Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν
Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Ὁμότιμη Καθηγήτρια Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Κυριακὴ Πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, (Μνήμη τῶν Ἁγίων δέκα Μαρτύρων τῶν ἐν Κρήτῃ, Tὰ ἐγκαίνια τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἤτοι τῆς Ἁγίας τοῦ Θεοῦ Σοφίας ἐν Κωνσταντινουπόλει), 23 Δεκεμβρίου 2018
(Ἦχος πλ. α´, Ἑωθινὸν η´)
(Αριθμ. 58)
Α. 1. Όπως έχουμε ήδη σημειώσει την προηγούμενη Κυριακή, η Κυριακή των Αγίων Προπατόρων κείται στο εορτολόγιο της Εκκλησίας μεταξύ 11-17 Δεκεμβρίου, ενώ η Προ της Χριστού Γεννήσεως μεταξύ 18-24, συγκροτώντας και ημερολογιακά μία ενότητα. Η υμνολογία των δύο αυτών Κυριακών είναι σχεδόν κοινή ως προς τους εορταζόμενους Αγίους Προπάτορες με κεντρικό πρόσωπο τον Αβραάμ και με τους Τρεις Παίδας εν Καμίνω και τον Προφήτη Δανιήλ να κλείνουν τον κύκλο των Προφητικών οράσεων, όπως καταγράφονται ερμηνευτικά σε δύο Καταβασίες της περιόδου[1]. Εξάλλου, η Βαβυλώνια αιχμαλωσία (586-538) είναι μία περίοδος η οποία, παρά τη δοκιμασία του Ισραήλ, εντούτοις αποτελεί την ανανέωση της διαθήκης μεταξύ Θεού και Ισραήλ, ένα μεθόριο, με το οποίο αρχίζει ο κύκλος των δεκατεσσάρων γενεών μέχρι τη γέννηση του Χριστού, κατά την καταγραφή, εξάλλου, και του σημερινού Ευαγγελικού Αναγνώσματος («17 Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ Ἀβραὰμ ἕως Δαυῒδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυῒδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες») και την υμνολογική επιμαρτυρία της προηγούμενης Κυριακής κατά παραπομπή στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο. Συγχρόνως, από τις αρχές του μήνα με τη μνήμη των Προφητών Αββακούμ, Αγγαίου και πάντα εντός του διαστήματος των Αγίων Προπατόρων, στις 17 Δεκεμβρίου, με την εορτή της μνήμης «τοῦ Ἁγίου Προφήτου Δανιήλ, καὶ τῶν Ἁγίων τριῶν Παίδων, Ἀνανίου, Ἀζαρίου, Μισαήλ» ολοκληρώνεται ο κύκλος των Προφητών αλλά και των Προφητικών βιβλίων με τελευταίο εκείνο του Δανιήλ, που ως προφητική όραση και δράση ενώνει όχι μόνο την αποδοχή της πίστης στο Θεό του Ισραήλ από δύο αλλόφυλους βασιλείς, Ναβουχοδονόσoρα και Δαρείο, αλλά μέσω της ταυτόχρονης θεοφάνειας του Άσαρκου Λόγου, ως Αγγέλου του Θεού Πατρός, σε Δανιήλ στα Σούσα και Αββακούμ εν Ιουδαία και θεοφανικής μεταφοράς του Αββακούμ, για να τραφεί ο επί εξαήμερο ευρισκόμενος στο λάκκο των λεόντων Δανιήλ, εξαγγέλλεται η ανατολή της νέας ημέρας του Μυστικού Δείπνου και επέκεινα, Δαν. ιβ´, 33-42: «33 καὶ ἦν ᾿Αμβακοὺμ ὁ προφήτης ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ, καὶ αὐτὸς ἥψησεν ἕψεμα καὶ ἐνέθρυψεν ἄρτους εἰς σκάφην καὶ ἐπορεύετο εἰς τὸ πεδίον ἀπενέγκαι τοῖς θερισταῖς. 34 καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος Κυρίου τῷ ᾿Αμβακούμ· ἀπένεγκε τὸ ἄριστον, ὃ ἔχεις, εἰς Βαβυλῶνα τῷ Δανιὴλ εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων. 35 καὶ εἶπεν ᾿Αμβακούμ· Κύριε, Βαβυλῶνα οὐχ ἑώρακα καὶ τὸν λάκκον οὐ γινώσκω. 36 καὶ ἐπελάβετο ὁ ἄγγελος Κυρίου τῆς κορυφῆς αὐτοῦ καὶ βαστάσας τῆς κόμης τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ἔθηκεν αὐτὸν εἰς Βαβυλῶνα ἐπάνω τοῦ λάκκου ἐν τῷ ροίζῳ τοῦ πνεύματος αὐτοῦ. 37 καὶ ἐβόησεν ᾿Αμβακοὺμ λέγων· Δανιὴλ Δανιήλ, λαβὲ τὸ ἄριστον, ὃ ἀπέστειλέ σοι ὁ Θεός. 38 καὶ εἶπε Δανιήλ· ἐμνήσθης γάρ μου, ὁ Θεός, καὶ οὐκ ἐγκατέλιπες τοὺς ἀγαπῶντάς σε. 39 καὶ ἀναστὰς Δανιὴλ ἔφαγεν· ὁ δὲ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἀποκατέστησε τὸν ᾿Αμβακοὺμ παραχρῆμα εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ. 40 ὁ δέ βασιλεὺς ἦλθε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ πενθῆσαι τὸν Δανιήλ· καὶ ἦλθεν ἐπὶ τὸν λάκκον καὶ ἐνέβλεψε, καὶ ἰδοὺ Δανιὴλ καθήμενος. 41 καὶ ἀναβοήσας φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· μέγας εἶ, Κύριε ὁ Θεὸς τοῦ Δανιήλ, καὶ οὐκ ἔστιν ἄλλος πλὴν σοῦ. 42 καὶ ἀνέσπασεν αὐτόν, τοὺς δὲ αἰτίους τῆς ἀπωλείας αὐτοῦ ἐνέβαλεν εἰς τὸν λάκκον, καὶ κατεβρώθησαν παραχρῆμα ἐνώπιον αὐτοῦ».
2. Στο διάστημα που πέφτει η Κυριακή Προ της Χριστού Γεννήσεως άρχεται και η προεόρτιος περίοδος της εβδομάδος προ των Χριστουγέννων, στις 20 Δεκεμβρίου, κατά την προχειριστική αρίθμηση των έξι ημερών του Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων, ως απόδοση και συγχρόνως προλαμπρισμός των Αγίων της Παλαιάς Διαθήκης και αρχή της πορείας του νέου Ισραήλ εν Χριστώ, ο οποίος ενοποιεί ανακαινίζοντας άπαν το ανθρώπινο γένος κατά το πρώτο Ἐξαποστειλάριο των Πατέρων, ἦχος β´, και σε μία ερμηνευτική ενότητα με το Αποστολικό Ανάγνωσμα της ημέρας, καθώς, μάλιστα, η διατύπωση «τῇ πίστει», ή «ἐν πίστει» διατρέχει όλη την υμνολογία : «Πατριαρχῶν οἱ πρόκριτοι, καὶ πρὸ νόμου Πατέρες, ἐν πίστει προεξέλαμψαν, Ἀβραάμ, Ἰσαάκ τε, καὶ Ἰακὼβ ὡς φωστῆρες· ἅπαντες γὰρ Προφῆται, καὶ Δίκαιοι ἀνήφθησαν, ἐξ αὐτῶν ὡς λαμπάδες, φωτοειδεῖς, καὶ τὴν Κτίσιν, πᾶσαν ἐσκοτισμένην, ἀκτῖσι κατεφώτισαν, τῆς σεπτῆς Προφητείας». Και ενώ κατά το Συναξάριο της ημέρας γίνεται ακριβής μνεία όλων των ἀπ᾽ αἰῶνος Αγίων, ανδρών και γυναικών, «ἀπὸ Ἀδὰμ ἄχρι καὶ Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, κατὰ γενεαλογίαν» και ονομαστική αναφορά κατά Στίχο, και πάλι η τριάς Ἀβραάμ, Ἰσαάκ τε, καὶ Ἰακώβ, και κυρίως οι παραπομπές στον Αβραάμ ως αρχηγέτη των Εθνών[2], όπως επίσης στους Τρεις Παίδες εν Καμίνω και τον Προφήτη Δανιήλ συνέχουν προτυπικά την υμνολογία της εορτής ως προχειρισμού της υπέρ ημών ένσαρκης Οικονομίας του Λόγου: «Ὡς ἐν ψεκάδι μέσον τῆς φλογός, τῇ δρόσῳ τοῦ Πνεύματος, ἀγαλλόμενοι οἱ Παῖδες τοῦ Θεοῦ, περιεπάτουν μυστικῶς, ἐν αὐτῇ προτυπώσαντες, τὴν Τριάδα καὶ τὴν σάρκωσιν Χριστοῦ, καὶ ὡς σοφοὶ διὰ Πίστεως, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, καὶ Δανιὴλ δὲ ὁ δίκαιος, λεόντων ὤφθη φιμωτής, ὧν ταῖς δεήσεσι, δυσωπούμενος φιλάνθρωπε Σωτήρ, καὶ ἡμᾶς τοῦ ἀσβέστου, καὶ αἰωνίου λύτρωσαι πυρός, καὶ ἀξίωσον τυχεῖν, τῆς οὐρανίου Βασιλείας σου», τρίτο Στιχηρό των Αγίων Πατέρων, ἦχος πλ. δ´.
3. O προτυπικός αλλά συγχρόνως και προεξαγγελτικός χαρακτήρας της Κυριακής αυτής, ως προχειρισμός της Γέννησης του Χριστού, τονίζεται με τα Προφητικά Αναγνώσματα του Εσπερινού, στα οποία κυριαρχούν οι Θεοφάνειες στον Αβραάμ τον Προπάτορα, ως εκπρόσωπο των εθνών και του Ισραήλ, δηλαδή όλων των ανθρώπων, στο πρώτο Προφητικό Ανάγνωσμα, Γεν. ιδ´, 14-20, και στο Μωϋσή, ο οποίος έλαβε στο όρος Σινά το Νόμο, ως μαρτυρία της εκλογής του Ισραήλ, στο δεύτερο και το τρίτο Προφητικό Ανάγνωσμα από το Δευτερονόμιο, Δευτ. α´, 8-11: 15-17 και Δευτ. ι´, 14-21. Στα τρία Προφητικά Αναγνώσματα καταγράφονται τα γεγονότα της αποκαλύψεως του δρώντος Θεού ως Δημιουργού και Κυρίου του σύμπαντος κόσμου, της κτίσης και της ιστορίας, της πορείας του ανθρώπινου γένους ως κλίσης για τη νέα σχέση όλων των εθνών με το φωτοδότη Θεό, μία προμνήστευση για την Εκκλησία της Πεντηκοστής στους άπειρους αιώνες της χάριτος του Τριαδικού Θεού. Στο πρώτο Ανάγνωσμα οι οἰκογενείς του Αβραάμ είναι τριακόσιοι δέκα οκτώ, μία προτύπωση των τριακοσίων δέκα οκτώ Αγίων Πατέρων της Α´ Οικουμενικής Συνόδου, ενώ ο προσφέρων το δείπνο στον Αβραάμ με άρτο και οίνο αγενεαλόγητος Μελχισεδέκ, βασιλεύς Σαλήμ, προφητικός τύπος του αναμενομένου εν σαρκί Λόγου, εκκλησιάζει όλο το ανθρώπινο γένος. Έτσι ο προερχόμενος από τον Αβραάμ Χριστός δρα αποκαλυπτόμενος με το τρισσό αρχιερατικό αξίωμα, του Προφήτη, διερμηνευτού της βουλής του Θεού Πατρός, του ιερέως και του βασιλέως. Γι᾽ αυτό λέγεται ότι ο Χριστός στο ευχαριστιακό δείπνο της Μεγάλης Πέμπτης συνάγει παλαιό και νέο Ισραήλ, είναι προσφέρων και προσφερόμενος και δεχόμενος τη λογική λατρεία, ως κλήση προς πάντα άνθρωπο. Στο δεύτερο και τρίτο Ανάγνωσμα κυριαρχεί η Θεοφάνεια προς το Μωϋσή με την παράδοση του Νόμου ως περιεχόμενο πίστης προς τον Κύριο το Θεό, δηλαδή, τα δύο Αναγνώσματα συνιστούν την προμνήστευση του γεγονότος της Ενανθρωπήσεως του Κυρίου του Θεού του Μωϋσέως, του ενός και του αυτού Κυρίου της Δόξης, του Παλαιού των ημερών, ο οποίος θα εισέλθει στην ιστορία του ανθρώπινου γένους πραγματικά, και απόδειξη είναι η ακριβής γενεαλογία του σημερινού Ευαγγελικού Αναγνώσματος. Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ακόμη και στο Δευτερονόμιο, που απετέλεσε το «Ευαγγέλιο» του Ισραήλ, το οποίο παραχάρατταν οι Φαρισαίοι και οι νομικοί του Ισραήλ αρνούμενοι τον Ιησού ως τον υπό των Προφητών προκαταγγελλόμενο Θεό Λόγο «σαρκί», «δι᾽ ἡμᾶς καὶ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν», υπάρχει και εκεί το άνοιγμα προς όλη την ανθρωπότητα με την καταγραφή ότι ο Νόμος δεν αφορά μόνο στον Ισραήλ αλλά και στους προσηλύτους: «Διακούετε ἀναμέσον τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν, καὶ κρίνατε δικαίως ἀναμέσον ἀνδρὸς καὶ ἀναμέσον τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, καὶ τοῦ προσηλύτου αὐτοῦ. Οὐκ ἐπιγνώσει πρόσωπον ἐν κρίσει, κατὰ τὸν μικρὸν καὶ κατὰ τὸν μέγα κρινεῖς, οὐ μὴ ὑποστείλῃ πρόσωπον ἀνθρώπου, ὅτι ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ ἐστι», Δευτ. α´, 16-17, και «ὁ γὰρ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν, οὗτος Θεὸς τῶν Θεῶν, καὶ Κύριος τῶν Κυρίων, ὁ Θεὸς ὁ μέγας, καὶ ἰσχυρός, καὶ φοβερός, ὅς τις οὐ θαυμάζει πρόσωπον, ουδ᾽ οὐ μὴ λάβῃ δῶρον, ποιῶν κρίσιν προσηλύτῳ καὶ ὀρφανῷ καὶ χήρᾳ, καὶ ἀγαπᾷ τὸν προσήλυτον, δοῦναι αὐτῷ ἄρτον καὶ ἱμάτιον. καὶ ἀγαπήσετε τὸν προσήλυτον· προσήλυτοι γὰρ ἦτε ἐν γῇ Αἰγύπτῳ», Δευτ. ι´, 17-19. Οι προσήλυτοι, εξάλλου, απετέλεσαν τη μεγάλη δύναμη του Ισραήλ, μία διαρκή εσωτερική ανανέωση αλλά και την προσαρμοστική δύναμη στη δύσκολη πορεία του Εβραϊκού λαού μέχρι σήμερα. Εξ επόψεως κηρύγματος των Αποστόλων προς τα Ἔθνη η Συναγωγή με τους προσηλύτους αποτέλεσε επίσης το θεμέλιο για το σπάσιμο της φυλετικής αποκλειστικότητος του παλαιού Ισραήλ, και η ερμηνεία της πίστεως κατά τις Προφητικές εξαγγελίες σήμαινε την επισυναγωγή του ανθρώπινου γένους, ως νέου γένους εν Χριστώ, κατά την ερμηνεία ότι ο Χριστός είναι ο νέος Αδάμ κατά τη γενεαλογία του σημερινού Ευαγγελικού Αναγνώσματος.
4. Τα συγκεκριμένα Προφητικά Αναγνώσματα, μαζί με την τέλεση του Βαπτίσματος ως ομολογίας του Τριαδικού Θεού, Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος, προκειμένου να μετάσχει ο πιστός στο κοινό ευχαριστιακό δείπνο αποτέλεσαν μαζί με τις ερμηνευτικές κηρυγματικές προτάσεις των πρώτων μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας το θεολογικό πρόπλασμα για τα ευσύνοπτα πρώτα Σύμβολα Πίστεως των τοπικών εκκλησιών και αργότερα για το Σύμβολο Πίστεως της Νικαίας- Κωνσταντινουπόλεως και τους Όρους Πίστεως των Οικουμενικών Συνόδων, ως συνοδικές ερμηνευτικές διατυπώσεις του Συμβόλου της Πίστεως σε μία ενότητα, πράγμα που καμία σχέση δεν έχει με τις θεωρίες των σύγχρονων θεολόγων που ψάχνουν έννοιες, ιδέες, λεκτικά σχήματα και λεξούλες από δω κι από εκεί για τις συνοδικές ερμηνευτικές αποφάσεις των Πατέρων της Εκκλησίας. Τα δύο Ιδιόμελα στη Λιτή της εορτής συνοψίζουν ερμηνευτικά αυτήν την μακρά εκκλησιαστική θεολογική συνέχεια, ἦχος α´: α) «Βολίδες ἀστράπτοντες θεηγορίαις, οἱ μεγαλώνυμοι Προφῆται, εἰς ἀεὶ μακαρίζονται· καὶ τὰ ἔπη τοῦ Πνεύματος καρπούμενοι, τὴν ἀνερμήνευτον λοχείαν Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ πᾶσιν ἐκήρυξαν, νομίμως δὲ τὸ τέλος διήνυσαν, ζήσαντες ζωὴν ὑπερθαύμαστον», και β) «Ἄκουε οὐρανέ, καὶ ἐνωτίζου ἡ γῆ· ἰδοὺ γὰρ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, πρόεισι τεχθῆναι, ἐκ Κόρης ἀπειράνδρου, εὐδοκίᾳ τοῦ φύσαντος αὐτὸν ἀπαθῶς, καὶ συνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· Βηθλεὲμ εὐτρεπίζου, ἄνοιγε πύλην ἡ Ἐδέμ· ὅτι ὁ Ὢν γίνεται ὃ οὐκ ἦν, καὶ ὁ πλαστουργὸς πάσης κτίσεως διαπλάττεται, ὁ παρέχων τὸ μέγα ἔλεος».
Β. 1. Έχουμε ήδη επισημάνει ότι λατρευτικά η Αποστολική κοινότητα συγκροτείται στο χώρο του Ισραήλ και στον ανοιχτό κόσμο των ἐθνῶν της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και ο εορτολογικός κύκλος εκδιπλώνεται ως νέος κόσμος ερμηνεύοντας προσαρμοστικά την ιστορία του ανθρώπινου γένους από κτίσεως κόσμου, επιλέγοντας κάθε φορά το οικουμενικό από το μερικό μιας αποκλίνουσας αποκλειστικότητος. Στο παλαιό Ρωμαϊκό ημερολόγιο απλώνονται λατρευτικά και ερμηνευτικά τα γεγονότα του μυστηρίου της Θείας Οικονομίας πέριξ των μυστηρίων του Βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας. Το μυστήριο της Ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός και ο σκοπός της Ενανθρωπήσεως «δι᾽ ἡμᾶς» απετέλεσαν τη βάση της βαπτιστήριας πράξης της Εκκλησίας για τα νέα μέλη της, συγκροτώντας τη λατρευτική και κηρυγματική της έκφραση. Έτσι η Γέννηση του Χριστού, είτε στις 6 Ιανουαρίου ως Φώτα, είτε στις 25 Δεκεμβρίου, και το Πάσχα μέχρις και τον τέταρτο αιώνα σηματοδοτούσαν μία ενότητα βαπτιστήριας έκφρασης για την Εκκλησία. Μετά την Γ´ Οικουμενική Σύνοδο το 431 στην Έφεσο, την υιοθέτηση του νηπιοβαπτισμού και τη συνοδική ερμηνεία για το μυστήριο της Θείας Οικονομίας του Ενανθρωπήσαντος και Πνευματικώς ορωμένου και μετεχομένου Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός, η λατρεία της Εκκλησίας εμπλουτίζεται ραγδαία με τη θεολογική της παραγωγή, την υμνολογική της έκφραση και την οργάνωση των ιερών χώρων, στην οποία ήλθε αρωγός η αυτοκρατορική παρουσία. Έτσι, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, που μας είναι γνωστός ως ο Θεολόγος υπερασπισμού της πίστεως στον Τριαδικό Θεό, της Θεότητας του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, σε δύο Λόγους του Εἰς τὰ ἅγια Φῶτα και Εἰς τὸ Ἅγον Πάσχα επαναλαμβάνει στο μεγαλύτερο τμήμα τους κατά λέξη την αυτήν ερμηνεία. Επιλέον, ο προτελευταίος από τους σαράντα πέντε διασωθέντες Λόγους του είναι Εἰς τὴν καινὴν Κυριακήν, ένας Λόγος ως κήρυγμα για τα εγκαίνια της εκκλησίας στη μνήμη του Μάρτυρα Αγίου Μάμαντος στην πατρίδα του στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας, όταν πια είχε αποχωρήσει από την Κωνσταντινούπολη πριν το τέλος της Β´ Οικουμενικής Συνόδου, που, ωστόσο, είναι ένας Λόγος για τη δημιουργία του κόσμου, την πορεία του αρχαίου και του νέου Ισραήλ εν Χριστώ, ένας Λόγος για τη σημασία του ανακαινισμού του σύμπαντος κόσμου, μία σύνοψη του μυστηρίου της Θείας Οικονομίας του Αναστάντος Χριστού και καινοποιήσαντος τον άνθρωπο και σύμπασα τη δημιουργία. Ουσιαστικά πρόκειται για ερμηνεία του στίχου του Συμβόλου της πίστεως «δι᾽ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο» σε μία διαρκή και ατελεύτητη θεοφανική έκφανση.
2. Η τιμή και η μνήμη του Αγίου Γρηγορίου στην Κωνσταντινούπολη των Οικουμενικών Συνόδων, ως ενός μεγάλου Πατέρα της και Πατριάρχη, αποτυπώνεται στη μεταγενέστερή του συνοδική καταγραφή και θεολογική ερμηνευτική της Εκκλησίας, εξού και ο τετιμημένος τίτλος Θεολόγος. Όμως, κατά τη γνώμη μου, η παρουσία του Αγίου Γρηγορίου στην Κωνσταντινούπολη είχε αποτελέσματα σε όλη τη ζωή της Εκκλησίας, γιατί αποτέλεσαν οι σαρανταπέντε Λόγοι του, και ιδιαίτερα οι προαναφερθέντες, το θεολογικό υπόβαθρο για το χτίσιμο και την αφιέρωση ναού στην Αγία του Θεού Σοφία, δηλαδή στο Χριστό, ως της εκκλησίας κέντρου της Εκκλησίας και της αυτοκρατορίας σε μία οικουμενική ενότητα ουρανού και γης, κατά το οικουμενικό θεοφανικό έργο του Χριστού των συνοδικών ερμηνευτικών προτάσεων της Γ´ και Δ´ Οικουμενικής Συνόδου, έχοντες σήμερα την ευλογία να εορτάζουμε, έστω και νοερώς και εμπόνως, τη μνήμη των εγκαινίων Τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἤτοι τῆς Ἁγίας τοῦ Θεοῦ Σοφίας ἐν Κωνσταντινουπόλει, και β) Οι ταυτιζόμενοι θεολογικά και λεκτικά δύο Λόγοι του στα Φώτα, δηλαδή τη Γέννηση του Χριστού, και στο Άγιο Πάσχα απετέλεσαν το διαβατήριο γεγονός λειτουργικής αναπτύξεως αυτής της προεόρτιας εβδομάδος Προ της Κυριακής της Γεννήσεως του Χριστού κατά μίμηση της Μεγάλης Εβδομάδος προ του Πάσχα, όπως εμφανώς αποτυπώνεται με την πρώτη ματιά διαβάζοντας τους Κανόνες των Προεόρτιων ημερών, ιδίως, αν αναλογισθούμε ότι ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ένας από τους κύριους διαμορφωτές και υμνογράφους της Εκκλησίας, έχει ως κύρια πηγή του το έργο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου με όποιες επιπλέον μεταγενέστερες προσθήκες κατά την κορύφωση της Αγιοπαλαμικής παραδόσεως.
Γ. Το σημερινό Αποστολικό Ανάγνωσμα βρίσκεται σε μία ενότητα με το Αποστολικό Ανάγνωσμα Ἑβρ. ια´, 33- ιβ´, 2 της Α´ Κυριακής του Ματθαίου, που είναι η Κυριακή των Αγίων Πάντων (Αριθμ. 20 της παρούσης σειράς) σε αναστάσιμο, βέβαια πλαίσιο, καθώς με την Κυριακή των Αγίων Πάντων κλείνει η περίοδος του Πεντηκοσταρίου, όπως επίσης και με το Αποστολικό Ανάγνωσμα της Α´ Κυριακής των Νηστειών, δηλαδή, της Κυριακής της Ορθοδοξίας, Ἑβρ. ια΄ 24-26, 32-40, όπου κυριαρχεί η διατύπωση «πίστει», ενώ νοηματικά το ίδιο ισχύει και για την εορτή του γενεθλίου του Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου στις 24 Ιουνίου ως προχειρισμός της Γεννήσεως του Χριστού (Αριθμ. 23 της παρούσης σειράς). Ο στόχος είναι συγκεκριμένος: Είτε Προφήτες, είτε Απόστολοι, είτε Πατέρες βρίσκονται στην αυτή πορεία, έχοντες όραση του αυτού Θεού, αποκαλυπτομένου στη δημιουργία, «δι᾽ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο», άσαρκου Λόγου στους Προφήτες, ένσαρκου στους Μαθητές και Αποστόλους, Πνευματικώς ορωμένου και μετεχομένου στην Εκκλησία της Πεντηκοστής και αεί ερχομένου εν Δόξη. Ασφαλώς, πρόκειται για την αυτήν πίστη, ως δωρεά προς όλους τους θεόφρονας Αγίους, ενώ η πλαστή αντίθεση Νόμου και πίστης παράγεται από μία άκρως ηθικιστή ερμηνεία της Αγίας Γραφής, όταν έναντι των Αγίων προσώπων και των θεοφανικών γεγονότων προτάσσονται χωρία και λεκτικά στερεότυπα, ως και να είναι δυνατόν να ταυτίζεται το Άγιο Πνεύμα με τους περιγραπτούς όρους της ανθρώπινης έκφρασης και διανοίας. Γι᾽ αυτό ο Απόστολος Παύλος και οι Πατέρες της Εκκλησίας ομιλούν για την ανακεφαλαίωση των πάντων εν Χριστώ, από κτίσεως κόσμου και εις τους αιώνας των αιώνων της βασιλείας του, που δεν έχει τέλος.
Αποστολικό Ανάγνωσμα: Ἑβρ. ια´, 9-10, 32-40: «9 Πίστει παρῴκησεν εἰς γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετὰ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς· 10 ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός. - 32 Καὶ τί ἔτι λέγω; ἐπιλείψει με γὰρ διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ, Σαμψών, Ἰεφθάε, Δαυῒδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προφητῶν, 33 οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, 34 ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· 35 ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· 36 ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· 37 ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, 38 ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐπὶ ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. 39 Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, 40 τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι».
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Ματθ. α´, 1-25: «1 Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυῒδ, υἱοῦ Ἀβραάμ. 2 Ἀβραὰμ ἐγέννησεν τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰακώβ, Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, 3 Ἰούδας δὲ ἐγέννησεν τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ ἐκ τῆς Θάμαρ, Φαρὲς δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἑσρώμ, Ἑσρὼμ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀράμ, 4 Ἀρὰμ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀμιναδάβ, Ἀμιναδὰβ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ναασσών, Ναασσὼν δὲ ἐγέννησεν τὸν Σαλμών, 5 Σαλμὼν δὲ ἐγέννησεν τὸν Βοὸζ ἐκ τῆς Ραχάβ, Βοὸζ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ὠβὴδ ἐκ τῆς Ρούθ, Ὠβὴδ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰεσσαί, 6 Ἰεσσαὶ δὲ ἐγέννησεν τὸν Δαυῒδ τὸν βασιλέα. Δαυῒδ δὲ ἐγέννησεν τὸν Σολομῶντα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου, 7 Σολομὼν δὲ ἐγέννησεν τὸν Ροβοάμ, Ροβοὰμ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀβιά, Ἀβιὰ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀσά, 8 Ἀσὰ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰωσαφάτ, Ἰωσαφὰτ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰωράμ, Ἰωρὰμ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ὀζίαν, 9 Ὀζίας δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰωάθαμ, Ἰωάθαμ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀχαζ, Ἀχαζ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἑζεκίαν, 10 Ἑζεκίας δὲ ἐγέννησεν τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀμών, Ἀμὼν δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰωσίαν, 11 Ἰωσίας δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰεχονίαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος. 12 Μετὰ δὲ τὴν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος Ἰεχονίας ἐγέννησεν τὸν Σαλαθιήλ, Σαλαθιὴλ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ζοροβάβελ, 13 Ζοροβάβελ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀβιούδ, Ἀβιοὺδ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἐλιακείμ, Ἐλιακεὶμ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀζώρ, 14 Ἀζὼρ δὲ ἐγέννησεν τὸν Σαδώκ, Σαδὼκ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀχείμ, Ἀχεὶμ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἐλιούδ, 15 Ἐλιοὺδ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἐλεάζαρ, Ἐλεάζαρ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ματθάν, Ματθὰν δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰακώβ, 16 Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός. 17 Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ Ἀβραὰμ ἕως Δαυῒδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυῒδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες. 18 Τοῦ δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γένεσις οὕτως ἦν· μνηστευθείσης τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μαρίας τῷ Ἰωσήφ, πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος ἁγίου. 19 Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρᾳ ἀπολῦσαι αὐτήν. 20 ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ' ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων· Ἰωσὴφ υἱὸς Δαυῒδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου, τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ πνεύματός ἐστιν ἁγίου· 21 τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν, αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν. 22 Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· 23 Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενον Μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός. 24 Διεγερθεὶς δὲ ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, 25 καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱόν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν».
[1]. Βλ. α) «Οἱ Παῖδες εὐσεβείᾳ συντραφέντες, δυσσεβοῦς προστάγματος καταφρονήσαντες, πυρὸς ἀπειλὴν οὐκ ἐπτοήθήσαν, ἀλλ᾽ ἐν μέσῳ τῆς φλογός, ἑστῶτες ἔψαλλον· Ὁ τῶν Πατέρων Θεὸς εὐλογητὸς εἶ», β) «Θαύματος ὑπερφυοῦς ἡ δροσοβόλος, ἐξεικόνισε κάμινος τύπον· οὐ γὰρ οὓς ἐδέξατο φλέγει Νέους, ὡς οὐδὲ πῦρ τῆς Θεότητος, Παρθένου ἣν ὑπέδυ νηδύν· διὸ ἀνυμνοῦντες ἀναμέλψωμεν· Εὐλογείτω ἡ Κτίσις πᾶσα τὸν Κύριον, καὶ ὑπερυψούτω, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
[2]. Κανών α´ των Πατέρω, ὠδὴ ζ´, ἦχος πλ. β´: « Χριστὸν γεννήσας τὸ κατὰ σάρκα τῆς πίστεως, ἀρχηγέτα Πάτερ, Ἀβραάμ, ἐδείχθης Ἐθνῶν, Πνεύματι Πατὴρ ἐναργῶς, εἰς σωτηρίαν ἡμῶν τῶν μελῳδούντων· Λυτρωτὰ ὁ Θεὸς εὐλογητὸς εἶ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.