Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2019

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΩΝ « ΣΤΥΛΩΝ» ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

Από τον καθηγητή Αριστείδη Πανώτη

Η Α.Θ.Π. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος με τον εκ παλαιου
αρχοντα του Θρόνου στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. 2000.
Πολλές φορές η «Ιστορία», έγραφε ο γνωστός Βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν, «έχει συσκοτισθεί από εχθρότητα, προκατάληψη και αμάθεια». Στις ημέρες μας επιδιώκεται κάτι το δαιμονικό και φρικτότερο:  να διαψευστεί ο λόγος του Κυρίου προς τον εκπρόσωπο του Καίσαρα Πιλάτο ότι: «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου…  ουκ εστιν εντεύθεν… αλλά ίνα μαρτυρήσω την αλήθεια» (Ιω.ιθ΄36).

Στον ιερό θεσμό της Εκκλησίας η ευαγγελική αλήθεια απετέλεσε την πλέον τιμαλφή διαχρονική παρακαταθήκη. Η ευθύνη για τη στήριξη και διάδοση της αληθείας της πίστεως ανατέθηκε από τον Ιησού Χριστό στους μαθητές Του οι οποίοι και ενδεικτικά αναφέρονται από τον Απόστολο των Εθνών ως «στύλοι της πίστεως» της πρώτης  χριστιανικής γενεά,  δηλαδή ως οι αυθεντικοί υποστηρικτές και εκφραστές της εν Χριστώ Αποκαλύψεως. Αυτοί ήταν ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης.  Μετά το πρώϊμο μαρτύριο Ιακώβου του Ζεβεδαίου (43-44 μ.Χ,) για τη θέση του ακριβούς γνώστη της ευαγγελικής αληθείας κλήθηκε στα Ιεροσόλυμα να καλύψει ο έτερος Ιάκωβος, ο λεγόμενος «Αδελφόθεος» ο οποίος  ήταν ο πρεσβύτερος γιός της οικογενείας του μνήστορα Ιωσήφ. Η εγκυρότητα της μαρτυρίας αυτών των  αυτοπτών και αυτήκοων Μαθητών του Ιησού  στήριξε την γενεά των πιστών και  μετά την Πεντηκοστή και  στερέωσε στην οικοδομή της Εκκλησίας  της Αγίας Σιών. Οι ιεροί αυτοί άνδρες κλήθηκαν με το ουσιαστικό «Στύλοι» ως οι πλέον γνήσιοι εκφραστές του βίου, της διδαχής, του μαρτυρίου και της  Αναστάσεως Κυρίου και ως οι αρμοδιότεροι είναι και οι πλέον κατάλληλοι για να βεβαιώσουν όλην την αλήθεια περί του Μυστηρίου Ιησού του Ναζωραίου.  Ο ίδιος  Απόστολος Παύλος όλο το διάστημα της παραμονής του στην Αγία Πόλη μαθήτεύσε παρά την ευλογημένη «τριανδρία» του  Πέτρου, του  Ιωάννη και του «Αδελφόθεου» Ιακώβου και αυτοί ἠταν οι «Στύλοι» του πυρήνα  που συμφώνησε και αναγνώρισε την χάρη και το κύρος  της  αποστολικότητός του πρώην Σαύλου και ήδη Παύλου που με  την αποστολική αυθεντία   έγραψε  στους «Γαλάτες»,  που τότε ζούσαν περί τη σημερινή Άγκυρα της Ανατολίας, τα περί των  «δοκούντων είναι Στύλους» ( Γαλ. β΄ 9). Σε   άλλη πάλι επιστολή του προς τον μαθητή του  Τιμόθεο  ο Παυλος αποκαλύπτει την αξίας και χρησιμότητα του λειτουργήματός του μέσα στην Εκκλησία πως εἶναι«η εδραίωση της αλήθειας» περι του Ιησού Χριστού (Α΄Τιμ. γ΄ 15). Αλλά και  ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ἐπιβεβαιώνει στην αυτήν «Αποκάλυψη» του ότι αυτός που αναγορεύεται σε «στύλο» είναι στην πραγματικότητα «εκείνος που  κρατεί αυτό που κατέχει»( Αποκ.γ΄.12) Εξ αυτών των ολίγων γραπτών  μαρτυριών του «κλητού» Αποστόλου αποδεικνύεται ότι ως «στύλος» έμβληματικά αναγνωρίζεται ο ακλόνητα κατέχων πραγματικά την αποκάλυψη περί του Κυρίου  και αποτελεί το ζωντανό και «γενναίο υπόδειγμα» πίστεώς σφραγισμένης ως κληρονομίας διαβιβαζόμενης με την  διαδοχή του λειτουργήματός του μετά τον θάνατόν του στους  καθιερωμένους διαδόχους τους. Αυτό μας το βεβαιώνει  στα τέλη του πρώτου αιώνα με την Α΄ Επιστολὴ προς τους Κορινθίους ο αποστολικός άνδρας και επίσκοπος Ρώμης Κλήμης (V.1-5),  ότι δια της δυάδος του Πέτρου και του Παύλου συνεχίζεται η ἐξ αυτών προερχόμενη έγκυρη αποστολική  μαρτυρία της διδαχής των κλητών  να κυβερνήσουν στη Ρώμη την εκεί τοπική Εκκλησία της πολυάνθρωπης πρωτευούσης πόλεως της αυτοκρατορίας. Η κανονική αποστολική διαδοχή τους και η τιμή που διαχρονικά περιβάλλει την κατοχή της ταφής και των λειψάνων τους απορρέει από την μνημειακή συνεχή ανάδειξη  του παραδείγματός τους μέσα στην καθ’ όλου του Χριστού Εκκλησίας.  Έτσι περί το 200, δηλαδή μόλις λίγες γενεές χριστιανών  μετά το μαρτύριό τους,  ο Ρωμαίος πρεσβύτερος Γάϊος για να αποδείξει την ακρίβεια και την ορθοδοξία της πίστεώς του στον αιρετικό Πρόκλο τον βεβαιώνει ότι εκείνος έχει την ζωντανή παρουσία των Πρωτοκορυφαίων στην Εκκλησία του από τον τόπο της ταφής και παραμονής των λειψάνων τους, του μεν Πέτρου στο λόφο του Βατικανού,  του δε Παύλου Εκτός των Τειχών στην αρχή της οδού προς την Όστια,  ενώ οι δοξασίες του Πρόκλου  δεν έχουν αντίκρισμα ιερά πρόσωπα,  ἀλλά μόνο τις κακοδοξίες της δοκησισοφίας του. Και αυτό το παράδειγμα δείχνει πόσο ζωντανή και διαρκώςς πηγαία  είναι η κανονική αποστολική διαδοχή και γι’ αυτό συντελλεί στη στήριξη των πιστών των λοιπών Εκκλησιών δια μέσου του έγκυρα χειροτονημένου επισκόπου και με την συγκατάθεσή του προς «τέλεση» του ύπατου  Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας,  κέντρου της νέας θείας λατρείας.

Το ίδιο ακριβώς συνέβη με την μακρά παραμονή του Αποστόλου Παύλου στη τότε μεγαλούπολη της Εφέσου της Μικράς Ασίας . Εκεί στα τέλη του α΄ αιώνα και  μέχρι τις αρχές του β΄ αιώνα παραμένει ο τελευταίος Απόστολος και Ευαγγελιστης Ιωάννης ο του Ζεβεδαίου διδάσκων και μεταδίδων δια των χειρών του το χάρισμα της ιερωσύνης και την τιμήν της Αποστολικότητος.  Την κληρονομία   του βεβαιώνει η διαδοχή και η συνεχής φροντίδα του για την ανάδειξη του τάφου του μέχρι που  το αποστολικό κύρος του απλώθηκε σε όλη την Ασιανή και Θρακική  Εκκλησία και τελικά εγκαταστάθηκε από την Εφεσο στην Πόλη του Κωνσταντίνου και καταστάθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους η ζωοδόχος πηγή της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.

Ο καθορισμός της ακριβειας της αποστολικής πίστεως αρχίζει οριστικά μετά τους διωγμούς των τριών αιώνων με την συγκρότιση στη Νίκαια της Βιθυνίας της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325) και το πρώτο θέμα που την απασχόλησε τους επισκόπους της Εκκλησίας  ήταν η διατύπωση  της πίστεως στὸν ένα Θεόν Πατέρα και σχέση της  θεότητος του Ιησού Χριστού με Αυτόν. Το επόμενο σοβαρότατο θέμα για την ενότητα της Εκκλησίας Του ήταν η οργάνωση των διαφόρων  δικαιοδοσιών της Εκκλησίας σύμφωνα με «τα αρχαία ήθη κρατείτω» που είχαν οι  Εκκλησίες των μεγαλουπόλεων της Ρώμης και της Αλεξανδρείς με τον 6ον  κανόνα  και με τον 7ον  κανόνα απλώνεται η τιμή στον Ιεροσολύμων και με την  Β΄ Οικουμενική Σύνοδος μνημονεύεται η τιμή των πρεσβείων στην Αντιοχέων Εκκλησία ενώ με τον 2ον κανόνα και με τον 3ον  κανόνα τιμάται με την «Αρχή της Προγενέσεως», που αλλιώς λέγεται «πρεσβεία», ο αρχιεπίσκοπος της Κων/πόλεως μετά τον επίσκοπο της «Πρεσβυτέρας» Ρώμης. Έτσι καθωρίζονται στην οικουμενική Εκκλησία οι πέντε «Δικαιοδοσίες», που καλούνται και «Κλίματα» και  υφίστανται μέχρι σήμερα. Οι  αρχιεπίσκοποι των αποστολικών αυτών κέντρων είναι  ως πρωτόκλητοι οι φέροντες τις διευρυμένες αποστολικές αρμοδιότητες των «Στύλοι» και ως πρωτοκάθεδροι  έχουν επωμισθεί  την ευθύνην του «πρωτείου» τους  να υπερασπίζονται «εκείνο που  κρατούν και  κατέχουν»( Αποκ.γ΄.12). Και αυτά είναι τα κοσμούντα  το αρχαίο αποστολικό αξίωμα του «Στύλου», όπως του κρίνειν, του ελέγχειν, του τιμωρείν, του απαιτείν ὑπακοήν εις τον ποιμένα, αλλά και  της διαχειρήσεως της κατά Χριστόν «οικονομία» προς Σωτηρίαν των ψυχών  και  για περιφρούρηση της ενότητος  μέσα στην εν Χριστό αδελφότητα.Αυτά τα προνόμια εφαρμόζοντο ως υποχρεώσεις των  «Πρώτων» των πέντε Δικαιοδοσιών όταν επικράτησε στην ζωή της Εκκλησίας  το  σύστημα της συνοδικής «Πενταρχίας» από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδου το 451, περί το μέσο του 5ου  αιώνα.  Από τότε το βασικό καθήκον των πέντε Πατριαρχών-Στύλων είναι «το μην τρέχειν εις  τι καινόν» γιατί η αταξία  προκαλεί διαιρέσεις στην Εκκλησία.

Μόλις τον 16ον αιώνα τον 16ον αιώνα απειλείτο από τον εξισλαμισμό της Ρωμιοσύνης  και το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραμένει άστεγο στην έδρα του και τότε ζήτησε την βοήθεια του μόνου τότε υπάρχοντος ορθόδοξου κράτους και  εκείνο για να βοηθήσει    αξίωσε «στανικά» πατριαρχία για την Μητρόπολη  Μόσχας. Αυτή αναγκαστηκά δόθηκε όμως με «ενόρια» χωροθέτηση της δικαιοδοσίας της και από τότε την απέκτησε αναγόρευσε ως μόνη φιλοδοξία της  την ψευδοδοξία της ότι είναι η  «Τρίτης Ρώμης» και αρχισε με τα πεπραγμένα της τον σφετερισμό των κανονικών προνομίων του Οικουμενικού Θρόνου, ξεχνώντας ότι  η  πατριαρχία της και εκείνες που ακολουθησαν είναι υπό την εκκρεμότητα της εγκρίσεως της «Πενταρχίας», όταν αυτή πλήρως αποκατασταθεί! Όμως  τα δίκαιά της διακονίας της Μητρός Εκκλησίας στηρίζονται επί των Ιερών Κανόνων και δεν  παραγράφονται από τις πανουργίες της  προπαγάνδας, ούτε με δωροδοκίες και εκβιασμούς του κοσμικού κράτους των.  Η Εκκλησία Κων/πόλεως είναι η μόνη που κατέχει εκ των πατριαρχικών θρόνων της Οικουμένης «υπερόρια δικαιοδοσία» να επιμελείται τα εκκλησιαστικά θέματα  των «εν τοις βαρβαρικοίς», λαών, όπως είναι οι σλαβογενείς  πληθυσμοί δια του 28ον  κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου!  Και ενώ ο Λόγος Κυρίου παρμένει αψευδής και επαναλαμβάνει πως η επίγεια βασιλεία της Εκκλησίας Του «ουκ έστιν ενταύτα…» η Εκκλησία στην Ρωσία και σήμερα αλώθηκε από ανθρώπους προερχόμενους από τον αφιλόχριστο καίσαρα του βαθέως κράτους και αυτοί επιδιώκουν να την μεταβάλουν σε εγκόσμια Σατραπεία «αυτομανίας πεπληρωμένη», κατά τους Πατέρες,  που εκτοξεύει ορμαθό ύβρεων και ψευδολογιών κατά του πάνσεπτου ιερού κέντρου των Ελληνορθοδόξων, γιατί ο Οικουμενικός Θρόνος παραμένει ακλόνητος στις ασεβής προσβολές και δεν υποχωρεί ρωσικά εθνοφυλετικά θελήματα που επιδιώκουν να ανατρέπουν την Παύλειας αποστολική  αρχή πάντα «κατά τάξιν γινέσθω»( Α΄ Κορ. ιδ΄. 40). Οι σημερινοί επιβάτες της ρωσικής πατριαρχίας επιδιώκουν να καταβροχθήσουν πάσα προγενέστερή Εκκλησία στην αχανή επικράτειά τους, συνεχώς απλώνοντας τα όριά της και  ανατρέποντας την αποστολοπαράδοτη κρατούσα Τάξη της  Ορθοδοξίας. Με τη χρήση του βρώμικου υβριδιτικού πόλεμο επιδιώκει να μεταβάλει με την ψευδοδοξία της την εκεί τοπική Εκκλησία σε παρασυναγωγή. Οι πολυχρόνια συνωμοτούντες υπερβόρειοι ψευδαδελφοὶ τώρα κλαίουν ότι αποχωρίζονται μόνοι τους από την ελληνική παράδοση της Ορθοδοξίας και κοντά τους οι ημέτεροι αδιάβαστοι της αντορθόδοξης  Ιστορίας του Πανσλαβισμού και ό,σοι  καταστάθηκαν αργυρόγνωμοι με τις λιτανείες στο βορρά ιερών λειψανων, ας διαβάσουν αυτό που προσυπέγραψε και ο ιερός Φώτιος και μάλιστα εκεινοι των οποίων επιμελήθηκε τον κατά Χριστόν φωτισμό των προγόνων τους, την γνωστή «Επαναγωγή» για την εξουσία του σημερινού  Πρώτου «Στύλου» της καθ’ ημάς Ανατολής  :

«Ο Πατριάρχης εστίν εικὼν ζώσα Χριστού και έμψυχος δι’ έργων και λόγων εν αυτώ ζωγραφών την αλήθειαν… υπέρ δε της αληθείας και της εκδικήσεως των δογμάτων και της συντηρήσεως του δικαίου και της ευσεβείας λαλείν εναντίον βασιλέων και μη αισχύνεσθαι»2.      Α.Π.
  
1. Πρβ. Α΄.Κορ.ε΄,3 εξ. θ΄,19 και ια΄34. ιδ΄37 και Β΄Κορ.ι, 13-16. Β΄Θεσ. γ΄, 4. Ρωμ.ιε΄, 18,  και Α.Τιμ.α΄, 20 κ.τ.λ.
2.   Ράλλη-Ποτλὴ Σύνταγμα κτλ. τόμ. 6 σ. 428-429.