικός Δείπνος, όπου ο αμνός του Θεού γίνεται πασχάλιος βρώση και πόση των πιστών, συνδύασε το Πάσχα του Νόμου και το καινό Πάσχα, το Πάσχα της Παλαιός και το Πάσχα της Καινής Διαθήκης (5). Έτσι, σημειώνεται σ' ένα πολύ σημαντικό για την ιστορία και τη θεολογία της εορτής κείμενο του δευτέρου μ.Χ. αιώνα, στο περί Πάσχα έργο του Μελίτωνος Σάρδεων, ότι είναι «καινόν και παλαιόν, αΐδιον και πρόσκαιρον, φθαρτόν και άφθαρτον, θνητόν και αθάνατον το του Πάσχα μυστήριον· παλαιόν μεν κατά τον νόμον, καινόν δε κατά τον λόγον, πρόσκαιρον δια τον τύπον αΐδιον δια την χάριν, φθαρτόν δια την του προβάτου σφαγήν, άφθαρτον δια την του Κυρίου ζωήν, θνητόν δια την «εις γην» ταφήν, αθάνατον δια την εκ νεκρών ανάστασιν. Παλαιός μεν ο νόμος, καινός δε ο λόγος, πρόσκαιρος ο τόπος, αΐδιος η χάρις, φθαρτόν το πρόβατον, άφθαρτος ο Κύριος, μη συντρίβεις ως αμνός, αναστάς ως θεός» (6 ).
Αυιό ακριβώς το καινούριο Πάσχα κατά το οποιό, σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο, «υπέρ ημών ετύθη Χριστός» (7) και έγινε σύμβολο της νέας περιόδου της ιστορίας της σωτηρίας (8), οι πρώτοι χρισιιανοί το διακήρυσσαν και ομολογούσαν εορτάζοντάς το κατά την εβδομαδιαία «εν τη Κυριακή ημέρα» (9) ευχαριστιακές συνάξεις.
Η θεία Ευχαριστία από την αποστολική εποχή μέχρι και σήμερα είναι το κατ' εξοχήν πασχάλιο μυστήριο που τελείται κυρίως την Κυριακή, την ημέρα της α ναστάσεως του Χριστού (10). Η ημέρα αυτή, η μία των σαββάτων (11), θυμίζει στους χρισιιανούς την ανάσταση του Χριστού, τους ε νώνει μαζί του στο μυστήριο της Ευχαριστίας και τους στρέφει προς την αναμονή της παρουσίας του (12).
Η κατ' εξοχήν βεβαίως αναπαράσταση και αανέωση του Πάσχα γίνεται κατά την ετήσια ιστορική επέτειο του γεγονότος αυτού. Η παλαιότερη μαρτυρία για τον ετήσιο αυτόν εορτασμό είναι από ένα απόκρυφο κείμενο του δευτέρου αιώνα, την «Επιστολή των Αποστόλων» (13).
Με δεδομένο όμως ότι α) οι πρώτοι χριστιανοί ως Ιουδαίοι γνώριζαν το Ιουδαϊκό εορτολόγιο, στο οποίο, οπωσδήποτε, είχαν κατορθώσει να προβάλουν τα γεγονότα του Πάθους και της Α ναστάσεως του Χριστού, αφού αυτά συν έ βησαν σε μίαν εποχή κατά την οποίαν τελούσαν το ε τήσιο Πάσχα (14), β) ο απόστολος Παύλος είναι ο πρώτος που διέ κρινε το Χριστιανικό Πάσχα από το Νομικό λέγοντας ότι δεν πρέπει να εορτάζομε «εν ζύμη παλαιά, μηδέ εν ζύμη κακίας και πονηρίας, α λλ' εν αζύμοις ειλικρίνειας και αληθείας» (15) και συνέδεσε την εορτή του Πάσχα με το Πάθος και την Ανάσταση του Κυρίου, προκαλώντας, όπως είναι γνωστόν, την αντίδραση των Ιουδαιοχριστιανών, και γ) ότι, όπως ήδη αναφέραμε, από πολύ ενωρίς η Ανάσταση συνδέθηκε με τη θεία Ευχαριστία και την Κυριακή, όλα αυτά δείχνουν ότι το Πάσχα εορταζόταν από την αποστολική εποχή (16).
Στο ερώτημα τώρα αν οι πρώτοι Χριστιανοί εόρταζαν το Πάσχα την ημέρα του Πάθους (Παρασκευή) ή την ημέρα της Αναστάσεως (Κυριακή) φαίνεται ότι αρχικά, πριν μάλιστα την αποστολική Σύνοδο, υπήρχε συνεορτασμός του Πάσχα με τους Ιουδαίους. Οι μεταγενέστερες μάλιστα έριδες γύρω από τη μεγάλη αυτή εορτή μαρτυρούν ότι το Πάσχα αρχικά εορταζόταν την ημέρα του Πάθους του Κυρίου (17).
Σε κείμενα του δευτέρου μ.Χ. αιώνα απηχείται έντονα ο σταυρικός χαρακτήρας του Πάσχα και τονίζεται ιδιαίτερα η σύνδεση της εορτής αυτής με τα ιουδαϊκα της πρότυπα. Έτσι στην απόκρυφη π.χ. «Επιστολή των Αποστόλων», έργο Μικρασιατικής προέλευσης, το Πάσχα αναφέρεται ως ανάμνηση του θανάτου του Χριστού (18). Ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυρας αναφέρει ότι «το μυστήριον του προβάτου, ο το Πάσχα θύειν εντέταλται ο θεός, τύπος ην του Χριστού» (19). Το Ιουδαϊκό δηλαδή Πάσχα θεωρείται προτύπωση της σταυρικής θυσίας. Γι' αυτό και οι χριστιανοί ακολουθούσαν το Ιουδαϊκό Πάσχα και εόρταζαν ανάλογα το σωτήριο πάθος του Χριστού. Με την έννοια αυτή υποστήριζαν ότι ο Κύριος τέλεσε το Μυστικό Δείπνο κατά τη 14 η του μηνός Νισάν, στηριζόμενοι μάλιστα σε μαρτυρίες των Συνοπτικών ευαγγελίων, και κυρίως στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, ο όποιος λέγει ότι το τελευταίο δείπνο του Κυρίου έγινε την οψία της πρώτης μέρας των αζύμων (20).
Στην ίδια γραμμή εκινείτο και ο Μελίτων Σάρδεων (166180), τις θέσεις του οποίου ακολούθησαν οι εκκλησίες της Μικρής Ασίας · « Της Ασίας απάσης αι παροικίαι- γράφει ο ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας - ως εκ παραδόσεως αρχαιοτέρας σελήνηs την τεσσαρεσκαιδεκάτην ώοντο δειν επί του σωτηρίου Πάσχα εορτής παραφυλάττειν, εν η θύειν το πρόβατον Ιουδαίοις προηγορεύοντο » (21).
Σ' αντίθεση με τους Μικρασιάτες «Τεσσαρεσκαιδεκατίτες», όπως ελέγοντο, οι οποίοι εόρταζαν το Πάσχα κατά την ημέρα του θανάτου του Χριστού, την 14 η Νισάν οποιαδήποτε ημέρα της εβδομάδος κι αν τύχαινε, «οι άλλες εκκλησίες τόσο της Ανατολής, όσο και της Δύσεως εορτάζουν όχι μόνο τον σταυρικό θάνατο, αλλά και την ανάσταση του Χριστού κατά την πρώτη Κυριακή μετά τη 14 η του μήνα Νισάν» (22). Στην επιλογή αυτή συνέβαλε το ότι, σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ιωάννη, η σταύρωση του Κυρίου έγινε την προηγούμενη ημέρα από το Ιουδαϊκό Πάσχα, η δε Ανάσταση την επομένη του Σαββάτου, δηλαδή την Κυριακή (23).
Παρά δε τις διαφοροποιήσεις ως προς την επιλογή της ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα και τις κατά τους δεύτερο και τρίτο αιώνες έριδες, οι οποίες συν τοις άλλοις οφείλοντο και στην διάφορον μέθοδον καθορισμού της πανσελήνου για να μην είναι το Πάσχα κοινό με τους Εβραίους (24), πό τον τρίτο αιώνα επικράτησε η Κυριακή ως ημέρα του Πάσχα σε όλες τις Εκκλησίες. Στην ειρήνευση μάλιστα των Χριστιανών και των Εκκλησιών στις οποίες ανήκαν συνέβαλαν τα μέγιστα σπουδαίες προσωπικότητες, όπως ο Πολύκαρπος Σμύρνης και ο Ειρηναίος Λυώνος.
Το πρόβλημα όμως τελικά λύθηκε από την Α' Οικουμενική Σύνοδο (325), η οποία εέπέβαλε ομοιομορφία εορτασμού σε όλες τις Εκκλησίες ορίζοντας ότι το Πάσχα θα τελείται «την Κυριακήν ήτις έπεται τη πρώτη πανσελήνω του έαρος » (25). Ο υπολογισμός αυτός έγινε βάσει του Αλεξανδρινού ημερολογίου (26). Ως πρώτη δε πανσέληνος του έαρος θεωρείται έκείνη που ακολουθεί την 20 η Μαρτίου (27).
Στο σημείο αυτό και με βάση τις άμεσες και έμμεσες λειτουργικές πηγές της αρχαϊκής Εκκλησίας θα δώσουμε μίαν εικόνα του εορτολογικού περιεχομένου και της τάξεως της ακολουθίας του Πάσχα μέχρι τον τέταρτο μ.Χ. αιώνα.
Αναφέραμε ήδη ότι την παλαιότερη πληροφορία περί της καθιερώσεως του Πάσχα ως εορτής της Χριστιανικής Εκκλησίας την έχουμε από το απόκρυφο κείμενο του δευτέρου μ.Χ. αιώνα, την «Επιστολή των Αποστόλων», όπου δίδονται και οι πρώτες πληροφορίες περί της αγρυπνίας της εορτής, η οποία διαρκούσε μέχρι την αλεκτοροφωνία και ολοκληρωνόταν με την ευχαριστιακήν σύναξη (28). Την ίδια εοχή, μέσα δηλαδή του δευτέρου μ.Χ. αιώνα, από το περίφημο ποίημα του Μελίτωνα Σάρδεων (166-180) «Περί Πάσχα» (29), διαπιστώνουμε ότι εκτός από αυτοσχέδιους ύμνους, αναγνώσματα, προσευχές και τέλεση θείας Ευχαριστίας υπάρχει και συγκεκριμένη πασχάλιος ακολουθία. Κατά τους ειδικούς μελετητές του εν λόγω έργου σημειώνεται ότι αυτό είναι απόσπασμα από την ακολουθία της εορτής (30).
Σημαντικές επίσης πληροφορίες για την ιστορία και τη θεολογία της εορτής του Πάσχα στην αρχαϊκή Εκκλησία έχουμε και από αξιόλογα κείμενα του τέλους του δευτέρου και των αρχών του τρίτου μ.Χ. αιώνα. Σε ψευδώνυμο κείμενο, Πασχάλια ομιλία, αποδιδόμενη στον Ιππόλυτο ( β΄ μ. Χ. αι.) το Πάσχα χαρακτηρίζεται ως «κοινή των όλων πανήγυρις» και «ουρανού και γης ιερά τελετή» (31). Από εκείνη μάλιστα την εποχή στη συνείδηση της Εκκλησίας το πασχαλινό μυστήριο, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά και ο Jean Danielou, ε ξέφραζε ολόκληρο το χριστιανικό μυστήριο (32). Έτσι με βάση το παραπάνω κείμενο φαίνεται ότι την του Πάσχα πνευματική εορτή τη θεωρούσαν ως «αρχήν και κεφαλήν και πρώτην ήγεμονίαν παντός του χρόνου και αιώνος... ίνα ως ο Κύριος των πάντων νοητών τε και ορατών πρωτόγονός έστι και πρωτότοκος απ' αρχής, ούτως και όδε ο μην ο την ιερόν τετιμημένος τελετήν πρώτος γεγένηται του ενιαυτού και παντός αιώνος αρχή» (33).
Με δεδομένο ότι ο μήνας Νισσάν στο Ιουδαϊκό ημερολόγιο ήταν ο πρώτος μήνας του έτους, ουσιαστικά με την εορτή του χριστιανικού Πάσχα έχουμε μία νέα αρχή, ανάπλαση του χριστιανικού έτους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η νέα αυτή αρχή εκφράζεται με το Βάπτισμα, που την εποχή εκείνη ετελείτο το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, αλλά δηλώνεται και με αυτό που ονομάζουμε Διακαινήσιμο Εβδομάδα και Καινή Κυριακή, από την οποίαν γίνεται ο υπολογισμός των Εβδομάδων (34).
Η σύνδεση του Βαπτίσματος με την εορτή του Πάσχα, στην οποίαν πριν λίγο αναφερθήκαμε, μνημονεύεται από αυτήν την εποχή για την οποίαν κάνουμε λόγο, και δη από τον Τερτυλλιανό (155-222) (35). Το βάπτισμα ως συμμετοχή στο θάνατο και την Ανάσταση του Κυρίου (36) δεν θα μπορούσε παρά να είναι συνδεδεμένο με το Πάσχα, καθόσον «η μεν γαρ ημέρα μνημόσυνόν εστιν αναστάσεως το δε βάπτισμα δύναμίς εστι προς την ανάσταοιν» (37). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ακόμη και η διένεξη του δευτέρου αιώνα πάνω στην ημερομηνία του Πάσχα άφησε ανέπαφη αυτή τη βαθύτερη σημασία που υπογραμμίζει το οριστικό ξεπέρασμα της Ιουδαϊκής εορτής (38).
Ο Τερτυλλιανός μας πληροφορεί ακόμη για τον αναστάσιμο ασπασμό την ημέρα του Πάσχα (39), για την ολονυκτία του Πάσχα (40), άλλά και για την διήμερη νηστεία που στην εποχή του προηγείτο της εορτής (41). Το θέμα αυτό, η προπασχάλιος δηλαδή νηστεία, απετέλεσε μέρος των διαφωνιών και ερίδων αυτής της περιόδου. Έτσι, όσοι συνέδεαν το ιουδαϊκό και το χριστιανικό Πάσχα νήστευαν μετά τον πασχάλιο δείπνο, ενώ, όσοι τα ξεχώριζαν, νήστευαν πριν από τον πασχάλιο δείπνο, δηλαδή ολόκληρη την ήμέρα του Πάσχα. Ο Eιρηναίος (140-202) παρατηρεί ότι «ούδέ γαρ μόνον περί της ημέρας εστίν η αμφιοβήτηοις, αλλά και περί του είδους αυτού της νηστείας. Οι μεν γαρ οίονται μίαν ημέραν δειν αυτούς νηστεύειν, οι δε δύο, οι δε πλείονες, οι δε τεσσαράκοντα ώρας ημερινάς τε και νυκτερινάς συμμετρούσιν την ημέραν αυτών» (42). Η εν λόγω πάντως νηστεία στα μέσα του Γ' αιώνα, κατά τη μαρτυρία του Διονυσίου Αλεξανδρείας, έγινε μία εβδομάδα (43), και στις αρχές του Δ' αιώνα αυξήθηκε σε 40 ημέρες κατά μίμηση της νηστείας του Χριστού (44).
Ένα άλλο τώρα Συριακό κείμενο των αρχών του τρίτου αιώνα, η «Διδασκαλία των Αποστόλων», μας παραδίδει μία πληρέστερη εικόνα της εορτής του Πάσχα. Προσδιορίζει με σαφήνεια το περιεχόμενο της νηστείας, κατά την οποίαν οι πιστοί από τη Δευτέρα προ του Πάσχα μέχρι την Πέμπτη είχαν μονοφαγία και έτρωγαν την εννάτη μόνο ψωμί, αλάτι και νερό. Την Παρασκευή δε και το Σάββατο «nihil gu stantes», δεν έτρωγαν δηλαδή τίποτε. Σύμφωνα με την εν λόγω πηγή, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου γινόταν ολονυκτία και μέχρι την τρίτη ώρα της νυκτός, την αλεκτοροφωνία, ανεπέμποντο ευχές και διαβάζονταν οι Προφήτες, το Ευαγγέλιο και οι Ψαλμοί με φόβο και τρόμο, όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στο κείμενο. Ακολούθως ετελείτο η θεία Ευχαριστία, στην οποίαν όλοι συμμετείχαν εν χαρά και αγαλλίασει με την αίσθηση ότι ο αναστημένος Χριστός είναι η εγγύηση και της αναστάσεως του ανθρώπου (45). Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι αυτό το αναστάσιμο, χαρούμενο και εσχατολογικό βίωμα των Χριστιανών κατά τη νύκτα του Πάσχα η Εκκλησία από τότε το εξεδήλωνε και με την «δια κανδηλών» φωτοχυσία του Ναού (46).
Ανάλογες πληροφορίες μας δίδει και η «Αποστολική Παράδοση» του Ιππολύτου (217), στην οποίαν λέγονται τα εξής: «θα διέλθουν άπασαν την νύκτα αγρυπνούντες· θα τους αναγνώσουν αγιογραφικάς περικοπάς και θα τους διδάξουν». Μετά δε από λίγο, «κατά την αλεκτοροφωνίαν, θα προσευχηθούν κατ ' αρχάς ύπερθεν του ύδατος» και θα ακολουθήσει το βάπτισμα στα πλαίσια της θείας Εύχαριστίας (47). Το κείμενο αυτό του Ιππολύτου έχει, νομίζουμε, ιδιαίτερη σημασία διότι για πρώτη φορά τον τρίτο μ.Χ. αιώνα δίδονται τόσο πολλά στοιχεία για τον τρόπο τελέσεως του Βαπτίσματος ενταγμένου στην όλη τελετή του Πάσχα.
Έτσι π.χ. ενώ δεν αναφέρεται ποιές αγιογραφικές περικοπές διαβάζονταν συγκεκριμένα κατά την αγρυπνία ή ποιό το περιεχόμενο της διδασκαλίας που ακολουθούσε, για το Βάπτισμα επισημαίνονται η τριετής προετοιμασία των κατηχουμένων, οι εξορκισμοί κατά τις τελευταίες προ του μυστηρίου ημέρες, ο καθαγιασμός του ύδατος περί την αλεκτοροφωνίαν, η προ της ενάρξεως της τελετής του Βαπτίσματος ευλογία από τον Επίσκοπο του ελαίου του Χρίσματος και του επορκιστού Ελαίου, η ομολογία της πίστεως και η τριπλή κατάδυση, το χρίσμα και η συμμετοχή των νεοφώτιστων στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας (48).
Για τη λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια της εορτής του Πάσχα μιλούν με ιδιαίτερη έμφαση και τα κείμενα του τετάρτου μ.Χ. αιώνα, μία περίοδο που κατά την μαρτυρία της Αιθερίας έχουν διαμορφωθεί τόσο η Μεγάλη Εβδομάδα, όσο και η Μεγάλη Τεσσαρακοστή των οκτώ εβδομάδων στην Ανατολή και των τεσσάρων στη Δύση (49).
Έτσι, λοιπόν, βλέπουμε τον δράσαντα στην Αντιόχεια Αστέριο το Σοφιστή (337-341) να χαρακτηρίζει τη νύκτα του Πάσχα ως «φωτός πεπληρωμένη» και «αστραπής φαει νοτέρα » (50). Ο ίδιος δε συγγραφέας μνημονεύει και το δωδέκατο ανάγνωσμα (περί των τριών παίδων), το τελευταίο δηλαδή της σειράς που διαβαζόταν την εσπέρα του Μεγάλου Σαββάτου (51). Τούτο σημαίνει ότι από την εποχή αυτή άρχισαν να διαμορφώνονται τα αναγνώσματα που μνημονεύονται αναλυτικά σε πηγές του αμέσως επόμενου αιώνα και διαβάζονταν για να καλύψουν αφενός τη νυχτερινή ακολουθία και αφ' ετέρου «δια την διδαχήν των προς το βάπτισμα ευτρεπιζομένων» (52). Ανάλογη πληροφορία μας δίδει και ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων (312-386), ο οποίος στη σύντομη Κατήχηση που απηύθυνε στους φωτιζομένους το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μνημονεύει το έκτο κατά σειράν ανάγνωσμα από τον Ησαΐα «φωτίζου, η νέα Ιερουσαλήμ ήκει γαρ σαν το φως» (53). Σημειωτέον ότι, στη Βυζαντινή παράδοση, όπου υπάρχουν δεκαπέντε αναγνώσματα, το κείμενο από τον Ησαΐα είναι δεύτερο στη σειρά, ενώ ο ύμνος των τριών παίδων είναι το δέκατο πέμπτο ανάγνωσμα.
Για τη λαμπροφορία και φωταγωγία της πασχαλινής νύκτας μιλά και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στους περίφημους περί του αγίου Πάσχα λόγους του (54). Κομμάτια δε ολόκληρα από αυτές τις ομιλίες αξιοποιήθηκαν από τους υμνογράφους, όπως π.χ. τον Ιωάννη το Δαμασκηνό, προκειμένου να υμνηθεί το γεγονός της αναστάσεως (55).
Περισσότερα λειτουργικά στοιχεία για την εορτή του Πάσχα μας δίδουν δύο σπουδαία κείμενα του τέλους του Δ' μ.Χ. αιώνα. Πρόκειται για τις «Διαταγές των Αγίων Αποστόλων» και το «Οδοιπορικό» της περιηγήτριας Αιθερίας.
Το πρώτο, το οποίο διασώζει την μέχρι τότε Λειτουργική Παράδοση της Αντιόχειας, επαναλαμβάνει και εμπλουτίζει μαρτυρίες που έχουμε από τη «Διδασκαλία των Απο στόλων» και τον Ιππόλυτο. Ξεκινά με την παρατήρηση ότι το χριστιανικό Πάσχα δεν έχει καμία σχέση μ' αυτό των Ιουδαίων και προχωρά στους όρους της προπασχάλιας εβδομαδιαίας νηστείας «από δευτέραν μέχρι της Παρασκευής και Σαββάτου, εξ ημέρας, μόνω χρώμενοι άρτω και αλί και λαχάνοις και ποτώ ύδατι... Την μέντοι Παρασκευήν και Σάββατον ολόκληρον νηστεύσατε... μηδενός γενόμενοι μέχρις αλεκτοροφωνίας· ει δε τις αδυνατεί τας δύο συνάπτειν ομού, φυλασσέσθω καν το Σάββατον » (56).
Στη συνέχεια αναφέρεται στην παννυχίδα του Πάσχα, κατά την οποίαν οι πιστοί διανυκτερεύουν προσευχόμενοι και δεόμενοι και «αναγινώσκοντες τον Νόμον, τους Προφήτας, τους Ψαλμούς μέχρι αλεκτρυόνων κλαγγής». Ακολουθει το Βάπτισμα των κατηχουμένων, η ανάγνωση του Ευαγγελίου «εν φόβω και εν τρόμω» και το κήρυγμα προς το λαό δια «τα προς σωτηρίαν » (57). Η όλη τελετή ολοκληρούται με τη θεία Ευχαριστία τις πρωινές ώρες της Κυριακής, κατά τις όποιες έγινε και η Ανάσταση. «Δια τούτο ουν και υμείς» γράφει ο συγγραφέας των « Αποστολικών Διαταγών» « αναστάντος του Κυρίου προσενέγκατε την θυσίαν υμών, περί ης υμίν διετάξατο δι' ημών λέγων Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν, και λοιπόν απονηστεύετε, ευφραινόμενοι και εορτάζοντες, ότι αρραβών της αναστάσεως υμών Ιησούς ο Χριστός εγήγερται εκ νεκρών » (58). Σημαντική είναι επίσης και η μαρτυρία των «Αποστολικών Διαταγών» για την μετά από οκτώ ημέρες εορτή του Θωμά, αλλά και μετά από σαράντα ημέρες εορτή της αναλήψεως (59).
Το δεύτερο κείμενο, αυτό της Αιθερίας, αναφερόμενο στην αγρυπνία του Πάσχα λέει ότι γίνεται όπως στη Δύση. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι οι νεωφώτιστοι μετά τη βάπτισή τους και την ένδυσή τους με λευκά ενδύματα, οδηγούνται με τον Επίσκοπο στην Ανάσταση. Ο Επίσκοπος εισ έρχεται πίσω από το κιγκλίδωμα της Α ναστάσεως, ψάλλεται ένας ύμνος, προσεύχεται ο Επίσκοπος για τους νεοφώτιστους και μεταβαίνει μαζί τους στη μεγάλη Εκκλησία, το Μαρτύριο, για την συνέχιση της αγρυπνίας με τη συμμετοχή όλου του λαού (60). Οι πληροφορίες αυτές δείχνουν ότι η βάπτιση δεν διέκοπτε την όλη ακολουθία, αλλά ενώ γινόταν αυτή οι πιστοί παρέμεναν στο Ναό του Μαρτυρίου συμμετέχοντες στην ακολουθία (61).
Ακολούθως ετελείτο η θεία Λειτουργία ( facta oblatione fit missa ) και γινόταν απόλυση. Μετά δε τη θεία Λειτουργία και την απόλυση στη μεγάλη Εκκλησία, με ψαλμούς και ύμνους έρχονταν στην Ανάσταση όπου διαβαζόταν ξανά το αναστάσιμο ευαγγελικό ανάγνωσμα (62). Εδώ έχουμε την αρχαιότερη μαρτυρία για τα ορθρινά αναστάσιμα Ευαγγέλια, τα λεγόμενα Εωθινά Ευαγγέλια (63). Στο νέο αυτό Ναό έκαναν μία προσευχή και ο Επίσκοπος τελούσε πάλι την θεία Λειτουργία ( fit oratio et denuo ibi offeret episcopus ). Εδώ έχουμε επίσης την παλαιότερη αναφορά τελέσεων δεύτερης θείας Λειτουργίας στην ίδια λειτουργική ημέρα, αλλά σε διαφορετικό Ναό (64), χάριν του λαού, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η Αιθερία (65). Ενδιαφέρουσες πληροφορίες μας δίδει η Αιθερία και για τον Εσπερινό της Κυριακής του Πάσχα, μετά την απόλυση του οποίου όλοι λιτανευτικά μετέβαιναν στην Σιών, όπου έψελναν ύμνους, έκαναν μία προσευχή και διάβαζαν από τον ευαγγελιστή Ιωάννη την περικοπή «ούσης οψίας τη ημέρα εκείνη...» (Ιω. 20, 19-25) που αναφέρεται στην εμφάνιση του Ιησού στους μαθητές (66) και είναι η ίδια που μέχρι και σήμερα διαβάζεται στον Εσπερινό της Αγάπης.
Η εικόνα που έχουμε για την εορτή του Πάσχα στην Ιεροσολυμιτική λειτουργική παράδοση ολοκληρώνεται μέσα από τα στοιχεία που μας δίδουν πηγές μεταγενέστερες του τετάρτου μ.Χ. αιώνα. Πρόκειται α) για το «Τυπικό των Αρμενίων» ή «Αρχαίο Βιβλίο των Περικοπών» (5 ου μ.χ, αι.), που διασώζει πανάρχαια Ιεροσολυμιτικά στοιχεία σε αρμενική μετάφραση (67), β) το «Μέγα Λεξιονάριο της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων» ή «Μέγα Βιβλίο Περικοπών» (5 ου μ.Χ. αι., που και αυτό μας παραδίδει την παλαιά Ιεροσολυμιτική λειτουργική πράξη σε γεωργιανή μετάφραση (68), γ) το «Ιεροσολυμιτικό Κανονάριον (Τυπικόν)», 7 ου μ.Χ. αι., κατά Γεωργιανήν μετάφρασιν (69), και δ) το «Τυπικόν της Αναστάσεως» του έτους 1122, σε έκδοση του Παπαδόπουλου Κεραμέα (70).
Τα θέματα εκείνα που αξίζει εδώ κυρίως να παρουσιάσουμε, με βάση τα παραπάνω κείμενα, στα οποία η ακολουθία του Πάσχα, αλλά και ολόκληρης της Μεγάλης Εβδομάδος, είναι συγκροτημένη, αφορούν α) στην τελετή της αφής του αγίου φωτός, β) στη διαμόρφωση και εξέλιξη των αναγνωσμάτων κατά το εσπέρας του Μ. Σαββάτου και την τελετή της Βαπτίσεως και, γ) στο υμνογραφικό στοιχείο με το οποίο εμπλουτίζεται η τάξη της Πασχαλινής Παννυχίδας.
Για την αφή του αγίου φωτός σαφή και ιδιαίτερη μνεία κάνει το «Αρμενικό Τυπικό», το οποίο είναι πολύ κοντά στην τάξη που μας διασώζει η Αίθερία, η οποία άμεσα τουλάχιστον δεν κάνει λόγο γι' αυτό το θέμα. Η ίδια βεβαίως όταν περιγράφει τον Εσπερινό μιας κοινής Κυριακής στο Ναό της Αναστάσεως λέγει ότι οι πιστοί «ανάπτουν τους λύχνους και τα κηρία» α πό φως που «προέρχεται εκ του εσωτερικού του σπηλαίου, ένθα νύκτα και ημέραν άνευ διακοπής καίει λύχνος όπισθεν του κιγκλιδώματος» (71). Δεν αποκλείεται η συνήθης αυτή πράξη που έχει τις ρίζες της σε παλαιότερο έτος ανάμματος λύχνων ή κηρίων στους τάφους των μαρτύρων και είναι δομικό στοιχείο του Εσπερινού, να εντάχθηκε και στο τυπικό της παννυχίδας του Πάσχα με τον ίδιο αρχικά απλό τρόπο (72).
Η παλαιότερη πάντως άναφορά σε τελετή αφής του νέου φωτός κατά το Πάσχα παραδίδεται από τον Ιερώνυμο στη Δύση το 384, την ίδια ακριβώς εποχή που ζει και η Αιθερία. «Το γεγονός ότι η εν λόγω τελετή, κατά κοινήν ομολογίαν των ερευνητών, εισήλθεν εις την Δύσιν εκ της Ανατολής, οδηγεί ημάς εις το συμπέρασμα, ότι η πρώτη εμφάνισις αυτής θα πρέπει να αναζητηθή εις χρόνον ικανώς προγενέστερον του έτους 384» (73). Ως εκ τούτου η πληροφορία του «Αρμενικού Τυπικού» για την ακολουθία των φώτων στην αγίαν Ανάστασιν την εσπέρα του Σαββάτου, οπότε και ο Επισκόπος «ανάπτει τρία κηρία και μετ' αυτόν οι διάκονοι και εν συνεχεία άπαν το εκκλησίασμα» (74) μας διασώζει αρχαία πράξη γνωστή σ' Ανατολή και Δύση.
Για την τελετή αυτή μιλά και το «Μέγα Λεξιονάριο της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων» ή «Μέγα Βιβλίον των Περικοπών». Εδώ η πράξη αυτή γίνεται πριν το βάπτισμα των νεοφώτιστων, κεκλεισμένων των θυρών του Ναού της Αναστάσεως, μετά το Αντίφωνα του Εσπερινού · «Μετά ταύτα ο Επίσκοπος δίδει ασπασμόν εις τους ιερείς, διακόνους και υπηρέτας του ναού. Έπειτα ο Επίσκοπος ευλογεί καινουργές κηρίον, ανάπτουν τα κηρία και ανοίγουν τας θήρας, αρχόμενοι ψάλλοντες «Κύριε εκέκραξα» (75). Την ίδια σχεδόν διάταξη για το θέμα αυτό έχει και το «Ιεροσολυμιτικόν Κανονάριον» του εβδόμου μ.Χ. αιώνα (76).
Πληρέστερη περιγραφή για την αφή του αγίου φωτός κάνει το Τυπικό της Αναστάσεως (12 ος μ.Χ. αι.), ανάλογη περίπου μ' αυτή που γίνεται σήμερα στον Πανάγιο Τάφο. Την ώρα του Εσπερινού και μετά την Είσοδο και τα αναγνώσματα στο Ναό της Αναστάσεως «πίπτει ο Πατριάρχης έμπροσθεν του Αγίου Βήματος επί πρόσωπον, εις το έδαφος, και δεηθή μετά δακρύων υπέρ των του λαού αγνοημάτων και εκτείνει τας χείρας αυτού προς το ύφος. Ποιείται ούτως τρις, και οι συν αυτώ ομοίως· και ο λαός το «Κύριε ελέησον» με φωνάς αδιαλείπτως. Και τότε εν τω εισελθείν ο Πατριάρχης εις τον ’ γιον Τάφον και οι μετ' αυτού, πίπτει ε πί πρόσωπον τρις και δεηθή και παρακαλεί περί ε αυ τού τε και του λαού και τότε άψει εκ του Αγίου Τάφου το άγιον φως και δίδει εις τον αρχιδιάκονον, και ο αρχιδιάκων τω λαώ· και μετά τούτο ευγένει ο Πατριάρχης και οι συν αυτώ, ψάλλοντες στιχηρόν ήχου α'. Ευθύς λιτή εις τον ’γιον Κωνσταντίνον. Φωτίζου φωτίζου η νέα Ιερουσαλήμ...» (77).
Σχετικά τώρα με τα πολλά αναγνώσματα που λέγονταν στον Εσπερινό του Μεγάλου Σαββάτου, άλλοτε πριν το βάπτισμα, άλλοτε μετά και άλλοτε κατά τη διάρκεια της τέλεσής του (78), είδαμε ότι η διαμόρφωσή των είχε αρχίσει από παλαιότερα. Το πρώτο όμως κείμενο στο οποίο διασώζεται η πλήρης σειρά αυτών των περικοπών από την Παλαιά Διαθήκη είναι το «Αρμένικο Τυπικό». Μετά από κάθε ανάγνωσμα διαβαζόταν μία ευχή και γινόταν γονυκλισία. Μετά το τελευταίο κείμενο από τον προφήτη Δανιήλ για τους τρεις παίδες ο Επίσκοπος εισόδευε τους νεοφώτιστους στο καθολικό του Ναού για την τέλεση προφανώς της θείας Λειτουργίας (79). Τα κείμενα αυτά ήταν α) Γεν. 1,13,24, β) Γεν. 22, 18, γ) Έξοδ. 12,1-24. δ) Ιωνά 1,1-4,11, ε) Έξοδ. 14,24-15,21 στ) Ησ. 60,1-13, ζ) Ιώβ 38,1-28, η) Δ' Βασ. 2, 1-29, θ) Ιερ. 31,31-4, ι) Ιησου Ναυή 1,1-9, ια) Ιεζεκ. 37, 1-14 και ιβ) Δαν. 3,1-90.
Τα αναγνώσματα του «Μεγάλου Λεξιοναρίου της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων» (80) και του «Ιεροοολυμιτικού Κανο ναρίου» του Ζ' αιώνα είναι τα ίδια (81) με μικρές μόνο παραλλαγές. Η ανάγνωσή των δεν φαίνεται ότι γινόταν κατά τη διάρκεια της βαπτίσεως των φωτιζομένων. Αντιθέτως στο «Τυπικό της Αναστάσεως» τα αναγνώσματα είναι δεκαπέντε, τα ίδια μ' αυτά που υπάρχουν μέχρι σήμερα στο Τριώδιο (82), διαβάζονται πριν τη Βάπτιση των φωτιζομένων και ορισμένα από αυτά έχουν προκείμενα τα οποία ψάλλονται αντιφωνικά (83).
Τα δύο μεταγενέστερα Τυπικά της Ιεροσολυμιτικής Λατρείας, δηλαδή το «Κανονάριο» του Ζ' αιώνα και το «Τυπικό της Α ναστάσεως» του IB ' αιώνα, μας δίδουν ενδιαφέροντα στοιχεία τόσο για την υμνογραφία της εορτής, όσο και για άλλες πτυχές της τάξεως της πασχαλίου ακολουθίας που δυστυχώς στην πορεία των αιώνων αλλοιώθηκαν.
Έτσι, στο πρώτο κείμενο μαρτυρείται το Στιχηρό του Εσπερινού « Φωτίζου, φωτίζου Ιερουσαλήμ », η υπακοή « Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε...» κατά την είσοδο των νεοφώτιστων στην εκκλησία για την έναρξη της θείας Λειτουργίας, το «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών » μετά την έναρξη της θείας Λειτουργίας και πριν τα αναγνώσματα και τα τροπάρια « Κύριε, ώσπερ νεκρός εν τάφω » και « Ο άγγελός σου, Κύριε » στον Όρθρο του Πάσχα (84).
Στο Τυπικό της Αναστάσεω ς ο εσπερινός κατά την παννυχίδα του Πάσχα ψάλλεται « όπισθεν του Αγίου Τάφου εν γαληνότητι », ενώ προηγουμένως κατά την ενάτην ώρα « καταβαίνει ο Πατριάρχης συν τω κλήρω αλλαγμένοι άσπρα εις την Αγίαν Ανάστασιν ». Μνημονεύονται τα στιχηρά αναστάσιμα στο « Κύριε εκέκραξα », « Τας εσπερινάς ημών ευχάς... » κ.λπ., το « φωτίζου φωτίζου η νέα Ιερουσαλήμ » στη Λιτή, και τα Απόστιχα « Φως εσπερινόν επέλαμψεν τοις εν σκότει πάοιν...», « Έλαμψεν ημίν η πάμφωτος και σεπτή εσπέρα...» και « Ιερουσαλημ, φαιδρύνθητι· η Σιών, ευφραίνου...».
Από την πλούσια υμνογραφία που διασώζει το τυπικό αυτό μνημονεύουμε ακόμη τα στιχηρά που ψάλλονται εις τα άγια, αντί του χειρουβικού, «της λαμπράς και ένδοξου εορτασίμου αναστάσεως...», και β) «Εξηγέρθης, Χριστέ, εκ του μνήματος...», επίσης τον Κανόνα «Αναστάσεως ημέρα...», ποίημα Ιωάννου του Δαμασκηνού, και το Κοινωνικόν «’γγελοι, σκτιρτήσατε, αγαλλιάσθε, γηγενείς...» σε ήχο πλ. α' (85).
Ως ξεχωριστά χαρακτηριστικά της ακολουθίας του Πάσχα, όπως την περιγράφει το ως άνω Τυπικό, μπορούμε να επισημάνουμε α) τον τρόπο αφής του αγίου φωτός κατά τον Εσπερινό της νύκτας του Μεγάλου Σαββάτου, στον οποίον ήδη αναφερθήκαμε, β) την τέλεση τριών Λειτουργιών κατά την ίδια μέρα, μία στο Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, τη Λειτουργία του αγίου Ιακώβου από τον Πατριάρχη «εις τον ’γιον Τάφον, έσωθεν, επί τον άγιον λίθον» και μία τρίτη μετά τον όρθρο του Πάσχα στην Αγίαν Ανάστασιν (86), γ) τον λιτανευτικό τρόπο εισόδου στο Ναό της Αναστάσεως για την ακολουθία του όρθρου, του Πατριάρχη και όλου του κλήρου ενδεδυμένων με «στολία λευκά» (87), του πρωτοπαπά εκφωνούντος το «Δόξα τη αγία και ομοουσίω και ζωοποιώ τριάδι...» και του Πατριάρχου λέγοντος «φωνή λαμπρά» το «Αναστάσεως ημέρα [και η αρχή δεξιά...]» (88). Την ώρα εκείνη ακούγεται μπροστά στη Βασιλική Πύλη της Αγίας Αναστάσεως το « Χριστός Ανέστη...» ψαλλόμενο με στίχους πολλές φορές. «Ευθύς ανοίγονται και εισελεύσεται ο Πατριάρχης συν τω κλήρω εις τον ναόν, ψάλλοντες το Χριστός Ανέστη...» (89), δ) την ψαλμωδία στιχηρών τροπαρίων αντί χερουβικού κατά την πρώτη Λειτουργία στον άγιο Κωνσταντίνο το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου (90), ε) την ανάγνωση του κατηχητικού λόγου του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου από τον αρχιδιάκονο «μεγάλη φωνή» στο τέλος του όρθρου της εορτής του Πάσχα (91), και στ) την ανάγνωση του Ευαγγελίου της τρίτης Λειτουργίας, μετά δηλαδή τον Όρθρο, από τον Πατριάρχη «εν τω συνθρόνω αυτού» και από τον αρχιδιάκονο «επί τον άμβωνα· και ει τι λέγει ο Πατριάρχης, λέγει αυτό και ο αρχιδιάκονος έως τέλους του Ευαγγελίου» (92).
Όλος αυτός ο περί την εορτήν του Πάσχα λειτουργικός πλούτος των Ιεροσολύμων γίνεται ακόμη μεγαλύτερος στην εορτολογική παράδοση και λατρευτική πράξη της Κωνσταντινουπόλεως. Εκεί όπου τα τοπικά έθιμα από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και των μεγάλων Πατριάρχων Ιωάννου του Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου συνηνώθησαν με παραδόσεις της Αντιοχείας και αργότερα των Ιεροσολύμων. Έτσι, λοιπόν, εορτή του Πάσχα ετελείτο με πάσαν λαμπρότητα και οι λαμπάδες πυρός επί Μεγάλου Κωνσταντίνου φώτιζαν όλο τον τόπο κατά τη νύκτα του Πάσχα· «ως λαμπάς ημέρας τηλαυγεοτέραν την μυστικήν διανυκτέρευσιν επιτελείσθαι» (93).
Η αυτοκρατορική τελετουργία έθεσε τη δική της σφραγίδα στη μεγαλοπρέπεια του Πάσχα με τις δοχές και τα εξαίρετα άγνωστα τροπάρια που υμνούν της Αναστάσεως το Μυστήριο (94). Λίγο αργότερα, το 10 ο αιώνα, το ασματικό Τυπικό της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως καταγράφει την ακολουθία της Αναστάσεως με τα βαπτίσματα των φωτιζομένων και τα 15 Παλαιοδιαθηκικά αναγνώσματα ίδια ακριβώς με αυτά του Τυπικού της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα (95).
Το 12 ο αιώνα το Τυπικό της Παναγίας της Ευεργέτιδος, το οποίο επηρέασε κατά πολύ και τα άλλα μοναστηριακά Τυπικά της εποχής αυτής, δίδει τη δική του εικόνα όσον αφορά την εορτή του Πάσχα. Ενδεικτικά μόνο μνημονεύομε το χρόνο έναρξης της πασχαλινής παννυχίδας (την η' ώρα της νυκτός, δηλαδή 2 περίπου τα μεσάνυχτα), την τελετή της αφής του αγίου φωτός κατά τον αρχαίο τρόπο στο νάρθηκα του Ναού και όχι όπως γίνεται σήμερα, και τη συνήθεια να γονατίζουν όλοι, με το πρώτο «Χριστός Ανέστη», «δοξάζοντες τον αναστάντα Χριστόν» (96).
Λίγους αιώνες μετά και δη κατά τον 16 ο αιώνα στη λειτουργική πράξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας κυριαρχεί η έντυπη μορφή του αναθεωρημένου «Τυπικού» του Αγίου Σάββα (πρώτη εκτύπωση 1545), το οποίο κρατά την παλαιό μοναστική τάξη όσον αφορά την ακολουθία του Πάσχα. «Στην πραγματικότητα, η έμφάνιση έντύπων λειτουργικών κειμένων, καθ' όλη τη διάρκεια του 16ου αιώνα, στερέωσε την κυριαρχία της μοναστικής λειτουργικής παράδοσης και παράλληλα έπέφερε ομοιομορφία και ιερές ακολουθίες. Αύτή ώστόσο, η ομοιομορφία ποτέ δεν ήταν απόλυτη.Παραλείψεις, συντμήσεις, ποικιλίες και προσθήκες ήταν αναπόφευκτες κυρίως στην ενοριακή χρήση. Αυτή η κατάσταση της σχετικής ποικιλίας οδήγησε στη δημιουργία των νέων Τυπικών του 1838 (Κωνσταντίνου) και 1888 ( Βιολάκη ), εκ των οποίων το δεύτερο έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη δημιουργία νέου κανόνα για τη λειτουργική πράξη» (97).
Έτσι, λοιπόν, αν συγκρίνει κανείς τη σημερινή τάξη της πασχαλινής ακολουθίας με αυτήν που διαμορφώθηκε παλαιότερα και καταγράφηκε στα λειτουργικά Τυπικά της Παλαιστίνης και του Βυζαντινού χώρου θα διαπιστώσει σημαντικότατες αλλαγές, προσαρμογές και διευθετήσεις.
Ο νηπιοβαπτισμός, η αλλαγή στις λειτουργικές συνήθειες, οι τροποποιήσεις στη νηστεία, ο ελαττούμενος αριθμός κληρικών κ.α. (98) οδήγησαν στη διάσπαση της παννυχίδας του Πάσχα. Στο ένα μέρος με τον Εσπερινό και τη θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου που μετακινήθηκε το πρωί του Σαββάτου, ως προεόρτια ουσιαστικά του Πάσχα και στο δεύτερο μέρος με το μεσονυκτικό, την τελετή της Αναστάσεως και τη θεία Λειτουργία που στις ενορίες διαρκεί από τις 11 το βράδυ μέχρι τις δύο περίπου μετά τα μεσάνυχτα.
Ο αριθμός επίσης των 15 αναγνωσμάτων κατά τον Εσπερινό του Πάσχα περιορίσθηκαν από το Τυπικό του Βιολάκη σε τρία (Γεν. 1,1-13· Ιωνά 1-4, Δανιήλ 3,1-56) και παρελείφθησαν όλα τα άσματικά στοιχεία από αυτά. Δημιουργήθηκε ακόμη μία ενδιάμεση τελετή μεταξύ μεσονυκτικού και άρθρου με την αφή του φωτός από την ωραία πύλη (99), την αδόκιμη ψαλμωδία του Ζ' δοξαστικού εωθινού « Ιδού σκο τία και πρωί...» (100 ), την ανάγνωση του Ευαγγελίου «Οψέ Σαββάτων...» παλαιότερα αλλά και στα νεώτερα αγιορειτικά Τυπικά ή « Διαγενομένου του σαββάτου...» κατά μεταγενέστερη τάξη που ισχύει και σήμερα (101), πριν την είσοδο κλήρου και λαού στο Ναό. Επιπλέον έγινε αλλαγή της θέσης του ασπασμού από το τέλος του Δοξαστικού «Αναστάσεως η μέρα...» στην αρχή του Κανόνα, καθώς και μετάθεση της ανάγνωσης του Κατηχητικού λόγου του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (από τα Τυπικά Κωνσταντίνου και Βιολάκη ) στο τέλος της θείας Λειτουργίας από το τέλος του Όρθρου που είναι η σωστή του θέση (102).
Παρά την εξέλιξη αυτή το αναστάσιμο μήνυμα της Εκκλησίας μέσα από οποιαδήποτε μορφή Ακολουθίας, σύντομης ή εκτενούς, για τον άνθρωπο και τον κόσμο είναι το ίδιο «μέχρι τερμάτων αιώνος». Είναι η εκ θανάτου προς την ζωήν διάβαση του ανθρώπου και η πρόγευση της χαράς του οριστικού συμποσίου «εν τη βασιλεία του Πατρός» (103). Μέσα από την κοινωνία των μυστηρίων το φως της Αναστάσεως γίνεται καθημερινό βίωμα και απαρχή της άλλης βιοτής της αιωνίου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ιακώβου Αρχατζικάκη ( αρχιμ.), Αι κυριώτεραι Εορταί εν τη Αρχαία Ανατολική Εκκλησία, εν Ιεροσολύμοις 1910, σ. 71.
2. Έξοδ. 311 και 12,14.
3. Ιω. 1,29· 36. Πράξ. 8,32. Α ' Πέτρ. 1,19.
4. Εβρ. 9,11-14.
5. Δίστιχο του συναξαριού του Πάσχα : « Διπλούς ο δείπνος Πάσχα γαρ νόμον φέρει και Πάσχα καινόν Αίμα, σώμα Δεσπότου ».
6. Μελίτωνος Σάρδεων, Περί Πάσχα, Sources Chretiennes 123, σσ. 6064.
7. Α' Κορ. 5,7.
8. π. Α. Σμέμαν, Η Εκκλησία Προσευχομένη. Εισαγωγή στη λειτουργική θεολογία, Απόδοση από τα Αγγλικά: π. Δημήτριος Β. Τζέρπος, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 22 2003, σ. 114.
9. Αποκ. 1,10.
10. Ματθ. 28,1-8 Μαρκ. 16,18· Λουκ. 24,1-12· Ιω. 20,1-10.
11. Μαρκ. 16,2.
12. Α' Κορ. 11,26. Βλ. και Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, Αθήνα 1980, στ. 783.
13. Επιστολή των Αποστόλων (Απόκρυφο, 150 μ.Χ.). Βλ. Edgar Hennecke, New Testament Apocrypha, London 1963, σσ. 190-191.
14. A. Κ. Καλύβα ( Πρωτ /ρου), Η Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία ( Μετάφρ.) Δ. Α. Κούκουρα, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 16.
15. Α' Κορ . 5,8.
16. Thomas J. Talley, Le origini dell' anno liturgico, edizione italiana a cura di Domenico Sartore, Queriniana, Brescia 1991 2 , σσ. 1013.
17. Γεωργίου θ. Βεργωτή, Η νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής, Διατριβή επί Διδακτορία, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 7. R. Cabie, La Pentecôte, Paris 1965, σ. 52.
18. I ωάννου Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, Α', Απόκρυφα Ε z αγγέλια, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 281.
19. Ιουστé i νου, Διάλογος προς s Τρύφωνα 40, PG 6, 561 Β.
20. Ματθ. 26,17· Μαρκ. 14,12· Λουκ. 22,7-9. Βλ. και Βλασίου Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Α', Αθήναι 1994 2, σ. 277.
21. Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστικη Ιστορία Ε΄, 23, Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας 29, Πατερικαί ' Εκδοσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1978, σ. 196.
22. Βλασίου Ίω. Φειδά, ο.π., σσ. 274275.
23. Ιω. 19,31: «Οι ουν Ιουδαίοι, ίνα μη μείνη, επί του σταυρού τα σώματα εν τω σαββάτω, επεί παρασκευή ην· ην γαρ μεγάλη η ημέρα εκείνη του σαββάτου ». Ιω. 20,1: «Τη δε μια των σαββάτων Μαρία η Μαγδαληνή έρχεται πρωί σκοτίας έτι ούσης εις το μνημείον, και βλέπει τον λίθον ηρμένον εκ του μνημείου».
24. Δημ. Ν. Κατσή, «Πάσχα», θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία 10, στ. 115: «Οι Ρωμαίοι εχρησιμοποίουν ένα κύκλον 80 (ή 16) ετών, λεγόμενον του Ιππολύτου, με το Πάσχα μεταξύ 25 ης Μαρτίου και 21 ης Απριλίου. Οι Αλεξανδρινοί, αντιθέτως, ένα κύκλον 19 ετών, αποδιδόμενον εις τον Ανατόλιον, με το Πάσχα μεταξύ 22 ας Μαρτίου και 25 ns Απριλίου».
25. J. Β. Pitra, Spicilegium Solesmense 4, Parissiis 1858, σ. 541.
26. Βλασίου Ιω. Φειδά, ό.π., σ. 284. Α. Κ. Καλύβα, ό.π., σσ. 18-19. Λ. Κ. Σκόντζου, «Η εορτή του Πάσχα στην αρχαία Εκκλησία», Εκκλησιαστική Αλήθεια 16.41.51989.
27. Δημ. Ν. Κατσή, «Πάσχα», ο.π., στ. 116.
28. Ιωάννου Δ. Καραβιδόπουλου, ο.π., σ. 281.
29. Β. Ψευτογκά, Μελίτωνος Σάρδεων «τα περί του Πάσχα δύο» (Ανάλεκτα Βλατάδων, 8), Θεσσαλονίκη 1971.
30. Στ. ΓΙαπαδοπουλου, Πατρολογία Α΄, σ. 260. Βλ. και Α. Σκόντζου, ό.π.
31. Anonymus, Quartodecimanus, ps. Hippolytus ( δεύτερο μ. Χ. αι.), Homilia in Sanctum Pascha 13, Sources Chretiennes 27, σσ. 117-123.
32. Jean Danielou, Αγία Γραφή και Λειτουργία. Η βιβλική θεολογία των Μυστηρίων και των Εορτών κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, Αθήνα 1981, σ. 302.
33. Anonumus, Quartodecimanus, ps. Hippolytus, Homilia in Sanctum Pascha 13, ο.π., σσ. 145-149.
34. π. Α. Σμέμαν, ο.π., σ. 202.
35. Τερτυλλιανού, De baptismo 19, Sources Chretiennes 35 σσ. 93-94. Thomas J. Talley, ο.π., σσ. 4246.
36. Ρωμ. 6,5
37. Μεγάλου Βασιλείου, Ομιλία XIII ει s το άγιον Βάπτισμα, PG 31,424 D -425 A. Τερτυλλιανού, ο.π., SC 35, 93-94.
38. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, στ. 783.
39. Τερτυλλιανού, De oratione, 18,7, εκδ. G.F. Diercks, Corpus Christianorum 1, Tumhout 1954, o. 267. Βλ. και Raniero Cantalamessa, La Pasqua nella Chiesa antica, Torino 1978, σ. 91.
40. Τερτυλλιανού, Ad Uxorem 2, 4, 2, εκδ. A. Kroymann, Corpus Christianorum 1, Turnhout 1954, o. 388. Βλ. και Raniero Cantalamessa, ο. π., oo. 9395.
41. Τερτυλλιανού, De ieiunio 14, 23, ο. π., σσ. 1272-1273.
42. Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, V, 24, ο.π., σ. 202. Thomas Talley, ο.π., σσ. 35-40.
43. Διονυσίου Αλεξανδρείας, Επιστολή προς Βασιλείδην, PG 10, 1278. Βλ. και Βλασίου Ίω. Φειδά, ο.π., σσ. 277278.
44. Γ. θ. Βεργωτή, Η νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής, Διατριβή επί Διδακτορία, Θεσσαλονίκη 1983. Για τη νηστεία πριν το Πάσχα, ως βαπτισματική μάλιστα νηστεία, βλ. Π. Ι. Σκαλτσή, «Η προβαπτισματική νηστεία», Λειτουργικές Μελέτες I, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 85-98.
45. Διδασκαλία των Αποστόλων ( III αι.), 5, 17-19, εκδ. F.X. Funk, Didaskalia et Constitutiones Apostolorum, Paderbon 1905, σσ. 286292.
46. Σχετική πληροφορία για άναμμα των κανδηλίων επί της εποχής του Επισκόπου Ιεροσολύμων Ναρκίσσου (185-213) μας διασώζει ο ιστορικός Ευσέβιος. Βλ. Εκκλησιαστική Ιστορία, ΣΤ', 9, 2, ο.π., σ. 240.
47. Ιππολύτου, Αποστολικαί ΙΙαραδόσεις 20, εκδ. Β. Botte, SC 11, σ. 81. Βλ. και Ηλία Αντ. Βουλγαράκη, Αι Κατηχήσεις του Κυρίλλου Ιεροσολύμων. Ιεραποστολική θεώρησις (Ανάλεκτα Βλατάδων, 24), Θεσσαλονίκη 1977, σ. 317.
48. Ιππολύτου, ό.π., 15-21, SC 11, 69-25. Βλ. και Ίωάννου ( Hani ) yazigi (Ιεροδ., νυν Επισκόπου Πύργου), Η τελετή του Αγίου Βαπτίσματος, Διατριβή επί Διδακτορία, Θεσσαλονίκη, 1982, σσ. 36-44.
49. Οδοιπορικόν Αιθερίας 27,1, εκδ. Hélène Pétrè, Sources Chretiennes 21, σ. 208. Βλ. και Αιθερίας, Οδοιπορικόν των Αγίων Τόπων και Σινά, Μετάφρ. Ιερομον. Νικοδήμου Μπαρούση, εκδ. Τήνος, Αθήναι 1989, σ. 73.
50. Αστερίου Σοφιστού, Ομιλία εις τον Ψαλμόν 5, εκδ. Raniero Cantalamessa, ο. π., σ. 57.
51. Ηλία Αντ. Βουλγαράκη, ο.π., σσ. 318-319.
52. Ηλία Αντ. Βουλγαράκη, ο.π., σ. 319.
53. Ησ. 60,1-16. Βλ. και Ηλία Αντ. Βουλγαράκη, ο.π., σ. 316.
54. Γρηγορίου θεολόγου, Λόγος ΜΕ', Εις το άγιον Πάσχα, PG 36, 624 C : «Καλή μεν και η χθες ημίν λαμπροφορία και φωταγώγια, ην ιδία τε και δημοσία συνεστησόμεθα». Αυτήν δε τη φωταγωγία βλέποντες οι μη χριστιανοί προσήρχοντο, κατά τον ιερόν Αυγουστίνο, στους ιερούς Ναούς για να συμμετάσχουν σε όσα ετελούντο κατά τις παννυχίδες και αγρυπνίες. Βλ. Serm. 219 in vigiliis paschae, PL 38, : «Quamquam tam clara sit vigiliae hujus celebritas toto orbe terrarum...».
55. Οι φράσεις «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί...» του αναστασίμου κανόνα είναι από την ομιλία Εις το Πάσχα και εις την βραδύτητα, Λόγος A , 1, ΒΕΠΕΣ 58, 243. Βλ. και Συμεών Κούτσα (Αρχιμ. νυν Μητροπ. Νέας Σμύρνης), Οι καταβασίες των δεσποτικών και θεομητορικών έορτών. Κείμενο, μετάφραση, σχόλια εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1994, σ. 21. Τα λόγια επίσης του τελευταίου τροπαρίου της ενάτης ωδής του ιδίου Κανόνα «Ω Πάσχα το μέγα και ιερώτατον Χριστέ...» είναι άπό τον ΜΕ' λόγο εις το άγιον Πάσχα, PG 36, 654 Α.
56. Les Constitutions Apostoliques, τομ. II, III-V, εκδ. Μ. Metzger, SC 329, 268- 270.
57. Ό.π., SC 329, 270-272.
58. Ό.π., SC 329, 272-274.
59. Ό.π., SC 329, 274.
60. Οδοιπορικόν Αιθερίας 38, 1 εξ., ο.π., SC 21, 238 εξ. Βλ. και Ιερομ. Νικοδήμου Μπαρούση, ο.π., σσ. 91-92.
61. Ηλία Αντ. Βουλγαράκη, οπ.π., σ. 323.
62. Οδοιπορικόν Αιθερίας 38, 1 εξ., ο.π. SC 21, 238 εξ. Βλ. και Ιερομ. Νικοδήμου Μπαρούση, ο.π., σ. 92.
63. Παναγιώτη Ι. Σκαλτσή, «Τα Εωθινά Ευαγγέλια», Λειτουργικές Μελέτες II, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 277.
64. Ιωάννου-Χρυσοστόμου Νάσση (Διακόνου), Η τέλεση της θείας Ευχαριστίας. Κανονική Διδασκαλία και Πράξη, Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2006, σσ. 196-197. Περί του θέματος της δεύτερης Λειτουργίας στην αρχαία ' Εκκλησια βλ. και Gabriel Bertoni è re, The historical development of the easter vigil and related services in the Greek Church [ Orientalia Christiana Periodica, 193], Roma 1972, σσ. 67-77.
65. Ο.π., SC 21, 238 εξ. Βλ. και Ιερομ. Νικοδήμου Μπαρούση, ο.π., σ. 92. Raniero Cantalamessa, ο.π., σ. 116.
66. Ο.π., SC 21, 238 εξ. Βλ. και Ιερομ. Νικοδήμου Μπαρούση, ο.π., σ.92.
67. F.C. Conybeare, Rituale Armenorum, Oxford 1905. A. Renoux, Le Codex Armenien Jerusalem 121: I. Introduction aux origines de la liturgie hierosolymitaine. Lumieres mouvelles ( Patrologia Orientalis, 35, Fascicule 1, No. 163], Turnhout 1969. Gabriel Bertoniere, ο. π., σσ. 8-10
68. M. Tarchnischvili, Le grand lectionnaire de T Eglise de Jérusalem, Corpus Scriptorum Christianorum Orientalium 188, Scriptores Iberici 9, Louvain 1959. Gabriel Bertoniere, ο. π., σσ. 10-18.
69. Πρωτ. Κορνηλίου Σ. Κεκελίδζε, Ιεροσολυμιτικόν Κανονάριον (Τυπικόν) του ζ' αιώνος (κατά Γεωργιανήν μετάφρασιν ), Μεταφρασθέν εκ του Ρωσσικού υπό Αρχιμανδρίτου Καλλίστου, εν Ιεροσολύμοις 1914.
70. Α. Παπαδοπούλου- Κεραμέως, [Τυπικόν της εν Ιεροσολύμοις Εκκλησίας ], Ανάλεκτα Ιεροσολυμιτικής Σταχυολογίας, τόμος Δεύτερος, Bruxelles 1963 2.
71. Ο.π., SC 21, 190 εξ.
72. Ηλία Αντ. Βουλγαράκη, ο.π., σ. 326.
73. Ηλία Αντ. Βουλγαράκη, ο.π., σ. 325. A. Baumstark, « Vom geschichtlichen Werden der Liturgie », Ecclesia Orans 10, Freiburg 1923, σσ. 41-44 (κάνει λόγο για την επίδραση της Ανατολής και δη της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων προς τη Δύση).
74. F.C. Conybeare, ο.π., σσ. 5-22. Ηλία Αντ. Βουλγαράκη, ο.π., σ. 320. Gabriel Bertoni è re, ο.π., σσ. 29 - 33.
75. M. Tarchnischvili, ο.π., σσ. 720-721. Ηλία Αντ. Βουλγαράκη, ο.π., σσ. 320-321. Gabriel Bertoniere, ο.π., σσ. 33-37
76. Πρωτ. Κορνηλίου Σ. Κεκελίδζε, ο.π., σ. 69: « Ο Επίσκοπος ασπάζεται τους ιερείς και διακόνους, ευλογούσι τα κηρία και ασπάζεται τους ιερείς και διακόνους, ευλογούσι τα κηρία και ανάπτουσι τας λυχνίας ».
77. Α. Παπαδόπουλου Κεραμέως, ο.π., σ. 184: Gabriel Bertoni è re, ο.π., σσ. 37-58. Για τις διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί για το ζήτημα αυτό βλ. τις μελέτες: Κωνσταντίνου Δ. Καλοκυρη, Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα του Ναού της Αναστάσεως Ιεροσολύμων και το θέμα του αγίου φωτός, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 161 εξ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Φωτομαχικά Αντιφωτομαχικά. Το φως του Παναγίου Τάφου στον διάλογο Διαφωτισμού-Ορθοδοξίας, Αθήνα 2001. Νικολάου Ζήση, «Το άγιον φως του Παναγίου Τάφου, θεολογικές επισημάνσεις», Θεοδρομία 8 ( Όκτ. Δεκ. 2000), 1546. Η παλαιότερη πάντως σαφής μαρτυρία περί θαυματουργικής αφής του αγίου Φωτός είναι του Βασιλικού κληρικού Νικήτα, του 10 ου αιώνα, σχετική επιστολή του οποίου δημοσιεύθηκε από τον Χρύσανθο τον εκ Προύσης, Προσκυνητάριον της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ και πάσης Παλαιστίνης, Βιέννη 1807, σσ. 4751, καθώς επίσης και από τον Α. Παπαδόπουλο-Κεραμέα, «Ιστορία Νικήτα Βασιλικού κληρικού περί του αγίου φωτός, γραφείσα έτει 947ω, εκδιδομένη μετά προλόγου», Pravosl. Palest. Sbom. 38 (1894) 16. Βλ. και Συμεών Πασχαλίδη, Νικήτα Δαβίδ Παφλαγών. Το πρόσωπο και το έργο του. Συμβολή στη μελέτη της προσωπογραφίας και της Αγιολογικής Γραμματείας της προμεταφραστικής περιόδου [Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών], Θεσσαλονίκη 1999, σ. 114.
78. Ηλία Αντ. Βουλγαράκη, ο.π., σσ. 326-327.
79. F. C. Conybeare, ο.π., σ. 522 εξ. Thomas J. Talley, ο.π., σσ. 56-63.
80. Μ. Tarchnischvili, ο.π., σ. 107 εξ.
81. Πρωτ. Κορνηλίου Σ. Κεκελίδζε, ο.π., σσ. 69-70. Τα αναγνώσματα στο Κανονάριο αυτό είναι: α) Γεν. 1,1-3,24, β) Εξοδ. 12, 1-24, γ) Ιωνά 1,1-4,11, δ) Έξοδ. 14,24-15,21, ε) Ησ. 60,1-7, στ) Δ' Βασ. 2,1-22, ζ) Ιερεμ. 31, η) Ιησού του Ναυή 1,1-9, θ) Ιεζ. 37,1 εξ. ι) Γεν. 22,1-18, ία) Ιώβ 38,2-39,2, ιβ) Δανιήλ 3,1-31.
82. Α. Παπαδοπούλου Κεραμέως, ο.π., σσ. 182-183. Τα αναγνώσματα αυτά είναι: α) Γεν. 1,1-5, β) Ησ. 60,1-16, γ) Έξοδ., 12, 1-1, δ) Ιωνά 14, ε) Ιησού του Ναυή 5,10-15, στ) ' Εξοδ. 13, 20- 15,19, ζ) Σοφονίου 3,8-15, η) Γ' Βασ. 17,2-24, θ) Ησ. 61,20-62,5, ι) Γεν. 22,1-18, ια) Ησ. 61,1-10, ιβ) Δ' Βασ. 4,8-37 ιγ) Ησ. 63,11-19, 64-15, ιδ) Ιερ. 38,31-34, ιε) Δανιήλ 3,1 εξ.
83. Α. Παπαδοπούλου- Κεραμέως, ο.π., σσ. 182-183.
84. Πρωθ. Κορνηλίου Σ. Κεμελίδζε, ο.π., σσ. 70-71.
85. Παπαδοπούλου - Κεραμέως, ο.π., σσ. 179- 205. Γενικότερα για την υμνογραφία του Πάσχα βλ. Ν. Β. Τωμαδάκη, « Ύμνογραφία », Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, στ. 611-613.
86. Α. Παπαδοπούλου Κεραμέως, ο.π., σσ. 186, 188, 200. Βλ. και Ιωάννου Χρυσοστόμου Νάσση (Διακόνου), ο.π., σ. 198.
87. Α. Παπαδοπούλου Κεραμέως, ο. π., σ. 189.
88. Α. Παπαδοπούλου- Κεραμέως, ο. π., σ. 190.
89. Α. Παπαδοπούλου- Κεραμέως, ο. π., σσ. 190-191.
90. Α. Παπαδοπούλου- Κεραμέως, ο. π., σ. 202.
91. Α. Παπαδοπούλου- Κεραμέως, ο. π., σ. 200.
92. Α. Παπαδοπούλου- Κεραμέως, ο. π., σ. 201.
93. Ευσεβίου Καισαρείας, E ι s τον βίον Κων/νου βασιλέως, Δ, XXII, ΒΕΠΕΣ 24, σ. 182, 24 ε.
94. Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, Περί Βασιλείου Τάξεως, PG 112, 220-221.
95. Juan Mateos, Le Typikon de la Grande Eglise, Tome II, Le cycle des fêtes Mobiles ( Orientalia Christiana Analecta 166), Roma 1963, σσ. 82-90.
96. Aleksej Dmitrievskij, Opisanie Liturgitseskich Rukopisej I, Τυπικά, Georg Olms Verlags buchhandlung, Hildesheim 1965 ( φωτ. ανατ.), σσ. 556-558.
97. A. Κ. Καλύβα ( Πρωτ /ρου), Η Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα..., σ. 161.
98. Α. Κ. Καλύβα ( Πρωτ /ρου), ο.π., σ. 176 εξ.
99. Αυτήν διασώζει και το Τυπικό του Οικονόμου από τη Σκιάθο Γεωργίου Ρήγα, [ Ανάλεκτα Βλατάδων ], Θεσσαλονίκη 1994, 6. 826. ’ντιθέτως νεώτερα Αγιορείτικα Τυπικά δεν προβλέπουν, κατά την παλαιά τάξη, άναμμα του φωτός από την ωραία πύλη. Βλ. Τ υπικόν Ι. Mo νής Ξηροποτάμου, Αύγουστος 1927, σ. 439.
100. Περί του θέματος αυτού βλ. Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις εις Λειτουργικάς Απορίας, Αθήνα 1989 3, σσ. 710. Ειρηναίου Δεληδήμου , Περί της τελετής της Αναστάσεως και του Γ' ' Εωθινου δοξαστικού « Ιδού σκοτία και πρωί», στο Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάς, εκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2004, σσ. 391-402. Το ίδιο και στη Συμβολή εις την τάξιν της ορθοδόξου λατρείας, Επιθεώρησις του Εκκλησιαστικού Τύπου, Οκτώβριος Δεκέμβριος 2004, τεύχ. 7, σσ. 919.
101. Γεωργίου Ρήγα, Τυπικόν, σ. 826. Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις εις Λειτουργικάς Απορίας, τ. Α', Αθήνα, 1991 4, σσ. 184-187.
102. Α. Κ. Καλύβα, ο.π., σσ. 176-184.
103. Ματθ. 26, 29. Βλ. και Λεξικό Βιβλικής θεολογίας, στ. 784.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.