Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ
Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν
Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Ὁμότιμη Καθηγήτρια Θεολογικῆς
Σχολῆς Α.Π.Θ.
Ε´ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, 12η Ἰουλίου 2020, Μνήμη τῶν
Ἁγίων Μαρτύρων Πρόκλου καὶ Ἱλαρίου καί τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Μιχαὴλ τοῦ Μαλεΐνου
(Αριθμ. 26Ν)
Α. 1. Η Ε´ Κυριακή Ματθαίου
φέτος συμπίπτει με τη μνήμη δύο Αγίων Μαρτύρων της μεταποστολικής εποχής, επί
Τραϊανού, συγγενών κατά σάρκα, θείου και ανεψιού, που μαρτύρησαν στην περιοχή
της σημερινής Άγκυρας, εκ χώρας Καλλίπων, των Πρόκλου και Ιλαρίου. Επαναλαμβάνω
ό,τι κατ᾽ επανάληψη έχει γραφεί σ᾽ αυτήν την σειρά, ότι σχεδόν όλος ο μήνας
Ιούλιος είναι γεμάτος με τις μνήμες Αγίων Μεγαλομαρτύρων, ανδρών και γυναικών,
που μαρτύρησαν ομολογώντας την πίστη στο Χριστό, κυρίως, κατά την πρώτη
χριστιανική περίοδο, όταν ακόμη η Εκκλησία δεν ήταν αναγνωρισμένη ως δημόσια
θρησκευτική οντότητα, ενώ οι χριστιανοί, λόγω του κηρύγματος της ισότητας όλων
των ανθρώπων, εθεωρούντο ως ανατρεπτικός- επαναστατικός κίνδυνος για την
κοινωνική τάξη και ασφάλεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία είχε μία
εκπληκτική δημόσια οργάνωση. Αυτή η περίοδος πιάνει χονδρικά από το 100 μέχρι
το 305, τα χρόνια του Διοκλητιανού, της λεγόμενης Τετραρχίας. Μεμονωμένα
περιστατικά έχουμε λίγο αργότερα ώς την περίοδο του Ιουλιανού, ενώ εν συνεχεία
έχουμε Άγιους Μάρτυρες Ομολογητές, όπως οι Άγιοι Ιωάννης ο Χρυσόστομος,
Φλαβιανός Κωνσταντινουπόλεως και ο πλέον γνωστός Μάξιμος ο Ομολογητής, οι
οποίοι υπέστησαν το μαρτύριο από χριστιανικά χέρια.
2. Ουσιαστικά, το εορτολόγιο
της Εκκλησίας μας, πέραν των γεγονότων που σχετίζονται με το μυστήριο της
Αποκαλύψεως του Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός, αρχικά είναι αγιολόγιο-μαρτυλόγιο
των Μαρτύρων της πίστης στο Χριστό. Σχεδόν, λοιπόν, όλος ο Ιούλιος είναι ένας
μήνας μνήμης των πρώτων Αγίων Μαρτύρων, με τους Άγιους Ανάργυρους και σε σειρά
η μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Προκοπίου Μεγαλομάρτυρος, Ευφημίας Μεγαλομάρτυρος,
Πρόκλου και Ιλαρίου των Μαρτύρων, Ακύλα Αποστόλου, Αθηνογένους Ιερομάρτυρος,
Μαρίνης Μεγαλομάρτυρος, Χριστίνης Μεγαλομάρτυρος, Παρασκευής Οσιομάρτυρος,
Παντελεήμονος Μεγαλομάρτυρος. Αρχίζει, δηλαδή, μετά την εορτή του Αγίου Ιωάννου
του Προδρόμου και των Δώδεκα Αποστόλων, να ξαναεκδιπλώνει η Εκκλησία το
μυστήριο της Θείας Οικονομίας και της σωτηρίας του παλαιού και του νέου Ισραήλ
σε ένα συγχρονισμό των γεγονότων από κτίσεως κόσμου, αλλά και ώς της Όγδοης
ημέρας, του Πνευματικώς
ορωμένου Λόγου.
3. Ο τρίτος Άγιος είναι ο
Μιχαήλ ο Μαλεΐνου, που υπήρξε πνευματικός πατέρας του Οσίου Αθανασίου του
Αθωνίτη, τη μνήμη του οποίου εορτάσαμε την προηγούμενη Κυριακή. Προερχόμενος
από μία εκ των πλέον πλουσίων οικογενειών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι
οποίες είχαν εμπλακεί και στα της διοικήσεως της αυτοκρατορίας, ο Μιχαήλ ανήκε
στην αυλή του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ´ του Σοφού (886-912) και έγινε μοναχός σε
μοναστήρι του όρους Κύμινας της Βιθυνίας. Όπως και ο Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης
ο Μιχαήλ ήταν μέτοχος του κλίματος της λογιοσύνης και της νηπτικής παράδοσης
της Κωνσταντινούπολης και των παρακείμενων μοναστηριακών κέντρων, εντός και
πέριξ, σε μία περίοδο που η υμνολογική παραγωγή δίνει τους πιο εύχυμους
θεολογικούς ερμηνευτικούς καρπούς, οι οποίοι θα αποτελέσουν το σταθερό βάθρο
της Ορθόδοξης λειτουργικής -υμνολογικής παράδοσης ως ερμηνείας της συνοδικής
πράξης. Σημειώνω τούτο μετ᾽ εμφάσεως, για να γίνει κατανοητό, γιατί ο
μοναχισμός υπήρξε από αυτήν την περίοδο και στο εξής ικανή βακτηρία για τη
στήριξη των Ορθοδόξων με λογιοσύνη που απηχούσε τις συνοδικές αποφάσεις και τη
λειτουργική πράξη του Πατριαρχικού Ναού. Νηπτική πράξη και λογιοσύνη θα
αποτελέσουν έκτοτε το σταθερό υπόβαθρο για τον ησυχασμό ως πράξη και θεωρία
εκκλησιαστικού βίου, που θα περάσει έν τινι μέτρω και στις νεότερες εκκλησίες
όσο μπορέσανε να αφομοιώσουν την τεράστια προηγηθείσα εκκλησιαστική
παρακαταθήκη με το Άγιο Όρος και το Σινά να αποτελούν άμεσα παιδευτήρια
συνέχειας αλλά και έχοντας το Άγιο Όρος άμεσους δεσμούς με την αυτοκρατορική και
την Πατριαρχική αυλή.
4. Τα Στιχηρά του
Εσπερινού και ο Κανόνας της εορτής, φερόμενος ως Κανών τῶν Ἁγίων Πατέρων, έργο
του Οσίου Ιωσήφ του Υμνογράφου (816-886), είναι μνημείο θεολογίας. Στα Στιχηρά
του Εσπερινού υπογραμμίζεται η φωτοείδεια του Θεού, με τους δωρούμενους
φωτοστεφάνους στους αθλοφόρους Κυρίου Ιλάριο και Πρόκλο, ενώ το
Θεοτοκίο και το Σταυροθεοτοκίο δομούνται περί τον ιλασμό στον Κτίστη δια της Θεοτόκου
και μία συνόψιση του σκοπού της Θείας Ενανθρωπήσεως[1].
Ο Κανόνας, εξάλλου, καταυγάζεται από τη φωτοείδεια του Θεού, την ουράνια δόξα,
το θείο φως, τον καταυγασμό του νου των Μαρτύρων αλλά και των οδευόντων
χριστιανών κατά το παράδειγμά των προς την αΐδιο απόλαυση, την πίστη ως
φωταγωγία, μία εν γένει φρασεολογία περί της θεώσεως των Αγίων και των Μαρτύρων.
Το δεύτερο στοιχείο του Κανόνος είναι ο τονισμός της ενσάρκου Οικονομίας του
Λόγου με τονισμό ότι ο σωματωθείς εν τη μήτρα της Παρθένου είναι ο ίδιος ο
Κτίστης του κόσμου, με την προπατορική αποστασία να κυριαρχεί ως αποστασία της
εμπαθούς καταστάσεως του νοός. Πρόκειται για μία ευσύνοπτη έκθεση του Μυστηρίου
της Θείας Οικονομίας και της αποκαλύψεως του Λόγου με την παράλληλη πορεία του
ανθρώπινου γένους και τον πανηγυρισμό των Μαρτύρων ως την καθολική έκφραση της
Εκκλησίας, όπου ενώνονται τα πάντα της δημιουργίας, της ιστορίας και των
εσχάτων ως τελειώσεως και θεοποιήσεως των Αγίων με μία γλώσσα που ενώνει το
δοξασμό των Προφητών και των Αγίων Μαρτύρων, ως Πατέρων της Εκκλησίας, κατά το
ψαλμικό: «Ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν Θεὸς εὐλογητὸς
εἶ», «Εὐλογεῖτε τὰ ἔργα τὸν Κύριον», «Πάντα τὰ ἔργα, εὐλογεῖτε ὑμνεῖτε τόν Κύριον»,
«Εὐλογεῖτε ὑμνεῖτε τὸν Κύριον».
5. Όπως έχω ήδη πολλάκις σημειώσει
εν σχέσει με τη θεολογική παραγωγή των ησυχαστών Πατέρων του 13ου και 14ου αι.
αυτή δεν προήλθε ως μία νέα θεολογική ερμηνεία αλλά κυρίως έχει τα θεμέλια στη
μακρά λειτουργική αφομοίωση και έκφραση της λειτουργικής χρήσης των παντός
είδους Κανόνων, ενταγμένων στον εβδομαδιαίο λειτουργικό κύκλο και το εορτολόγιο
της Εκκλησίας, οι οποίοι είχαν ενσωματωθεί στο Τυπικό της Μεγάλης του Χριστού
Εκκλησίας ήδη από τον όγδοο αιώνα και με απόγειο τους αιώνες ένατο και δέκατο
και τη μεταφορά στη ζωή του Αγίου Όρους. Λογιοσύνη και μελέτη των μνημείων
λόγου της Εκκλησίας σε μία ενότητα με την Αγία Γραφή, λειτουργική και νηπτική
πράξη ως διαρκής ευχαριστία, δοξασμός και μνήμη του αποκαλυφθέντος και
αναπλάσαντος το γένος των ανθρώπων Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός συνιστά το
κέντρο της θεολογικής έκφρασης με τον τονισμό της Θείας Ενανθρωπήσεως και του
φωτισμού του νοός ως αγιακού βίου, ιδίως μετά τις αποφάσεις της Ζ´ Οικουμενικής
Συνόδου. Επομένως απαιτείται μία επαναπροσέγγιση της ησυχαστικής παρακαταθήκης
με βαθειά μελέτη της προηγηθείσας υμνολογικής παραγωγής, της κατά κεφάλαια
νηπτικής παραγωγής και της λογιοσύνης της πατερικής παραδόσεως μαζί με τη
συνοδική έκφραση, αλλιώς θα μένει το κεφάλαιο της θεολογίας αυτής της περιόδου,
που εμπότισε τον καθόλου εκκλησιαστικό βίο των Ορθοδόξων, στη συστροφή περί
ακτίστων ενεργειών σε ένα ακατανόητο θεωρητικό επίπεδο μιμητισμού και
συμπιληματικής ανοησίας, οπότε και η διάσπαση της εκκλησιαστικής συνέχειας να
μοιάζει αυτονόητητη, όπως αυτονόητοι και οι σύγχρονοι θεολογικοί αυτοσχεδιασμοί
της ματαιότητος.
Β. Το σημερινό Αποστολικό
Ανάγνωσμα αποτελεί μία επιβεβαίωση των Αποστολικών Αναγνωσμάτων και της
ερμηνευτικής στόχευσης των δύο προηγούμενων Κυριακών, κατά τα οποία ήχθημεν στο
συμπέρασμα ότι πίστη,
δικαιοσύνη και χάρη ταυτίζονται, γιατί είναι ο ίδιος ο Υιός και
Λόγος του Θεού Πατρός ο οποίος ενεργεί την αποκάλυψη, άσαρκος, ένσαρκος και Πνευματικώς
ορώμενος και διαδιδόμενος χάριτι στη μία και την αυτή άκτιστη Βασιλεία του
Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Η διατύπωση, λοιπόν, στο σημερινό
Ανάγνωσμα: «τέλος
γὰρ νόμου Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην
παντὶ τῷ πιστεύοντι» δεν αναιρεί την
αποκάλυψη του Θεού στον Ισραήλ αλλά κυρίως με αυτήν ο Απόστολος Παύλος, που
υπογράφει ο ίδιος την Επιστολή Προς Ρωμαίους, τονίζει την ανακεφαλαίωση εν
Χριστώ του Μυστηρίου της Θείας Οικονομίας και την Καθολικότητα της Εκκλησίας ως
συναγωγής παντός του ανθρωπίνου γένους. Στις διακρίσεις που είχαν προβληματίσει
τους πρώτους χριστιανούς καθώς ανεφύει ένα είδος αντιθέσεως του Νόμου και της
πίστεως ο Απόστολος Παύλος θέτει ως τέλος, δηλαδή σκοπό των χριστιανών το
Χριστό, δηλαδή τον απ᾽ αιώνων ευλογητό Θεό, τον επανενώσαντα τα διαιρεθέντα!
Γ. 1. Ερχόμενη στο
καθορισμένο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, αυτό βρίσκεται σε συνέχεια του Αναγνώσματος
της Δ´ Κυριακής του Ματθαίου, (Ματθ. η´,
5-13), κατά το οποίο ο Χριστός θεράπευσε με το λόγο του, χωρίς να πάει στο
σπίτι, το δούλο του εκατόνταρχου, ενός εθνικού, που είχε πέσει σε παραλυσία.
Μάλιστα, επαίνεσε την πίστη του εκατόνταρχου, που δεν ήταν Ισραηλίτης. Όπως έχω
σημειώσει πολλάκις, ομιλούντες περί της πίστεως των ακροατών του Χριστού ότι δεν
επρόκειτο για μία πίστη θεωρητική αλλά γι᾽ αυτήν των Πατέρων του Ισραήλ, ως
πίστη, όμως, όλων των ανθρώπων, γιατί το κήρυγμα και οι θεοσημίες του Χριστού, το Μυστήριο
της ένσαρκης Θείας Οικονομίας και της Πεντηκοστής, αφορά σ᾽ όλους τους
ανθρώπους, ενώνοντας ο Χριστός παλαιό και νέο Ισραήλ και εκφαίνων την
καθολικότητα της Εκκλησίας ως παραδείσου της τρυφής και αναπλάσεως του
ανθρώπινου γένους: «Ματθ. η´, 10 Ἀμὴν
λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. 11 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ
ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσιν καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ
Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν».
2. Σε αντίθεση, λοιπόν,
με τον εξ εθνών εκατόνταρχο οι Γεργεσηνοί, όπου έλαβε χώρα η θεραπεία των δύο
δαιμονιζομένων, αλλά και η απώλεια των χοίρων, τους οποίους οι κάτοικοι
παρανόμως εξέθρεπταν, λόγω απαγορεύσεως από το Νόμο βρώσεως χοιρινού κρέατος,
όχι απλώς δεν προβληματίζονται για τη θεοσημία της θεραπείας των συνανθρώπων τους, ώστε
να αναχθούν στην πίστη Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ
καὶ Ἰακώβ, αλλά παρακαλούν το Χριστό όλοι μαζί να εξέλθει των ορίων της
περιοχής τους, για να μη χάσουν και τίποτα άλλο, όντες συνεπείς στη
μεταπατορική αποστασία της λατρείας και γοητείας από τα υλικά τους αγαθά με
κάθε τίμημα και λόγω άρνησης της πίστεως και του Νόμου των Πατέρων τους.
3. Εκδιπλώνει, λοιπόν, η
Εκκλησία μας το Μυστήριο της Θείας Οικονομίας, που αφορά σε όλους τους
ανθρώπους, μυστήριο και κήρυγμα οικουμενικής αδελφοσύνης των ανθρώπων, σύμφωνα
με το δωρηθέντα ανακαινισμό στο ανθρώπινο γένος από τον επιφανέντα Υιό και Λόγο
του Θεού Πατρός, όπου τα χαρίσματα των ανθρώπων είναι δωρεά και δοξασμός δικός
του και όχι ατομικό επίτευγμά μας.
Αποστολικό
Ανάγνωσμα: Ρωμ. ι´, 1-10: «1 Ἀδελφοί, ἡ μὲν
εὐδοκία
τῆς
ἐμῆς
καρδίας
καὶ
ἡ
δέησις
ἡ
πρὸς
τὸν
Θεὸν
ὑπὲρ τοῦ Ἰσραήλ ἐστιν εἰς
σωτηρίαν· 2 μαρτυρῶ γὰρ αὐτοῖς ὅτι
ζῆλον
Θεοῦ
ἔχουσιν, ἀλλ᾽ οὐ κατ᾽ ἐπίγνωσιν. 3 ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, καὶ τὴν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν. 4 τέλος γὰρ νόμου Χριστὸς εἰς
δικαιοσύνην
παντὶ
τῷ
πιστεύοντι. 5 Μωϋσῆς γὰρ γράφει τὴν
δικαιοσύνην
τὴν
ἐκ
τοῦ
νόμου, ὅτι ὁ ποιήσας αὐτὰ ἄνθρωπος ζήσεται
ἐν
αὐτοῖς· 6 ἡ δὲ ἐκ
πίστεως δικαιοσύνη οὕτω λέγει· μὴ
εἴπῃς
ἐν
τῇ
καρδίᾳ
σου, τίς ἀναβήσεται εἰς τὸν οὐρανόν; τοῦτ᾽ ἔστι Χριστὸν καταγαγεῖν· 7 ἤ τίς καταβήσεται εἰς
τὴν
ἄβυσσον; τοῦτ᾽ ἔστι Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ἀναγαγεῖν. 8 Ἀλλὰ τί λέγει; ἐγγύς
σου
τὸ
ῥῆμά
ἐστιν, ἐν τῷ στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου· τοῦτ᾽ ἔστι τὸ ῥῆμα τῆς πίστεως ὃ κηρύσσομεν. 9 ὅτι ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν
τῷ
στόματί
σου
Κύριον
Ἰησοῦν, καὶ πιστεύσῃς ἐν
τῇ
καρδίᾳ
σου
ὅτι
ὁ Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σωθήσῃ· 10 καρδίᾳ γὰρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν».
Ευαγγελικό
Ανάγνωσμα: Ματθ.
η´, 28- θ´, 1: «28 Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ πέραν εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν
ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν
μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ
ἐκείνης. 29 καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· Τί ἡμῖν καὶ σοί,
Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; 30 ἦν δὲ μακρὰν
ἀπ' αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. 31 οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν
λέγοντες· Εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς
τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. 32 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὑπάγετε. οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον
εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων· καὶ ἰδοὺ ὥρμησεν πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ
κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν.
33 οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ
τῶν δαιμονιζομένων. 34 καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν-
1 Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν».
[1]. Θεοτοκίον, Ἦχος α´, «Θεομακάριστε Κόρη τὰς ἱκεσίας ἡμῶν, ὡς εὐμενὴς προστάτις, τῶν πιστῶν Θεοτόκε, προσάγουσα τῷ Κτίστῃ, τὸν ἱλασμόν, διαμείβου τοῖς δούλοις σου, ὡς παντελὴς σωτηρία καὶ ἱλασμός, τῶν ψυχῶν ἡμων Θεόνυμφε»,
Σταυροθεοτοκίον, Ἦχος α´, «Ἐν τῷ Σταυρῷ παρεστῶσα τοῦ σοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ, καὶ τὴν μακροθυμίαν τούτου ἀποσκοποῦσα, ἔλεγες θρηνοῦσα Μῆτερ ἁγνή· Οἴμοι! τέκνον γλυκύτατον, τί ταῦτα πάσχεις ἀδίκως, Λόγε Θεοῦ, ἵνα σώσῃς τὸ ἀνθρώπινον».