Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν
Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Ὁμότιμη Καθηγήτρια Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
(Αριθμ. 59)
2. α) Ως προς την ακολουθία των Ωρών αυτή βασίζεται στην καθημερινή πράξη των Ωρών, όπως είχε διαμορφωθεί στην ακοίμητη λατρεία στη Μονή του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα και μεταφορά του προτύπου αυτού στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί σ᾽ όλη την αυτοκρατορία. Τα σημαντικά στοιχεία των Μεγάλων Ωρών, όπως και την παραμονή των Φώτων, ως η παλαιά ημερομηνία εορτασμού των Χριστουγένων, καθώς και κατά τη Μ. Παρασκευή, είναι οι Ψαλμοί και τα Αναγνώσματα από την Αγία Γραφή, δηλαδή, Προφητικά, Αποστολικά και Ευαγγελικά Ανάγνωσματα, ενώ το Κοντάκιο και το Απολυτίκιο μάς είναι γνωστά από τις υπόλοιπες ακολουθίες της ημέρας, οι οποίες έχουν προηγηθεί. Διαφοροποίηση υπάρχει ως προς την ακολουθία των Ωρών των Χριστουγέννων και των Φώτων με την ανάγνωση του Συμβόλου της Πίστεως στο τέλος της Ενάτης Ώρας, η οποία τελείται συναπτά με τον Εσπερινό της επομένης ημέρας. Τούτο δικαιολογείται από το γεγονός ότι κατά τα Φώτα- Χριστούγεννα, όπως και το Πάσχα πριν τη Θ. Λειτουγία της Αναστάσεως γινόταν κατά τον Όρθρο το βάπτισμα των Κατηχουμένων, προκειμένου εν συνεχεία να μετάσχουν στη Θεία Ευχαριστία.
β) Εξ επόψεως περιεχομένου Ψαλμών, Αναγνωσμάτων και ιδιόμενων των Μεγάλων Ωρών των Χριστουγέννων πρέπeι να σημειώσω ότι αυτά βαίνουν με μία κλιμάκωση από τις προφητικές προρρήσεις, ως σημεία αναγνώρισης περί του ερχομένου βασιλέως εν μέσω του λαού Ιακώβ και ρίζης Δαυΐδ, του Υιού του Θεού ως νέου Αδάμ: «Βηθλεὲμ ἑτοιμάζου· εὐτρεπιζέσθω ἡ φάτνη· τὸ Σπήλαιον δεχέσθω, ἡ ἀλήθεια ἦλθεν· ἡ σκιὰ παρέδραμε· καὶ Θεὸς ἀνθρώποις, ἐκ Παρθένου πεφανέρωται, μορφωθείς τὸ καθ᾽ ἡμᾶς, καὶ θεώσας τὸ πρόσλημμα. Διὸ Ἀδὰμ ἀνανεοῦται σὺν τῇ Εὔᾳ, κράζοντες· Ἐπὶ γῆς εὐδοκία ἐπεφάνη, σῶσαι τὸ γένος ἡμῶν» (Στιχηρὸ ἰδιόμελο Πρώτης Ώρας, ἦχος πλ. δ´), δρώντος κατά την αυτού οικονομία και άκρα συγκατάβαση και κατά το τρισσό αξίωμα του βασιλέως- δημιουργού, του Αρχιερέως κατά την τάξη Μελχισεδέκ και του προφήτου ως του Μεγάλης βουλής Αγγέλου, ανακεφαλαιούντος τον παλαιό και το νέο Ισραήλ και προσάγοντος μετ᾽ αυτού το ανθρώπινο στην εκ δεξιών καθέδρα του Θεού και Πατρός των όλων.
γ) Οι εξαγγελίες με τους Ψαλμούς και τα Προφητικά Αναγνώσματα και τα Ευαγγελικά Αναγνώσματα γύρω από την απογραφή «διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δαβίδ», η προσκύνηση του Χριστού υπό των σοφών εξ Ανατολής, ως του ενοποιούντος τα τρία χαρισματικά αξιώματα του αρχαίου Ισραήλ, και αυτών ως εκπροσώπων των Ἐθνών, και η φυγή στην Αίγυπτο σε μία αντιστοιχία θεοφανικών γεγονότων από κτίσεως κόσμου του ενός και του αυτού Λόγου του Θεού, ασάρκως και ενσάρκως, συνιστούν την κατάφαση ότι ο Λόγος ενηθρώπησε πραγματικά, ενώ τα Αποστολικά Αναγνώσματα, κυρίως από την Προς Εβραίους Επιστολή είναι επεξηγηματικά της βαπτισματικής ομολογίας και πράξεως της Εκκλησίας, που ενσωματώθηκε στο Σύμβολο της Πίστεως, όπως το γνωρίζουμε από τη συνοδική πράξη των δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων Νικαίας- Κωνσταντινουπόλεως και την ενσωμάτωσή του στην τέλεση του μυστηρίου του βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας, που ακολουθούσε κατά την αρχαία λειτουργική πράξη της Εκκλησίας. Κυρίως το περιεχόμενο της Ενάτης Ώρας μετά τα Τυπικά, με τους Ψαλμούς 102 και 145, όπως επίσης το τροπάριο «Ὁ μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀθάνατος ὑπάρχων, καὶ καταδεξάμενος, διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν, σαρκωθῆναι ἐκ τῆς ἁγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, ἀτρέπτως ἐνανθρωπήσας, σταυρωθείς τε, Χριστὲ ὁ Θεός, θανάτῳ θάνατον πατήσας. Εἷς ὢν τῆς ἁγίας Τριάδος, συνδοξαζόμενος τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, σῶσον ἡμᾶς», τους Μακαρισμούς και το Σύμβολο της Πίστεως αποτυπώνουν τη προετοιμασία για το εν συνεχεία βάπτισμα και τη Θεία Ευχαριστία.
δ) Και πάλι πρέπει να επισημανθεί, όπως και κατά την εορτή των Εισοδίων, ότι στην υμνολογική πράξη της Εκκλησίας το ζεύγος εξαγγελία- εκπλήρωση, ως ανακεφαλαίωση του σύμπαντος κόσμου υπό του Χριστού, είναι κεφαλαιώδες, αρκούντως ξένο προς την προσπάθεια των σύγχρονων βιβλικών θεολόγων και γραμματολόγων να συνδυάσουν μονομερώς τις πέραν της Καινής Διαθήκης αποτυπώσεις στην απόκρυφη γραμματεία. Επ᾽ αυτού ο υμνωδός απαντά με το στόμα του Ιωσήφ του μνήστορος: «Ἰωσήφ, εἰπὲ ἡμῖν, πῶς ἐκ τὼν ἁγίων ἣν παρέλαβες Κόρην, ἔγκυον φέρεις ἐν Βηθλεέμ; Ἐγώ φησι, τοὺς Προφήτας ἐρευνήσας, καὶ χρηματισθεὶς ὑπὸ Ἀγγέλου, πέπεισμαι, ὅτι Θεὸν γεννήσει ἡ Μαρία ἀνερμηνεύτως· οὗ εἰς προσκύνησιν, Μάγοι ἐξ Ἀνατολῶν ἥξουσι, σὺν δώροις τιμίοις λατρεύοντες. Ὁ σαρκωθεὶς δι᾽ ἡμᾶς, Κύριε, δόξα σοι», Στιχηρό ιδιόμελο στο Δόξα..., ἦχος γ´, της Τρίτης Ώρας.
Β. 1. Κατά την τρίτη μέρα του τριημέρου των Χριστουγέννων εορτάζεται η σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου. Σημειώνεται ότι οι εορτές των συνάξεων αποτελούν ουσιαστικώς επανάληψη της κυριώνυμης ημέρας το πλείστον με κάποια επιπλέον υπογράμμιση. Εν προκειμένω οι χριστιανοί καλούνται να επικεντρωθούν στη διακονία της Θεοτόκου κατά την Ενανθρώπηση του Λόγου και στις συνέπειες του παραδόξου μυστηρίου στη ζωή των ανθρώπων με το προηγηθέν άγιο βάπτισμα. Χαρακτηριστική είναι η Καταβασία: «Μεγάλυνον ψυχή μου, τὴν λυτρωσαμένην, ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας» και στο Ἐξαιρέτως.
2. Κατά ταύτα, ως προς τις διαφορές με την κυριώνυμη ημέρα παρατηρούνται οι εξής διαφορές:
α) Κατά τη Σύναξη δεν παρατίθενται εκ νέου Προφητικά Αναγνώσματα, όπως στον Εσπερινό των Χριστουγέννων, όπου επαναλαμβάνονται Αναγνώσματα των Μεγάλων Ωρών με έτι περαιτέρω εμπλουτισμό από το Α´ κεφάλαιο της Γενέσεως μέχρι και το τελευταίο βιβλίο της Π. Διαθήκης, του Δανιήλ και επανάληψη και ενός Αποστολικού και ενός Ευαγγελικού Αναγνώσματος εκ των Μεγάλων Ωρών, ως συνόψιση όλων των γεγονότων της Θείας Οικονομίας κατά τη δημιουργία και την ιστορία του αρχαίου Ισραήλ μέχρι της Γεννήσεως Ιησού Χριστού, «δι᾽ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο», και ως μία αντιστίχοιση με την εορτή του Πάσχα, όπου κυριαρχεί ο εκφαντορικός λόγος του Ευαγγελιστή Ιωάννη με το Α´ κεφάλαιο του Ευαγγελίου του «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος...».
β) Ο τόνος της εορτής της Συνάξεως αντανακλά τη βαπτιστήρια χαρά των νέων μελών της Εκκλησίας με την προσθήκη στον Εσπερινό του βαπτιστηρίου Προκειμένου «Τίς Θεὸς μέγας, ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεός, ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος», που χαρακτηρίζει, κυρίως, την εορτή της Πεντηκοστής[1], όπως επίσης και με τα ιδιαίτερα Στιχηρά Ιδιόμελα του Εσπερινού, τα οποία απηχούν τις ερμηνευτικές διατυπώσεις των Οικουμενικών Συνόδων περί της ενσάρκου Οικονομίας του Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός[2]. Το αυτό συμβαίνει και με την αντικατάσταση του Τρισαγίου με το «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε».
γ) Τα Αναγνώσμα, Αποστολικό (Ἑβρ. β´, 11-18)[3] και το Ευαγγελικό (Ματθ. β´, 13-23) είναι τα ίδια με την Ενάτη Ώρα της ακολουθίας των Μεγάλων Ωρών της παραμονής των Χριστουγέννων, όπου κυριαρχεί η προετοιμασία για τη βαπτιστήρια χαρά και ομολογία του Τριαδικού Θεού από τα νέα μέλη της Εκκλησίας. Μάλιστα, το ίδιο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα διαβάζεται και την Κυριακὴ Μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν. γ) Αντί της Θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου τελείται η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Γ. Η βαπτιστήρια ατμόσφαιρα ως δωρεά της υπέρ ημών ένσαρκης Θείας Οικονομίας του Υιού αντανακλάται στο Αποστολικό και Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της κύριας ημέρας των Χριστουγέννων, στα οποία καταγράφεται το μυστήριο της ανακεφαλαιώσεως της κτίσης και της ιστορίας εν Χριστώ («πλήρωμα τοῦ χρόνου»), ο εν Χριστώ ανακαινισμός, η υιοθεσία με το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα και η θεογνωσία από όλα τα έθνη, σημειούμενη με την προσκύνηση των αλλόφυλων σοφών μάγων με το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, όπως διερμηνεύεται στο τελευταίο Στιχηρό Ιδιόμελο του γ´ ἤχου, ποίημα Ανατολίου, κατά το οποίο αναγνωρίζεται και ομολογείται ο Χριστός, ως ο ενανθρωπήσας Θεός εκ του έργου αυτού κατά το τρισσό αξίωμα, που αφορά σε κάθε άνθρωπο και όχι μόνο στον κατά σάρκα Ισραήλ: «Τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ γεννηθέντος, ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας, ἐξ Ἀνατολῶν ἐλθόντες Μάγοι, προσεκύνησαν Θεὸν ἐνανθρωπήσαντα, καὶ τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προθύμως ἀνοίξαντες, δῶρα τίμια προσέφερον, δόκιμον χρυσόν, ὡς Βασιλεῖ τῶν αἰώνων, καὶ λίβανον, ὡς Θεῷ τῶν ὅλων, ὡς τριημέρῳ δὲ νεκρῷ, σμύρναν τῷ Ἀθανάτῳ. Πάντα τὰ ἔθνη, δεῦτε προσκυνήσωμεν, τῷ τεχθέντι σῶσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
Αποστολικό Ανάγνωσμα: Γαλ. δ´, 4-7: «4 ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, 5 ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν. 6 Ὅτι δέ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν, κρᾶζον· ἀββᾶ ὁ πατήρ. 7 ὥστε οὐκέτι εἶ δοῦλος, ἀλλ᾽ υἱός· εἰ δὲ υἱός, καὶ κληρονόμος Θεοῦ διὰ Χριστοῦ».
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Ματθ. β´, 1-12: «1 Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλέεμ τῆς Ἰουδαίας ἐν ἡμέραις Ἡρῴδου τοῦ βασιλέως, ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα 2 λέγοντες· Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ. 3 ἀκούσας δὲ Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς ἐταράχθη καὶ πᾶσα Ἱεροσόλυμα μετ᾽ αὐτοῦ, 4 καὶ συναγαγὼν πάντας τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τοῦ λαοῦ ἐπυνθάνετο παρ᾽ αὐτῶν ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. 5 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Ἐν Βηθλέεμ τῆς Ἰουδαίας· οὕτως γὰρ γέγραπται διὰ τοῦ προφήτου· 6 Καὶ σύ Βηθλέεμ, γῆ Ἰούδα, οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραήλ. 7 Τότε Ἡρῴδης λάθρᾳ καλέσας τοὺς μάγους ἠκρίβωσεν παρ᾽ αὐτῶν τὸν χρόνον τοῦ φαινομένου ἀστέρος, 8 καὶ πέμψας αὐτοὺς εἰς Βηθλέεμ εἶπε· Πορευθέντες ἐξετάσατε ἀκριβῶς περὶ τοῦ παιδίου· ἐπὰν δὲ εὕρητε ἀπαγγείλατέ μοι, ὅπως κἀγὼ ἐλθὼν προσκυνήσω αὐτῷ. 9 οἱ δὲ ἀκούσαντες τοῦ βασιλέως ἐπορεύθησαν· καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτοὺς ἕως ἐλθὼν ἐστάθη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον· 10 ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα. 11 καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εἶδον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ, καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν· 12 καὶ χρηματισθέντες κατ᾽ ὄναρ μὴ ἀνακάμψαι πρὸς Ἡρῴδην, δι᾽ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν».
[1]. «Προκείμενον Ἦχος βαρύς, Τίς Θεὸς μέγας, ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεός, ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος. Στίχ. Ἐγνώρισας ἐν τοῖς λαοῖς τὴν δύναμίν σου. Τίς Θεὸς μέγας, ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν... Στίχ. Καὶ εἶπα· Νῦν ἠρξάμην· αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου. Τίς Θεὸς μέγας, ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν... ».
[2]. Εἰς τὸν Στίχον, Στιχηρὰ Ἰδιόμελα, Ἦχος πλ. δ´ Ἰωάννου Μοναχοῦ: «Παράδοξον Μυστήριον, οἰκονομεῖται σήμερον! καινοτομοῦνται φύσεις, καὶ Θεὸς ἄνθρωπος γίνεται· ὅπερ ἦν μεμένηκε, καὶ ὃ οὐκ ἦν προσέλαβεν, οὐ φυρμὸν ὑπομείνας, οὐδὲ διαίρεσιν». Στίχ. Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. «Κύριε, ἐν Βηθλεὲμ παραγέγονας, ἐν τῷ Σπηλαίῳ παρῴκησας, ὁ οὐρανὸν τὸν θρόνον ἔχων, ἐν φάτνῃ ἀνεκλίθης, ὃν στρατιαὶ κυκλοῦσιν Ἀγγέλων, Ποιμέσι συγκατέβης, ἵνα σώσῃς ὡς εὔσπλαγχνος τὸ γένος ἡμῶν, δόξα σοι». Στίχ. Ἐκ γαστρὸς πρὸ Ἑωσφόρου ἐγέννησά σε, ὤμοσε Κύριος, καὶ οὐ μεταμεληθήσεται. Σὺ Ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ. «Πῶς ἐξείπω τὸ μέγα Μυστήριον; ὁ ἄσαρκος σαρκοῦται, ὁ Λόγος παχύνεται, ὁ ἀόρατος ὁρᾶται καὶ ὁ ἀναφὴς ψηλαφᾶται· καὶ ὁ ἄναρχος ἄρχεται. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἀνθρώπου Υἱὸς γίνεται, Ἰησοῦς Χριστός, χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτός, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας».
[3]. Η σημείωση των Διπτύχων της Εκκλησίας της Ελλάδος 2018, Ἀθῆναι 2017, σ. 354: «Ἀπόστολος: τῆς Θεοτόκου, στ´ ὥρας μεγ. Παρασκευῆς» ουδόλως σχετίζεται θεολογικά με το πλαίσιο της εορτής της Συνάξεως, αντιθέτως, μάλιστα, τα δύο Αναγνώσματα με την επανάληψη τους και κατά την τρίτη ημέρα κατά παραπομπή εκ της Ενάτης της παραμονής επισφαγίζουν την αγιογραφική θεμελίωση του βαπτιστηρίου γεγονότος.