Βιβλιοπαρουσίασις Ιστορίας Ι. Μητροπόλεως
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΙΣ
Παναγιώτης Γιαννόπουλος: Η Πεντηκονταετηρίδα της Ιεράς Μητρόπολης Βελγίου και Εξαρχίας Κάτω Χωρών και Λουξεμβούργου. Εόρτιος Τόμος. Βρυξέλλες 2019, σελ. 190.
Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Βελγίου καὶ Ἐξαρχία
Κάτω Χωρῶν καὶ Λουξεμβούργου, κατὰ τὸ παρὸν ἔτος (2019) ἑορτάζει τὸ
χρυσοῦν Ἰωβηλαῖον αὐτῆς· τὴν συμπλήρωσιν δηλαδὴ πεντήκοντα ἐτῶν (12
Αὐγούστου 1969), ὅτε ὁ μέγας Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας καὶ τὰ
περὶ αὐτὸν τίμια μέλη τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου ἀπεφάσισαν τὴν ἵδρυσιν
τῆς Ἱερᾶς ταύτης Μητροπόλεως.
Εἰς τὰ πλαίσια τῶν ἑορταστικῶν
ἐκδηλώσεων διὰ τὴν ἐπέτειον ταύτην, ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις, μεταξὺ πολλῶν
ἰδιαιτέρως ἀξιολόγων ἐκφάνσεων, προέβη εἰς τὴν ἔκδοσιν, ἐν Βρυξέλλαις,
μίας σπουδαίας ἐκδόσεως, τῆς ὁποίας θέμα εἶναι ἡ τεκμηριωμένη
προσέγγισις καὶ παρουσίασις τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος αὐτῆς κατὰ τὴν
παρελθοῦσαν πεντηκονταετίαν. Πρόκειται διὰ μίαν καλαίσθητον ἔκδοσιν
ἑκατὸν ἐνενήκοντα σελίδων, προϊὸν πολυχρόνου καὶ πολυμόχθου ἐπιτοπίας
ἐρευνητικῆς ἐργασίας, τῆς ὁποίας ἡ χρώματος βυσσινὶ στάχωσις εἶναι
πανόδετος καὶ φέρει χρυσογραφίες· διανθίζεται δὲ ἐσωτερικῶς μὲ σπάνιο
φωτογραφικὸ ὑλικὸ ἀντληθὲν ἐκ τοῦ Ἀρχείου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, τὸ
ὁποῖο συνομιλεῖ μετὰ τοῦ κειμένου καὶ τὸ συμπληρώνει. Διὰ τοῦ
συγγραφικοῦ καὶ ἐκδοτικοῦ τούτου ἐγχειρήματος ὑλοποιήθη ἐπιτυχῶς ἡ ἀπὸ
πολλῶν ἐτῶν ἐκφρασθεῖσα ἐπιθυμία καὶ ἐπιδίωξις τοῦ Σεβασμιωτάτου
Μητροπολίτου Βελγίου κ. κ. Ἀθηναγόρου περὶ συγγραφῆς τοῦ παρόντος ἔργου.
Τὴν ἐπίτευξιν τοῦ στόχου τούτου
ἐπωμίσθη, ὡς συγγραφεύς, ὁ ἐλλογιμώτατος κ. Παναγιώτης Γιαννόπουλος,
ὁμότιμος καθηγητὴς τοῦ Καθολικοῦ Πανεπιστημίου τῆς Λουβαὶν (Louvain) καὶ
Ἄρχων Νοτάριος τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Ὁ φιλόπονος καὶ
διακεκριμένος ἐρευνητής, εἰς τὸ ἀνὰ χεῖρας περισπούδαστον πόνημα – διὰ
τοῦ ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ, τὸ ὁποῖον παρὰ τὴν πρόσφατον ἱστορία του παρέμενε
ἕως σήμερον ἐν πολλοῖς ἄγνωστον καὶ ἀθέατον: ἀκροβολισμένον εἰς
δυσεύρετα περιοδικὰ τῆς ἐποχῆς, εἰς σελίδας ἐφημερίδων καὶ εἰς τὰ
Μητροπολιτικὰ Ἀρχεῖα καὶ διὰ τῆς μέχρι τοῦδε πτωχῆς βιβλιογραφίας –
παρέχει εὐσύνοπτον καὶ πιστὴν εἰκόνα τῆς ἱστορικῆς ἐξελίξεως τῆς Ἱερᾶς
ἡμῶν Μητροπόλεως ἐξετάζοντάς την διὰ πρώτην φορὰν συστηματικῶς μὲ
ἐξαιρετικὴν ἀκρίβειαν καὶ ἀντικειμενικότηταν. Ὁ ἀκάματος θηρευτὴς τῆς
ἱστορικῆς γνώσεως καὶ ἀληθείας ἔθεσε, τοιουτοτρόπως, τὰ θεμέλια τῆς
περαιτέρω ἐξετάσεως καὶ διερευνήσεως διανοίγοντας παραλλήλως τὴν ὁδὸν
τῆς μελλοντικῆς σπουδῆς εἰς τὰς ποικιλομόρφους πτυχὰς τοῦ τόσο
ἐνδιαφέροντος γνωστικοῦ ἀντι- κειμένου.
Διὰ νὰ λάβῃ ὁ ἀναγνώστης μικρὰν γεῦσιν
τοῦ περιεχομένου τοῦ προσφάτως ἐκδοθέντος πονήματος, παραθέτουμε τὰς
βασικὰς ἑνότητάς του. Ἡ δόμησις τοῦ κειμένου ἄρχεται μὲ τὴν ἀφιέρωσιν
(σελ.10): «Τῷ Ἀρχιεπισκόπῳ Κωνσταντινουπό- λεως, Νέας Ρώμης καί
Οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ κ.κ. Βαρθολομαίῳ ὁ συγγράψας, εὐσεβῶς καί εὐλαβῶς
ἀφιεροῖ». Ἐν συνεχείᾳ, ἀκολουθοῦν τὰ «Προλεγόμενα»(σελ.
15-20). Ὁ συγγραφεὺς προβαίνει ἐδῶ εἰς μίαν σύντομον ἱστορικὴν ἀναφορὰν
σχετικὴν μὲ τὴν ἵδρυσιν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Βελγίου. Κατόπιν,
ἀναφέρεται εἰς τὴν «ανύπα- ρκτη»βιβλιογραφίαν καὶ εἰς τὰς
δυσχερείας ἐξευρέσεως καὶ ἀξιοποιήσεως τῶν πηγῶν. Κατακλείει τὴν ἑνότητα
ταύτην παραθέτοντας, πρὸς διευκόλυνσιν τῶν ἀναγνωστῶν, Ἀλφαβητικὸν
Κατάλογον τῶν «Μεταγλωτισμένων και ελληνοποιημένων τοπωνυμίων» καὶ τὰ ἀντίστοιχα πρωτότυπα.
Τὸ προκαταρκτικὸ τμῆμα τοῦ βιβλίου ὁλοκληρώνεται διὰ τοῦ Εἰσαγωγικοῦ Σημειώματος (σελ. 21-28). Φέρει τὸν τίτλον «Θέματα Ιστορίας και Ορολογίας», τὸ κείμενο τοῦ ὁποίου χωρίζεται εἰς τρεῖς ὑποκατηγορίας. Εἰς αὐτὰς ὁ δημιουργὸς τῆς μελέτης ταύτης ἀναφέρεται μὲ τρόπον περιεκτικὸν καὶ μεστὸν περὶ τῆς «Ἐκκλησίας», καὶ συγκεκριμένως τόσον εἰς τὴν διαχρονικῶς διοικητικὴν αὐτῆς ὀργάνωσιν ὅσον καὶ εἰς τὴν ἱστορικήν της πορείαν.
Ἀκολούθως, τὸ προσφάτως ἐκδοθὲν πόνημα χωρίζεται εἰς δύο Μέρη. Τὸ Πρῶτο Μέρος, τὸ ὁποῖον ἐπιγράφεται «Ορθόδοξοι και Ορθοδοξία στο Βέλγιο, στην Ολλανδία και στο Λουξεμβούργο πριν από την ίδρυση της Μητρόπολης»,συγκροτεῖται ἐκ τριῶν Κεφαλαίων. Εἰς τὸ πρῶτον «Οι Απαρχές» (σελ.
29-38), γίνεται λόγος περὶ τῆς παρουσίας Ἑλλήνων καὶ Ρώσσων εἰς τὴν
προαναφερομένην περιοχὴν πρὸ τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ἐνῷ εἰς τὸ
ἑπόμενον «Οι Ορθόδοξοι στην περιοχή της Μητρόπολης Βελγίου και Εξαρχίας κάτω Χωρών και Λουξεμβούργου ως τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο» (σελ. 39-52),περιληπτικῶς
ἐξετάζονται μετὰ πάσης ἐπιστημονικῆς ἐμβριθείας ἀφενὸς μὲν δύο
σημαντικὰ ἱστορικὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἐστάθησαν ἡ ἀφορμὴ διὰ τὴν
ἐγκατάστασιν ὀρθοδόξων ἐν Μπένελουξ, ἀφετέρου δὲ ὁ ἀπόηχος αὐτῶν τῶν
ἱστορικῶν συγκυριῶν. Αὐτὰ ὑπῆρξαν ἡ ἐν Ρωσίᾳ ἐπανάστασις κατὰ τὸ ἔτος
1917, καὶ πέντε ἔτη ἀργότερον ἡ Μικρασιατικὴ Καταστροφή, ἡ ὁποία
προεκάλεσε τὴν μαζικὴν ἔξοδο χιλιάδων Ἑλλήνων ἐκ τῶν πατρογονικῶν των
ἐστιῶν καὶ τήν, ἐν συνεχείᾳ, μετάβασίν των εἰς Μπενελούξ. Ἐν ἔτει 1922
ἔλαβεν ἐπίσης χώρα τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς συστάσεως τῆς Ἱερᾶς
Μητροπόλεως Θυατείρων, εἰς τὴν ὁποίαν ἐνετάχθη- σαν οἱ Ὀρθόδοξοι τῆς
δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐν Δυτικῇ Εὐρώπῃ καὶ βεβαίως
οἱ τῆς σημερινῆς Μητροπόλεως Βελγίου. Εἰς τὸ κεφάλαιον «Οι Ορθόδοξοι στην περιοχή της Μητρόπολης Βελγίου και Εξαρχίας Κάτω Χωρών και Λουξεμβούργου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο»(σελ.
53-72) ἐκτίθενται, ἐν συνεχείᾳ, κοσμικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ συμβάντα μὲ
σπουδαιότερο τὴν διαίρεσιν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θυατείρων, κατὰ τὸ ἔτος
1963, καὶ τὴν ὑπαγωγὴν τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ Βελγίου καὶ Λουξεμβούργου εἰς
τὴν Ἱερὰν Μητρόπολιν Γαλλίας, ἐνῷ τῶν τῆς Ὀλλανδίας εἰς τὴν τῆς
Γερμανίας.
Τὸ Δεύτερο Μέρος «Η ίδρυση της Μητρόπολης Βελγίου και Εξαρχίας κάτω Χωρών και Λουξεμβούργου και η ως σήμερα πορεία της» χωρίζεται
εἰς τέσσερα Κεφάλαια, ἐντὸς τῶν ὁποίων διαρθρώνονται ποικίλα ἐπιμέρους
θέματα. Τὸ πρῶτον Κεφάλαιο (σελ. 73-84) διαπραγματεύεται, ὡς ἀφετηρία
τῆς νέας ἐξελίξεως, τὸν Τόμον Ἱδρύσεως (τὴν 12ην Αὐγούστου 1969)
ἐπὶ πατριάρχου Ἀθηναγόρου, τὴν ἐπιλογήν, τὴν ἐκλογὴν (14 Αὐγούστου
1969) καὶ τὴν ἐνθρόνισιν τοῦ πρώτου Μητροπολίτου (11 Νοεμβρίου τοῦ ἰδίου
ἔτους). Εἰς τὸ δεύτερον (σελ. 85-114) καταγράφεται ἡ προσωπι- κότης καὶ
ἡ ἐπισκοπεία τοῦ πρώτου Μητροπολίτου Βελγίου κυροῦ Αἰμιλιανοῦ
Ζαχαροπούλου, ἐνῷ εἰς τὸ τρίτον (σελ. 115-152) ἡ ποιμαντορία τοῦ
δευτέρου Μητροπολίτου Παντελεήμονος Κοντογιάννη, εἰς δὲ τὸ τέταρτον
(σελ. 153-164) ἡ ἐπισκοπεία τοῦ νῦν Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.
Ἀθηναγόρου Peckstadt.
Ἐν συνεχείᾳ, καταχωρεῖται τὸ «Παράρτημα Ι» (σελ. 165-180), τὸ ὁποῖον περιλαμβάνει «Βιογραφικά σημειώματα προσώπων σημαντικών γιά τη Μητρόπολη Βελγίου».Ὁ
κ. Γιαννόπουλος μὲ τὴν ἐπιμονὴν καὶ ὑπομονήν, τὴν ἀμεροληψίαν καὶ
ρεαλιστικότηταν, ποὺ χαρακτηρίζουν τὸν γνήσιον ἱστορικόν, συλλέγει καὶ
ἑρμηνεύει τὰς πληροφορίας του. Ἐδῶ ἀκριβῶς, ἀντιλαμβάνεται ὁ ἀναγνώστης
πόσον ἀριστοτε- χνικῶς ἐπεξειργάσθη τὸ θέμα του, πόσον βαθέως προσπάθησε
νὰ εἰσχωρήσῃ εἰς τὰ ἄδυτα τῆς ψυχῆς τῶν ἐξετασθέντων προσωπικοτήτων,
διὰ νὰ συλλάβῃ, ἐν ὅλῃ τῇ πληρότητι, τὴν ἀνθρωπίνην καὶ πνευματικὴν
ὑπόστασίν των. Τέλος, εἰς τὸ «Παράρτημα ΙΙ»(σελ. 181-182), ἐπακολουθεῖ ἡ ἀναγραφὴ τῶν ἐκδημησάντων καὶ τῶν ἐν ζωῇ Ὀφφικιάλων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Βελγίου.
Ὡς ἐπισφράγισμα τοῦ βιβλίου τοποθετοῦνται τὰ «Ἐπιλεγόμενα»(σελ. 183-186), διὰ τῶν ὁποίων ὁ
δημιουργὸς ἀναφέρεται εἰς τὴν Οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας. Τὸ πόνημα
τοῦ κυρίου Καθηγητοῦ περαιώνεται διὰ τῆς πολυτίμου Ἑλληνογλώσσου καὶ
Ξενογλώσσου Βιβλιογραφίας, ἡ ὁποία, σημειωτέον, τυγχάνει νὰ εἶναι ἡ
πρώτη εἰς τὸ εἶδος της καὶ ἀναμφιβόλως ἀποτελεῖ ἀνεκτίμητον βάσιν διὰ
περαιτέρω ἐρεύνας καὶ συμπληρώσεις.
Ἐν κατακλεῖδι ἀναφέρομεν ὅτι ὁ
συγγραφεύς, κατεξοχὴν εἰδικὸς καὶ εὐφήμως γνωστὸς διὰ τὴν συνέπειαν καὶ
τὴν ἐπιστημοσύνην του, ἐργασάμενος μετὰ ζήλου καὶ ἐπιμονῆς, ἀξιοποιώντας
πρωτογενές, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ὑλικὸ συλλεχθὲν ἐκ ποικίλων
πηγῶν μετὰ μεθοδικότητος καὶ ἀντικειμενικότητος εἰς τὴν ἐξακρίβωσιν τῶν
γεγονότων καὶ εἰς τὴν ἱστορικὴν ἔκθεσιν, προσέφερεν εἰς τὴν σύγχρονον
βιβλιογραφίαν ἕνα ἔργον, ποὺ ἀποτελεῖ σημαντικὴν συμβολὴν εἰς τὴν
μελέτην καὶ ἀνάλυσιν τῆς ἐν Μπενελοὺξ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας.
Συγκεκριμένως, ἐφώτισε σημαντικὰς πτυχὰς, προσέφερεν εὐστόχους
παρατηρήσεις καὶ ἐνδιαφέρουσας προσεγγίσεις, αἱ ὁποῖαι συμβάλλουν
οὐσιαστικῶς εὶς τὴν κατανόησιν τῆς ἱστορικῆς ἀληθείας.
Προσπαθεῖ, ἐπιτυχῶς, πέραν τῶν
προαναφερομένων προτερημάτων καὶ τοῦ γοητευτικοῦ ταξιδίου εἰς τὸν
χωρόχρονον διὰ τὴν διατήρησιν τῆς ἱστορικῆς μνήμης, νὰ ἐλκύσῃ τὸ συνεχὲς
ἐνδιαφέρον τοῦ ἀναγνώστου καὶ διὰ ὡραίων ἐκφράσεων, διὰ γλώσσης ζωηρᾶς
καὶ λιτῆς, καὶ διὰ γλαφυροῦ, νηφαλίου καὶ ἀποφθεγματικοῦ ὕφους.
Ἐπιπροσθέτως ὁ κ. Γιαννόπουλος καταθέτει
συγκεκριμένας σκέψεις καὶ προβαίνει εἰς γενικοτέρας κρίσεις καὶ
ἐκτιμήσεις, καταλήγει δὲ εἰς τὴν ἐξῆς ἐνδιαφέρουσαν ἐπισήμανσιν: «αν
θέλουμε ένα μέλλον για την ορθόδοξη Μητρόπολη, στεκόμενοι πάντα με
σεβασμό προ της ελληνικότητας και του μεταναστευτικού της παρελθόντος,
να ανοιχτούμε στο πέλαγος της οικουμενικότητας. Η ορθοδοξία είναι η κατ’
εξοχή οικουμενική χριστιανική ιδεολογία. Το ίδιο το Πατριαρχείο μας
είναι οικουμενικό. Μόνο αν συνειδητοποιήσουμε και αποδεχτούμε αυτόν τον
οικουμενικό ρόλο της Ορθοδοξίας μπορούμε να ελπίζουμε στην μακροβιότητα
της Μητρόπολης Βελγίου και Εξαρχίας Κάτω Χωρών και Λουξεμβούργου».