Ευάγγελος Βενιζέλος
Θεσσαλονίκη, 27 Σεπτεμβρίου 2017
Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στην επιστημονική ημερίδα που οργάνωσαν η Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή των Βλατάδων, το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών και οι κοσμητείες της Θεολογικής και της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ με θέμα «Εκκλησία και Σύνταγμα» στην Αίθουσα Διαλέξεων της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.
«Οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας ως συνταγματικά ρυθμισμένες- Η συνταγματική θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου»
Έχω κληθεί υπό την επιστημονική μου ιδιότητα, θα ήθελα συνεπώς να προτάξω μια σύντομη εισαγωγή στο αναθεωρητικό φαινόμενο που θα μας φανεί, φαντάζομαι, χρήσιμη για τη συνέχεια της συζήτησης.
Το Σύνταγμα αποτελεί τη βάση και την κορυφή κάθε έννομης τάξης. Συνιστά την ύψιστη εκδήλωση της κρατικής κυριαρχίας καθώς η κρατική εξουσία δια του Συντάγματος θεσπίζει τους κανόνες δικαίου που έχουν την ισχυρότερη νομική δύναμη, τη μέγιστη δηλαδή δυνατή νομική ισχύ, και καθορίζουν τη δικαιοπαραγωγική διαδικασία, δηλαδή την διαδικασία παραγωγής όλων των υποδεέστερων κανόνων δικαίου που πρέπει να είναι σύμφωνοι προς το Σύνταγμα και ως προς τον τρόπο θέσπισής τους και ως προς το περιεχόμενό τους. Αντιλαμβανόμαστε όμως όλοι, ότι υπό συνθήκες περιορισμένης κρατικής κυριαρχίας λόγω της συμμετοχής κάθε κυρίαρχου κράτους σε διεθνείς ή περιφερειακές συσσωματώσεις, περιορίζεται αυτή καθαυτήν η συντακτική εξουσία, τόσο η πρωτογενής, όταν θεσπίζεται ένα Σύνταγμα, όσο και η δευτερογενής ή αναθεωρητική, όταν δηλαδή αντικαθίστανται, τροποποιούνται ή ερμηνεύονται αυθεντικά διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος, όπως το ίδιο το Σύνταγμα προσδιορίζει θέτοντας διαδικαστικά και ουσιαστικά όρια στην αναθεώρησή του.
Αυτό σημαίνει πάρα πολύ απλά ότι η κυριαρχία δεν περιορίζεται μόνον στα θέματα άμυνας και εξωτερικής πολιτικής λόγω του συσχετισμού των δυνάμεων, δεν περιορίζεται μόνο σε θέματα οικονομικής, δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής επειδή μετέχουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Ζώνη του Ευρώ ή επειδή ζητούμε δανειακή βοήθεια από τους εταίρους και πιστωτές μας. Περιορίζεται και κατά την άσκηση της συντακτικής εξουσίας, γιατί η συμμετοχή μας στο διεθνές γίγνεσθαι θέτει συνολικά μια εθνική έννομη τάξη αλλά και το εθνικό Σύνταγμα υπό διεθνή δικαστικό έλεγχο. Δηλαδή, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, υπό τον δικαστικό έλεγχο τόσο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης όσο και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Θα μπορούσε να πει κανείς, σε οριακές περιπτώσεις, ότι τέτοιος διεθνής δικαστικός έλεγχος ασκείται από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, από το Διεθνές Δικαστήριο του Δικαίου της Θάλασσας ή από διεθνή διαιτητικά δικαστήρια τα οποία λύνουν πολύ σοβαρά ζητήματα, όπως για παράδειγμα ζητήματα κρατικού δανεισμού και οικονομικής υπόστασης του κράτους.
Όλες οι παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου που άγονται στη δικαστική κρίση, δηλαδή, για να είμαι συγκεκριμένος, κάθε παραβίαση της ΕΣΔΑ που άγεται στην κρίση του ΕΔΔΑ πρέπει να έχει συντελεστεί από το αρμόδιο δικαστήριο της χώρας. Δεν αρκεί η παραβίαση να έχει γίνει από τη διοίκηση, από το νομοθέτη, από έναν ιδιώτη. Πρέπει να έχει συντελεστεί τελικά από το ανώτατο δικαστήριο γιατί πρέπει να έχουν εξαντληθεί τα εσωτερικά ένδικα μέσα. Άρα διεθνώς ελέγχεται η κρίση του εθνικού δικαστή για το περιεχόμενο του εθνικού Συντάγματος και για τυχόν διαφοροποιήσεις από τη διεθνή έννομη τάξη που κατά τον τρόπο αυτό διεκδικούν ισχύ όχι όπως την προσδιορίζει το Σύνταγμα - ανώτερη του νόμου αλλά υποδεέστερη του Συντάγματος- αλλά ισχύ στην πραγματικότητα υπέρτερη του Συντάγματος.
Αυτή είναι μια σύγκρουση διαρκής, εξαιρετικά σκληρή που φαίνεται στο διάλογο ανάμεσα στα συνταγματικά ή ανώτατα δικαστήρια των κρατών - μελών και τα διεθνή δικαστήρια, δηλαδή πιο συγκεκριμένα το ΔΕΕ και το ΕΔΔΑ. Για δικαστήρια ισχυρών χωρών όπως είναι το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας αυτός ο διάλογος με τα διεθνή δικαστήρια είναι κάτι που κυριαρχεί στο δημόσιο βίο. Αυτή είναι η πρώτη παρατήρηση.
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά την αναθεώρηση. Η αναθεώρηση λοιπόν όπως την περιέγραψα, δηλαδή η άσκηση της δευτερογενούς συντακτικής εξουσίας καθόν τρόπο ορίζει το Σύνταγμα, εντός των ορίων του Συντάγματος, απαιτείται κατά το Σύνταγμά μας να είναι εξαιρετικά σώφρων και συναινετική. Γίνεται σπάνια, το νωρίτερο κάθε πέντε χρόνια και πρέπει να συγκεντρώνει ευρύτατες πλειοψηφίες. Και πρέπει να οργανώνεται μέσα από δυο διαφορετικές Βουλές, με παρεμβολή γενικών βουλευτικών εκλογών, ώστε ο λαός να μετέχει με τον τρόπο αυτόν, αλλά και οι πολιτικοί του εκπρόσωποι να έχουν συνείδηση του γεγονότος ότι εφάπτονται με την Ιστορία. Ότι δεν διαμορφώνουν μια συγκυριακή πολιτική απόφαση που εκφράζεται με τον συνήθη νόμο, ή με τις κανονιστικές πράξεις της διοίκησης. Συνομιλούν λοιπόν με την Ιστορία και βάζοντας τα χέρια τους μέσα το Σύνταγμα επηρεάζουν τη σχέση μιας κοινωνίας και ενός οργανωμένου κράτους μ΄ αυτό που λέγεται μακρύς ιστορικός χρόνος.
Εάν δεν υπάρχουν προϋποθέσεις πολιτικής συναίνεσης για να συγκροτηθεί η αναγκαία πλειοψηφία που είναι αυξημένη, και αν δεν υπάρχει η πολιτική ηρεμία και ο σεβασμός που απαιτείται για να επικοινωνήσεις με την Ιστορία, τότε είναι καλύτερα να αποφύγεις την Αναθεώρηση γιατί μπορεί να έχεις μια συνταγματική τερατογένεση. Και επειδή όταν δεν μπορείς να μιλήσεις στα σοβαρά για τα μεγάλα πρακτικά θέματα που αφορούν την οικονομία, την ανάπτυξη, τις επενδύσεις, την απασχόληση, την εξωτερική πολιτική, η εύκολη διαφυγή είναι να μιλάς ευκαίρως -ακαίρως περί θεσμών και συντάγματος, το φαινόμενο του συνταγματικού λαϊκισμού, της αναθεωρητικής δημαγωγίας καραδοκεί και πρέπει να αντισταθούμε στο φαινόμενο αυτό.
Μπαίνω τώρα στο θέμα μου, το οποίο όπως προανήγγειλε ο Πρόεδρός μας είναι οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας ως σχέσεις συνταγματικώς ρυθμισμένες και ειδικότερα η συνταγματική θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Το 1995, όταν κινήθηκε η διαδικασία αναθεώρησης που μετά από τρεις Βουλές και πολλά χρόνια κατέληξε στην ολική αναθεώρηση του 2001, είχαμε συμπεριλάβει και πρόταση για την αναθεώρηση του άρθρου 3, για τον διαχωρισμό των ρόλων Κράτους – Εκκλησίας με σκοπό την «αποκρατικοποίηση» της Εκκλησίας, την απαλλαγή της δηλαδή από τον αυστηρό κρατικό έλεγχο και την ενίσχυση της κανονιστική της αυτονομίας.
Η αλήθεια είναι ότι η Εκκλησία ευγενικά, δια του τότε Αρχιεπισκόπου, του μακαριστού Σεραφείμ αντέδρασε, και τα δυο τότε μεγάλα κόμματα συνήνεσαν να αποσύρουν την πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 3, αλλά αυτό ερμηνεύτηκε στις διαδικασίες αναθεώρησης με έναν τρόπο που δεν θέτει σε αμφιβολία το άρθρο 13 του Συντάγματος, δηλαδή τη βασική διάταξη για την πλήρη κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας.
Προσέξτε, όχι της ανεξιθρησκείας, όπως, εσφαλμένα λέγεται, της θρησκευτικής ελευθερίας. Είναι τελείως διαφορετικό ζήτημα η ανεξιθρησκεία, είναι ανοχή. Η θρησκευτική ελευθερία είναι θετικό δικαίωμα που καλύπτει όλες τις εκφράσεις του λόγου, της σκέψης και της κίνησης, γιατί αφορά τον θρησκευτικό λόγο, τη λατρεία, το συνέρχεσθαι, το συνεταιρίζεσθαι. Στη βάση ολων των ατομικών δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων ομαδικής δράσης βρίσκεται ιστορικά ,σε μεγαλο βαθμό , η θρησκευτική ελευθερία. Γιατί το σύγχρονο εθνικό κράτος, το κυρίαρχο και τώρα περιορισμένης κυριαρχίας γιατί δεν είναι κράτος πια αλλά είναι κράτος - μέλος περιφερειακών ή διεθνών συσσωματώσεων, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι το κράτος που ξεκινάει μετά την Συνθήκη της Βεστφαλίας ως ένα κράτος με συγκεκριμένη θρησκευτική ταυτότητα, αυτή του ηγεμόνα του, λόγω της σύγκρουσης που είχε κατακλύσει την Ευρώπη, σύγκρουση μεταξύ του Καθολικισμού και της Διαμαρτύρησης που πήρε εξαιρετικά βίαιες μορφές. Μια σύγκρουση στην οποία οι περιοχές του ανατολικού Μεσαίωνα δεν μετείχαν. Άρα, ένα κράτος ορθόδοξης παράδοσης, μια κοινωνία, ένα έθνος ορθόδοξης διαδρομής δεν έχει μετάσχει στην εμπειρία αυτή. Πάντως, εκτελώνισε και απεδέχθη αυτό το πρότυπο κρατικής οργάνωσης με έναν πρώιμο τρόπο, σχεδόν ολοκληρωμένο. Όπως έγινε και στην Ελλάδα μετά το 1821, όταν με απόφαση του επαναστατημένου έθνους, εγκαθιδρύθηκαν θεσμοί οι οποίοι απορρέουν από τη μήτρα της Βεστφαλίας και του βεστφαλικού κράτους.
Μετά από αυτή την εισαγωγή, η οποία, νομίζω, θα διευκολύνει την αλληλοκατανόησή μας, και για τη δική μου αλλά και για τις επόμενες εισηγήσεις, θέλω να σας εξηγήσω τί εννοώ λέγοντας ότι οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας είναι συνταγματικά ρυθμισμένες, εξειδικεύοντας κάπως πράγματα που έχω διατυπώσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια στο έργο μου για τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας και σε πολλές μελέτες και εισηγήσεις μου.
Η κλασσική τυπολογία σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας, αυτή που διδασκόμεθα στις νομικές και θεολογικές σχολές, η τυπολογία που αναφέρεται σε πολιτειοκρατικά ή θεοκρατικά συστήματα, η τυπολογία που καταλήγει στο σύστημα της νόμω κρατούσης πολιτείας όπως έχει επικρατήσει να λέγεται στην Ελλάδα ,είναι μια τυπολογία που αφορά ιστορικά περιόδους μη ολοκληρωμένης προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας και αφορά μια τυπολογία που ανήκει στην ευρύτερη σφαίρα της βεστφαλικής, όπως προανέφερα, αντίληψης των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας.
Αυτή η τυπολογία επηρεάζεται από μια μηχανιστική αντίληψη περί κράτους. Όταν λέμε κράτος, εννοούμε κράτος ίσον πολιτικοδιοικητικός μηχανισμός, ίσον πολιτικό και διοικητικό σύστημα εξουσίας. Το κράτος δεν είναι αναγκαστικά αυτό όμως, όπως θα δούμε. Και για να το πω πιο απλά, το κράτος δεν είναι αναγκαστικά ένας μηχανισμός ή μόνο ένας μηχανισμός. Είναι και μια σχέση. Μια συμπύκνωση ενός διαρκούς συσχετισμού κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Μια συνεχής σχέση μεταξύ κοινωνίας των πολιτών και πολιτικής κοινωνίας. Και για να το κάνω ακόμη πιο απλό, το κράτος με την ευρύτατη έννοιά του, είναι αυτή καθαυτή η έννομη τάξη. Άρα, το κράτος, από την άποψη αυτή, περιλαμβάνει ό,τι ρυθμίζει το Σύνταγμα και συγκροτεί την έννομη τάξη.
Το Σύνταγμα δεν ρυθμίζει μόνο το κράτος, δηλαδή, σχέσεις δημοσίου δικαίου. Ρυθμίζει και την κοινωνία και την αγορά. Ρυθμίζει, για να το πω ακόμη πιο απλά, και τον ιδιωτικό τομέα. Ρυθμίζει τις κοινωνικές σχέσεις συνολικά, οι οποίες υπάγονται στην ίδια κρατική εξουσία γιατί εν τέλει υπάγονται στην ίδια δικαστική εξουσία. Διότι και οι ιδιωτικές σχέσεις υπάγονται σε κρατικό έλεγχο μέσω της δικαστικής εξουσίας. Η κοινωνική ειρήνη είναι στοιχείο του γενικού συμφέροντος, στοιχείο της δημόσιας πολιτικής. Άρα, μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο ευρεία είναι αυτή η έννοια του κράτους ως έννομη τάξη.
Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια τυπολογία σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας που αφορά ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος υπό συνθήκες πλήρους προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας. Ούτως ή άλλως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 9 της ΕΣΔΑ και στην αντίστοιχη διάταξη του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και χρειαζόμαστε μια τυπολογία που έχει σχέση με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Όχι σχέση με την Αγία Έδρα. Όχι σχέση με ομολογίες της Διαμαρτύρησης. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να αναζητήσουμε μια τυπολογία που δεν έχει απέναντί της μια κρατική οντότητα, όπως αναγνωρίζεται ότι είναι κατά το Διεθνές Δίκαιο η Αγία Έδρα. Η Αγία Έδρα, όχι η Πόλη του Βατικανού που είναι μια ελαφρά παραλλαγή σε σχέση με την Αγία Έδρα.
Χρειαζόμαστε μια άλλη τυπολογία πιο ολοκληρωμένη και σύγχρονη που να ανταποκρίνεται σε μια γενική θεωρία του κράτους και του Συντάγματος. Αλλά, χρειαζόμαστε και μια άλλη εκκλησιολογική αντίληψη. Διότι, όχι μόνο η πολιτειολογία αλλά και η εκκλησιολογία είναι επηρεασμένη από αυτή τη βαθιά δυτική προσέγγιση η οποία δεν μας επιτρέπει τώρα να την χρησιμοποιήσουμε με επωφελή τρόπο, δηλαδή μέσα σε ένα πλαίσιο πλήρους σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας.
Προσέξτε. Μην έχουμε στο μυαλό μας μια χώρα όπως η Ελλάδα που έχει ένα πληθυσμό στην συντριπτική του πλειοψηφία Ορθόδοξο, έστω κατά περίπτωση Ορθόδοξο ή κατά καιρούς Ορθόδοξο με μια επιλεκτική σχέση με το θρησκεύεσθαι. Φανταστείτε ότι τώρα ασχολούμαστε και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο όχι μόνο με την Εκκλησία της Ελλάδος, δηλαδή με μία χώρα όπως η Τουρκία. Φανταστείτε τί σημασία έχει η θρησκευτική ελευθερία όχι στην ελληνική αλλά στην τουρκική έννομη τάξη για την προστασία των θρησκευτικών μειονοτήτων. Μην σκέπτεσθε την Ορθόδοξη Εκκλησία ως Εκκλησία της πλειονότητας. Σκεφθείτε την Ορθόδοξη Εκκλησία ως Εκκλησία της μειονότητας όχι μόνο στην Τουρκία που είναι η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου αλλά και εκεί που βρίσκονται οι εκασταχού επαρχίες του Θρόνου που είναι παντού μειονότητες. Για να έχουμε μια ολοκληρωμένη αντίληψη και μια αίσθηση της σημασίας που έχει η ίση μεταχείριση.
Άρα πρέπει να έχουμε μια καλή αίσθηση των σχέσεων κανονικού αφενός και εσωτερικού και διεθνούς δημοσίου δικαίου αφετέρου, συμπεριλαμβανομένου και του ευρωπαϊκού δικαίου. Μιλάμε λοιπόν για θέματα εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας, αλλά και για θέματα σχέσης κράτους και κοινωνίας των πολιτών.
Η Εκκλησία, όχι εκκλησιολογικά τώρα, αλλά νομικά, είναι ένα συλλογικό υποκείμενο της θρησκευτικής ελευθερίας, με νομική προσωπικότητα, με κάποια νομική οντότητα σε κάθε περίπτωση. Ακόμη κι αν σε κάποια έννομη τάξη είναι μια απλή ένωση προσώπων που έχει όμως ισχυρά δικαιώματα.
Είναι μια ιστορική οντότητα, μια οντότητα συνυφασμένη με την ιστορία του Έθνους, είναι μια οντότητα της κοινωνίας των πολιτών, αλλά στο επίπεδο της έννομης τάξης πρέπει να βρούμε τί είναι και η απάντηση ότι είναι ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δεν σημαίνει τίποτα γιατί δεν είναι παντού ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου η Ορθόδοξη Εκκλησία. Υπάρχουν άλλες έννομες τάξεις στις οποίες αναζητεί την ταυτότητά της. Μπορεί και σε χώρες όπως το Βέλγιο ή η Αυστρία ή η Γερμανία, να είναι ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, αλλά σε άλλες χώρες να μην είναι. Υπήρχαν και εδώ ανοικτά ζητήματα για το τί είναι νομικά άλλες εκκλησίες, άλλα δόγματα, άλλες οντότητες θρησκευτικές που δεν είναι Ορθόδοξες. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι λοιπόν εντός της εθνικής και της διεθνούς έννομης τάξης πρωτίστως συλλογικό υποκείμενο και φορέας της θρησκευτικής ελευθερίας.
Και, όπως είπα προηγουμένως, όταν συζητάμε για τις σχέσεις της Εκκλησίας με το Κράτος δεν εννοούμε μόνο τη σχέση με το Νομοθέτη και τη Διοίκηση, αλλά και τη σχέση με την Δικαιοσύνη. Οι παλαιοημερολογητικές συσσωματώσεις στις οποίες αναφέρθηκε προηγουμένως ο κοσμήτωρ είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Υπάγονται στον έλεγχο του κράτους; Υπάγονται στα Πολιτικά Δικαστήρια. Καταφεύγουν στα Πολιτικά Δικαστήρια. Η Εκκλησία της Ελλάδος ελέγχεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας στην ακυρωτική διαδικασία, αλλά και τα πολιτικά δικαστήρια κρατικά είναι. Είναι ίσης σημασίας άσκηση κρατικής εξουσίας το να κρίνεις και να απονέμεις δίκαιο είτε με την μορφή της διοικητικής δικαιοσύνης είτε με την μορφή της πολιτικής δικαιοσύνης. Και, σε τελευταία ανάλυση της ποινικής δικαιοσύνης όπου όλοι αντιμετωπίζονται ως άτομα με τον ίδιο τρόπο.
Άρα χρειαζόμαστε ένα σύστημα συνταγματικά ρυθμισμένων σχέσεων. Τί σημαίνει αυτό. Αυτό σημαίνει ότι ό,τι κι αν συμβεί, ό,τι κι αν κάνουμε, ακόμη και αν σε μια μελλοντική αναθεώρηση διαγραφεί πλήρως το άρθρο 3 ή διατυπωθεί με τελείως διαφορετικό τρόπο, πάντως θα υπάρχει μια σχέση Εκκλησίας και Κράτους γιατί υπάρχει μια αδιάρρηκτη σχέση με την κρατική εξουσία ως έννομη τάξη και ως δικαστική εξουσία .
Αυτή είναι μια προσέγγιση η οποία είναι ταυτόχρονα και προστατευτική και φιλελεύθερη. Είναι φιλελεύθερη για όλους τους άλλους και απολύτως προστατευτική για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, αν δει κανείς την Ορθόδοξη Εκκλησία πρωτίστως ως συλλογικό υποκείμενο άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας, αυτή είναι το συντριπτικά μεγαλύτερο και το πιο ισχυρό υποκείμενο άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας. Τί σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει ότι όποια συνταγματική διευθέτηση και αν γίνει η Εκκλησία θα έχει πάντα σημαντικά δικαιώματα τα οποία όμως δεν απορρέουν από το άρθρο 3, αλλά από το άρθρο 13, δηλαδή από τη θρησκευτική της ελευθερία.
Επιτρέψτε μου να αναφέρω την κατά τη γνώμη μου πιο απλή απόδειξη αυτού που λέω, την πιο πρακτική:
Ένα μεγάλο θέμα ερμηνείας του άρθρου 3, είναι ο βαθμός συνταγματικής προστασίας των ιερών κανόνων. Τι λέει η Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας εν τέλει, μετά από διάφορες παλινδρομήσεις και πάντα με αποχρώσεις; Ότι κατοχυρώνονται οι κανόνες οι οποίοι έχουν δογματικό περιεχόμενο ( όροι ) και οι διοικητικοί κατά το θεμελιώδες τους περιεχόμενο. Γιατί; Γιατί αναζητούσε η νομολογία επί δεκαετίες μια λύση στο άρθρο 3. Σχετικά πρόσφατα θεμελίωσε τις σκέψεις της για το ζήτημα αυτό στο άρθρο 13 αν και επέστρεψε στο αρθρο 3 . Εάν όμως η Εκκλησία ως υποκείμενο της θρησκευτικής ελευθερίας κατά το άρθρο 13 θεωρεί ότι αυτοί είναι οι κανόνες της, δεν έχει κανείς δικαστής το δικαίωμα να διατυπώσει διαφορετική γνώμη. Διότι, αυτό είναι στοιχείο της θρησκευτικής συνείδησης και του θρησκευτικού συνεταιρίζεσθαι του υποκειμένου που λέγεται Ορθόδοξη Εκκλησία, εκκλησία του Ορθοδόξου Δόγματος.
Εάν η Εκκλησία θέλει να κατοχυρώσει ως στοιχείο της ταυτότητάς της στο σύνολό τους τους ιερούς κανόνες, χωρίς να εμπλέκεται σε μία καζουιστική νομολογιακή περί του ποιοι κανόνες προστατεύονται και ποιοι όχι, (κατηγορώντας μετά το ΣτΕ ότι λειτουργεί ως οικουμενική σύνοδος και καθορίζει τον τρόπο οργάνωσης της Εκκλησίας, δηλαδή παρεμβαίνει στον πυρήνα της πίστης), πρέπει να φύγει από το πεδίο του άρθρου 3 και να διεκδικήσει την κατοχύρωση των ιερών κανόνων όπως η ίδια τους θέλει, επικαλούμενη το άρθρο 13, δηλαδή τη θρησκευτική της ελευθερία. Διότι αλλιώς θα φτάσουμε στο παράλογο αποτέλεσμα οι παλαιοημερολογητικές οντότητες που δεν δεσμεύονται από το άρθρο 3 να κατοχυρώνουν τους ιερούς κανόνες, όπως τους θέλουν αυτές, συνολικά, λόγω θρησκευτικής ελευθερίας, μέσω του άρθρου 13, και η επίσημη ορθόδοξη εκκλησία να περιπλέκεται σε μια διαρκή αντιδικία με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το ποιός εκφράζει το δόγμα.
Το πολλαπλό λοιπόν περιεχόμενο του άρθρου 3, είναι πολύ συνοπτικά το εξής:
Πρώτον, η αναφορά στη θρησκεία της Ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας ως επικρατούσα θρησκεία. Η επικρατούσα θρησκεία δεν είναι ούτε η επίσημη ούτε η κρατική θρησκεία, είναι η θρησκεία της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών. Αυτό είναι η κρατούσα στην επιστήμη αντίληψη. Είναι μια έννοια με διαπιστωτικό και πραγματολογικό χαρακτήρα, είναι μια έννοια με ιστορικό χαρακτήρα που σέβεται τους δεσμούς του Έθνους με την Ορθοδοξία και τον χριστιανισμό γενικότερα. Γιατί η επανάσταση της ανεξαρτησίας έγινε στο όνομα των χριστιανών κατοίκων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων των καθολικών και των προτεσταντών. Θυμάστε όλοι την περιπέτεια ταυτότητας μιας μεγάλης προσωπικότητας που είναι ο Γεώργιος Τερτσέτης, που τον βάφτισε ο πατέρας του καθολικό, η μητέρα του ορθόδοξο, κι έπρεπε να μεγαλώσει και να πει ότι επιλέγει την ορθόδοξη ταυτότητα.
Δεύτερον, το εύρος της συνταγματικής προστασίας των ιερών κανόνων, ζήτημα στο οποίο αναφέρθηκα. Εδώ ανακύπτει εντόνως η ανάγκη για σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ερμηνεία του Συντάγματος συνολικά, άρα και του άρθρου 3 που μας παραπέμπει στις σχετικές διατάξεις της Σύμβασης και στο άρθρο 13 του Συντάγματος.
Τρίτο ζήτημα, πολύ ειδικότερο, είναι ο γλωσσικός τύπος της Αγίας Γραφής – το αφήνω κατά μέρος λόγω έλλειψης χρόνου.
Το τέταρτο και κορυφαίο ζήτημα, χάριν του οποίου υπάρχει το άρθρο 3 και το οποίο πρέπει οπωσδήποτε να διαφυλαχθεί, γιατί αυτό δεν καλύπτεται από το άρθρο 13, ενώ όλα τα άλλα υπερκαλύπτονται από το άρθρο 13, είναι η συνταγματική εγγύηση των κανονικών σχέσεων μεταξύ της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησία της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Και το γεγονός ότι δια του άρθρου 3 εισάγονται, στην πραγματικότητα, δύο συστήματα σχέσεων Κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα. Ένα σύστημα συνταγματικά ρυθμισμένων σχέσεων Κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, που πρέπει να το αντιμετωπίζουμε κυρίως στο πλαίσιο του άρθρο 13. Και ένα δεύτερο σύστημα, οιονεί ομοταξίας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως υποκειμένου του διεθνούς δικαίου ομοίας και ίσης τάξεως με την ελληνική πολιτεία με την οποία συμπράττει. Με την οποία συμπράττει αφενός μεν με την αναγνωρισθείσα εκ του Συντάγματος έκδοση του τόμου του 1850 και της πράξης του1928, καθόσον αφορά το εκκλησιαστικό καθεστώς εν Ελλάδι. Αφετέρου δε στο πλαίσιο του άρθρου 105 του Συντάγματος για την θέσπιση ή την τροποποίηση του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους.
Άρα το άρθρο 3 έχει κολοσσιαία σημασία για αυτό το δεύτερο σύστημα ομοταξίας μεταξύ Ελληνικής Πολιτείας και Οικουμενικού Πατριαρχείου το οποίο αντιμετωπίζεται από το Σύνταγμά μας ως οντότητα του διεθνούς δικαίου ισότιμη με την Πολιτεία και συμπράττουσα με την Πολιτεία σε σημαντικά ζητήματα, όπως τα δύο που μολις είπαμε.
Συνεπώς το βασικό ζήτημα που προκύπτει από το άρθρο 3 είναι η συνταγματική προστασία της κανονικής υπόστασης αλλά και της διεθνούς θέσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που σημαίνει ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει τη διεθνή νομική του προσωπικότητα.
Και έχουμε επίσης εκ του τρόπου αυτού και συνταγματική αναγνώριση και προστασία των πολλαπλών ορθοδόξων εκκλησιαστικών καθεστώτων εντός της ελληνικής έννομης τάξης. Διότι το άρθρο 3 εγκαθιδρύει την πολυτυπία των καθεστώτων:
- Την Εκκλησία της Ελλάδος την οποία αναγορεύει ως αυτοκέφαλη εκφραζόμενο ευρύτερα από ότι πρέπει. Διότι δεν είναι η Εκκλησία της Ελλάδος αυτοκέφαλη. Αυτοκέφαλη - ζητώ κατανόηση για την φαινομενική ταυτολογία - είναι η αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, του τόμου του 1850. Η οποία επιτροπικώς ασκεί τη διοίκηση επί των μητροπόλεων των νέων χωρών, και μαζί με αυτές συγκροτεί την κανονική και νομική οντότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η οποία εμπεριέχει όχι μόνο την κατά κυριολεξία αυτοκέφαλη αλλά και τις μητροπόλεις των νέων χωρών .
Το άρθρο 3, κατά τη γνώμη μου, καλύπτει το σύνολο των όρων της πράξης του 1928 και όχι μόνο τον τρόπο συγκρότησης της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, διότι οποιαδήποτε περαιτέρω διάκριση ως προς τους όρους της πράξης που γίνεται από την νομολογία, παραβιάζει το άρθρο 13 του Συντάγματος και μετατρέπει ένα ζήτημα εκκλησιολογίας και κανονικού δικαίου σε ζήτημα δικαστικής ερμηνείας του Συντάγματος, δηλαδή σε ζήτημα κρατικό.
- Την ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης που συνιστά επαρχία του Οικουμενικού Θρόνου
- Το καθεστώς των Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου και της Εξαρχίας της Πάτμου που είναι επίσης επαρχίες του Οικουμενικού Θρόνου
- Το καθεστώς του Αγίου Όρους που ρυθμίζεται αναλυτικά στο άρθρο 105 του Συντάγματος.
Στο πλαίσιο λοιπόν του συστήματος των συνταγματικά ρυθμισμένων σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας έχουμε αυτό το δεύτερο σύστημα σχέσεων Κράτους και Οικουμενικού Πατριαρχείου. Για τα άλλα πρεσβυγενή πατριαρχεία και την Ιερά Μονή του Σινά έχουμε απλώς προστασία της ιδιοκτησίας, στο άρθρο 18 παράγραφος 5. Ενώ ως προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχουμε συνταγματική αναγνώριση πράξεων που έχει εκδώσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο ασκώντας την κανονική δικαιοδοσία του, ειδικά δε ως προς το Άγιο Όρος συνταγματική αναγνώριση της πνευματικής δικαιοδοσίας, αλλά και της νομοθετικής συναρμοδιότητας του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντιμετωπίζεται συνεπώς από το Σύνταγμα ως διεθνής οντότητα ομόλογη του ελληνικού κράτους. Αυτό έχει σοβαρές επιπτώσεις στο νομικό χαρακτήρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο εσωτερικό της ελληνικής έννομης τάξης. Δεν έχουμε συνταγματική ή έστω νομοθετική διάταξη για το Οικουμενικό Πατριαρχείο καθεαυτό ως οντότητα της ελληνικής εθνικής έννομης τάξης. Υπάρχουν νομοθετικές διατάξεις για το νομικό χαρακτήρα επαρχιών ή οντοτήτων του θρόνου στην Ελλάδα. Για παράδειγμα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου είναι η Εκκλησία της Κρήτης, οι Μητροπόλεις της, οι ενοριακοί της ναοί κοκ ,ενώ άλλα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα της Κρήτης είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, όπως συμβαίνει και με την Εκκλησία της Ελλάδας. Το ίδιο συμβαίνει πλέον ρητά και με τις Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου. Υπάρχει βέβαια το γνωστό πρόβλημα ως προς το νομικό χαρακτήρα των Μονών του Αγίου Όρους κατά την νομολογία του ΣτΕ.
Η ελληνική νομοθεσία μπορεί να μην περιλαμβάνει ρητή ρύθμιση για τη νομική φυσιογνωμία του Πατριαρχείου στην εσωτερική έννομη τάξη, το Σύνταγμα το αναγνωρίζει όμως ως οντότητα του διεθνούς δικαίου. Είναι προφανές ότι αυτό δεν μειώνει καθόλου την ανάγκη πλήρους προστασίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην τουρκική έννομη τάξη με βάση τα μειονοτικά δικαιώματα κατα τη Συνθήκη της Λωζάνης, το νεώτερο καθεστώς προστασίας των θρησκευτικών μειονοτήτων στο διεθνές δίκαιο, την αναγνώριση της διεθνούς οντότητάς του από κράτη και διεθνείς οργανισμούς και τη διεθνή υπόστασή του στο πλαίσιο μιας διεθνούς κανονικής τάξης που διέπει τις ορθόδοξες εκκλησίες, αλλά και όλες τις χριστιανικές ομολογίες που βρίσκονται σε επαφή και διάλογο ( όχι σε κοινωνία με την θεολογική έννοια του όρου ) με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτό το διεθνές κανονικό δίκαιο - με ευρύτατη χρήση των σχετικών όρων - μπορεί να θεωρηθεί τμήμα του εθιμικού διεθνούς δικαίου ή ακριβέστερα των γενικά παραδεδεγμένων κανόνων του διεθνούς δικαίου, σύμφωνα με τη διατύπωση των άρθρων 28 παρ.1 και 100 παρ. 1 του Συντάγματος.
Το ζήτημα λοιπόν της αναθεώρησης του άρθρου 3 εάν τεθεί, πρέπει να τεθεί υπό το πρίσμα αυτό. Πάντως η τυχόν μη αναθεώρηση του άρθρου 3 δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι περιορίζεται το άρθρο 13. Το άρθρο 13 παρ. 1 είναι θεμελιώδης διάταξη του Συντάγματος μη υποκείμενη σε αναθεώρηση και αντιστοιχείται με διεθνείς κανόνες προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας, άρα σε καμία περίπτωση το άρθρο 3 δεν μπορεί να θεμελιώσει περιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας και ισότητας.
Από την άλλη πλευρά, αν κινήσει κανείς την αναθεώρηση του άρθρου 3 και θίξει τελικά το καθεστώς του Οικουμενικού Πατριαρχείου είτε κανονικά είτε νομικά, τότε έχει βλάψει ένα τεράστιο αγαθό που λέγεται διεθνής υπόσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Αυτό που θα μπορούσε να γίνει είναι να προσθετεί, όπως έχω προτείνει από το 2006, μια ερμηνευτική δήλωση η οποία θα αποσαφηνίζει ρητά ότι το άρθρο 3 δεν συνιστά περιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας, ώστε να μην υπάρχει κανένα ερμηνευτικό πρόβλημα. Άλλωστε όλα τα ερμηνευτικά προβλήματα, θα τα βλέπουμε πάντα υπό το πρίσμα της νομολογίας του ΕΔΔΑ. Διότι αλλιώς η Ελλάδα γίνεται αποσυνάγωγη διεθνώς και έχει διεθνή ευθύνη. Μιλώντας σε ένα τέτοιο ακροατήριο δεν χρειάζεται καν να αναφερθώ στα επιμέρους ζητήματα ελληνικού ενδιαφέροντος τα οποία απασχόλησαν τη νομολογία του ΕΔΔΑ.
Υπό την έννοια αυτή πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η επιλογή που έχουν κάνει ιστορικά τα Συντάγματά μας, με τις κατά καιρούς παραλλάζουσες διατυπώσεις του άρθρου 3 είναι η αναγνώριση της θέσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η συμφιλίωση του κανονικού και του πολιτειακού δικαίου. Πρόκειται για μια σχέση που κατά καιρούς έχει δοκιμαστεί με πάρα πολύ αρνητικές επιπτώσεις και για την Εκκλησία και για την Πολιτεία. Αυτά τα διδάγματα τα ιστορικά, πρέπει να μας κάνουν να είμαστε οπαδοί του απόλυτου σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας γιατί αυτό θα προστατεύσει τελικά, σε μια κρίσιμη περίσταση, την Ορθόδοξη Εκκλησία. Και βεβαίως πρέπει να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού, την κατά το Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο θέση του Οικουμενικού Θρόνου.
Σας ευχαριστώ.