Εκκλησία της Ελλάδος
Ανακοινωθέν της Ιεράς Συνόδου για την Αγία Σοφία
Την
απογοήτευσή της, αλλά και την έντονη διαμαρτυρία της εκφράζει με
ανακοινωθέν της η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος για την
μετατροπή του Ιερού Ναού της Αγίας Σοφίας, της Μεγάλης Εκκλησίας των
Ορθοδόξων στην Κωνσταντινούπολη σε μουσουλμανικό Τέμενος (Τζαμί) και σε
τόπο προσευχής της ισλαμικής θρησκείας, ενώ προβαίνει άμεσα σε διεθνείς
εκκλήσεις και διαβήματα, ζητώντας την αποκατάσταση του Μνημείου και την
απόδοσή του στην ορθή χρήση του.
Ακολουθεί ολόκληρο το ανακοινωθέν της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος:
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εκφράζει την απογοήτευσή Της, την έντονη διαμαρτυρία Της και τον προβληματισμό Της για την μετατροπή του Ιερού Ναού της Αγίας Σοφίας, της Μεγάλης Εκκλησίας των Ορθοδόξων στην Κωνσταντινούπολη σε μουσουλμανικό Τέμενος (Τζαμί) και σε τόπο προσευχής της ισλαμικής θρησκείας.
Με την μετατροπή αυτή μεταβάλλεται το Μνημείο αυτό από χώρο πολιτισμού σε σημείο διχασμού και διασπάσεως.
Όπως η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος έγκαιρα, διά του από 12ης Ιουνίου 2020 Ανακοινωθέντος Της, είχε επισημάνει «ο Ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας θεμελιώθηκε από τον Χριστιανό Αυτοκράτορα Ιουστινιανό, εγκαινιάσθηκε την 27η Δεκεμβρίου του 537 μ.X. και προορίσθηκε ως χώρος εκκλησιαστικής λατρείας, αφιερωμένος στην Σοφία του Θεού, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Πρόκειται για αριστούργημα αρχιτεκτονικής μεγαλοφυίας και είναι παγκοσμίως διάσημος ως ένα κατ’ εξοχήν μνημείο του Χριστιανικού Πολιτισμού. Η αξία του παραμένει οικουμενική, επειδή ο Χριστιανισμός έχει υπερεθνική και οικουμενική ακτινοβολία. Καμία μοντέρνα η μεταμοντέρνα αντίληψη «πολυπολιτισμικότητας» δεν δημιούργησε το μνημείο, διά του οποίου εκφράζεται με ανεπανάληπτο τρόπο η χριστιανική αντίληψη περί του υπερτάτου Καλού και Κάλλους. Φρονούμε ότι η ανατροπή της πολιτισμικά ουδέτερης χρήσεως του μνημείου ως μουσείου, η οποία με σύνεση καθιερώθηκε υπό της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1934, επιχειρεί να μετατρέψει ένα χώρο πολιτισμού σε λάφυρο και σύμβολο κατακτήσεως».
Η εργαλειοποίηση ενός δημιουργήματος του ευρύτερου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, το οποίο υπήρξε σύμβολο ενότητος και ειρηνικής συνυπάρξεως, σε τόπο μεμονωμένης λειτουργικότητος μιας Θρησκείας και μάλιστα με σκοπούς μικροπολιτικής σκοπιμότητος και εσωτερικών επιδιώξεων, αποτελεί έμπρακτη φανέρωση πολιτισμικού ελλείμματος εκ μέρους της ηγεσίας της γείτονος Χώρας και συνιστά σαφή απομάκρυνση από τις πανευρωπαϊκές αρχές της ειρήνης, της καταλλαγής και του σεβασμού στην ετερότητα.
Ο σεβασμός στον χαρακτήρα και στα διδάγματα που διαμηνύει ανά τους αιώνες το Χριστιανικό αυτό Μνημείο επιβάλλει την αφύπνιση και την εγρήγορση ολόκληρου του πνευματικού κόσμου, των Χριστιανικών Ομολογιών και λοιπών Εκκλησιών, των Κυβερνήσεων και των Διεθνών Οργανισμών που υπερασπίζονται την ειρήνη, την συνύπαρξη και την συνεργασία μεταξύ των Λαών, των Πολιτισμών και των Θρησκειών με σκοπό να ανακληθεί μια τοιούτου είδους μετατροπή. Προς τον σκοπό αυτό η Εκκλησία της Ελλάδος προβαίνει άμεσα σε διεθνείς εκκλήσεις και διαβήματα, ζητώντας την αποκατάσταση του Μνημείου και την απόδοσή του στην ορθή χρήση του.
Ανακοινωθέν της Ιεράς Συνόδου για την Αγία Σοφία
Ακολουθεί ολόκληρο το ανακοινωθέν της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος:
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εκφράζει την απογοήτευσή Της, την έντονη διαμαρτυρία Της και τον προβληματισμό Της για την μετατροπή του Ιερού Ναού της Αγίας Σοφίας, της Μεγάλης Εκκλησίας των Ορθοδόξων στην Κωνσταντινούπολη σε μουσουλμανικό Τέμενος (Τζαμί) και σε τόπο προσευχής της ισλαμικής θρησκείας.
Με την μετατροπή αυτή μεταβάλλεται το Μνημείο αυτό από χώρο πολιτισμού σε σημείο διχασμού και διασπάσεως.
Όπως η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος έγκαιρα, διά του από 12ης Ιουνίου 2020 Ανακοινωθέντος Της, είχε επισημάνει «ο Ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας θεμελιώθηκε από τον Χριστιανό Αυτοκράτορα Ιουστινιανό, εγκαινιάσθηκε την 27η Δεκεμβρίου του 537 μ.X. και προορίσθηκε ως χώρος εκκλησιαστικής λατρείας, αφιερωμένος στην Σοφία του Θεού, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Πρόκειται για αριστούργημα αρχιτεκτονικής μεγαλοφυίας και είναι παγκοσμίως διάσημος ως ένα κατ’ εξοχήν μνημείο του Χριστιανικού Πολιτισμού. Η αξία του παραμένει οικουμενική, επειδή ο Χριστιανισμός έχει υπερεθνική και οικουμενική ακτινοβολία. Καμία μοντέρνα η μεταμοντέρνα αντίληψη «πολυπολιτισμικότητας» δεν δημιούργησε το μνημείο, διά του οποίου εκφράζεται με ανεπανάληπτο τρόπο η χριστιανική αντίληψη περί του υπερτάτου Καλού και Κάλλους. Φρονούμε ότι η ανατροπή της πολιτισμικά ουδέτερης χρήσεως του μνημείου ως μουσείου, η οποία με σύνεση καθιερώθηκε υπό της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1934, επιχειρεί να μετατρέψει ένα χώρο πολιτισμού σε λάφυρο και σύμβολο κατακτήσεως».
Η εργαλειοποίηση ενός δημιουργήματος του ευρύτερου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, το οποίο υπήρξε σύμβολο ενότητος και ειρηνικής συνυπάρξεως, σε τόπο μεμονωμένης λειτουργικότητος μιας Θρησκείας και μάλιστα με σκοπούς μικροπολιτικής σκοπιμότητος και εσωτερικών επιδιώξεων, αποτελεί έμπρακτη φανέρωση πολιτισμικού ελλείμματος εκ μέρους της ηγεσίας της γείτονος Χώρας και συνιστά σαφή απομάκρυνση από τις πανευρωπαϊκές αρχές της ειρήνης, της καταλλαγής και του σεβασμού στην ετερότητα.
Ο σεβασμός στον χαρακτήρα και στα διδάγματα που διαμηνύει ανά τους αιώνες το Χριστιανικό αυτό Μνημείο επιβάλλει την αφύπνιση και την εγρήγορση ολόκληρου του πνευματικού κόσμου, των Χριστιανικών Ομολογιών και λοιπών Εκκλησιών, των Κυβερνήσεων και των Διεθνών Οργανισμών που υπερασπίζονται την ειρήνη, την συνύπαρξη και την συνεργασία μεταξύ των Λαών, των Πολιτισμών και των Θρησκειών με σκοπό να ανακληθεί μια τοιούτου είδους μετατροπή. Προς τον σκοπό αυτό η Εκκλησία της Ελλάδος προβαίνει άμεσα σε διεθνείς εκκλήσεις και διαβήματα, ζητώντας την αποκατάσταση του Μνημείου και την απόδοσή του στην ορθή χρήση του.