Β. Ι. Φειδᾶ
Ὁ ρόλος τοῦ αὐτοκράτορα στή σύγκληση, τή συγκρότηση, τή λειτουργία, τή λήψη καί τήν ἐπικύρωση τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων καθορίσθηκε μέ γνώμονα ἀφ'ἑνός μέν τήν ἀποστολική παράδοση γιά τήν ἱερότητα ὅλων τῶν ἐξουσιῶν, οἱ ὁποῖες ἀσκοῦνται στόν κόσμο (Ρωμ., 13,1-9), ἀφ'ἑτέρου δέ τόν τρόπο τῆς ἐφαρμογῆς τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες. Βεβαίως, ἡ Ἐκκλησία δέν συνέχεε τήν ἱερότητα τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐξουσίας πρός τόν φορέα της ρωμαῖο αὐτοκράτορα, γι'αὐτό, καίτοι μποροῦσε νά ἀμφισβητήση τόν ἐξέχοντα θεσμικό του ρόλο στήν ὅλη ζωή τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἐν τούτοιςἀρνήθηκε νά ἀποδεχθῆ ὄχι μόνο τίς ἀποφάσεις του ἐναντίον τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τῶν χριστιανῶν, ἀλλά καί τήν ἀποδιδόμενη ἀπό τή ρωμαϊκή θρησκεία ἐξαιρετική τιμητική λατρεία στό πρόσωπό του (divus) καί στό ὑψηλό ἀξίωμα τοῦ (pontifex maximus), παρά τίς γνωστές βίαιες πιέσεις τῶν ρωμαϊκῶν ἀρχῶν ἐναντίον τῶν χριστιανῶν.
Ἡ ἐκκλησιαστική αὐτή συνείδηση ἀποτυπώθηκε μέ ἔξοχο τρόπο ἀπό τόν Ἀνώνυμο συντάκτη τῆς πρός Διόγνητον Ἐπιστολῆς (Β΄ αἰώνα) τόσο γιά τόν καθ'ὑπερβολήν σεβασμό τῶν χριστιανῶν πρός τίς ἀρχές καί πρός τήν ὅλη ἔννομη τάξη τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ὅσο καί γιά τήν ἀταλάντευτη ἐμμονή τους στίς θεμελιώδεις ἀρχές τῆς θρησκευτικῆς τους πίστεως, ἡ ὁποία θά μποροῦσε νά λειτουργήση ὡς μία συνεκτική δύναμη σέ μία κρίσιμη περίοδο γιά τήν ἐπιβίωση τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. «Χριστιανοί γάρ οὔτε γῇ, οὔτε φωνῇ, οὔτε ἔθεσι διακεκριμένοι τῶν λοιπῶν εἰσίν ἀνθρώπων... Κατοικοῦντες δέ πόλεις ἑλληνίδας τε καί βαρβάρους, ὡς ἕκαστος ἐκληρώθη,... θαυμαστήν καί ὁμολογουμένως παράδοξον ἐνδείκνυνται τήν κατάστασιν τῆς ἑαυτῶν πολιτείας... Πείθονται τοῖς ὠρισμένοις νόμοις, καί τοῖς ἰδίοις βίοις νικῶσι τούς νόμους...Ἁπλῶς δ'εἰπεῖν, ὅπερ ἐστιν ἐν σώματι ψυχή, τούτ'εἰσίν ἐν κόσμῳ χριστιανοί...», (5-6).
Ὁ συνοδικός θεσμός ὑπῆρξε κατά τούς χαλεπούς καιρούς τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων ὑπῆρξε ἡ κατ'ἐξοχήν θεσμική λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας τόσο γιά τή βεβαίωση τῆς αὐθεντικῆς συνέχειας τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς πίστεως καί τάξεως, ὅπως διακήρυσσε ὁ Εἰρηναῖος Λυῶνος, ὅσο καί γιά τόν συνοδικό ἔλεγχο τῆς ἐκλογῆς καί τῆς χειροτονίας τῶν ἐπισκόπων στίς κατά τόπους ἐκκλησίες ἀπό τούς πλησιοχώρους ἐπισκόπους. Στά πλαίσια αὐτά, ἡ ὑπεράσπιση τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως ἀπό τίς αἱρετικές ἤ τίς ἀποσχιστικές τάσεις (γνωστικῶν, μοντανιστῶν, μοναρχιανῶν, τεσσαρεσκαιδεκατιτῶν, σχισματικῶν κ.ἄ.) βεβαιωνόταν μέ τίς συνοδικές συνελεύσεις τῶν πλησιοχώρων ἐπισκόπων κάθε συγκεκριμένης περιοχῆς, τόσο γιά νά ἐκφράσουν τό κοινό φρόνημά τους, ὅσο καί γιά νά τό ἀνακοινώσουν μέ συνοδικές ἐπιστολές στούς ἀνά τήν οἰκουμένη ἐπισκόπους τῶν σημαντικοτέρων ἀποστολικῶν ἐκκλησιῶν κάθε περιοχῆς (Ρώμης, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, Ἐφέσου, Κορίνθου, Θεσσαλονίκης, Καρθαγένης κ.ἄ.).
Βεβαίως, ἡ ἐθιμική μορφή τῆςσυνοδικῆς συνελεύσεως τῶν πλησιοχώρων ἐπισκόπων ὄχι μόνο γιά τή χειροτονία τῶν ἐπισκόπων , ἀλλά καί γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν καί τῶν σχισματικῶν ἐμπεριεῖχε τήν οἰκουμενική προοπτική, ἀφοῦ τόσο οἱ χειροτονίες, ὅσο καί οἱ καταδικαστικές ἀποφάσεις κάθε τοπικῆς συνόδου μιᾶς περιοχῆς ἦσαν ὑποχρεωτικές γιά ὅλους τούς ἐπισκόπους τῆς ἀνά τήν οἰκουμένη Ἐκκλησίας, ἐάν βεβαίως ἦσαν σύμφωνες πρός τήν ἀποστολική παράδοση. Ἔτσι, ἡ ἁρμονική συζυγία τοπικότητας καί οἰκουμενικότητας στή λειτουργία τῶν τοπικῶν συνόδων τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων διατηρήθηκε ἀλώβητη στήν ἐκκλησιαστική συνείδηση καί γιά τή σύγκληση, τή συγκρότηση, τή λειτουργία καί τήν ἐκτέλεση τῶν ἀποφάσεων τῶν μεταγενεστέρων Οἰκουμενικῶν συνόδων τῆς πρώτης χιλιετίας τοῦ ἱστορικοῦ βίου τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι λοιπόν εὐνόητον ὅτι ἡ συνοδική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας εἶχε ἤδη διαμορφωθῆ κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες ὡς μία αὐτονόητη λειτουργία γιά τήν ὀφειλετική διαφύλαξη τῆς ἑνότητας τῶν κατά τόπους ἐκκλησιῶν στήν κοινωνία τῆς παραδεδομένης πίστεως καί στόν σύνδεσμο τῆς ἀγάπης, γι'αὐτό οὐδέποτε ἀμφισβητήθηκε τό κύρος τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ τόσο σέ τοπική, ὅσο καί σέ οἰκουμενική προοπτική.
1.Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος καί ἡ Α΄ Οἰκουμενική σύνοδος
α΄. Σύγκληση καί συγκρότηση τῆς συνόδου
Στά πλαίσια αὐτά εἶναι δυνατή ἡ ἀξιολόγηση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου (325) τόσο ὡς πρός τά κριτήρια συγκλήσεως, συγκροτήσεως καί λειτουργίας τῆς συνόδου,ὅσο καί ὡς πρός τόν ρόλο τοῦ ρωμαίου αὐτοκράτορα στίς ἐργασίες της, ἀφοῦ ἡ ὅλη διαδικασία συνέβαινε γιά πρώτη φορά, μετά μάλιστα ἀπό τρεῖς αἰῶνες σκληρῶν διωγμῶν,ἤτοι: α) ἕνας μή χριστιανός ρωμαῖος αὐτοκράτορας νά προσκαλῆ τούς ἐπισκόπους σέ μία σύνοδο, β) ἡ πρόσκληση αὐτή νά ἀποσταλῆ σέ ὅλους τους ἐπισκόπους τῆς ἀνά τήν οἰκουμένη Ἐκκλησίας καί ὄχι μόνο τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, καί γ) ἡ πρόσκληση νά ἀποφασισθῆ γιά ἕνα καθαρῶς ἐσωτερικό ζήτημα πίστεως ἤ ἑνότητας τῆςἘκκλησίας, τό ὁποῖο πρέκυψε ἀπό τίς διαφωνίες τῶν ἐπισκόπων στήν ἀντιμετώπιση τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀρείου, ἑνός πρεσβυτέρου τῆς ἐκκλησίας τῆςἈλεξανδρείας.
Ὡστόσο, ἡ μή τήρηση πρακτικῶν τῶν ἐργασιῶν τῆς συνόδου ἄφησε ἐλεύθερο πεδίο στή διεθνῆ ἱστορική ἔρευνα γιά τή διατύπωση ποικίλων ὑποκειμενικῶν ἤ καί ἀντιφατικῶν θεωριῶν , οἱ ὁποῖες ὑποστηρίχθηκαν μέ ὁμολογιακά ἤ καί ἄλλα κριτήρια γιά τά ἀνωτέρω ζητήματα. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό χρησιμοποιήθηκαν ἀκρίτως τόσο οἱμεταγενέστερες πλασματικές παραδόσεις (Γελασίου Κυζίκου), ὅσο καί οἱ ἀσάφειες τῶν σωζομένων ἀποσπασματικῶν πληροφοριῶν τῶν συμμετασχόντων στή σύνοδο, ἤτοι τοῦμητροπολίτη Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης Εὐσεβίου (Vita Constantini καί Ἐπιστολή πρός τήν ἐκκλησία Καισαρείας) καί τοῦ Μ. Ἀθανασίου, διακόνου τοῦ ἀρχιεπισκόπουἈλεξανδρείας Ἀλέξανδρου (Περί τῆς ἕν Νικαία συνόδου), ὅπως ἐπίσης καί οἱ περιεκτικές περιγραφές τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἱστορικῶν τοῦ Ε΄ αἰώνα (Σωκράτη, Σωζομενοῦ, Φιλοστοργίου καί Θεοδωρήτου Κύρου).
Ἡ σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου ἀποφασίσθηκε ἀπό τόν Μ. Κωνσταντῖνο, μετά ἀπό σχετική πρόταση τόσο τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας Ἀλεξάνδρου στή σύνοδο τῆς Ἀλεξανδρείας πρός τόν σύμβουλο τοῦ αὐτοκράτορα Ὅσιο Κορδούης (Ὀκτ. 324), στήν ὁποία συμμετεῖχαν πολλοί ἐπίσκοποί Αἰγύπτου, Λιβύης καί Πενταπόλεως, ὅσο καί τῆς συνόδου τῆς Ἀντιοχείας γιά τήν ἐκλογή τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀντιοχείας Εὐσταθίου (ἀρχές 325), μετά τό θάνατο τοῦ Φιλογονίου (20 Δεκ. 324), στήνὁποία συμμετεῖχαν 60 περίπου ἐπίσκοποι Συρίας καί Παλαιστίνης καί συνεδρίασαν, συμφώνως πρός τή διασωθεῖσα στή συριακή γλώσσα Συνοδική ἐπιστολή , ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ὁσίου Κορδούης, ἤ μᾶλλον τοῦ ἐπισκόπου Ἀντιοχείας Εὐσταθίου.
Ἡ συγκεκριμένη Συνοδική ἐπιστολή ἐπιβεβαιώνει πλήρως μέν ὅτι ἡ πρόταση γιά τή σύγκληση μιᾶς Συνόδου τῶν ἐπισκόπων της Ἀνατολῆς ἦταν πρόταση τῆς συνόδου τῆς Ἀλεξανδρείας πρός τόν Ὅσιο Κορδούης (Ὀκτ.324), στήν ὁποία συμφώνησε καί ἡ σύνοδος τῆς Ἀντιοχείας (ἀρχές 325), μέ τήν πρόταση μάλιστα νά συγκληθῆ στήνἌγκυρα. Ἡ τελική ὅμως ἀπόφαση λήφθηκε ἀπό τόν Μ. Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος ἀποφάσισε τήν πρόσκληση στή σύνοδο ὅλων τῶν ἐπισκόπων ὄχι μόνο τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά καί τῆς Δύσεως, γι'αὐτό μετέθεσε τόν τόπο τῆς συνελεύσεως τῆς συνόδου στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Τό κείμενο τῆς ἀποφάσεως τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, τό ὁποῖο διασώθηκεἐπίσης σέ συριακή μετάφραση ἐξηγεῖ τούς λόγους τῆς ἀλλαγῆς τοῦ τόπου συνελεύσεως τῆς συνόδου, ἀφοῦ, ὅπως τονίζεται, «καλόν εἶναι ἔδοξεν, ἵνα ἐν τῇ τῆς Νικαίας πόλει συναχθῇ, διότι τε οἱ ἐκ τῆς Ἰταλίας καί τῶν λοιπῶν της Εὐρώπης μερῶν ἔρχονται ἐπίσκοποι καί διά τήν καλήν τοῦ ἀέρος κρᾶσιν, ἔτι δέ καί ἵν' ἐγώ ἐγγύθεν θεατής ὦ καί κοινωνός τῶν γενησομένων...».
Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ Ἐπιφάνιος Κωνσταντίας τῆς Κύπρου ἀποδίδει τήν πρόταση συγκλήσεως τῆς συνόδου στήν πρωτοβουλία τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἈλεξανδρείαςἈλεξάνδρου, ὡς «ἐπιμελησαμένου καί κινήσαντος τόν μακάριον Κωνσταντῖνον», ἀλλ' ὁ Ρουφίνος ἀναφέρει γενικῶς ὅτι ἡ ἀπόφαση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου λήφθηκε «ex sacerdotum sententiae», ἐνῶ ὁ Σουλπίκιος Σεβῆρος τονίζει ὅτι ἡ σύγκληση τῆς Ἅ΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου ἦταν σέ τελευταία ἀνάλυση ἔργο τοῦ Ὁσίου Κορδούης, ἀφοῦ ἔπεισε τόν Μ. Κωνσταντῖνο γιά τή σύγκλησή της. Ἐν τούτοις, στήν ΣΤ΄ Οἰκουμενική σύνοδο (680-681) διακηρύχθηκε, ὅτι «ὁ Κωνσταντῖνος ὁ ἀεισέβαστος καί Σίλβεστρος ὁ ἀοίδιμος τήν ἐν Νικαίᾳ μεγάλην τε καί περίβλεπτον συνέλεγον σύνοδον», καίτοι ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης πληροφορήθηκε τή σύγκλησή της ἀπό τήν πρόσκληση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου γιά τή συμμετοχή ἤ τήν ἐκπροσώπησή του σέ αὐτή. Προφανῶς, ἡ μαρτυρία αὐτή εἶχε ὡς ἀδιαμφισβήτητο ἔρεισμα τήν ἐκπροσώπηση τοῦ πάπα Σιλβέστρου στή σύνοδο, γι'αὐτό χρησιμοποιήθηκε γιά νά ὑποστηριχθῆ καί ἡ μεταγενέστερη παράδοση, ἡ ὁποία προέβαλλε ὡς ἀναγκαία τή συναίνεση καί τοῦ πάπα Ρώμης γιά τή σύγκληση μιᾶς Οἰκουμενικῆς συνόδου, ἀλλά πλέον μέσα στά καθιερωμένα κανονικά πλαίσια τοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας τῶν πατριαρχῶν, ὅπως διακηρύχθηκε ρητῶς τόσο ἀπό τήν ΣΤ΄ (680-681), ὅσο καί ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουμενική σύνοδο (787), ὄχι μόνο γιά τόν πάπα Ρώμης, ἀλλά καί γιά τόν πατριάρχη Κπόλεως.
Συνεπῶς, ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, μετά τήν ἀποτυχία τῶν ἐνημερωτικῶν ἀποστολῶν τοῦ Ὁσίου Κορδούης στήν Ἀλεξάνδρεια καί στήν Ἀντιόχεια, ἀποδέχθηκε τίς προτάσεις τῶν συνόδων Ἀλεξανδρείας (Ὀκτ. 324) καί Ἀντιοχείας (ἀρχές τοῦ 325) γιά τή σύγκληση μιᾶς «μεγάλης καί ἱερατικῆς συνόδου» ὅλων τῶν ἐπισκόπων της Ἀνατολῆς γιά τήν ἄρση τῶν διαφωνιῶν στό «ἐλάχιστον» αὐτό ζήτημα, τήν ὁποία ὁ ἴδιος ἀποφάσισε νά διευρύνη μέ τήν πρόσκληση στή σύνοδο αὐτή καί τῶν ἐπισκόπων της Δύσεως. Κατά τόν ἐκκλ. ἱστορικό Σωζομενό, ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, ἀφοῦ διαπίστωσε ἀπό τίς ἐπαφές τοῦ Ὁσίου Κορδούης, ὅτι «παρ' ἐλπίδας ἐχώρει τό πρᾶγμα καί κρείττων ἦν διαλλαγῶν ἡ ἔρις, ἄπρακτός τε ἐπανῄει ὁ τήν εἰρήνην βραβεῦσαι ἀπεσταλμένος (= Ὅσιος Κορδούης), συνεκάλεσε σύνοδον εἰς Νικαίαν τῆς Βιθυνίας καί πανταχῆ τοῖς προεστῶσι τῶν ἐκκλησιῶν ἔγραψεν εἰς ρητήν ἡμέραν παρεῖναι». Τή θέση αὐτή ὑποστηρίζουν ὁμοφώνως καί ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐκκλ. ἱστορικοί τῶν Δ΄ καί Ε΄ αἰώνων, οἱ ὁποῖοι τονίζουν ἐπίσης τό προσωπικό ἐνδιαφέρον τοῦ αὐτοκράτορα ὄχι μόνο γιά τήν εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί γιά τήν ἄνετη μετακίνηση καί τή γενναία φιλοξενία τῶν προσελθόντωνἐπισκόπων κατά τήν τρίμηνη περίοδο τῶν ἐργασιῶν τῆς συνόδου (20 Μαΐου - 25 Αὐγούστου 325).
Ἡ συγκρότηση λοιπόν τῆς συνόδου, καίτοι ἦταν προφανής ἀπό τήν ἀποστολή τῆς βασιλικῆς προσκλήσεως, ἤτοι «πανταχῇ τοῖς προεστῶσι τῶν ἐκκλησιῶν», ἐν τούτοις ἡἱστορική ἔρευνα διατύπωσε ποικίλες ἀβάσιμες ὑποθέσεις ἤ καί ἀντιφατικές προτάσεις , οἱ ὁποῖες παρανόησαν ἤ παρερμήνευσαν τίς ἀσαφεῖς μαρτυρίες τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας (Vita Constantini). Ἡ ἀσάφεια τῶν μαρτυριῶν δέν ἀπέκλειε ὑποκειμενικές ὑποθέσεις ἀφ'ἑνός μέν γιά τήν κατάταξη τῶν μελῶν σέ δύο πτέρυγες («τάγματα») κατά τόν ἄξονα τῆς αἴθουσας τῶν συνεδριῶν, ἤτοι τό ἀριστερό καί τό δεξιό, ἀφ'ἑτέρου δέ ὅτι ὁ Μ. Κωνσταντῖνος «μέσος ἔστη... ἐπί τήν πρώτην τῶν ταγμάτων ἀρχήν». Ἔτσι,ὑποστηρίχθηκε ἀκρίτως ἡ ὑπόθεση ὅτι ἡ συγκρότηση τῆς συνόδου προσδιορίσθηκε δῆθεν μέ τό πλασματικό κριτήριο τῆς ἰσότιμης ἐκπροσωπήσεως σέ αὐτή τῶν ἤδη διαμορφωμένων δύο παρατάξεων στό διασπασμένο σῶμα τῶν ἐπισκόπων, ἤτοι: α) τῶν ὀρθοδόξων , μέ ἡγέτες τούς Ἀλέξανδρο Ἀλεξανδρείας, Εὐστάθιο Ἀντιοχείας, Ὅσιο Κορδούης, Μάρκελλο Ἀγκύρας κ.ἅ., καί β) τῶν ἀκραίων ἀρειανοφρόνων , μέ ἡγέτη τόν Εὐσέβιο Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης, καί τῶν μετριοπαθῶν ὠριγενιστῶν ἀρειανοφρόνων, μέ ἡγέτη τόν Εὐσέβιο Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ὑποστηρίχθηκε ἐπίσης ἀκρίτως ὅτι ἡ προεδρία τῆς συνόδου ἦταν συλλογική, γιά νά ἐκπροσωποῦνται προφανῶς σέ αὐτή καί οἱ τρεῖς αὐτές παρατάξεις, μέ τό Μ. Κωνσταντῖνο μάλιστα ὡς «κοινό πρόεδρο» μεταξύ τῶν ἀντιφρονούντων «ταγμάτων» τῶνἐπισκόπων.
Οἱ ὑποθέσεις ὅμως αὐτές εἶναι ἄκριτες, ἀφοῦ παρερμηνεύουν τή μαρτυρία τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας μέ τήν αὐθαίρετη σύνδεση τῶν κριτηρίων τῆς συγκροτήσεως καί λειτουργίας τῆς συνόδου πρός τά κριτήρια τῶν δικονομικῶν τύπων λειτουργίας τῆς ρωμαϊκῆς Συγκλήτου (contradictio, acusatio-jugatio) μεταξύ τῶν διαφωνούντων μελῶν της . Ἐν τούτοις, παραθεωροῦν ἀκρίτως ἤ καί σκοπίμως τά καθιερωμένα ἐκκλησιαστικά καί πραγματικά κριτήρια τῆς συνοδικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας, συμφώνως πρός τά ὁποῖα οἱ ἀρειανόφρονες δέν μποροῦσαν κανονικῶς νά εἶναι μέλη τῆς συνόδου ὡς ἤδη ἀναθεματισθέντες γιά αἱρετικές παρεκκλίσεις. Ἄλλωστε, τόσο οἱ ἀκραῖοι, ὅσο καί οἱμετριοπαθεῖς ἀρειανόφρονες ἐπίσκοποι δέν ὑπερέβαιναν τόν ἀριθμό τῶν 17, κατά τόν ἐκκλ. ἱστορικό Σωκράτη, ἤ τῶν 22, κατά τή σχετική μαρτυρία τοῦ ἀρειανόφρονα ἐκκλ.ἱστορικοῦ Φιλοστοργίου. Οἱ ἡγέτες τῶν ἀρειανοφρόνων ὑποχρεώθηκαν νά ὑποβάλουν Λιβέλλους πίστεως στή σύνοδο γιά νά ἀποκηρύξουν τίς κατηγορίες γιά τήν ὑποστήριξη τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου, ὥστε νά ἀποκτήσουν τό δικαίωμα νά καταστοῦν μέλη τῆς συνόδου. Πράγματι, συμφώνως τόσο πρός τή μαρτυρία τοῦ Μ. Ἀθανασίου γιά τήν ὑποβολή Λιβέλλων πίστεως ἀπό τούς δύο Εὐσεβίους, τόν Νικομηδείας καί τόν Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης, ὅσο καί πρός τήν Ἐπιστολή τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας πρός τήν ἐκκλησία του γιά τήν ὑποβολή τοῦ Λιβέλλου πίστεως στή σύνοδο τῆς Νικαίας.
Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ὁ ὅρος «τάγματα» τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας δηλώνει ἁπλῶς τίς δύο πτέρυγες καθισμάτων τῆς αἴθουσας τῶν συνεδριῶν καί ὄχι βεβαίως τίς δύοὁμάδες τῶν ἀντιφρονούντων ἐπισκόπων , ἀφοῦ τονίζεται ρητῶς ὅτι «βάθρων δ'ἐν τάξει πλειόνων ἐφ' ἑκατέραις ταῖς οἴκου πλευραῖς διατεθέντων, εἴσω παρῆσαν οἱ κεκλημένοι καί τήν προσήκουσαν ἕδραν οἱ πάντες ἀπελάμβανον» (Vita Constantini , III, 10). Προφανῶς, κατά τήν ἱεράρχηση τῶν ἐπαρχιῶν γιά τόν καθορισμό τῆς «προσηκούσης ἕδρας» τῶνἐπισκόπων ἐφαρμόσθηκε τό ἐπίσημο πρωτόκολλο τῆς ρωμαϊκῆς διοικήσεως , ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε ἀκόμη μία ἐπίσημη ἐκκλησιαστική τάξη προκαθεδρίας τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν. Βεβαίως, ἡ μαρτυρία τοῦ Εὐσεβίου ὅτι κατά τήν ἐναρκτήρια συνεδρία, ἀμέσως μετά τήν εἴσοδο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου στήν αἴθουσα τῆς συνόδου, «τῶν ἐπισκόπων ὁ τοῦ δεξιοῦτάγματος πρωτεύων διαναστᾶς μεμετρημένον ἀπεδίδου λόγον», οὔτε δύο προέδρους τῆς συνόδου ὑπονοεῖ, ὡς συνήθως ὑποστηρίζεται, ἀλλ'οὔτε ὅτι «ὁ πρωτεύων τοῦ δεξιοῦτάγματος» θά μποροῦσε νά εἶναι ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἐκκλ. ἱστορικός Σωζομενός, ἀφοῦ εἶχε ἤδη ἀναθεματισθῆ ἀπό τόν Ἀλέξανδρο Ἀλεξανδρείας ὡςἀρειανόφρων καί εἶχε ἤδη ἀποκοπῆ ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία, μέ τήν πρόσφατη μάλιστα ἀπόφαση τῆς συνόδου τῆς Ἀντιοχείας (ἀρχές τοῦ 325), μέχρι τῆς συγκλήσεως τῆς «μεγάλης καί ἱερατικῆς συνόδου», ἤτοι τῆς συνόδου τῆς Νικαίας.
Ἀβάσιμη ὅμως εἶναι ἐπίσης καί ἡ ὑπόθεση ὅτι ὑπονοεῖ σαφῶς τή δῆθεν συλλογική προεδρία τῆς συνόδου ἡ μαρτυρία τοῦ Εὐσεβίου, κατά τήν ὁποία ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, μετά τή φιλόφρονα προσφώνησή του πρός τή σύνοδο, «παρεδίδου τόν λόγον τοῖς τῆς συνόδου προέδροις», ἀφοῦ ἡ συγκεκριμένη πληθυντική χρήση τοῦ ὅρου «πρόεδροι» δηλώνει,ὅπως θά δοῦμε, ὅλα τά μέλη τῆς συνόδου, ἤτοι ὅλους τούς ἐπισκόπους ὡς «προέδρους» τῶν οἰκείων τοπικῶν ἐκκλησιῶν καί ὄχι βεβαίως τούς προέδρους τῆς συνόδου. Προφανῶς, «ὁ πρωτεύων τοῦ δεξιοῦ τάγματος», ὁ ὁποῖος προσφώνησε τόν αὐτοκράτορα ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν μελῶν τῆς συνόδου, ἦταν καί ὁ πρόεδρος αὐτῆς, μπορεῖ δέ πλέον νά ταυτισθῆ βασίμως πρός τόν ἀρχιεπίσκοπο Ἀντιοχείας Εὐστάθιο, μέ τά καθιερωμένα μάλιστα ἐκκλησιαστικά κριτήρια γιά τήν κριτική καί τή συγκριτική ἀξιολόγηση τῶν σχετικῶν μαρτυριῶν τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης καί τῶν ἄλλων ἐκκλ. ἱστορικῶν τῶν Δ΄ καί Ε΄ αἰώνων.
β΄. Τό ζήτημα τῆς Προεδρίας τῆς συνόδου
Εἶναι λοιπόν προφανές ἀπό ὅλες τίς σχετικές μαρτυρίες τῶν πηγῶν ὅτι ὁ Μ. Κωνσταντῖνος εἶχε πλήρη συνείδηση ἀφ'ἑνός μέν ὅτι συγκάλεσε μία «μεγάλη καί ἱερατική σύνοδο» ὅλων τῶν ἐπισκόπων καί ὄχι τούς ἐκπροσώπους τῶν δύο ἀντιμαχομένων παρατάξεων, ἀφ'ἑτέρου δέ ὅτι τά ὅρια τῶν δικῶν του παρεμβάσεων καθορίζοντο μέ καθαρῶς ἐκκλησιαστικά κριτήρια καί ὄχι βεβαίως μέ τά κριτήρια τῆς διαδικασίας τῆς ρωμαϊκῆς Συγκλήτου γιά τήν ἐκδίκαση τοῦ δῆθεν ἐκκλήτου πρός τόν αὐτοκράτορα.Ὡστόσο, ἡ διασωθεῖσα σέ συριακή μετάφραση Ἐπιστολή γιά τήν πρόσκληση τῶν ἐπισκόπων στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας καί ὄχι στήν Ἄγκυρα ἐξηγεῖ ὅτι οἱ λόγοι τῆς ἀλλαγῆςἦσαν ὄχι μόνο ἡ διευκόλυνση τῆς μεταβάσεως διά θαλάσσης τῶν ἐπισκόπων της Δύσεως, ἀλλά καί ἡ προσωπική του ἐπιθυμία, «ἵν' ἐγώ ἐγγύθεν θεατής ὦ καί κοινωνός τῶν γενησομένων». Ο Μ. Κωνσταντῖνος τήν ἐπιθυμία τοῦ αὐτή διακήρυσσε, κατά τόν Εὐσέβιο Καισαρείας, ὅταν ἔγραφε ὅτι «οὐχ οἷόν τ'ἦν ἀκλινῆ καί βεβαίαν τάξιν λαβεῖν, εἰμή εἰς ταυτόν πάντων ὁμοῦ ἤ τῶν γοῦν πλειόνων ἐπισκόπων συνελθόντων... Καί αὐτός δέ (=Μ. Κωνσταντῖνος), καθάπερ εἰς ἐξ ὑμῶν ἐτύγχανον συμπαρών, οὐ γάρἀρνησαίμην ἄν, ἐφ' ᾧ μάλιστα χαίρω, συνθεράπων ὑμέτερος πεφυκέναι... Πᾶν γάρ ὅ,τι δ' ἄν ἐν τοῖς ἁγίοις τῶν ἐπισκόπων συνεδρίοις πράττηται, τοῦτο πρός τήν θείαν βούλησιν ἔχει τήν ἀναφοράν».
Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, σέ ἐπιστολή τοῦ πρός τήν ἐκκλησία τῆς Νικομηδείας τόνιζε, ὅτι «καί αὐτός ἐγώ πρεπόντως τῇ τῆς ἐμῆς συνειδήσεως λατρείᾳ παρήμην, οὐδέν ἕτερον βουλόμενος ἤ ὁμόνοιαν ἅπασιν ἐργάσασθαι», ἐνῶ ὁ ἀρειανόφρων ἐκκλ. ἱστορικός Φιλοστόργιος παρατηρεῖ, ὅτι ὁ «βασιλεύς μέν ἐν μέσοις ἦν, περιμένων δέ ὅμως ὅ,τι τό κοινόν (= ἡσύνοδος) ἐπικρίνειεν», ἤτοι ὁ βασιλεύς ἀνέμενε τήν ἀπόφαση τῶν ἐπισκόπων τῆς συνόδου («κοινόν») καί ὄχι βεβαίως, ὅπως συνέβαινε στή Σύγκλητο, ἡ σύνοδος τήν ἀπόφαση τοῦαὐτοκράτορα . Συνεπῶς, ὅ ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἁπλῶς «παρίστατο» μέ διακριτικό τρόπο στίς συνεδρίες τῆς συνόδου, μέ τήν προσήκουσα μάλιστα στό πρόσωπό του καί στόὑψηλό του ἀξίωμα τιμητική «προκαθεδρία», ἀλλ' ὄχι βεβαίως ὑπό τήν ἰδιότητα τοῦ ὑποτιθεμένου ρόλου τοῦ δῆθεν «κοινοῦ προέδρου» τῶν δύο ἀντιπάλων παρατάξεων τῆς συνόδου, ἤτοι τῶν ὀρθοδόξων καί τῶν ἀρειανοφρόνων. Ἄλλωστε, αὐτό τονίζεται χαρακτηριστικά καί στή συνοδική ἐπιστολή της, ἀφοῦ «πρῶτον μέν οὖν ἐξ ἁπάντωνἐξητάσθη τά κατά τήν ἀσέβειαν καί τήν παρανομίαν Ἀρείου καί τῶν σύν αὐτῷ, ἐπί παρουσίᾳ τοῦ θεοφιλεστάτου βασιλέως Κωνσταντίνου, καί παμψηφεί ἔδοξεν ἀναθεματισθῆναι τήν ἀσεβῆ αὐτοῦ δόξαν».
Ἡ ἀσαφής ὅμως φράση τοῦ Εὐσεβίου, ὅτι δηλαδή ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, μετά τήν ἀντιφώνησή του πρός τούς ἐπισκόπους, παρέδωσε «τόν λόγον τοῖς τῆς συνόδου προέδροις», προκάλεσε ποικίλες, ἀντιφατικές καί ἀβάσιμες ὑποθέσεις. Ἔτσι, ὁ Hefele ὑποστήριξε ὀρθῶς ὅτι γιά νά γίνη δεκτή ἡ προεδρία τῆς συνόδου ἀπό ἕνα ἐπίσκοπο εἶναιἀναγκαῖο νά ἑρμηνευθοῦν στή μαρτυρία αὐτή σαφῶς ἀφ'ἑνός μέν ἡ δηλοῦσα συλλογική προεδρία πληθυντική χρήση τῶν ὅρων «πρόεδροι», ἀφ'ἑτέρου δέ νά ἀποδειχθῆ ἡταυτότητα τοῦ «πρωτεύοντος τοῦ δεξιοῦ τάγματος», ὁ ὁποῖος προσφώνησε τόν Μ. Κωνσταντῖνο. Ὡστόσο, ὁ P. Wolf ἀνέπτυξε τήν ὑπόθεση τοῦ Gass περί συλλογικῆς προεδρίας , γιά νά ὑποστηρίξη προφανῶς τή δική του ὑπόθεση, ὅτι δηλαδή ἡ συλλογική προεδρία ἀσκήθηκε ἀπό τούς ἀρχιεπισκόπους τῶν σημαντικοτέρων θρόνων τῆς Ἀνατολῆς. Ο Leclercq ἀποδέχθηκε μέν ὅτι ὁ ὅρος «πρόεδροι» δηλώνει ὅτι «ἡ προεδρία τῆς συνόδου ἀσκήθηκε ἀπό περισσότερους τοῦ ἑνός ἐπισκόπους», ἀλλ' «ὅμως ἡ δυσχέρεια προκύπτει ὅταν πρόκειται νά ἀναφερθοῦν τά ὀνόματα», ἤτοι ποῖοι ἐπίσκοποι συμμετεῖχαν στή συλλογική προεδρία.
Στά πράγματα αὐτά, ὁ N. H. Baynes ὑποστήριξε ὅτι ἡ προεδρία τῆς συνόδου ἀσκήθηκε ἀπό τόν Μ. Κωνσταντῖνο, ἀλλ'ὅμως τόνισε ὀρθῶς ὅτι, κατά τήν κρίση του, ἡσημασία τῆς μαρτυρίας τοῦ Εὐσεβίου γιά τούς «προέδρους» πρέπει νά εἶναι «τό σημεῖο ἀφετηρίας τῆς ἔρευνας», ἀφοῦ «ἡ φράση αὐτή ἑρμηνεύθηκε» γενικῶς ὑπό τήν ἔννοια ὅτι ὁαὐτοκράτορας μετά τήν προσφώνησή του ἐγκατέλειψε τήν ἕδρα καί παρέδωσε τήν προεδρία «τοῖς προέδροις» τῆς συνόδου. Ο L. Duchesne, καίτοι δέν ἀπέκλεισε τή μαρτυρία τοῦ ἐκκλ. ἱστορικοῦ Σωζομενοῦ γιά τήν ταύτιση τοῦ «πρωτεύοντος» μέ τόν Εὐσέβιο Καισαρείας, ἐν τούτοις θεώρησε πιθανότερη τήν ταύτισή του μέ τόν Εὐστάθιο Ἀντιοχείας,ἐνῶ ὁ H. Lietzmann τόν ταύτισε μέ τόν Νικομηδείας Εὐσέβιο, ὡς τόν «μητροπολίτη» τῆς ἐπαρχίας Βιθυνίας. Ἀντιθέτως, ὁ J. Ortiz de Urbina ἀποσυνέδεσε τήν προεδρία τῆς συνόδου ἀπό τόν «πρωτεύοντα τοῦ δεξιοῦ τάγματος», τόν ὁποῖο ταυτίζει μέ τόν Εὐστάθιο Ἀντιοχείας, ἤτοι κατά τήν σχετική μαρτυρία τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου, γιά νάὑποστηρίξη ὅμως τή δική του ὑπόθεση, ὅτι ἡ συλλογική προεδρία τῆς συνόδου ἀσκήθηκε ἀπό τόν Ὅσιο Κορδούης καί τούς παπικούς ἀντιπροσώπους.
Ἡ ἐσφαλμένη λοιπόν ἑρμηνεία ἀπό τόν P. Wolf τῆς πληθυντικῆς χρήσεως τοῦ ὅρου «πρόεδροι» στή συγκεκριμένη μαρτυρία τοῦ Εὐσεβίου προκάλεσε τή διατύπωσηἐσφαλμένων θεωριῶν ὄχι μόνο γιά τή συγκρότηση ἤ τήν προεδρία τῆς συνόδου, ἀλλά καί γιά τήν ὅλη λειτουργία της. Οἱ θεωρίες εἶναι προφανῶς ἐσφαλμένες, καίτοιἐπικράτησαν στήν ἱστορική ἔρευνα, ἀφοῦ ὁ μέν ἐπίμαχος ὅρος «πρόεδροι» στή συγκεκριμένη μαρτυρία δηλώνει σαφῶς καί ἀναντιρρήτως ὅλους τούς ἐπισκόπους μέλη τῆς συνόδου, ἤτοι τούς «προέδρους» τῶν οἰκείων τοπικῶν ἐκκλησιῶν καί ὄχι βεβαίως τά μέλη τῆς ὑποτιθέμενης συλλογικῆς προεδρίας , ἐνῶ καί ὁ ἐπίσης ἀσαφής ὅρος «τάγμα» δηλώνει ἁπλῶς τούς ἐπισκόπους τῆς δεξιᾶς ἤ τῆς ἀριστερῆς πτέρυγας τῆς αἴθουσας συνεδριῶν τῆς συνόδου καί ὄχι βεβαίως τίς δύο ὁμάδες τῶν ἀντιφρονούντων ἐπισκόπων.
Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή χρησιμοποιεῖ ὁ Εὐσέβιος καί τούς δύο ὅρους (πρόεδροι- τάγματα) στόν Βίο Κωνσταντίνου, ὡς λ.χ. α) στό διάταγμα γιά τήν ἄρση τῶν σκληρῶν μέτρων τοῦ Λικινίου καί τῆς ἀπαγορεύσεως τῆς μετακινήσεως ἤ τῆς συνοδικῆς συνελεύσεως τῶν ἐπισκόπων (322), τό ὁποῖο ἀπευθύνθηκε «τοῖς κατά πάντα τόπον τῶνἐκκλησιῶν προέδροις», β) στήν ἐπισήμανση τῆς τραγικότητας τῆς εἰκόνας νά βλέπη κανείς «τούς τῶν ἐκκλησιῶν προέδρους λόγοις διαπληκτιζομένους», γ) στή διαπίστωση ὅτι οἱ μόνοι ἁρμόδιοι γιά τήν κρίση τῶν αἱρετικῶν καί τῶν σχισματικῶν ἦσαν «οἱ τῶν ἐκκλησιῶν πρόεδροι», δ) στήν πρόταση τοῦ αὐτοκράτορα «τοῖς τε τῶν ἐκκλησιῶν προέδροις τάς ὑπέρ αὐτοῦ λιτάς ποιεῖσθαι» κ.ἄ.
Ὑπό τό αὐτό πνεῦμα χρησιμοποιεῖται καί ὁ ὅρος «τάγμα» γιά νά δηλώση τήν κατάταξη τῶν ἐπισκόπων τῆς συνόδου στίς δύο πτέρυγες τῆς αἰθούσης καί ὄχι βεβαίως τίς δῆθεν παρατάξεις τῶν ἀντιφρονούντων ὀρθοδόξων καί ἀρειανοφρόνων ἐπισκόπων, ὅπως ἔχει ἐπικρατήσει ἀκρίτως στή διεθνῆ ἔρευνα. Ἡ ἰδιαίτερη λοιπόν εὐαισθησία τοῦ Εὐσεβίου γιά τήν καθιερωμένη ταύτιση τῶν ὅρων «πρόεδροι», «τάγματα» καί «ἐπίσκοποι» εἶναι συνεπής στό ὅλο συγγραφικό του ἔργο, ἐκφράζεται δέ μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση καί στό Ὑπόμνημά του εἰς τόν Ἠσαΐαν, στό ὁποῖο περιγράφονται τά πέντε «τάγματα» (πέντε τάξεις) τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος: «Πέντε δέ τάγματα διῃρημένα, ἤγουν τρεῖς ἀριθμήσεις, τό πρῶτον τῶν προέδρων τάγμα (=ἐπισκόπων) καί τό δεύτερον (= τάγμα) τῶν πρεσβυτέρων, τό τε τῶν διακόνων τό τρίτον, καί τῶν ἐν Χριστῷ πεφωτισμένων (= βαπτισμένων) τέταρτον, καί ἐπί τούτοις (= πέμτον) τῶν ἐν εἰσαγωγῇ (= κατηχουμένων) τυγχανόντων».
γ΄. Ὁ πρόεδρος τῆς συνόδου
Εἶναι λοιπόν προφανές ὅτι οἱ ὑποθέσεις τόσο γιά τήν ἄσκηση ἀπό τόν Μ. Κωνσταντῖνο τῆς πραγματικῆς ἤ τῆς τιμητικῆς προεδρίας τῆς συνόδου, μέ τόν ρόλο μάλιστα τοῦἐπιδιαιτητῆ μεταξύ τῶν διαφωνουσῶν παρατάξεων, ὅσο καί γιά τή συλλογική προεδρία τῆς συνόδου , μέ τήν ἐκπροσώπηση μάλιστα σέ αὐτή τῶν κορυφαίων ἐκπροσώπων τῶν διαφωνουσῶν παρατάξεων, ἤτοι τῶν ὀρθοδόξων καί τῶν ἀρειανῶν, ἀποδεικνύονται παντελῶς ἀβάσιμες, μέ βάση τήν ὀρθή ἑρμηνεία τῶν ἀσαφῶν μαρτυριῶν τοῦ Εὐσεβίου. Προφανῶς, ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, μετά τήν φιλόφρονα προσφώνησή του πρός τά μέλη τῆς συνόδου, παρέδωσε ὄχι βεβαίως τήν ἕδρα τοῦ προέδρου τῆς συνόδου σέ μία συλλογική προεδρία , ἀλλά τόν λόγο γιά τό θέμα στό ὅλο σῶμα τῶν ἐπισκόπων ὡς μελῶν τῆς συνόδου, ἤτοι ὄχι μόνο στά μέλη τοῦ ὑποτιθέμενου «συλλογικοῦ προεδρείου» γιά τήν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν της. Συνεπῶς, κατά τήν περιγραφή τοῦ Εὐσεβίου, ἀμέσως μετά «οἱ μέν (= οἱ ἐπίσκοποι) ἀρξάμενοι κατῃτιῶντο τῶν πέλας, οἱ δέ ἀπελογοῦντο καί ἀντεμέμφοντο».
Ἐάν ὅμως ἡ προεδρία τῆς συνόδου δέν ἀσκήθηκε ἀπό τόν Μ. Κωνσταντῖνο ἤ ἀπό ἕνα συλλογικό ὄργανο εἴτε τῶν ἐκπροσώπων τῶν διαφωνουσῶν παρατάξεων («ταγμάτων») ἤ τῶν ἀρχιεπισκόπων τῶν σημαντικοτέρων ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, καίτοι οἱ σχετικές ὑποθέσεις εἶχαν εὐρύτατη ἀποδοχή, τότε καθίσταται ἐπιτακτικότερη ἡἀναζήτηση τόσο τῆς ταυτότητας τοῦ «πρωτεύοντος τοῦ δεξιοῦ τάγματος», ὅσο καί τοῦ ἰδιαιτέρου λόγου τῆς μή ἀναφορᾶς τοῦ ὀνόματός του ἀπό τόν συντάκτη τοῦ Βίου τοῦ Μ. Κωνσταντίνου Εὐσέβιο Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης. Ὅπως εἴδαμε, ὁ E. Schwartz ταύτισε τόν «πρωτεύοντα τοῦ δεξιοῦ τάγματος» μέ τόν Εὐσέβιο Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης, ἐνῶ ὁ H. Lietzmann μέ τόν Εὐσέβιο Νικομηδείας, μέ τό ἐπιχείρημα μάλιστα ὅτι ἦταν ὁ «μητροπολίτης» τῆς ἐπαρχίας Βιθυνίας, οἱ ὁποῖοι ὅμως δέν ἦταν δυνατόν νά εἶναι οὔτε μέλη τῆς συνόδου καί πολύ περισσότερο νά ἀναλάβουν τό ὑψηλό ἀξίωμα τῆς προεδρίας, ἀφοῦ εἶχαν ἤδη ἀφορισθῆ τόσο ἀπό τόν Ἀλέξανδρο Ἀλεξανδρείας (324), ὅσο καί ἀπό τή σύνοδο τῆς Ἀντιοχείας (ἀρχές 325), γι'αὐτό μετεῖχαν στή σύνοδο ὡς ὑπόδικοι καί ὑπέβαλαν Λίβελλο πίστεως γιά νά ἀρθῆ ἡ ποινή τους.
Προφανῶς, δέν ἀξιολογήθηκε ὀρθῶς ἡ σχετική μαρτυρία τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου, ἡ ὁποία ταύτιζε ἀφ' ἑνός μέν τόν «πρωτεύοντα τοῦ δεξιοῦ τάγματος» μέ τόν πρόεδρο τῆς συνόδου , ἀφ'ἑτέρου δέ τόν πρόεδρο τῆς συνόδου μέ τόν ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας Εὐστάθιο . Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ὁ Θεοδώρητος τονίζει ὅτι μετά τήν εἴσοδο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου στήν αἴθουσα τῆς συνόδου, «παραυτίκα πρῶτος ὁ μέγας Εὐστάθιος, ὁ τῆς Ἀντιοχέων Ἐκκλησίας τήν προεδρίαν λαχών,... Οὗτος τοῖς ἄνθεσι τῶν ἐγκωμίων τήν βασιλέωςἐστεφάνωσε κεφαλήν καί τήν περί τά θεῖα σπουδήν εὐλογίαις ἠμείψατο. Παυσαμένου δέ τούτου, βασιλεύς ὁ πανεύφημος τούς περί ὁμονοίας τε καί συμφωνίας προσενήνοχε λόγους». Εἶναι λοιπόν πολύ σημαντικό νά ἀναζητηθοῦν τά κριτήρια τῆς τάξεως προκαθεδρίας, τά ὁποῖα ἐφάρμοσαν οἱ ἁρμόδιοι διοικητικοί ὑπάλληλοι τοῦ αὐτοκράτορα, μέ τή συνδρομή προφανῶς καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν συμβούλων, τόσο γιά τήν κατανομή τῶν ἐπισκόπων σέ δύο «τάγματα», ὅσο καί γιά τόν καθορισμό τῆς συγκεκριμένης θέσεως κάθε ἐπισκόπου.
Συμφώνως λοιπόν πρός τήν περιγραφή τοῦ Εὐσεβίου, κάθε ἐπίσκοπος κάθησε σέ μία ἐκ τῶν προτέρων καθορισμένη γι'αὐτόν θέση («προσήκουσαν ἕδραν»). Κατά τήν περιγραφή τοῦ Εὐσεβίου, ἡ τοποθέτηση τῶν καθισμάτων ἔγινε «ἐν τάξει» καί «ἐφ' ἑκατέραις τοῦ οἴκου πλευραῖς», ἐνῶ τίς δυό πλευρές χώριζε ἕνας εὐρύς διάδρομος, στήν κεφαλή τοῦ ὁποίου εἶχε τεθῆ τό «χρυσοῦν» κάθισμα τοῦ αὐτοκράτορα. Προφανῶς, ἐφαρμόσθηκε τό πρωτόκολλο τῆς ρωμαϊκῆς διοικήσεως τόσο γιά τίς μείζονες διοικητικές περιφέρειες («Dioecesis») μέ τίς ἐπαρχίες τους («provinciae»), ὅσο καί γιά τίς θέσεις κάθε συγκεκριμένου ἐπισκόπου σέ κάθε πτέρυγα τῆς αἴθουσας. Αὐτό συνάγεται ἀπό τόν κατάλογο τοῦ Εὐσεβίου γιά τίς περιοχές προελεύσεως τῶν συμμετασχόντων στή σύνοδο ἐπισκόπων, συμφώνως πρός τόν ὁποῖο ἡ αἴθουσα τῶν συνεδριῶν τῆς συνόδου «ἔνδονἐχώρει κατά τό αὐτό Σύρους ἅμα καί Κίλικας, Φοίνικάς τε καί Ἀραβίους καί Παλαιστινούς, καί ἐπί τούτοις Αἰγυπτίους, Θηβαίους, Λίβυας, τούς τ'ἐκ μέσης τῶν ποταμῶνὁρμωμένους...».
Τό συμπέρασμα λοιπόν ὅτι τό πρωτόκολλο τῆς ρωμαϊκῆς διοικήσεως χρησιμοποιήθηκε προφανῶς γιά τόν τρόπο καθορισμοῦ τῆς «προσηκούσης ἕδρας» ὅλων τῶνἐπισκόπων της ἀχανοῦς πρώτης Διοικήσεως τῆς Ἀνατολῆς στό δεξιό «τάγμα» τῆς συνόδου ἐπιβεβαιώνεται ἀφ'ἐνός μέν ἀπό τήν πρόταξη τῶν ἐπισκόπων της Συρίας ἔναντι τῶν ἐπισκόπων της Αἰγύπτου, ἀφοῦ καί ἡ Αἴγυπτος ὑπαγόταν μέχρι τό 382 στή Διοίκηση τῆς Ἀνατολῆς μέ πρωτεύουσα τήν Ἀντιόχεια, ἀφ'ἑτέρου δέ ἀπό τήν ἀναγραφή τῶνἐπισκόπων της Μεσοποταμίας («τούς τ'ἐκ μέσης τῶν ποταμῶν ὁρμωμένους») ἀμέσως μετά τήν ἀναγραφή τῶν ἐπισκόπων Αἰγύπτου, Θηβαϊδας καί Λιβύης. Ἡ ἐπιβεβαίωση αὐτή εἶναι εὔλογη, ὄχι μόνο γιατί οἱ ἐπίσκοποι τῆς Μεσοποταμίας ἔπρεπε νά ἀναγραφοῦν μέ γεωγραφικά ἤ μέ ἐκκλησιαστικά κριτήρια ἀμέσως μετά τούς «Ἀραβίους καί Παλαιστινούς», ἀλλά κυρίως γιατί ὅπως ἡ Μεσοποταμία ἀναγραφόταν ἀμέσως μετά τήν Αἴγυπτο στό πρωτόκολλο τῆς ρωμαϊκῆς διοικήσεως. Αὐτό συνάγεται ἀπό μαρτυρία (343), κατά τήν ὁποία ὁ ἀνώτερος ἀξιωματοῦχος τῆς αὐτοκρατορίας στήν περιοχή αὐτήστό ρωμαϊκό πρωτόκολλο ἔφερε τόν τίτλο Comes Orientis, Aegypti et Mesopotamiae .
Συνεπῶς, ὁ Εὐστάθιος Ἀντιοχείας, ὡς ὁ ἐπίσκοπός της πρωτεύουσας τῆς πρώτης ἐπαρχίας τῆς Συρίας στή Διοίκηση τῆς Ἀνατολῆς, ἦταν καί ὁ «πρωτεύων τοῦ δεξιοῦτάγματος», ὁ ὁποῖος προσφώνησε τόν Μ. Κωνσταντῖνο ὡς ἐκπρόσωπος τῆς συνόδου καί ἄσκησε τήν προεδρία κατά τίς ἐργασίες της. Βεβαίως, ἡ σχετική μαρτυρία τοῦΘεοδωρήτου Κύρου εἶχε ὡς κύρια πηγή τήν ἀντιοχειανή παράδοση γιά τόν ρόλο τοῦ Εὐσταθίου στήν Α΄ Οἰκουμενική σύνοδο. Ὡστόσο, ἡ ταύτιση τοῦ Εὐσταθίου πρός τόν πρόεδρο τῆς συνόδου ἔπρεπε νά βεβαιωθῆ μέ τήν ταύτισή του πρός τόν «πρωτεύοντα τοῦ δεξιοῦ τάγματος», ἀφοῦ τό ὄνομά του δέν ἀναφέρεται ἀπό τόν Εὐσέβιο στόν Βίο Κωνσταντίνου (Vita Constantini) ὄχι μόνο γιά θεολογικούς, ἀλλά καί γιά προσωπικούς λόγους. Προφανῶς, ὁ Εὐσέβιος δέν ἀνέφερε τό ὄνομα τοῦ Εὐσταθίου λόγω τῆς εὐρύτερα γνωστῆς ἐχθρικῆς διαθέσεώς του ἔναντί του, ἀφοῦ εἶχε ἐπιμείνει γιά τήν καταδίκη του στή σύνοδο τῆς Ἀντιοχείας (ἀρχές 325). Ἡ ἔχθρα αὐτή διατηρήθηκε καί μετά τό τέλος τῶν ἐργασιῶν τῆς Α΄Οἰκουμενικῆς συνόδου μέχρι τήν ἐκθρόνιση καί τήν ἐξορία τοῦ Εὐσταθίου ἀπό τόν Μ. Κωνσταντῖνο (330), μέ δική του μάλιστα συκοφαντική καταγγελία, ἀλλά καί μέ τήν πρόθυμη ὑποστήριξη τοῦ Εὐσεβίου Νικομηδείας. Πράγματι, κατά τόν ἐκκλ. ἱστορικό Σωκράτη, «Εὐστάθιος μέν ὁ Ἀντιοχείας ἐπίσκοπος διασύρει τόν Παμφίλου Εὐσέβιον ὡς τήν ἐν Νικαίᾳ σύνοδον παραχαράττοντα, Εὐσέβιος... διαβάλλει δέ Εὐστάθιον ὡς τήν Σαβελλίου δόξαν εἰσάγοντα. Διά ταῦτα ἕκαστος ὡς κατάἀντιπάλου τούς λόγους συνέγραφον...».
Τήν ταύτιση ὅμως τοῦ Εὐσταθίου Ἀντιοχείας τόσο μέ τόν «πρωτεύοντα τοῦ δεξιοῦ τάγματος», ὅσο καί μέ τόν «πρόεδρο» τῆς συνόδου ὑπονοεῖ σαφῶς καί ἡ μαρτυρία τοῦἹερωνύμου, ἡ ὁποία ἐκφράζει ἐπίσης τήν ἀντιοχειανή παράδοση τῶν Εὐσταθιανῶν καί τονίζει ὅτι ὁ Εὐστάθιος «πρῶτος» ἀνέλαβε τήν ἔνδοξη πολεμική στολή ἐναντίον τοῦἈρείου , ὑπό τήν ἔννοια βεβαίως ὅτι ὑπέγραψε «πρῶτος» τόν Ὅρον τῆς συνόδου , ἀφοῦ ὁπωσδήποτε δέν ἦταν ὁ πρῶτος ἀναλαβών τόν ἀγώνα ἐναντίον τοῦ Ἀρείου. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ πάπας Φήλιξ Γ΄ (483-492) σέ ἐπιστολή τοῦ πρός τόν βυζαντινό αὐτοκράτορα Ζήνωνα ἀποδοκίμασε τόν ἀντιχαλκηδόνιο πατριάρχη Ἀντιοχείας Πέτρο τόν Κναφέα (471, 475-477, 485-488), γιά τήν ἀπόρριψη τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου (451), μέ τή μομφή μάλιστα ὅτι μίανε τόν θρόνο τοῦ Ἰγνατίου καί τοῦ «Εὐσταθίου τοῦ ὁμολογητοῦ καί προέδρου τῶν τιη΄ ἁγίων πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ ἀθροισθέντων». Ἡ παράδοση λοιπόν αὐτή ἦταν εὐρύτατα διαδεδομένη σέ ὁλόκληρη τή Δύση, γι'αὐτό ὁ λόγιος βορειοαφρικανός ἐπίσκοπος Φακοῦνδος Ἑρμιανῆς, στήν εἰδική πραγματεία του ἐναντίον τῆς καταδίκης τῶν «Τριῶν Κεφαλαίων» ἀπό τήν Ε΄ Οἰκουμενική σύνοδο (553), παρέθεσε ἀπόσπασμα συνοδικῆς ἀποστολῆς τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀντιοχείας Ἰωάννη (428-441), στήν ὁποία τονίζεται ὅτι ὁ Εὐστάθιος «ὑπῆρξε ὁ πρῶτος βεβαιώσας τήν ὀρθόδοξη πίστη» στή σύνοδο τῆς Νικαίας (qui sanctorum partum, qui apud Nicaenam concregati sunt, primus existens fidem orthodoxam confirmavit).
Συνεπῶς, ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, καίτοι ἀνέλαβε τό ὅλο βάρος τῆς συγκλήσεως, τῆς πραγματοποιήσεως καί τῆς λειτουργίας τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου, οὔτε ἦταν, οὔτε βεβαίως μποροῦσε νά εἶναι ὁ πρόεδρος τῆς συνόδου. Ἐν τούτοις, ὅταν παρίστατο στίς ἐργασίες τῆς συνόδου, τοῦ ἀναγνωριζόταν εὐλόγως τό δικαίωμα τῆς τιμητικῆς πρωτοκαθεδρίας, ἐνῶ, ὅταν ἦταν ἀναγκαῖο, παρενέβαινε μέ πολύ διακριτικό τρόπο γιά τήν εἰρηνική καί ἀπρόσκοπτη συνέχιση τῶν ἐργασιῶν τῆς συνόδου, ὅπως ἐπίσης καί γιά τήν ἐκτόνωση τῶν ἀκραίων ἐντάσεων. Ἡ συμβολή λοιπόν τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ὑπῆρξε σημαντική γιά τήν πορεία τῶν ἐργασιῶν τῆς συνόδου, ἀφοῦ, κατά τόν Εὐσέβιο Καισαρείας, παρενέβαινε μέ τήν ἐξαιρετική αὐθεντία του, «τούς μέν συμπείθων, τούς δέ καταδυσωπῶν τῷ λόγῳ, τούς δ'εὖ λέγοντας ἐπαινῶν, πάντας τ'εἰς ὁμόνοιαν ἐλαύνων, εἰσόθ'ὁμογνώμονας καί ὁμοδόξους αὐτούς ἐπί τοῖς ἀμφισβητουμένοις ἅπασι κατεστήσατο». Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ὁ σεβασμός του πρός τά ἀνελαστικά ὅρια τῆς συνοδικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας, προσδιόρισε καί τά ὅρια τῶν δικῶν του παρεμβάσεων στήν πορεία τῶν ἐργασιῶν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου, γι'αὐτό καί λειτούργησε ἐφεξῆςὡς ἕνα καθιερωμένο καί ἀδιαμφισβήτητο πρότυπο γιά τή σύγκληση, τή συγκρότηση καί τή λειτουργία τῶν ἑπομένων Οἰκουμενικῶν συνόδων.
2. Τό ὑπόδειγμα τοῦ Μ. Κωνσταντίνου στίς ἑπόμενες Οἰκουμενικές συνόδους
Τό ὑπέροχο ὑπόδειγμα τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἐπηρέασε πράγματι κατά τρόπο καθοριστικό τόν ρόλο τοῦ αὐτοκράτορα σέ ὅλες τίς ἑπόμενες Οἰκουμενικές συνόδους,ἀλλά πάντοτε μέσα στά πλαίσια ἀφ'ἐνός μέν τῆς ἐπικρατήσεως τοῦ χριστιανισμοῦ στή ρωμαϊκή αὐτοκρατορία κατά τόν Δ΄ αἰώνα, ἀφ'ἑτέρου δέ τῆς διαμορφώσεως τῶν νέων κριτηρίων γιά τίς ἀλληλέγγυες σχέσεις τῆς πολιτικῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας στό ἑνιαῖο σῶμα τῆς αὐτοκρατορίας. Οἱ αὐθαίρετες ὅμως παρεμβάσεις τῶνἀρειανοφρόνων διαδόχων του Μ. Κωνσταντίνου χρησιμοποίησαν τό συνοδικό σύστημα ὄχι μόνο γιά νά ἐπιβάλουν μέ βίαιο τρόπο τίς δικές τους αἱρετικές ἐπιλογές ἤ τῶνἀρειανοφρόνων συμβούλων τους, ἀλλά καί γιά νά ἀπορρίψουν τό Σύμβολο τῆς πίστεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου (325), μέ τραγικές μάλιστα συνέπειες γιά τήν ἑνότηταὄχι μόνο της Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τῆς αὐτοκρατορίας. Συνεπῶς, ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος Α΄ (378-395), ὑπέρμαχος τοῦ κύρους τῶν ἀποφάσεων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου, ἀποφάσισε νά ἐπιβάλη μέ δικό του Διάταγμα (380) ὡς ὑποχρεωτική τήν πίστη τῆς Νικαίας σέ ὅλους τους χριστιανούς πολίτες τῆς αὐτοκρατορίας τόσο στήνἈνατολή, ὅσο καί στή Δύση.
Ἡ ἐπιλογή τοῦ αὐτοκράτορα ἦταν συνεπής ὄχι μόνο πρός τήν προσωπική του πίστη, ἀλλά καί πρός τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση, γι'αὐτό προέβαλε ὡς κριτήρια γιά τόν ἔλεγχο τῆς αὐθεντικῆς πίστεως τῆς Νικαίας στή μέν Ἀνατολή τόν ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Πέτρο, ἐνῶ στή Δύση τόν πάπα Ρώμης Δάμασο. Ἡ ἐφαρμογή ὅμως τῆςἀποφάσεως τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου συνεπαγόταν ἀπαραιτήτως τήν ἄμεση κινητοποίηση τοῦ συνοδικοῦ συστήματος γιά τόν καθορισμό τῶν κριτηρίων, τῆς διαδικασίας καί τοῦ τρόπου ἐφαρμογῆς τῆς ἀποφάσεώς του σέ ὅλους τους αἱρετικούς ἀρχιερεῖς ἤ καί τούς λοιπούς κληρικούς, ἀφοῦ, ὅσοι ἐπέμεναν στίς αἱρετικές τους δοξασίες , ἔπρεπε νάἐξορισθοῦν ἀπό τήν αὐτοκρατορία. Συγχρόνως, ἔπρεπε νά ἀντιμετωπισθοῦν ἐπίσης συνοδικῶς τόσο ἡ πλήρωση τοῦ θρόνου τῆς Κπόλεως, μετά τήν ἄμεση ἐκθρόνιση τοῦἀρειανόφρονα ἀρχιεπισκόπου Δημοφίλου, ὅσο καί ἡ ἄρση τοῦ πολύπλοκου Ἀντιοχειανοῦ σχίσματος (362-398), τό ὁποῖο εἶχε συμπαρασύρει στή διάσπαση τίς Ἐκκλησίες τῆςἈνατολῆς καί τῆς Δύσεως, μέ τήν ὁποία εἶχε συνταχθῆ καί ὁ θρόνος Ἀλεξανδρείας. Προφανῶς, ὁ Μελέτιος Ἀντιοχείας ἔπεισε τόν αὐτοκράτορα νά συγκαλέση σέ μία μεγάλη Ἐνδημούσα σύνοδο τῆς Κπόλεως μόνο τους ἐπισκόπους της Ἀνατολῆς, γι'αὐτό ἡ Β΄ Οἰκουμενική σύνοδος (381), καίτοι δέν συγκλήθηκε ὡς Οἰκουμενική, ἀναγνωρίσθηκε τελικῶς ὡς Οἰκουμενική a posteriori ἀπό τήν Δ΄ Οἰκουμενική σύνοδο (451).
Ὑπό τήν προοπτική αὐτή, ἡ Β΄ Οἰκουμενική σύνοδος εἶχε συνείδηση τῆς οἰκουμενικῆς της ἀποστολῆς, γι'αὐτό διακήρυξε τόσο τό ὑποχρεωτικό κύρος τῆς πίστεως τῆς Νικαίας γιά ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας (καν. 1), ὅσο καί τά κανονικά κριτήρια γιά τήν ἐπιστροφή τῶν αἱρετικῶν στούς κόλπους της (καν. 7). Τά κριτήρια αὐτά καθόριζαν τήν ὅλη διαδικασία γιά τόν τρόπο ἐπιστροφῆς τῶν αἱρετικῶν στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, γι'αὐτό ἡ συνόδος συνέταξε καί τόν καθιερωμένο στή ἐκκλησιαστική πράξη γιά τήν ἐπιστροφή τῶν αἱρετικῶν Λίβελλο πίστεως , ὁ ὁποῖος εἶχε ὡς βάση τό Σύμβολο τῆς Νικαίας γιά νά ἐντάξη σέ αὐτό καί τούς νεώτερους αἱρετικούς (Πνευματομάχους, Εὐνομιανούς, Μαρκελλιανούς, Ἀπολιναριστές κ.ἄ.). Συνεπῶς, ἡ χρησιμοποίηση τοῦ Λιβέλλου πίστεως ὡς κριτηρίου γιά τήν ὀρθοδοξία τῆς πίστεως τόσο στό Βάπτισμα τῶν πιστῶν , ὅσο καί στή Χειροτονία τῶν ἐπισκόπων ἤ καί τῶν λοιπῶν κληρικῶν ἐξηγεῖ γιατί ὁ Λίβελλος πίστεως ἀνακηρύχθηκε ἐπίσης ὡς ὑποχρεωτικό Σύμβολο πίστεως στή Δ΄ Οἰκουμενική σύνοδο (451) γιά ὅλες τίς ἀνά τήν οἰκουμένη χριστιανικές ἐκκλησίες. Ἡ ἐκκλησιαστική λοιπόν συνείδηση ἀναγνώρισε de facto τό οἰκουμενικό κύρος τῆς Ἐνδημούσας συνόδου τῆς Κων/πόλεως ἀφ' ἑνός μέν γιατί ἡ ἀποστολή της ἀναφερόταν σέ σοβαρό ζήτημα πίστεως οἰκουμενικοῦ ἐνδιαφέροντος, ὅπως ἡ ἐπιβολή τῆς πίστεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου σέ ὅλες της κατά τόπους Ἐκκλησίες, ἀφ'ἑτέρου δέ γιατί οἱ ἀποφάσεις τῆς ἐφαρμόσθηκαν ἀμέσως, μέ τή συνδρομή μάλιστα καί τῶν κρατικῶνὑπηρεσιῶν σέ ὅλες τίς ἀρειανικές ὁμάδες τῆς αὐτοκρατορίας[1].
Εἶναι λοιπόν προφανές ὅτι ὁ ρόλος τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου στή Β΄ Οἰκουμενική σύνοδο (381) ἦταν καθοριστικός, ὄχι μόνο γιατί ἐπέβαλε τό Σύμβολο πίστεως τῆςΑ΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου (325) μέ δικό του αὐτοκρατορικό διάταγμα (380) ὡς ὑποχρεωτικό γιά ὅλες τίς χριστιανικές ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως, μέ τήν ἀπειλή μάλιστα τῆς ἐξορίας ὅλων τῶν ἀντιδρώντων ἐκτός τῶν ὁρίων τῆς αὐτοκρατορίας, ἀλλά καί γιατί συγκάλεσε σέ μία Μείζονα σύνοδο τούς ἐπισκόπους της Ἀνατολῆς γιά νάὁρίσουν τόν τρόπο, τούς συντονιστές καί τήν ὅλη ἐκκλησιαστική διαδικασία ἐπιστροφῆς στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἀρειοφρόνων καί τῶν ἄλλων αἱρετικῶνἀρχιερέων ἤ λοιπῶν κληρικῶν γιά τήν ἄμεση ἐφαρμογή τῆς ἀποφάσεως τοῦ αὐτοκράτορα. Βεβαίως, οὔτε ὁ αὐτοκράτορας εἶχε ἰδιαίτερο λόγο νά παρίσταται στίς περιοδικές συνεδρίες τῆς συνόδου (381,382), ἡ ὁποία προθύμως ἐνεργοῦσε ὡς ἐκτελεστικό ὄργανο τῆς δικῆς του ἀποφάσεως, ἀλλ'οὔτε ἡ σύνοδος εἶχε λόγο νά διαφωνήση πρός τήνἀπόφαση τοῦ αὐτοκράτορα, ἡ ὁποία ἀξίωνε ὀφειλετικῶς τόν γενικό σεβασμό τῶν ὁμοφώνων ἀποφάσεων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἡ Δ΄ Οἰκουμενική σύνοδος (451) ἀναγνώρισε τό οἰκουμενικό κύρος τόσο τῆς Ἐνδημούσας συνόδου τῆς Κπόλεως(381), ὅσο καί τοῦ συνταχθέντος ἀπό αὐτή Λιβέλλου πίστεως , στόν ὁποῖο εἶχε ἐνσωματωθῆ καί τό Σύμβολο πίστεως τῆς Νίκαιας.
Συνεπῶς, ὁ Μ. Κωνσταντῖνος συγκάλεσε τήν Α΄ Οἰκουμενική σύνοδο (325) γιά νά ὁρίση τήν κοινή πίστη ὅλων τῶν ἀνά τήν οἰκουμένη χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν, ἐνῶ ὁΜ. Θεοδόσιος συγκάλεσε τούς ἐπισκόπους της Ἀνατολῆς σέ μία Μείζονα σύνοδο, τή Β΄ Οἰκουμενική σύνοδο (381), ἀφ'ἑνός μέν γιά νά ὑπερασπισθῆ τό Σύμβολο πίστεως τῆς Ἅ΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου , τό ὁποῖο καταπολέμησαν μέ ἀπερίγραπτη βιαιότητα οἱ προκάτοχοί του ἀρειανόφρονες αὐτοκράτορες (Κωνστάντιος, Οὐάλης), ἀφ'ἑτέρου δέ γιά νά τόἐπιβάλη ὡς ἀπόλυτο κοινό κριτήριο πίστεως γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς τραυματισμένης ἑνότητας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος τῆς αὐτοκρατορίας. Οἱ δύο λοιπόν Οἰκουμενικές σύνοδοι τοῦ Δ΄ αἰώνα καθόρισαν ὄχι μόνο τά ὅρια τοῦ θεσμικοῦ ρόλου τοῦ αὐτοκράτορα στή λειτουργία τῆς Οἰκουμενικῆς συνόδου , ἀλλά καί τόν τρόπο προσαρμογῆς τῶν κανονικῶν κριτηρίων γιά τή σύγκληση, τή συγκρότηση καί τήν προεδρία τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ πρός τήν ἐξέλιξη τῆς διοικητικῆς ὀργανώσεως τῆςἘκκλησίας σέ τοπική, περιφερειακή καί οἰκουμενική προοπτική, ἤτοι τόσο πρός τό εἰσαχθέν ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική σύνοδος (325) κατά ἐπαρχίες «μητροπολιτικό σύστημα» (καν. 4, 5, 6 καί 7), ὅσο καί πρός τή συμπλήρωσή του ἀπό τή Β΄ Οἰκουμενική σύνοδο (381) κατά μείζονες «διοικήσεις» (D ioecesis) «ἐξαρχικό σύστημα» (καν. 2 καί 6). Ὑπό τήνἔννοια αὐτή, στήν Α΄ Οἰκουμενική σύνοδο προσκλήθηκαν ἀπό τόν Μ. Κωνσταντῖνο ὅλοι οἱ ἐπίσκοποί της ἀνά τήν οἰκουμένη Ἐκκλησίας, καίτοι δέν προσῆλθαν ὅλοι οἱπροσκληθέντες, ἐνῶ στίς ἄλλες μεγάλες Γ΄ καί Δ΄ Οἰκουμενικές συνόδους τοῦ Ε΄ αἰώνα οἱ βυζαντινοί αὐτοκράτορες ἔπρεπε νά προσκαλοῦν μόνο τούς μητροπολίτες τῶνἐπαρχιῶν, μέ τήν ὑπόδειξη μάλιστα τῆς συγκλήσεως τῶν δικῶν τους Ἐπαρχιακῶν συνόδων γιά νά ὁρίσουν ὀλιγομελεῖς ἀντιπροσωπίες 3-4 ἤ καί περισσοτέρων ἐπισκόπων γιά τήν Οἰκουμενική σύνοδο, ἀφοῦ ἦταν πλέον ἀδύνατη ἡ συμμετοχή σέ μία σύνοδο ὅλων τῶν ἐπισκόπων της Ἐκκλησίας.
Οἱ βυζαντινοί λοιπόν αὐτοκράτορες εἶχαν πλέον ἕνα διαμορφωμένο θεσμικό πλαίσιο γιά τόν ρόλο τοῦ αὐτοκράτορα στή σύγκληση, τή συγκρότηση, τήν προεδρία καί τήν ὅλη λειτουργία μιᾶς Οἰκουμενικῆς συνόδου, ὅταν προέκυπτε ἕνα μεῖζον ζήτημα πίστεως ἤ καί κανονικῆς τάξεως. Ἄλλωστε, εἶχαν πλέον διαμορφωθῆ ὁριστικῶς ὄχι μόνο τά δύο ἐπίπεδα τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως (μητροπολιτικό, ἐξαρχικό), ἀλλά καί ἡ κανονική ἱεράρχηση τῆς τάξεως τῶν «πρεσβείων τιμῆς» τῶν πέντε ἐπισημοτάτων θρόνων τῆς Ἐκκλησίας (Ρώμης, Κων/πόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων), ἤτοι μέ τούς σχετικούς κανόνες 6 καί 7 τῆς Α΄ καί 2 καί 3 τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου.Ἦταν λοιπόν αὐτονόητη ἡ ὀφειλετική ἀνταπόκρισή τους τόσο γιά τή σύγκληση μιᾶς Οἰκουμενικῆς συνόδου, ὅσο καί γιά τήν ἀντιμετώπιση ὅλων τῶν πρακτικῶν ζητημάτων γιά τήν πραγματοποίησή της στόν καθορισμένο τόπο καί χρόνο, ἀλλ'ὅμως ἦταν πλέον ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὄχι μόνο ἡ κανονική ἐκπροσώπηση ὅλων τῶν Ἐπαρχιακῶν συνόδων , ἀλλά καί ἡ συναίνεση τῶν ἐπισημοτάτων θρόνων , οἱ προκαθήμενοι τῶν ὁποίων εἶχαν καί τό κανονικό προνόμιο νά ἀσκήσουν τήν προεδρία τῆς συνόδου, κατά τήν ἤδη καθιερωμένη τάξη τῶν «πρεσβείων τιμῆς».
Συνεπῶς, ἡ σύγκληση ἀπό τόν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ (408-450) τῆς Γ΄ (431) καί τῆς Δ΄ (451) Οἰκουμενικῆς συνόδου ἀποφασίσθηκε μετά ἀπό τήν κοινή ἀξίωση τῶνἐπισημοτάτων θρόνων, ἀλλ' ὅμως ἡ πρόσκληση τοῦ αὐτοκράτορα (sacra) ἀπευθύνθηκε σέ ὅλους τους μητροπολίτες γιά νά ὁρίσουν, μέ ἀποφάσεις τῶν δικῶν τους Ἐπαρχιακῶν συνόδων , εἴτε ἕνα περιορισμένο ἀριθμό ἐκπροσώπων τους, ὅπως στήν Γ΄ Οἰκουμενική σύνοδο (431) καί στή «ληστρική» σύνοδο τῆς Ἐφέσου (449), ἤ καί ἕνα ἀπεριόριστο ἀριθμόἐκπροσώπων, ὅπως στή Δ΄ Οἰκουμενική σύνοδο (451). Ἐν τούτοις, οἱ αὐθαίρετες ἤ καί ἐπιπόλαιες παρεμβάσεις τῶν ἐκπροσώπων τοῦ αὐτοκράτορα στίς δύο συνόδους τῆςἘφέσου (431, 449) ἀποδυνάμωσαν τήν ἐφεξῆς ἐπιρροή τοῦ αὐτοκράτορα στήν ὅλη λειτουργία τῆς Οἰκουμενικῆς συνόδου καί εἰδικότερα σέ ζητήματα πίστεως, γι'αὐτό ὁ μέν ρόλος τοῦ αὐτοκράτορα περιορίσθηκε στή σύγκληση, τή φιλοξενία καί τήν ἐπικύρωση τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων, ἐνῶ οἱ παριστάμενοι στή σύνοδοἐκπρόσωποι τοῦ αὐτοκράτορα «πρός εὐκοσμίαν ἐξῆρχον», ἤτοι τόσο γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν πρακτικῶν προβλημάτων διαμονῆς καί φιλοξενίας, ὅσο καί γιά τήν τήρηση τῆς τάξεως μέ τίς διακριτικές παρεμβάσεις στίς ἐργασίες τῆς συνόδου.
Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἐξηγεῖται ἡ ἀδυναμία τους ὄχι μόνο νά ἐμποδίσουν τήν αὐθαίρετη ἀπόφαση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας Κυρίλλου νά κηρύξη ἀμέσως τήνἔναρξη τῶν ἐργασιῶν τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου, ἤτοι πρίν ἀπό τήν ἔστω καθυστερημένη ἄφιξη τῶν ὑπό τόν ἀρχιεπίσκοπο Ἀντιοχείας ἐπισκόπων της Ἀνατολικῆς διοικήσεως, ἀλλ' ἀκόμη καί νά ἐπιβάλουν μέ βίαια μέσα τή βούληση τοῦ αὐτοκράτορα γιά τήν ἄρση τῆς διασπάσεως τῆς συνόδου σέ δύο χωριστές καί ἀντίπαλες συνοδικές συνελεύσεις, μέ ἐπαχθεῖς μάλιστα συνέπειες γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Βεβαίως, ἡ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας τῶν ἀρχιεπισκόπων Ἀλεξανδρείας καίἈντιοχείας ἤρθη μετά ἀπό μακρές συζητήσεις μέ τούς «Ὅρους τῶν Διαλλαγῶν» (433), ἀλλ' ὅμως ἡ κρίση στή σχέση τοῦ αὐτοκράτορα μέ τόν συνοδικό θεσμό ἐπιδεινώθηκε, ἰδιαίτερα μετά τήν προκλητική ὑποστήριξη τῶν προδήλως ἀντικανονικῶν πράξεων τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας Διοσκόρου, στόν ὁποῖο ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ εἶχε ἐκχωρήσει ὄχι μόνο τήν «αὐθεντίαν τῆς συνόδου», ἤτοι τῆς «ληστρικῆς» συνόδου τῆς Ἐφέσου (449), ἀλλά καί τήν πλήρη ὑποστήριξη τῶν ἐκπροσώπων του γιά τήν ἄμεσηἤ καί τή βίαιη ἐφαρμογή τῶν ἀποφάσεων της.
Ἡ ἀπόφαση λοιπόν τῶν αὐτοκρατόρων Μαρκιανοῦ καί Πουλχερίας νά συγκαλέσουν, ἀμέσως μετά τόν θάνατο τοῦ Θεοδοσίου Β΄ (450) μιά νέα Οἰκουμενική σύνοδο στή Χαλκηδόνα (451) ἀποσκοποῦσε ἀφ' ἑνός μέν στήν ἀκύρωση τῶν ἀντικανονικῶν ἀποφάσεων τῆς «ληστρικῆς» συνόδου τῆς Ἐφέσου (449), ἀφ'ἑτέρου δέ στήν ἀποκατάσταση τῆςἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τίς ὀξύτατες θεολογικές ἀντιθέσεις τῶν κορυφαίων ἐκπροσώπων τῆς ἀλεξανδρινῆς καί τῆς ἀντιοχειανῆς παραδόσεως γιά τό χριστολογικό ζήτημα. Ἔτσι, ἡ ἐπιστολή τοῦ αὐτοκράτορα γιά τή σύγκληση τῆς συνόδου (sacra) ἀπεστάλη τόσο στούς ἀρχιεπισκόπους τῶν πέντε ἐπισημοτάτων θρόνων (Ρώμης, Κων/πόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων), ὅσο καί στούς μητροπολίτες ὅλων τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ἀνατολής. Ὡστόσο, ἀλλά δέν ὁρίσθηκε συγκεκριμένος ἀριθμόςἐκπροσώπων ἀπό κάθε ἐπαρχία, ἀφ'ἑνός μέν γιά νά ἐνθαρρυνθῆ προφανῶς ἡ ἐπιθυμητή ἐκπροσώπησή τους μέ τόν μεγαλύτερο δυνατό ἀριθμό ἐκπροσώπων, ἀφ'ἑτέρου δέ γιά νά εἶναι σαφέστερη ἡ ὁμοφροσύνη τοῦ σώματος τῶν ἐπισκόπων τόσο γιά τήν καταδίκη τῶν ἀντικανονικῶν πράξεων τῆς «ληστρικῆς» συνόδου τῆς Ἐφέσου (449), ὅσο καί γιά τή βεβαίωση τοῦ Ὅρου τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου (431) καί τοῦ «Ὅρου τῶν Διαλλαγῶν» (433).
Ἡ ἀνταπόκριση τῶν Ἐπαρχιακῶν συνόδων ὑπῆρξε ἐντυπωσιακή, ἀφοῦ προσῆλθαν στήν Δ΄ Οἰκουμενική σύνοδο (451) περισσότεροι ἀπό 600 ἀρχιερεῖς, ἐνῶ οἱἀντιπρόσωποι τοῦ αὐτοκράτορα, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἀνώτατοι ἀξιωματοῦχοι τῶν ὑπηρεσιῶν τοῦ Παλατίου, κατά τή ρητή ἐντολή τοῦ αὐτοκράτορα, «πρός εὐκοσμίαν ἐξῆρχον»,ἤτοι γιά τήν τήρηση τῆς τάξεως στίς ἐργασίες τῆς συνόδου. Ἐν τούτοις, παρενέβαιναν ὄχι μόνο σέ τυπικά διαδικαστικά ζητήματα κατά τίς συζητήσεις γιά τήν κρίση τοῦἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας Διοσκόρου, ἀλλά καί σέ οὐσιαστικά ζητήματα τῶν ἐργασιῶν τῆς συνόδου, ὅπως λ.χ. στόν καθορισμό τῶν δικαιωμάτων τῶν κατηγόρων (παπικῶνἀντιπροσώπων) καί τῶν κατηγορουμένων (Διοσκόρου, Ἰουβεναλίου Ἱεροσολύμων, Θαλασσίου Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας κ.ἄ.) ἤ στήν ἀξίωση τῆς ἐφαρμογῆς τῆς κανονικῆςἀρχῆς τῆς «ταυτοπαθείας» σέ ὅλους τούς κατηγορουμένους. Οἱ ἐκπρόσωποι λοιπόν τοῦ αὐτοκράτορα στήν Δ΄ Οἰκοουμενική σύνοδο ὑπῆρξαν ἰδιαίτερα αὐστηροί ἤ καίἀδιάλλακτοι στίς ἀξιώσεις τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ πάπα Λέοντα Α΄ (440-461) ἐπισκόπων Πασχασίνου καί Λουκινσίου γιά τόν ρόλο τους στή διαδικασία κρίσεως τῶνὑπευθύνων γιά τίς ἀντικανονικές ἀποφάσεις τῆς «ληστρικῆς» συνόδου τῆς Ἐφέσου (449), καίτοι γνώριζαν τίς ἐντολές τοῦ πάπα πρός τούς ἀντιπροσώπους του γιά τήν εἰδικότερη ἀποστολή τους ὡς κατηγόρων κατά τοῦ Διοσκόρου καί τῶν συνεργῶν του.
Ἐν τούτοις, ὑπό τήν ἀπειλή τῶν παπικῶν ἀντιπροσώπων γιά τήν ἀποχώρησή τους ἀπό τή σύνοδο, οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ αὐτοκράτορα ὑποχρεώθηκαν νά ὑποστηρίξουν τόσο τήν ὑποκινούμενη ἀπό τούς ἀντιοχειανούς ἐπισκόπους ἀντίθεση τῶν παπικῶν ἀντιπροσώπων στήν ὁρολογία «ἐκ δύο φύσεων» τοῦ συνταχθέντος ἀπό μία ἀντιπροσωπευτική πολυμελῆ Συνοδική Ἐπιτροπή σχεδίου Ὅρου, ὅσο καί τήν ἐμμονή τους στήν προτεινόμενη ἀπό αὐτούς ὁρολογία «ἐν δύο φύσεσι», παρά τήν ἔντονηἀντίδραση τῆς πλειοψηφίας τῶν μελῶν τῆς συνόδου. Βεβαίως, οἱ παρεμβάσεις αὐτές τῶν ἐκπροσώπων τοῦ αὐτοκράτορα σέ ζητήματα πίστεως ὑπερέβαιναν τίς συγκεκριμένες κάι συγκεκριμένες καί συγκεκριμένες ἁρμοδιότητές τους γιά τήν τήρηση τῆς «εὐκοσμίας» στίς ἐργασίες τῆς συνόδου, ἀλλά κατέστησαν τελικῶς ἀναγκαῖες τόσο γιά τήνἱκανοποίηση τῆς ἐπιθυμίας τοῦ αὐτοκράτορα Μαρκιανοῦ καί τῆς Πουλχερίας, ὅσο καί γιά τήν ὁλοκλήρωση τῆς ἀποστολῆς τῆς συνόδου, καίτοι ἡ ἐπιβληθείσα καινοφανής θεολογική ὁρολογία («ἐν δύο φύσεσιν») ἦταν βέβαιο ὅτι θά προκαλοῦσε νέες ἀντιπαραθέσεις μεταξύ τῶν ἐκπροσώπων τῆς ἀντιοχειανῆς καί τῆς ἀλεξανδριανῆς παραδόσεως.
Προφανῶς, οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ αὐτοκράτορα, καίτοι εἶχαν πλήρη ἐπίγνωση τῶν περιορισμένων ἁρμοδιοτήτων τους γιά τήν τήρηση τῆς τάξεως καί τῆς νομιμότητας τῶν διαδικασιῶν στίς ἐργασίες τῆς συνόδου, ἰδιαίτερα σέ περιπτώσεις κρίσεως ἀρχιεπισκόπων ἐπισημοτάτων θρόνων, ἐν τούτοις δέν εἶχαν πλήρη ἐπίγνωση τῶν ὁρίων τῆς σχέσεως νομιμότητας καί κανονικότητας στήν ἀντιμετώπιση σοβαρῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων. Ἔτσι, ἡ συζήτηση στή σύνοδο τῆς ἐνστάσεως τοῦ μητροπολίτη Τύρου Φωτίου γιά τήν κανονικότητα τῆς αὐθαίρετης διαιρέσεως τῆς ἐπαρχίας Φοινίκης μέ διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄ (450), προκάλεσε τό ἀφελές ἐρώτημα τῶνἐκπροσώπων του στή σύνοδο ὡς πρός τή σχέση νομιμότητας καί κανονικότητας , ἤτοι ἄν σέ περίπτωση συγκρούσεώς τους ὑπερισχύη τό διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορα ἤ οἱ ἱ. κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀπάντηση τῆς συνόδου ἦταν αὐτονόητη καί ἐξέφραζε τήν ὁμόφωνη γνώμη της γιά τήν ὑπερέχουσα αὐθεντία τῶν ἱ. κανόνων ἔναντι τῆς πολιτικῆς νομοθεσίας σέ ἐκκλησιαστικά ζητήματα, γι'αὐτό ἀκυρώθηκε τό διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου (καν. 12).
Συνεπῶς, ἡ Δ΄ Οἰκουμενική σύνοδο (451) ὑπῆρξε καθοριστική ὄχι μόνο γιά τή σχέση τοῦ αὐτοκράτορα καί τῆς Οἰκουμενικῆς συνόδου , ἀλλά καί γιά τή μελλοντική λειτουργία τῆς σχέσεως αὐτῆς , ἡ ὁποία ὅμως ἐπηρεάσθηκε βαθύτατα ἀπό τήν καθιέρωση τοῦ πατριαρχικοῦ συστήματος στή διοικητική ὀργάνωση καί στή συνοδική λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι τῆς διοικητικῆς ὑπαγωγῆς ὅλων τῶν μητροπόλεων τῆς ἀνά τήν οἰκουμένη Ἐκκλησίας σέ ἕνα ἀπό τούς πέντε ἐπισημοτάτους θρόνους (Ρώμης, Κων/πόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων), ἀφοῦ συνδύαζαν πλέον τά ὑπερδιοικητικά «πρεσβεῖα τιμῆς» (καν. 6 καί 7 τῆς Α΄ καί 2 καί 3 τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου) μέὑπερμητροπολιτικῆ διοικητική δικαιοδοσία[1]. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, οἱ ἐπίσκοποι, ἐνῶ προσκλήθηκαν στή Δ΄ Οἰκουμενική σύνοδο μέ βάση τό μητροπολιτικό σύστημα τῶνἐπαρχιῶν, ἐν τούτοις κατατάχθηκαν στήν αἴθουσα συνεδριῶν τῆς συνόδου μέ βάση τό ἐξαρχικό σύστημα τῶν «διοικήσεων» (dioecesis) καί ἐξῆλθαν τελικῶς ἀπό τή σύνοδο μέ τό πατριαρχικό σύστημα , χωρίς ὅμως νά θιγῆ ἡ ἐσωτερική διοικητική αὐτοτέλεια τῶν Ἐπαρχιακῶν συνόδων τοῦ μητροπολιτικοῦ συστήματος (καν. 9, 17, 28 καί 30 τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου).
Οἱ ἔχοντες λοιπόν τά ἐξαιρετικά «πρεσβεῖα τιμῆς» πέντε πατριαρχικοί θρόνοι κατέστησαν οἱ πέντε διοικητικές κεφαλές τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀφοῦἀπέκτησαν διοικητική δικαιοδοσία στίς μητροπόλεις μιᾶς ἤ καί περισσοτέρων «διοικήσεων», μέ σαφῆ μάλιστα ἐδαφική περιγραφή τῆς ἐδαφικῆς συνέχειας καί τῶν ὁρίων τῆς εὐρυτάτης δικαιοδοσίας τους. Βεβαίως, οἱ τραγικές συνέπειες τῶν δογματικῶν καί τῶν κανονικῶν ἀποφάσεων τῆς συνόδου γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἔπληξαν τό κύρος τόσο τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου, ὅσο καί τοῦ αὐτοκράτορα, γι'αὐτό ὁ αὐτοκράτορας Λέων Α΄ ὁ Θράξ (457-474) ζήτησε ἀμέσως μέ Ἐγκύκλια ἐπιστολή τοῦ (457) ἀπόὅλους τους μητροπολίτες τῆς Ἀνατολῆς, ἤτοι ὄχι διά μέσου τῶν πέντε πατριαρχῶν , νά συγκαλέσουν τίς Ἐπαρχιακές συνόδους γιά νά ἀποφανθοῦν, ἄν ἀποδέχοντο ἤ ὄχι τή Δ΄ Οἰκουμενική σύνοδο, ἤτοι χωρίς τή σύγκληση μιᾶς νέας Οἰκουμενικῆς συνόδου. Οἱ ἀπαντήσεις τῶν Ἐπαρχιακῶν συνόδων ἐπιβεβαίωσαν τήν ὁμόφωνη σχεδόν ἀποδοχή τοῦοἰκουμενικοῦ κύρους τῆς συνόδου, ἀλλά συγχρόνως διευρυνόταν καί ὁ κύκλος τῶν ἀντιδράσεων ὀργανωμένων ὁμάδων κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν στήν Αἴγυπτο, τή Συρία καί τήν Παλαιστίνη ἐναντίον τῆς συνόδου τῆς Χαλκηδόνας καί τῶν ἀποφάσεών της.
Στά πλαίσια αὐτά, ἐνισχύθηκε τόσο τό κύρος τῶν πέντε πατριαρχῶν, ὅσο καί ἡ ἀναγκαιότητα τῆς ἁρμονικῆς συνεργασίας τους μέ τόν βυζαντικό αὐτοκράτορα γιά τή διαφύλαξη ἤ τήν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, γι'αὐτό αὐτοκράτορας Ζήνων (474-491) ἔπεισε τόν πατριάρχη Κπόλεως Ἀκάκιο (472-489) νά ὑπογράψη, μαζί μέ τούς ἄλλους πατριάρχεςτης Ἀνατολῆς, ἕνα Ἑνωτικόν διάταγμα (482), τόσο γιά τόν πλάγιο παραμερισμό τῆς συνόδου τῆς Χαλκηδόνας, ὅσο καί γιά τήν ἐκτόνωση τῶν ὀξυτάτων ἀντιπαραθέσεων τῶν ἀντιφρονούντων καί τήν εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἄρνηση ὅμως τῶν πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας Ἰωάννη Ταλάια (482) καί Ἀντιοχείας Καλανδίωνα (479-484) νά ὑπογράψουν τό Ἑνωτικόν διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορα περιέπλεξε τά πράγματα, γι'αὐτό ὁ αὐτοκράτορας ἀποφάσισε τόσο τήν ἐκθρόνιση τῶνἀρνηθέντων τήν ὑπογραφήν, ὅσο καί τήν ἐπιβολή στούς δύο θρόνους τῶν προθύμων νά ὑπογράψουν τόν Ἑνωτικόν τῶν εκθρονισμένων πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας Πέτρου Μογγοῦ καί Πέτρου Κναφέα ἀντιστοίχως. Ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἰωάννης Ταλάιας κατέφυγε στή Ρώμη καί παρουσίασε τό Ἑνωτικόν ὡςἀποδοκιμασία τοῦ Τόμου τοῦ πάπα Λέοντα Α΄ (440-461), ὁ ὁποῖος εἶχε ἐγκωμιασθῆ στήν Δ΄ Οἰκουμενική σύνοδο, γι'αὐτό ὁ πάπας Φήλιξ Γ΄ (483-492) ἀρνήθηκε νά ὑπογράψη τό διάταγμα καί συγκάλεσε σύνοδο στή Ρώμη (484), ἡ ὁποία καθαίρεσε τόν ὑπογράψαντα πατριάρχη Κων/πόλεως Ἀκάκιο καί διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν θρόνο τῆς Κων/πόλεως.