Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2019

Η ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ «ΟΥΚΡΑΝΙΚΟΥ» ΩΣ ΙΔΕΑ ΚΑΙ ΩΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ









Γράφει ο Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος στην Romfea.gr
Δικηγόρος
Άρχων Ασηκρήτις της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας

Αυξάνονται συνεχώς οι «φωνές», οι οποίες τάσσονται υπέρ της αντιμετωπίσεως του «Ουκρανικού» ζητήματος σε πανορθόδοξη βάση.
Θα έλεγα, μάλιστα, ότι τον τελευταίο καιρό μιλούμε πλέον για βολές «κατά ριπάς».

Τελευταίο κρούσμα, η επιστολή των τεσσάρων Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι οποίοι ζητούν με αυτήν την αντιμετώπιση σε πανορθόδοξο επίπεδο της κρίσεως, η οποία προκλήθηκε από την παραχώρηση του αυτοκεφάλου καθεστώτος στην Ουκρανική Εκκλησία.
Δεν θα σχολιάσω την αντικανονικότητα της ενέργειας αυτής, όχι μόνο διότι είναι γνωστές οι απόψεις μου αλλά πάνω απ’ όλα, διότι ήδη έχει προηγηθεί η αποστολή της προβλεπομένης επιστολής από τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος και Πρόεδρο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος προς τον Μητροπολίτη Κιέβου.
Και αν μη τι άλλο, ο Μακαριώτατος δεν ενήργησε ως άτομο ούτε ως Μητροπολίτης Αθηνών αλλά ως θεσμικός φορέας, οπότε εύλογες μεν οι αντιρρήσεις των σεβαστών Μητροπολιτών ως δικαίωμα αλλά συνιστούν καθαρή αμφισβήτηση του θεσμικού εκπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Το θέμα μάλιστα, περιεπλάκη ακόμη περισσότερο, με την παρέμβαση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνα, ο οποίος δήλωσε (κατά δημοσιεύματα), ότι η Πανορθόδοξη για το «Ουκρανικό» δεν μπορεί να συγκληθεί από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο οποίος δεν μπορεί – κατά τον ίδιο πάντα κληρικό – και να μετέχει στη σύνθεσή της.
Εμένα προσωπικώς, η δήλωση αυτή με ικανοποίησε, διότι ξεκαθαρίζει τη θέση του Πατριαρχείου Μόσχας ως προς την φύση του οργάνου, που η Εκκλησία αυτή θα ήθελε να συγκληθεί. Ειδικότερα, αν λάβουμε υπόψιν:
α) ότι η Ρωσική Εκκλησία ζητεί την εξαίρεση του Οικουμενικού Πατριάρχη από τη συμμετοχή του στη σύνοδο αυτή, επικαλούμενη ότι υπάρχει κανονικό κώλυμα στο πρόσωπο αυτού,
β) ότι οι θεσμοί του αποκλεισμού, της εξαιρέσεως και της αποχής μελών συλλογικού οργάνου προβλέπονται από τους ιερούς κανόνες στην περίπτωση, που το όργανο αυτό λειτουργεί ως δικαστήριο,τότε είναι σαφές, ότι το Πατριαρχείο Μόσχας επιθυμεί τη σύγκληση του όποιου πανορθοδόξου οργάνου ως δικαστηρίου και όχι ως οργάνου διοικήσεως.
Και η μεν Εκκλησία της Ρωσίας, μετά τη δήλωση αυτή, φαίνεται να ξεκαθαρίζει τη θέση της. Οι υπόλοιπες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες;
Έχοντας, λοιπόν, αυτά τα δεδομένα, θα εξετάσουμε, κατά πόσο μπορεί να συγκληθεί ένα όργανο πανορθόδοξης εμβέλειας.
Ερώτημα, λοιπόν: Πανορθόδοξη Σύνοδος ή Σύνοδος Προκαθημένων;
Η σύγκληση της Πανορθόδοξης Συνόδου διέπεται από τον Κανονισμό λειτουργίας της, ο οποίος προβλέπει, ότι η σύγκλησή της γίνεται από τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Με βάση λοιπόν, την άποψη του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ, η σύγκληση μιας Πανορθόδοξης Συνόδου αποκλείεται.
Εκτός αν τροποποιηθεί ο Κανονισμός λειτουργίας. Αλλά για να συμβεί αυτό, απαιτείται συγκεκριμένη διαδικασία, η εκκίνηση της οποίας είναι αρμοδιότητα του Οικουμενικού Πατριάρχη.
Οπότε άτοπο και πάλι. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και την γνωστή σε όλους μας προδικασία, που απαιτείται για τη σύγκληση Πανορθόδοξης Συνόδου, η οποία εκτός από χρονοβόρα, για να ξεκινήσει απαιτείται πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριάρχη, τότε το άτοπο γίνεται ακόμη σαφέστερο.
Αλλά, ακόμη και αν παραβλέψουμε την ανυπαρξία όλων αυτών των παραμέτρων, η μόνη περίπτωση, που θεωρητικώς θα μπορούσε να παρακαμφθεί ο κομβικός ρόλος του Οικουμενικού Πατριάρχη στη σύγκληση της Πανορθόδοξης Συνόδου, θα ήταν:
α) η αδυναμία του να συγκαλέσει Πανορθόδοξη Σύνοδο είτε λόγω ενασχολήσεώς του με τις υποθέσεις της επαρχίας του που δεν επιδέχονται αναβολή είτε για λόγους υγείας (βλ. 19ο της Δ΄ Οικουμενικής και 8ο της Πενθέκτης). Όμως, ούτε ο πρώτος λόγος δύναται να θεμελιωθεί, παρά το βεβαρυμένο πρόγραμμα του Οικουμενικού Πατριάρχη, ούτε ο δεύτερος, πέραν του ότι η επίκληση των λόγων αυτών εναπόκειται στη βούληση του Οικουμενικού Πατριάρχη, στον οποίο και αφορούν οι λόγοι, και δεν δύνανται να ληφθούν υπόψιν αυτεπαγγέλτως,
β) η υπαίτια άρνησή του να ασκήσει την προβλεπόμενη αρμοδιότητά του για σύγκληση αυτής της Συνόδου. Τέτοιο όμως θέμα δεν τίθεται, διότι η Πανορθόδοξη Σύνοδος δεν είναι τακτικό όργανο και για αυτό τον λόγο δεν συγκαλείται σε τακτά χρονικά διαστήματα αλλά όποτε χρειασθεί, οπότε δεν υπάρχει και δεσμία κατά χρόνο αρμοδιότητα του Οικουμενικού Πατριάρχη για τη σύγκλησή της, ώστε να τεθεί περαιτέρω θέμα υπαίτιας ή όχι ασκήσεως της αρμοδιότητας.
Όμως, και κατά το άρθρο 1 του Κανονισμού λειτουργίας της Πανορθόδοξης Συνόδου, αυτή συγκαλείται από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, συμφρονούντων και των Μακαριωτάτων Προκαθημένων όλων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, που είναι από όλους αναγνωρισμένες.
Αλλά και αν ακόμη δεχθούμε, ότι όλοι συμφωνούν στη σύγκλησή της, αυτή δεν θα μπορεί να συγκληθεί, διότι κατά το άρθρο 2 παράγραφος 1 θα πρέπει να έχει προηγουμένως περατωθεί η πανορθοδόξως αποφασισθείσα προσυνοδική προετοιμασία των θεμάτων της ημερησίας διατάξεως της Συνόδου, η οποία περάτωση αναγγέλεται στου Προκαθημένους με το Πατριαρχικό Γράμμα συγκλήσεως της Συνόδου.
Η οποία, όμως, προσυνοδική διαδικασία δεν υπάρχει και για να ξεκινήσει – όπως ήδη αναφέρθηκε – απαιτείται η πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριάρχη, τον οποίο όμως αποκλείει εκ των προτέρων η Ρωσική Εκκλησία. Άρα, άτοπο και πάλι.
Συμπερασματικώς, για κανονικούς και πραγματικούς λόγους, η σύγκληση Πανορθόδοξης Συνόδου είναι μάλλον αδύνατη.
Ας δούμε τώρα την περίπτωση της Συνόδου των Προκαθημένων.
Κατά τους ιερούς κανόνες, η κανονική δικαιοδοσία ασκείται σε τρία διαφορετικά επίπεδα, της Επισκοπής, της Μητροπόλεως και του Πατριαρχείου ή της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας.
Κανονικό υπόβαθρο του πρώτου επιπέδου δικαιοδοσίας, δηλαδή αυτού της Επισκοπής, αποτελεί ο 34ος κανόνας των Αποστόλων, ο οποίος καθορίζει επακριβώς τα όρια της κανονικής δικαιοδοσίας του Επισκόπου, ορίζοντας αυτά ως τα όρια, που καλύπτουν την γεωγραφική επιφάνεια, που καταλαμβάνουν η «παροικία» του, δηλαδή η επισκοπή του και οι «υπ’ αυτήν χώραι» (Βλ. το ερμηνευτικό σχόλιο του Ι. Ζωναρά υπό τον κανόνα (Ράλλη – Ποτλή, ΙΙ, 46) δηλαδή οι ενορίες, που βρίσκονται εντός των ορίων της Επισκοπής.
Εντός των γεωγραφικών αυτών πλαισίων ο ποιμαίνων επίσκοπος είναι παντοδύναμος και αδιαμφισβήτητος ηγέτης, καθ’ όλο το διάστημα, που βρίσκεται εν ζωή και μπορεί να επιτελεί τα ποιμαντικά του καθήκοντα (βλ. 16ο κανόνα της Πρωτοδευτέρας), ασκώντας τη διοίκηση της επαρχίας του και διεκπεραιώνοντας τις υποθέσεις της (Βλ. περί αυτών Α. Βαβούσκου, Θεμελιώδεις αρχές της Εκκλησιαστικής Δικονομίας της Εκκλησίας της Ελλάδος : η αρχή της εξασφαλίσεως της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των οργάνων απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης (διδ. διατριβή), εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2003, 215επ. και 223επ.).
Η διοικητική αυτή αυτοτέλεια των Επισκόπων δεν καταργήθηκε ούτε περιορίσθηκε με την δημιουργία του δευτέρου επιπέδου κανονικής δικαιδοσίας, ήτοι του μητροπολιτικού, αλλά παρέμεινε αμετάβλητη.
Και τούτο διότι το νέο επίπεδο κανονικής δικαιοδοσίας, αν και βρίσκεται υπεράνω αυτού της Επισκοπής, εξοπλίστηκε με αρμοδιότητες, που παρέχουν την εξουσία διαχειρίσεως υποθέσεων, οι οποίες εκφεύγουν των αρμοδιοτήτων μιας Επισκοπής και του επικεφαλής αυτής Επισκόπου.
Με την εισαγωγή του δευτέρου επιπέδου κανονικής δικαιοδοσίας, του μητροπολιτικού, το οποίο θεμελιώνεται στους κανόνες 4ο, 5ο, 6ο και 7ο της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, η κανονική δικαιοδοσία κατανέμεται πλέον στους κατά τόπους Επισκόπους των Επισκοπών της μητροπόλεως και στην Επαρχιακή (Μητροπολιτική) Σύνοδο, της οποίας προεδρεύει ο Επίσκοπος της πρωτευούσης της Μητροπόλεως, δηλαδή ο Μητροπολίτης - Επίσκοπος και μέλη της είναι όλοι οι Επίσκοποι της επαρχίας (συνοδικό σύστημα).
Με το νέο σύστημα, οι Επίσκοποι πλέον, μέσω της συμμετοχής τους στο συλλογικό όργανο διοικήσεως της Επαρχίας (σύνοδος), παύουν να είναι υπεύθυνοι μόνον για τις υποθέσεις των οικείων Επισκοπών τους αλλά επιφορτίζονται και με την συμμετοχή τους στην λήψη αποφάσεων επί εκείνων των υποθέσεων, που άπτονται του γενικοτέρου συμφέροντος της διευρυμένης πλέον εκκλησιαστικής περιφέρειας.
Κανονικό θεμέλιο της αρμοδιότητας της συνόδου των Επισκόπων μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας εν γένει να επιλαμβάνεται ενός ζητήματος αποτελεί ο 37ος κανόνας των Αποστόλων (βλ. επίσης και τα κάτω από τον κανόνα ερμηνευτικά σχόλια του Ι. Ζωναρά (Σύνταγμα, ΙΙ, 50) και Α. Αριστηνού (Σύνταγμα, ΙΙ, 51), καθώς και οι κανόνες 8ος της Πενθέκτης, 6ος της Ζ΄ Οικουμενικής, 20ος της Αντιοχείας και 18ος της Καρθαγένης.
Με την εισαγωγή του τρίτου επιπέδου κανονικής δικαιοδοσίας, του υπερμητροπολιτικού, το οποίο ολοκληρώθηκε σταδιακώς (βλ. κανόνες 6ο και 7ο της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, 2ο και 3ο της Β΄ Οικουμενικής συνόδου, 9ο και 17 της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου, 28ο της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου), η εν γένει αρμοδιότητα της Επαρχιακής συνόδου να επιλαμβάνεται των ζητημάτων της ελεγχόμενης από αυτήν γεωγραφικής περιφέρειας δεν περιορίσθηκε.
Διατήρησε μεν το δικαίωμα να επιλαμβάνεται των υποθέσεων, που μέχρι τότε είχε την αρμοδιότητα να διαχειρίζεται, η δε Πατριαρχική σύνοδος ή η σύνοδος της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, που δημιουργήθηκε με το νέο επίπεδο κανονικής δικαιοδοσίας, ανέλαβε την διαχείριση των υποθέσεων γενικοτέρου ενδιαφέροντος, ήτοι αυτών που οι συνέπειες και τα αποτελέσματα υπερέβαιναν τα όρια κανονικής δικαιοδοσίας μιας Μητροπόλεως τους, και καθίσταντο για το λόγο αυτό ζήτημα μείζονος σημασίας για το Πατριαρχείο ή την Αυτοκέφαλη Εκκλησία, που στα όριά της υπαγόταν η Μητρόπολη.
Ούτως, κατ’ αναλογία προς όσα έχουν ήδη λεχθεί για την αρμοδιότητα του Επισκόπου και της Επαρχιακής συνόδου, η σύνοδος των μητροπόλεων μιας ευρύτερης εκκλησιαστικής περιφέρειας ή η σύνοδος του Πατριαρχείου ή της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας επιλαμβάνεται ζητημάτων, τας οποία έχουν πλέον εκφύγει της αρμοδιότητας της Επαρχιακής συνόδου.
Τα ζητήματα αυτά, είτε είναι ζητήματα πίστεως είτε ζητήματα κανονικής τάξεως, αποδίδονται στους ιερούς κανόνες, και ειδικότερα από τον 95ο κανόνα της Καρθαγένης, με τον όρο «κοιναί αἰτίαι» (βλ. και την ερμηνεία του Θ. Βαλσαμώνος).
Κατ’ αναλογική εφαρμογή των παραπάνω, η σύνοδος των Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών είναι αρμόδια για τη συζήτηση θεμάτων, που έχουν εκφύγει των γεωγραφικών ορίων της αρμοδιότητας της συνόδου κάποιας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας και έχουν «εισέλθει» στα όρια κανονικής δικαιοδοσίας μιας ή περισσοτέρων των υπολοίπων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
Άρα, ομιλούμε για πρόβλημα, που οι κανονικές συνέπειες του έχουν επέλθει και εντός των γεωγραφικών ορίων άλλων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, οπότε πρόκειται για ζήτημα «μείζονος σημασίας».
Στην περίπτωση του «Ουκρανικού» ζητήματος, το φλέγον θέμα είναι η άσκηση εκ μέρους της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου κανονικού δικαιώματος και αρμοδιότητας, που προβλέπεται από το Κανονικό Δίκαιο.
Οπότε τίθεται το ερώτημα: η άσκηση από συνοδικό όργανο μιας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας αρμοδιότητας, στην περίπτωση μας η παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος, που προβλέπεται από το Κανονικό Δίκαιο και αναγνωρίζεται και από τις άλλες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, συνιστά πρόβλημα;
Σε καμία περίπτωση, διότι όταν αναφερόμαστε σε ζήτημα «μείζονος σημασίας», το οποίο πρέπει να επιλυθεί:
Πρώτον, εννοούμε αντικανονική και όχι κανονική συμπεριφορά, διότι αν πρόκειται για κανονική συμπεριφορά, τα αποτελέσματα αυτής - εφόσον υπερβούν τα όρια κανονικής δικαιοδοσίας μιας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας – συνιστούν συνέπειες, που χρήζουν όχι παρεμβάσεως αλλά αποδοχής από την σύνολη Ορθόδοξη Εκκλησία.
Δεύτερον, εννοούμε, ότι η οποία αντικανονική αυτή συμπεριφορά επέφερε το αυτονοήτως αντικανονικό αποτέλεσμα της εντός της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, στης οποίας τα όρια δημιουργήθηκε. Δηλαδή, είναι απαραίτητο, το αντικανονικό αποτέλεσμα να είναι υπαρκτό και εμφανές πρώτα απ’ όλα στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία, εντός των ορίων της οποίας δημιουργήθηκε η αντικανονική συμπεριφορά. Και τούτο, διότι, αν αυτό δεν συμβεί, τότε πώς αυτό το «ανύπαρκτο» αποτέλεσμα θα επέλθει σε άλλη Αυτοκέφαλη Εκκλησία;
Τρίτον, εννοούμε, ότι το αποτέλεσμα αυτό θα πρέπει να έχει υπερβεί, να υπερκέρασε τα όρια αυτά και να εισήλθε στα όρια μίας ή περισσοτέρων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
Στην περίπτωση, όμως, του «Ουκρανικού» ζητήματος, η απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος στην Εκκλησία της Ουκρανίας, ουδέν αντικανονικό αποτέλεσμα επέφερε εντός των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας της Συνόδου αυτής. Συνεπώς, αντικανονικό αποτέλεσμα που δεν επήλθε, πώς μπορεί να «εξαχθεί» σε άλλη ή άλλες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, ώστε να έχουμε μείζον ζήτημα;
Και το ανυπόστατο της θεωρίας περί «μείζονος» ζητήματος αποδεικνύεται από την ίδια την πραγματικότητα, αφού το αποτέλεσμα που η απόφαση αυτή επέφερε, είναι η άρνηση των περισσοτέρων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών να αποδεχθούν, όπως έχουν υποχρέωση, την απόφαση αυτή. Δηλαδή, αλλού επήλθε το γεγονός (εντός των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου) αλλού όμως δημιουργήθηκε για πρώτη φορά το αποτέλεσμα (εντός των ορίων μερικών εκ των υπολοίπων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών). Και το αποτέλεσμα αυτό το δημιούργησαν οι ίδιες οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και όχι η κανονική απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Συμπερασματικώς, δεν υφίσταται ζήτημα «μείζονος σημασίας», που να απαιτεί σύγκληση της Συνόδου των Προκαθημένων.
Αλλά, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί, ότι υφίσταται τέτοιο ζήτημα, αυτή θα πρέπει να συγκληθεί από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Όμως, αν γίνει δεκτή η άποψη, περί αδυναμίας συμμετοχής στη Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριάρχη, τότε η σύγκληση της Συνόδου των Προκαθημένων αποκλείεται.
Και όπως είδαμε παραπάνω, οι λόγοι, που θα δικαιολογούσαν την απουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη από μια τέτοια σύνοδο (βεβαρυμένο πρόγραμμα και ασθένεια) δεν υφίστανται, πέραν του ότι αυτοί οι λόγοι προβάλλονται μόνον από τον ίδιο και όχι από τρίτα πρόσωπα.
Αλλά ούτε και υπαίτια άρνηση ασκήσεως καθηκόντων θεμελιώνεται, διότι η Σύνοδος των Προκαθημένων είναι έκτακτο όργανο και όχι τακτικό και συγκαλείται όποτε χρειασθεί. Συνεπώς, σύγκληση Συνόδου Προκαθημένων από Προκαθήμενο, διάφορο του Οικουμενικού Πατριάρχη, δεν τίθεται υπό συζήτηση.
Παρά ταύτα, αν υποτεθεί ότι πράγματι θεμελιώνεται λόγος παρακάμψεως του Οικουμενικού Πατριάρχη, αυτός θα μπορεί να προβληθεί μόνο εν συνόδω Προκαθημένων, ώστε να έχει και τα εχέγγυα συνοδικής και συλλογικής αποφάσεως.
Αυθαίρετη εκτίμηση των λόγων αποκλεισμού του Οικουμενικού Πατριάρχη από την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, δεν είναι εφικτή.
Αλλά αυτή η διαδικασία προϋποθέτει τη σύγκληση της Συνόδου των Προκαθημένων από τον αρμόδιο Προκαθήμενο, δηλαδή τον Οικουμενικό Πατριάρχη, όπου και θα συζητηθεί η οποιαδήποτε ένσταση, αφού ο τελευταίος αποχωρήσει από τη συνεδρία. Οπότε, πάλι άτοπο.
Από τα παραπάνω διαπιστώνεται, πόσο αδιέξοδη και κανονικώς ανεδαφική είναι η πρόταση για τη σύγκληση οργάνου πανορθόδοξης εμβέλειας. Ιδίως υπό το δεδομένο της δημοσιευθείσης απόψεως, περί αποκλεισμού του Οικουμενικού Πατριάρχη από τις σχετικές διαδικασίες.
Και το αδιέξοδο αυτό επιτείνεται από τη στάση των ίδιων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, που δεν έχουν πράξει το προβλεπόμενο. Δηλαδή την αναγνώριση της νέας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας.
Και η στάση αυτή των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών το μόνο που κάνει, είναι να πληγώνει το θεσμό του αυτοκεφάλου»» και να θίγει το κύρος του.
Και όταν προσβάλλεις το κύρος ενός θεσμού, τότε επιτρέπεις να αρχίσουν οι συζητήσεις για το σκόπιμο υπάρξεως του θεσμού αυτού.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι εάν πράγματι οι Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες επιθυμούν την διατήρηση του θεσμού του αυτοκεφάλου, θα πρέπει να τον ενισχύσουν, σεβόμενες οι ίδιες την διαδικασία παραχωρήσεώς του, η οποία άλλωστε ακολουθήθηκε και για στις δικές τους περιπτώσεις.
Και ας αναλογισθούμε όλοι, ότι για κάθε παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος απαιτείται χωριστός Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος.
Για την κατάργηση τους όμως, αρκεί μόνον ένας.