Theodor Petrov, ανεξάρτητος αρθρογράφος, ειδικός σε θέματα γεωπολιτικής, θρησκείας και γεωθρησκείας, στο tribune.gr
Η Ρωσία, ακόμα και μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ, είναι μια μεγάλη χώρα, η οποία έχει πλήρη συνείδηση της θέσεώς της στο, ούτως ειπείν, γεωπολιτικό γίγνεσθαι ήδη από την εποχή που ο τσάρος Ιωάννης ο Δ΄, ο επονομαζόμενος και «τρομερός», προσάρτησε όλα τα σκόρπια πριγκιπάτα στη Μόσχα.
Αυτή η «γεωπολιτική συνείδηση» πάντα τοποθετούσε τη Ρωσία μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και της προσέδιδε έναν ιδιόμορφο, εσχατολογικό χαρακτήρα, ιδιαιτέρως μετά την κατάλυση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τότε που ανακήρυξε εαυτόν διάδοχο του Βυζαντίου.
Μια ενδιαφέρουσα παράμετρος αυτής της συνειδήσεως ήταν η χρήση της Εκκλησίας, όχι τόσο εξ απόψεως μεταδόσεως κάποιων πνευματικών αξιών, αλλά για την επίτευξη συγκεκριμένων και αμιγώς πολιτικών στόχων.
Η πανσλαβιστική ουτοπία του ΙΘ΄ αιώνα για την δημιουργία ενός ορθοδόξου τόξου «Μόσχα-Κωνσταντινούπολη-Βαλκάνια-Ιεροσόλυμα», προϋπέθετε, πρώτα από όλα, την υποταγή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις ορέξεις της τσαρικής κυβερνήσεως, β) την ενίσχυση των εθνικιστικών τάσεων στη Βαλκανική Χερσόνησο και την ίδρυση εθνικών ορθοδόξων εκκλησιών και, γ) τη δημιουργία της πολιτικής ψευδαισθήσεως ότι η Ρωσία αποτελεί a priori τον προστάτη (με όλες τις ερμηνείες που υπονοεί αυτή η λέξη…) των ορθοδόξων πληθυσμών στην Μέση και στην Εγγύς Ανατολή.
Η Εκκλησία με βοηθό την περιβόητη Παλαιστινιακή Εταιρεία ενεργούσε ως «δούρειος ίππος» που μετέφερε στα σπλάχνα του πλήθος Ρώσων μοναχών, οι οποίοι με τη βοήθεια των γενναιόδωρων δωρεών της τσαρικής κυβερνήσεως θα εδραιώνονταν στους Αγίους Τόπους.
Αν και η ίδρυση της ΕΣΣΔ προσέδωσε στην «γεωπολιτική συνείδηση» της νέας Ρωσίας μια νέα «εσχατολογική» διάσταση, συνδέοντάς τη με το παγκόσμιο προοδευτικό κίνημα, μια «νέα θρησκεία» στην οποία ήταν φανερό ότι η Εκκλησία δεν είχε θέση, εντούτοις οι μπολσεβίκοι δεν άργησαν να συνειδητοποιήσουν ότι η Εκκλησία παρείχε στους σχεδιασμούς της εξωτερικής πολιτικής του Κρεμλίνου πρόσβαση σε ιδιαίτερα ευαίσθητες περιοχές όπως π.χ. τα Βαλκάνια ή η Μ. Ανατολή.
Σε αυτά τα πλαίσια η Εκκλησία της Ρωσίας μεταλλάχθηκε σταδιακά σε έναν τεχνοκρατικό και εκκοσμικευμένο οργανισμό, σε ένα μουσειακό έκθεμα, εντεταγμένο μαζί με πλήθος πολλών άλλων και διαφορετικών εργαλείων στην προώθηση των δημοσίων σχέσεων του σοβιετικού Κρεμλίνου.
Ήταν επόμενο η διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως να αιφνιδιάσει και την Εκκλησία, η οποία όπως φάνηκε από τα πρώτα κιόλας χρόνια των αλλαγών δεν διέθετε τα απαραίτητα αντανακλαστικά για να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες.
Έτσι, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’90 το Πατριαρχείο Μόσχας κατέβαλε, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία, πραγματικά φιλότιμες προσπάθειες για να ανακτήσει το χαμένο έδαφος και να δημιουργήσει όχι μόνο μια διαφορετική από την άκρως διαδεδομένη του συνεργάτη του παλαιού καθεστώτος εικόνα, αλλά και να απεξαρτηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από την κρατική κηδεμονία.
Για καλή της όμως τύχη το νέο, μετά-σοβιετικό Κρεμλίνο επανάφερε στο προσκήνιο την άκρως εθνοφυλετική γεωπολιτική ιδέα της Μεγάλης Ρωσίας και του ρωσικού κόσμου, καθιστώντας σαφές ότι δεν αναγνωρίζει αυτό που, σύμφωνα με τον γράφοντα, η Δύση αυτοβούλως ονόμασε ήττα της Ρωσίας στον ψυχρό πόλεμο.
Σε αυτά πλαίσια η Εκκλησία της Ρωσίας κλήθηκε για άλλη μια φορά να προσφέρει τις υπηρεσίες της στην κοσμική κυβέρνηση, εφόσον «αγία Ρωσία» ή «γ΄ Ρώμη» δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς τον θρησκευτικό παράγοντα.
Έχοντας μετατραπεί τα τελευταία δέκα χρόνια σε έναν ακόμα μεγαλύτερο από ότι στο σοβιετικό παρελθόν τεχνοκρατικό και εκκοσμικευμένο οργανισμό, το Πατριαρχείο Μόσχας ανέλαβε όχι μόνο την εσχατολογική πλευρά του νέου «ρωσικού κόσμου», ήτοι την αντιπαράθεση των «υγειών αρχών» της «γ΄ Ρώμης» με αυτές της καταραμένης Δύσεως, αλλά και την προώθηση της εξωτερική πολιτικής του μετά-σοβιετικού Κρεμλίνου σε ευαίσθητες περιοχές όπως αυτή της Μέσης και Εγγύς Ανατολής, δημιουργώντας ένα νέο-πανσλαβιστικό τόξο: Μόσχα-Βαλκάνια-Ιόνιο-Ιεροσόλυμα και… όπου λάχει!
Ταυτόχρονα, όπως αποδεικνύει η πρόσφατη (29/12) απόφαση της Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας για την ίδρυση Εξαρχίας Αφρικής με σκοπό, τάχαμου, την ένωση των διαφωνούντων με την αναγνώριση της Εκκλησίας Ορθοδόξου Εκκλησίας Ουκρανίας κληρικών του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, τίθεται σε εφαρμογή και το σχέδιο υπονομεύσεως της πανορθοδόξου ενότητας, το οποίο από ότι φαίνεται έχει την πλήρη υποστήριξη του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.
Είναι λογικό ότι, για τη νέα Ρωσική κυβέρνηση μια χειραγωγημένη Σιωνίτιδα Εκκλησία θα αποτελέσει έναν σημαντικό σύμμαχο στον ανταγωνισμό Ρωσίας και ΗΠΑ στην περιοχή.
Σε αυτό το σημείο ο συντάκτης του παρόντος σημειώματος θα ήθελε να τονίσει τα εξής:
Η συνείδηση αυτής της ιδιαίτερης γεωπολιτικής θέσεως της Ρωσίας στον σύγχρονο κόσμο δεν είναι δημιούργημα της «εποχής Πούτιν», αλλά αποτελεί, όσο και αν ακούγεται υπερβολικό, τη συνέχεια της ίδιας «μεγάλης ιδέας», της ιδέας της «γ΄ Ρώμης» που καθόριζε την εξωτερική πολιτική της ήδη από την εποχή του τσάρου Ιωάννου του Δ΄.
Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της ιστορικής συνειδήσεως διαδραμάτισε και η ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας και για αυτό το λόγο, ήδη από την εποχή του Πέτρου Α΄, του γνωστού και ως μεγάλου, ευρίσκεται σε απόλυτη εξάρτηση από το κράτος.
Αυτή την πολιτική ιστορική διαδοχή αδυνατούν να κατανοήσουν τόσο η ανιστόρητη Ευρωπαϊκή Ένωση γραφειοκρατών και τεχνοκρατών, όσο ακόμα και οι ίδιες οι ΗΠΑ, για αυτό και αντιδρούν σπασμωδικά στις πολιτικές κινήσεις του Κρεμλίνου, ιδιαιτέρως στο πρόβλημα της Ουκρανίας.
Από την άλλη πλευρά, η Ουκρανία δεν κατόρθωσε να συνειδητοποιήσει ότι, η αναγνώριση της Ορθοδόξου Εκκλησίας Ουκρανίας από την Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως και η ένταξή της στην οικουμενική Ορθοδοξία, δηλαδή εκτός των ασφυκτικών πλαισίων της εκκλησιολογικής αντικανονικότητας, προσέφερε στην κυβέρνησή της μια μοναδική ευκαιρία να διαμορφώσει τη δική της ανεξάρτητη γεωπολιτική κοσμοαντίληψη.
Το Κίεβο, η πόλη που δέχθηκε πρώτη τον οικουμενικό Χριστιανισμό από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, συνδέθηκε μέσω αυτής με τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο της εποχής του πρίγκηπα Βλαδιμήρου και μετατράπηκε ουσιαστικά σε μια κάθε άλλο παρά ρωσική πόλη, παραμένοντας «διαφορετική» μέχρι τις ημέρες μας.
Αντ’ αυτού όμως η ουκρανική κυβέρνηση ενεπλάκη σε μια στείρα και αδιέξοδη αντιπαράθεση με την Ρωσία, εναποθέτοντας τη λύση των διαφορών της με τον μεγάλο ανατολικό γείτονα σε τρίτους.
Σε ό,τι δε αφορά στη «μεγάλη ουκρανική ιδέα», αυτή αφέθηκε στο έλεος των κάθε λογής εθνικοσοσιαλιστικών ομάδων, οι οποίες εντείνουν ακόμα περισσότερο το αδιέξοδο των επιλογών της ουκρανικής ηγεσίας.
Βεβαίως η Ορθόδοξη Εκκλησία Ουκρανίας θα μπορούσε εύκολα να εξουδετερώσει τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί η εκκλησιαστική οργάνωση του Πατριαρχείου Μόσχας στην Ουκρανία, ότι δηλαδή υποστηρίζει αυτές τις εθνικοσοσιαλιστικές αποκλίσεις της κοσμικής εξουσίας, εντούτοις από ότι φαίνεται, τουλάχιστον στον υπογράφοντα το παρόν πόνημα, δεν διαθέτει το απαραίτητο θάρρος για μια τέτοια απόφαση.
Υπό αυτή την έννοια, η πολιτικά ερμαφρόδιτη Ευρώπη των γραφειοκρατών και των τεχνοκρατών (και όχι των λαών), έχοντας απωλέσει οποιαδήποτε πρωτοτυπία τόσο στην εσωτερική, όσο και στην εξωτερική της πολιτική, εφόσον αυτή θα υπονόμευε την, ούτως ειπείν, παντοδυναμία του άμορφου διευθυντηρίου των Βρυξελλών, ουσιαστικά διατηρεί με τη στάση της το αδιέξοδο της Ρώσο-Ουκρανικής διενέξεως, προτείνοντας ως μοναδική λύση τις κυρώσεις που, ούτως ή άλλως, δεν φαίνεται να επηρεάζουν ιδιαίτερα τη ρωσική οικονομία.
Η απουσία κάποιας κοινής ή τουλάχιστον κατανοητής προσεγγίσεως των απανταχού ποικίλων γεωπολιτικών προβλημάτων, μετατρέπει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε υπάκουο διάκονο της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής και εκφραστή των πολιτικών της συμφερόντων.
Σε αυτό το σημείο ο γράφων οφείλει να σημειώσει ότι, οι ΗΠΑ, όπως και η Ρωσία, διαθέτουν μια σαφή αντίληψη της θέσεώς τους στο παγκόσμιο γεωπολιτικό γίγνεσθαι.
Με άλλα λόγια η Ηνωμένες Πολιτείες ξέρουν τί θέλουν, αν και πολλές φορές, σε αντίθεση από τη Ρωσία, δεν γνωρίζουν με ποιο τρόπο μπορούν να το αποκτήσουν με συνέπεια να δημιουργούνται καταστροφικά αδιέξοδα, όπως π.χ. στη Λιβύη, στο Ιράκ κλπ.
Έτσι η αντιπαράθεση Ρωσίας – ΗΠΑ κάθε άλλο παρά αφορά την Ουκρανία, πάνω από όλα αφορά στην διαφορετική κοσμοαντίληψη μεταξύ των δυο μεγάλων χωρών, κυρίως δε στον ευρωπαϊκό χώρο.
H Αμερική φυσικά και καταλαβαίνει τις εγγενείς αδυναμίες του πολιτικού σχεδιασμού της Ε.Ε., οι οποίες επιδεινώθηκαν μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, για αυτό και επεμβαίνει δυναμικά, μιας και οι αντιρρήσεις που συναντά εκ μέρους των ευρωπαϊκών χωρών είναι ελάχιστες έως ανύπαρκτες.
Σε αυτά τα πλαίσια το «γεωπολιτικό όργανο» του Κρεμλίνου που λέγεται Πατριαρχείο Μόσχας, διαπράττοντας το ένα λάθος μετά το άλλο δυσχεραίνει αφάνταστα την εξωτερική πολιτική της Ρωσίας.
Πρώτα από όλα, η πείσμονα άρνησή της να αποδεχθεί τη νέα πολιτική πραγματικότητα στην Ουκρανία και η μεγαλομανής συμπεριφορά της εντός του ορθοδόξου χώρου είναι αυτά που οδήγησαν στην ίδρυση της Ορθοδόξου Εκκλησίας Ουκρανίας και όχι κάποιες δαιμονικές εξωτερικές δυνάμεις, όπως τονίζουν αδιάκοπα τα στελέχη του.
Αυτό φυσικά δυσχεραίνει και την υπό τον Ονούφριο εκκλησιαστική της δομή στην Ουκρανία, διότι ουδείς πλέον μπορεί να αμφισβητήσει την έμμεση εξάρτησή της από το Κρεμλίνο.
Ένα άλλο λάθος, το οποίο θα έχει καταστροφικές συνέπειες τόσο για την ίδια, όσο και για την ενότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών, είναι η απόφαση που αναφέραμε ανωτέρω για την ίδρυση Εξαρχίας στο κανονικό έδαφος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.
Είναι πλέον απολύτως σαφές ότι, η Εκκλησία της Ρωσίας κήρυξε ανοικτά τον πόλεμο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και σε όσες Εκκλησίες υποστήριξαν την απόφαση της ιδρύσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας Ουκρανίας, προειδοποιώντας τις υπόλοιπες ότι, είτε θα σταματήσει σε κάποιες να στέλνει τουρίστες, είτε θα διακόψει σε κάποιες άλλες τη χρηματοδότηση της αποκατάστασης ναών κλπ.
«Επιθυμούμε επίσης να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας στον Εξοχότατο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν για την υποστήριξη που προσέφερε και συνεχίζει να προσφέρει στην Εκκλησία στους Αγίους Τόπους, ιδιαίτερα στην ανοικοδόμηση και αποκατάσταση της Εκκλησίας της Γεννήσεως.
»Μας προσέφερε μια πολύ σημαντική και γενναιόδωρη βοήθεια, επιδεικνύοντας στη διεθνή κοινότητα την σταθερή του θέση για την προστασία της χριστιανικής παρουσίας στους Αγίους Τόπους.
»Ανυπομονούμε να σας καλωσορίσουμε ξανά στους Αγίους Τόπους και στο Πατριαρχείο μας την επόμενη φορά που θα μπορέσετε να πραγματοποιήσετε προσκύνημα» (Βλ. εδώ). (Σημ. του γράφοντος, ο οποίος ναι μεν δεν θυμάται από πού αλίευσε την ελληνική μετάφραση, αλλά υπογραμμίζει ότι στην ιστοσελίδα του Πατριαρχείου Μόσχας η επιστολή δεν δημοσιεύεται στα ελληνικά, αλλά υπάρχει μετάφραση στα αραβικά!)
Αυτά έγραφε ο πατριάρχης Ιεροσολύμων στην ευχετήρια επιστολή του προς τον πατριάρχη της «γ΄ Ρώμης» με αφορμή τα 75α γενέθλιά του.
«Τί έτι χρεία έχομεν μαρτύρων», όπως γράφει και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος.
Εντούτοις, μακαριώτατε πατριάρχη Ιεροσολύμων, έχετε κατανοήσει ότι «μεταλλάζεσθε» σε ένα πιόνι των γεωπολιτικών προσδοκιών της Ρωσίας, η οποία όπως γράφετε στην επιστολή σας:
«…θέλουμε να σας ευχαριστήσουμε για τη σταθερότητα και τη συνέπεια με την οποία στηρίζεται το Πατριαρχείο μας και τη χριστιανική παρουσία στους Αγίους Τόπους, ιδιαίτερα σε αυτούς τους καιρούς που αντιμετωπίζουμε τις αυξανόμενες πιέσεις και δυσκολίες που προκαλούνται από την πανδημία και την άνοδο των εξτρεμιστικών ομάδων που προσπαθούν να αλλάξουν τη θεμελιώδη ταυτότητα και εικόνα αυτής της πολυπολιτισμικής, πολυεθνικής και πολυθρησκευτικής περιοχής.
»Μια ιδιαίτερη αγάπη και σχέση που πάντα συνέδεε τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία με τους Αγίους Τόπους και εμείς δεν ξεχνάμε αυτούς τους ισχυρούς και σημαντικούς δεσμούς».
Θα είστε και εσείς υπόλογος, όπως και όσοι εκ των προκαθημένων σιωπούν, για αυτή την κατάφορη αντικανονική εισπήδηση του «ρωσικού κόσμου» στην Αλεξάνδρεια, εφόσον όπως ήταν αναμενόμενο «ποιείται την νήσσαν».
Εξάλλου ο γράφων διαισθάνεται ότι εσείς και οι… «προστάτες» σας μάλλον πρέπει να προετοιμάζετε μια νέα παρασυναγωγή όπως αυτή του 2019, φυσικά με τη βοήθεια κάποιας «πολύ σημαντικής και γενναιόδωρης βοήθειας».
Ολοκληρώνοντας το τελευταίο για το 2021 σχόλιό του, ο γράφων αναρωτιέται ποιους σκοπούς εξυπηρετούν τελικά αυτές οι αλλοπρόσαλλες αποφάσεις της εκκλησίας της Ρωσίας;
Άραγε η μετατροπή της «γ΄ Ρώμης» σε ένα «πανορθόδοξο φόβητρο» θα εξυπηρετήσει την πολιτική του Κρεμλίνου στην περιοχή της Μέσης και Εγγύς Ανατολής ή θα προσφέρει στο αντίπαλο «γεωπολιτικό δέος» ένα πολυτιμότατο επιχείρημα για την επίτευξη των στόχων του στην Ουκρανία;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.