Αρχιμ. Αμφιλοχίου Μήλτου, Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος και Αλμυρού
Λόγος στόν Ἑσπερινό τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγ. Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου
Ἄλλη Μεριά, 28 Ἰανουαρίου 2022
Γιά δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, ἡ ἑορτή τῆς Ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, κατά τήν ὁποία ἅγετε, Σεβασμιώτατε Πάτερ, τά ὀνομαστήριά σας, ἑορτάζεται δίχως τήν καθιερωμένη λαμπρότητα καί τήν καθολική συμμετοχή τῶν μελῶν τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας. Ἡ ἀσθένεια covid-19, ἕνας ὄντως ὕπουλος καί ἀόρατος ἐχθρός, ἔχει ὄχι μόνο στερήσει τήν ζωή ἑκατομμυρίων συνανθρώπων μας πάνω στήν γή, ἀλλά ἔχει δοκιμάσει ποικιλοτρόπως τούς πάντες και ἔχει ἀνατρέψει τόσα μέχρι χθές αὐτονόητα. Συνεχίζουμε νά ζοῦμε ὑπό τήν δαμόκλειο σπάθη τῆς ἐνεστώσης πανδημίας, μήν γνωρίζοντες τήν διέξοδο ἐξ αὐτῆς.
Ἡ παγκόσμια αὐτή δοκιμασία, ἡ Θεοῦ παιδαγωγία, ὅπως συχνά ἐπαναλαμβάνετε, δέν κατέστη μόνο κρίση ὑγειονομική ἀλλά ἀτυχῶς καί κρίση κοινωνική, πνευματική καί ἐκκλησιαστική. Καί πάλι «κρίσις ἐστί τοῦ κόσμου» (Ἰω 12,31). Ἡ τραγωδία πού ἔφερε ἡ νόσος στάθηκε ἀφορμή νά ἔρθουν στήν ἐπιφάνεια λανθάνοντα προβλήματα σέ κοινωνικό, οἰκογενειακό ἀλλά καί ἐκκλησιαστικό πεδίο. Ἡ κατάσταση πού βιώνουμε ἔγινε ἀφορμή «ὅπως ἄν ἀποκαλυφθωσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί» (Λουκ. 2, 34-35). Ἡ περιπέτεια αὐτή ὁδήγησε στήν ἀποκάλυψη κακοδοξιῶν, παθογενειῶν, λανθασμένων θεωρήσεων, πού σχετίζονται ἀκόμα καί μέ τό πιστεύω καί μέ τήν δομή τῆς Ἐκκλησίας μας. Γιά τό πρόβλημα αὐτό, γιά τήν κατάσταση αὐτή τί θά μποροῦσε νἀ μᾶς πεῖ ὁ ἀπό ἀπόψε ἑορταζόμενος Ἅγιος;
Ἄς ἐπιτραπεῖ στόν ἄμβωνα νά στραφεῖ σχεδόν 20 αἰῶνες πρίν γιά νά βρεῖ στήν ἀληθή μαρτυρία τοῦ θεοφόρου Πατρός, ὅπως αὐτή διασώζεται στίς ἐπιστολές του[1], ὁδοδεῖκτες πορείας ἀναγκαίους καί σήμερα. Διότι ὅσο καί ἄν εἶναι διαφορετικές οἱ ἱστορικές συνθῆκες, τό διακύβευμα παραμένει αὐτό γιά τό ὁποῖο μέ τόσο πάθος καί διαπρύσιο τρόπο ἔγραψε καί ἀγωνίστηκε ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος «ἡ ἑνότητα τῆς ἀληθοῦς πίστεως» πού δέν εἶναι θεωρητική γνώση ἀλλά πού ἐνσαρκώνεται σέ μία ἰεραρχημένη κοινότητα πού εἶναι ἀληθινά «ἡ καθολική Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ»[2].
Ἡ ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου πρός τούς χριστιανούς Ἐφεσίους εἶναι ἐκ τῶν πρώτων κειμένων, ἄν ὄχι τό πρῶτο, τῆς χριστιανικῆς γραμματείας πού συναντοῦμε τόν χαρακτηρισμό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς ἰατροῦ, καί μάλιστα στό πλαίσιο μίας πλήρους χριστολογικῆς διατυπώσεως πού τρεῖς αἰῶνες μετά θά σφραγίσει ἡ 4η Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνας. Γρᾶφει ὁ θεοφόρος ἐπίσκοπος τῆς Ἀντιόχειας «εἶς ἰατρός ἐστίν, σαρκικός τε καί πνευματικός, γεννητός καί ἀγέννητος, ἐν σαρκί γενόμενος Θεός, ἐν θανάτῳ ζωή ἀληθινή, καί ἐκ Μαρίας καί ἐκ Θεοῦ, πρῶτον παθητός καί τότε ἀπαθής, Ἰησοῦς Χριστός»[3]. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ἠ ὁμολογία τῆς ὑποστατικῆς ἕνωσης τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ συνδυάζεται μέ τόν προσδιορισμό ἰατρός. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ ἕνας καί μόνος ἰατρός ὄχι ἐπειδή εἶναι θαυματουργός καί θεραπευτής ἀλλά ἐπειδή εἶναι Θεάνθρωπος. Ἄλλωστε στό κείμενο αὐτό ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ἀναφέρεται στούς αἱρετίζοντας χριστιανούς καί στήν ἀθεράπευτη κακοδοξία καί τήν μή ὀρθοπραξία τους. Πρέπει νά ἀποφεύγετε, γράφει, ὅσους φέρουν τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὅμως πράττουν «ἀνάξια Θεοῦ»[4].
Μᾶς καλεῖ καί ἐμᾶς ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος νά προσεγγίσουμε τόν ἰατρό Ἰησοῦ ὄχι ἁπλά ὡς θεραπευτή, ὡς θαυματουργό διδάσκαλο, ὡς ἕναν οἰωνεί μάγο, ἀλλ΄ὡς τόν τέλειο Θεό καί τέλειο ἄνθρωπο πού μπορεῖ ὁλοκληρωτικά νά θεραπεύσει τόν ἄνθρωπο, ψυχῇ καί σώματι. Δέν χωρεῖ κανενός εἴδους μαγική θεώρηση τῆς σχέσης μας μέ τόν Θεό, μέ τά ἱερά ἀντικείμενα, μέ τόν χῶρο τοῦ ναοῦ καί τήν λογική λατρεία. Γιατί; Διότι ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος δέν ἀρκεῖ νά φέρουμε τό ὄνομα τοῦ χριστιανοῦ. Ὅταν ἐνεργοῦμε μέ τρόπο ἀντίθετο ἀπό τόν τρόπο τοῦ Χριστοῦ καί ἀνάξιο τοῦ Θεοῦ, τότε αὐτό εἶναι πλάνη καί κακοδοξία, ἀπό τήν ὀποία πρέπει ὅλοι νά φυλαγόμαστε διότι εἶναι, ὅπως τήν ὀνομάζει ὀ ἅγιος, δυσθεράπευτη[5]. Ἀπό αὐτήν μόνο ὁ ἕνας ἰατρός, ὁ Κύριός μας μπορεῖ νά μᾶς θεραπεύσει. Μακάρι νά καλοῦμε τόν ἕνα ἰατρό ψχῶν καί σωμάτων νά δώσει ἴαση ὄχι μόνο στά ἄλγη τοῦ σώματος ἀλλά καί θεραπεία στίς κακοδοξίες μας, στήν ἀνακολουθία πίστεως καί συμπεριφορᾶς.
Στήν ἴδια ἐπιστολή του πρός τήν Ἐκκλησία τῆς ἰωνικῆς Ἐφέσου ὁ ἱερομάρτυς χρησιμοποιεῖ μέ τρόπο ἐπίσης πρωτότυπο ἕναν ἄλλο ἰατρικό ὅρο ὅταν ὀνομάζει τόν ἄρτο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, κατ΄ἄλλους αὐτό τό ἴδιο τό μυστήριο, «φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτος τοῦ μή ἀποθανεῖν, ἀλλά ζῆν ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ διά παντός»[6]. Ἡ φράση «φάρμακο ἀθανασίας» ἦταν ἕνας τεχνικός ἰατρικός ὄρος τῆς ἐποχῆς πού παρέπεμπε σέ μία ἀλοιφή τῆς ὁποίας τήν ἔμπνευση ἀπέδιδαν στήν αἰγύπτια θεά Ἴσιδα καί θεράπευε κάθε ἀσθένεια[7]. Ὁ ἐπίσκοπος ἐδῶ ἀπευθύνεται στούς πιστούς καλώντας τούς νά ἀπορρίψουν τά φάρμακα τῶν αἱρετικῶν καί νά στραφοῦν στόν ἕναν ἄρτο ὁ ὁποῖος εἶναι ὄντως «φάρμακον ἀθανασίας». Ἀφοῦ ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος εἶναι ἀληθινά τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καί ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι ἡ αἰώνια ζωή μας, τότε εἶναι πράγματι ἡ θεία κοινωνία ἀντίδοτο στόν θάνατο. Εἶναι μέσω τῆς Εὐχαριστίας πού κοινωνεῖ ὀ πιστός τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μέσω τῆς Εὐχαριστίας πού ἐκφράζεται ἠ ἑνότητα μεταξύ τους, ὅλοι συνηγμένοι γύρω ἀπό τήν μοναδική σάρκα, τό μοναδικό ποτήριο τοῦ Αἷματος, τήν μοναδική τράπεζα τῆς μοναδικῆς Ἐκκλησίας, ὅπου μετέχουν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πού εἶναι «τό ἀδιάκριτον ἡμῶν ζῆν»[8] καί «ἡ κοινή ἐλπίς ἡμῶν»[9]. Δέν ὑπάρχει καλύτερος τρόπος νά φανεῖ ὀ μυστηριακός καί κοινοτικός χαρακτήρας τῆς οἰκονομίας τῆς σωτηρίας. Ὁ Ἰγνάτιος κατατρώγεται ἀπό τήν λαχτάρα νά βρεῖ καί νά ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό, ὅμως ὅσο προσωπική καί μοναχική καί ἄν εἶναι αὐτή ἡ ἕνωση δέν μπορεῖ νά προσπεράσει τήν Ἐκκλησία καί τά Μυστήρια[10].
Ἡ πανδημία ἀποτέλεσε ἀφορμή ἀμφισβητήσεως τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὄχι μόνο ὡς πρός τά εὐχαριστιακά δῶρα αὐτά καθ΄ἑαυτά ἀλλά καί ὡς πρός τό γεγονός τῆς Εὐχαριστίας, τῆς συνάξεως δηλαδή πέριξ τῆς ἁγίας Τραπέζης. Βέβαια, δέν μᾶς ἀπασχολεῖ ἡ βλάσφημη στάση ὅσων ταλαίπωρων θέλουν νά μένουν ἄγευστοι τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί θεωροῦν, ὅπως τό ἀκούσαμε τίς τελευταῖες ἡμέρες, ὅτι ἡ ἐκζήτηση τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ εἶναι σκοταδισμός. Το σημαντικό, τό ζητούμενο, εἶναι οἱ πιστοί καί ὅσοι καλῆς προαιρέσεως ἄνθρωποι νά μήν λησμονοῦν ὅτι παραθεώρηση τοῦ μυστηρίου τοῦ συνέρχεσθαι «ἐπί τό αὐτό» «ὁμοθυμαδόν» στήν Εὐχαριστία εἶναι βομβα στά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ κενωτική καί θυσιαστική ἀπόφαση τῆς περιστολῆς τῆς συναθροίσεως ἦταν καί εἶναι μία ὑπέρβαση ἀγάπης ὑπέρ τῆς ζωῆς καί ὄχι μία ἄρνηση τοῦ «φαρμάκου ἀθανασίας».
Πῶς ὅμως συνδέονται ἡ ὀρθή διδασκαλία περί τοῦ Χριστοῦ ὡς Ἰατροῦ καί ἡ Θεία Εὐχαριστία ὡς «φάρμακον ἀθανασίας»; Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος μᾶς ἀπαντᾶ διά τοῦ ἐπισκόπου καί τῶν πρεσβυτέρων. Εἶναι ἀποκαλυπτικό ὅτι τά ἀνωτέρω τά συνδέει ὁ μάρτυρας ἐπιστολογράφος μέ τό ἱερατικό ὑπούργημα. Καί τά δύο κείμενα τά ὁποῖα παραθέσαμε συνοδεύονται ἀπό προτροπές συναρμογῆς μέ τόν ἐπίσκοπο: στό πρῶτο συγκείμενο γράφει «Τόν οὖν ἐπίσκοπον δῆλον ὅτι ὡς αὐτόν τόν Κύριον δεῖ προσβλέπειν»[11]. Καί πρίν μᾶς μιλήσει γιά τό φάρμακον ἀθανασίας» λέγει ὁ Ἅγιος «εἰς τό ὑπακούειν ὑμᾶς τῷ ἐπισκόπῳ καί τῷ πρεσβυτερίῳ ἀπερισπάστῳ διανοίᾳ»[12]. Ὁ ἐπίσκοπος ὄχι ὡς δεσπότης καί μονοκράτορας ἀλλ΄ὡς ἐπικεφαλής τῶν πρεσβυτέρων, ὡς προεστώς τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως καί ἄρα τῆς εὐχαριστιακῆς κοινότητος, δηλαδή τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας, ὡς πατέρας εἶναι ὁ πεπιστευμένος μέ τό χάρισμα τῆς ἀληθείας, κατά τό ἅγιο Εἰρηναῖο Λυώνος[13], ἤτοι ὁ ἐγγυητής τῆς ὀρθῆς πίστης στόν Κύριο ὡς ἰατρό καί τοῦ γεγονότος τῆς Εὐχαριστίας ὡς φάρμακον ἀθανασίας.
Στίς μέρες μας αὐτή ἡ θεολογία μοιάζει ἀνοίκεια. Ὅπως εἶχε πει κορυφαῖος θεολόγος καί ἐπίσκοπος, σέ ὁμιλία του ἐδῶ στόν Βόλο, σέ λίγο δέν θά ξέρουμε τί μᾶς χρειάζεται ὁ ἐπίσκοπος στήν Ἐκκλησία. Μᾶς ἀρκεῖ ὅλους μας ὁ ἱερέας μας, ὁ πνευματικός μας, ὁ γέροντάς μας, ὁ ὁποῖος μᾶς δίνει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί τήν θεία κοινωνία. Αὐτή ἡ μονοδιάστατη σχέση ἀναιρεῖ τήν Ἐκκλησία, δέν μᾶς προφυλάσσει ἀπό τήν κακοδοξία ; ἀφοῦ ἡ ἀλήθεια δίνεται στήν Ἐκκλησία ὡς κοινότητα, τῆς ὁποίας κεφαλή εἶναι ὁ ἱστάμενος εὐχαριστικά εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ ἐπίσκοπος, ἀλλά καί στήν κοινωνία τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, διά τῶν ἐπικεφαλής των, τῶν ἐπισκόπων.
Στήν κρίσιμη κατάσταση πού ἀνέδειξε ἡ ἐμπειρία τῆς πανδημίας εἴμαστε τυχεροί διότι ὁ Ποιμενάρχης μας ὄχι μόνο ἔχει ἐπίγνωση ὅσων ἐλέχθησαν ἀλλά καί μᾶς τά διδάσκει ἔργῳ κυρίως ἀλλά καί λόγῳ. Εἴμαστε ἐλεημένοι «τοιοῦτον ἔχοντες ἀρχιερέα», μιμητή τοῦ μόνου Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ. Δοξάζουμε τόν Θεό ἔχοντες ἐπίσκοπο σώφρονα, διακριτικό, μετριοπαθῆ καί συνετό. Εἶναι εὐλογία Θεοῦ, Σεβασμιώτατε, ὅτι μοιράζεστε τήν ἴδια ἐμμονή μέ τόν Ἅγιό σας, τήν ἑνότητα πέριξ τοῦ ἑνός ἰατροῦ Κυρίου καί τοῦ «φαρμάκου τῆς ἀθανασίας». Γιά τούς λόγους αὐτούς ὀφείλουμε νά λέμε «δόξα τῷ Θεῷ» καί «εἰς πολλά ἔτη δέσποτα» !
[1] Ignace d’Antioche, Lettres, Camelot Pierre Thomas (éd.), Paris, Cerf, 2007, coll. « Sources Chrétiennes », no 10 bis, 253p.
[2] Πρβλ. Ἰγνατίου, Σμυρναίοις, 8, 2 ὅπ. π. σ. 138.
[3] Ἰγνατίου, Πρός Ἐφεσίους, 7, 2, ὅπ. π. σ. 64.
[4] Ἰγνατίου, Πρός Ἐφεσίους, 7, 1, ὅπ. π. σ. 62.
[5] Αὐτόθι.
[6] Ἰγνατίου, Πρός Ἐφεσίους, 20, 2, ὅπ. π. σ. 76.
[7] Βλ. ὅπ. π., σ. 78, ὑποσημ. 2.
[8] Ἰγνατίου, Πρός Ἐφεσίους, 3, 2.
[9] Ἰγνατίου, Πρός Ἐφεσίους, 21, 2.
[10] Βλ. Τ. Camelot, Εἰσαγωγή, ὅπ. π., σ. 46.
[11] Ἰγνατίου, Πρός Ἐφεσίους, 6, 1, ὅπ. π. σ. 62.
[12] Ἰγνατίου, Πρός Ἐφεσίους, 20, 2, ὅπ. π. σ. 76.
[13] Κατὰ αἱρέσεων, 4,26,2, PG 7, 1053C.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.