Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

"ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΙΑΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ ΕΚ ΠΗΓΩΝ ΑΨΕΥΔΩΝ", (ΑΘΗΝΑΙ 2019)

ekklisiaonline
"Το ζήτημα της Αυτοκεφαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας εκ πηγών αψευδών", (Αθήναι 2019), είναι ένα πολύτιμο πόνημα του έγκριτου καθηγητού της Εκκλησιαστικής Ιστορίας κ. Βλασίου Φειδά.

Στις 168 σελίδες του βιβλίου αναλύονται διεξοδικώς όλα τα δεδομένα και οι παράμετροι του ζητήματος, με την παράθεση όντως “πηγών αψευδών”.
Τα επιμέρους κεφάλαια του βιβλίου περιλαμβάνουν την εξής θεματολογία:
– Η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
– Το Έκκλητον εις τον Οικουμενικόν Θρόνον.
– Το ζήτημα της Αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ουκρανίας μεταξύ Κανονικών δικαιωμάτων και αντικανονικών αξιώσεων.
– Η Αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ουκρανίας και αι ενστάσεις της Εκκλησίας της Σερβίας.
– Συμπερασματικό Κανονικό σημείωμα για το Ουκρανικό ζήτημα.
– Επίμετρον.
– Παράρτημα:
α. Πατριαρχική και Συνοδική Πράξις (1686)
β. Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος (2019).
Τα κεφάλαια του βιβλίου έχουν δει το φως της δημοσιότητας κατά καιρούς, ως αυτόνομα κείμενα.
Παραθέτουμε στη συνέχεια τις “Συμπερασματικές κανονικές διαπιστώσεις” του καθηγητή Βλ. Φειδά (σελ.141-148).
Η Ιερά Σύνοδος της αυτόνομης Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας συγκλήθηκε, υπό την προεδρία του μητροπολίτη Κίεβου και πάσης Ουκρανίας Φιλαρέτου, αμέσως μετά την επίσημη διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως (25 Δεκ. 1991) και μετά την επίσημη ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Δημοκρατίας της Ουκρανίας (1992), αποφάσισε δε ομοφώνως, όπως είδαμε, να ζητήση από το Πατριαρχείο Μόσχας την άμεση κίνηση της καθιερωμένης κανονικής διαδικασίας προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την επίσημη κανονική ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της ανεξάρτητης πλέον Δημοκρατίας της Ουκρανίας. Βεβαίως, η εύλογη αυτή αξίωση αποτελούσε συγχρόνως, όπως είδαμε, μία σαφή και προκλητική απαξίωση των επί πέντε περίπου εκατονταετίες επιμόνων και συστηματικών άγονων προσπαθειών τόσο της πολιτικής, όσο και της εκκλησιαστικής ηγεσίας της Μεγάλης Ρωσσίας για να υπαγάγουν την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας όχι μόνο στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας, αλλά κατ’ επέκταση και στην οριστική ρωσσική κυριαρχία στην Ουκρανία.
Υπό το πνεύμα αυτό εξηγείται η αρνητική στάση του Πατριαρχείου Μόσχας όχι μόνο με την οξυτάτη απόρριψη της ανεπιθύμητης Συνοδικής άποφάσεως της Ι. Συνόδου της αυτόνομης Εκκλησίας της Ουκρανίας για την απόκτηση της αυτοκεφαλίας, αλλά και με την αυθαίρετη αξίωση της άμεσης παραιτήσεως του μητροπολίτη Κιέβου Φιλαρέτου (1992). Ωστόσο, η ευνόητη ή και εύλογη απροθυμία του Φιλαρέτου να παραιτηθή προκάλεσε τόσο την εσφαλμένη και αντικανονική απόφαση του Πατριαρχείου Μόσχας για την άμεση και άκριτη καθαίρεσή του, όσο και την αναπόφευκτη διάσπαση, όπως είδαμε, της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας τόσο σε αδιαλλάκτους υπερμάχους, όσο και σε πολεμίους της αυτοκεφαλίας αρχιερείς. Άλλωστε, η διάσπαση αυτή παρέσυρε αναποτρέπτως τις δύο αντίπαλες ορθόδοξες Ιεραρχίες σε ένα αθέμιτο, ανεξέλεγκτο και προκλητικό ανταγωνισμό χειροτονιών, με τις γνωστές μάλιστα τραγικές και οπωσδήποτε επικίνδυνες συνέπειες όχι μόνο για την εσωτερική ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος, αλλά και για την ίδια την υπόσταση της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Είναι λοιπόν ευνόητον, ότι το Πατριαρχείο Μόσχας αγωνίζεται πλέον πεισμόνως να αποτρέψη ή να ακυρώση με κάθε πρόσφορο μέσο, θεμιτό ή και αθέμιτο, την αναγνώριση της ανακηρύξεως της αυτοκεφαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας, για τους ιστορικώς διαπιστωμένους και γνωστούς σε όλους ιδιοτελείς λόγους, οι οποίοι, όπως είδαμε, υπηρετούσαν πάντοτε ξένες προς την αποστολή της Εκκλησίας ιδεοληπτικές ή εθνοφυλετικές σκοπιμότητες. Συνεπώς, το Πατριαρχείο Μόσχας μετέθεσε σκοπίμως τις σαφώς σπασμωδικές ή θορυβώδεις αβάσιμες αντιδράσεις του από το ανεπιθύμητο, αλλ’ όμως εύλογο κανονικό δικαίωμα της Εκκλησίας της Ουκρανίας να ζητήση και να αποκτήση την αυτοκεφαλία της, ήτοι όπως όλες οι άλλες αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες των νεωτέρων χρόνων, σε άλλα προφανώς αβάσιμα ή και σαφώς πλασματικά κανονικά ή άσχετα διαδικαστικά ζητήματα για να αμφισβητήση το κύρος της ήδη γενομένης ανακηρύξεως της αυτοκεφαλίας, με την οφειλετική βεβαίως κανονική πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Η αμφισβήτηση λοιπόν επικεντρώθηκε κυρίως σε ορισμένα κρίσιμα υποθετικά ή πλασματικά ζητήματα, ήτοι: α) αν πράγματι ο Οικουμενικός Πατριάρχης είχε το αυτονόητο κανονικό δικαίωμα να αποδεχθή το Έκκλητον αρχιερέων από μία άλλη δήθεν πατριαρχική δικαιοδοσία, ήτοι από το Πατριαρχείο Μόσχας, β) αν πράγματι είχε το κανονικό δικαίωμα να δεχθή σε κοινωνία αρχιερέα καθαιρεθέντα και αφορισθέντα από άλλο δήθεν Πατριαρχείο, ήτοι από το Πατριαρχείο Μόσχας, γ) αν πράγματι είχε το κανονικό δικαίωμα να δεχθή σε κοινωνία τους δήθεν σχισματικούς αρχιερείς από άλλη δήθεν πατριαρχική δικαιοδοσία, ήτοι του Πατριαρχείου Μόσχας, δ) αν πράγματι είχε το κανονικό δικαίωμα να προβή στην ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας χωρίς προηγούμενη συναίνεση των Προκαθημένων όλων των άλλων αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών κ.ά.
Οι απαντήσεις λοιπόν στα υποθετικά αυτά ή πλασματικά ερωτήματα προκύπτουν από την καθιερωμένη κανονική παράδοση και τη μακραίωνη εκκλησιαστική πράξη:
α) Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ως Προκαθήμενος τόσο του Πρώτου θρόνου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όσο και ως Μητρός Εκκλησίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας, είχε πράγματι και έχει πάντοτε, όπως είδαμε, το αποκλειστικό κανονικό δικαίωμα να δέχεται το Έκκλητον αρχιερέων όχι μόνο της κανονικής δικαιοδοσίας του, αλλά και από την κανονική δικαιοδοσία των άλλων Πατριαρχικών θρόνων ή αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπως αυτό συνάγεται από την ομόφωνη κανονική παράδοση και από τη διαχρονική εκκλησιαστική πράξη. Άλλωστε, με αυτές συμφωνεί πλήρως και το εσφαλμένως χρησιμοποιούμενο από το Πατριαρχείο Μόσχας, ως αντίθετο δήθεν προς το κανονικό αύτό δικαίωμα, μοναδικό σχόλιο του εγκρίτου βυζαντινού κανονολόγου Ιωάννη Ζωναρά (IB’ αιώνα) στους κανόνες 9 και 17 της Δ’ Οικουμενικης συνόδου (451), αφού το σχόλιο αποκλείει την κρίση από τον Οικουμενικό Πατριάρχη μόνο των μη προσφευγόντων μητροπολιτών («ακόντων») και όχι βεβαίως των ασκησάντων το κανονικό δικαίωμά τους με το Έκκλητον («εκόντων») στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
β) Ο Οικουμενικός Πατριάρχης ειχε πράγματι και έχει πάντοτε το αποκλειστικό κανονικό δικαίωμα να δέχεται ή να απορρίπτη το υποβαλλόμενο Έκκλητον αρχιερέως από οποιοδήποτε Πατριαρχικό θρόνο. Υπό το πνεύμα αυτό, συμφώνως προς την ομόφωνη κανονική παράδοση και την συνεπή προς αυτή διαχρονική εκκλησιαστική πράξη, έχει και το αυτονόητο κανονικό δικαίωμα όχι μόνο να αποδέχεται την τελεσίδικη ποινή του ασκήσαντος το Έκκλητον αρχιερέως, αλλά και να την μετριάση ή να προβή σε άρση αυτής, αλλ’όμως δεν μπορεί να επιβάλη μεγαλύτερη ποινή στον προσφυγόντα. Υπό την έννοια λοιπόν αυτή, είναι σαφώς αβάσιμες και οπωσδήποτε εσφαλμένες οι προφανώς υποβολιμαίες υποκειμενικές ή και συνοδικές ενστάσεις ή επικρίσεις για την εξυπηρέτηση ιδεοληπτικών προλήψεων και ξένων προς την πνευματική αποστολή της Εκκλησίας σκοπιμοτήτων. γ) Ο αντικανονικώς και ακρίτως καταδικασθείς από το Πατριαρχείο Μόσχας μητροπολίτης Φιλάρετος και οι ομόφρονές του, για τους γνωστούς πλέον λόγους, είχαν πράγματι το αυτονόητο κανονικό δικαίωμα, ούτως ή άλλως, να ασκήσουν το Έκκλητον στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για τις εναντίον τους αυθαίρετες και αντικανονικές καταδικαστικές αποφάσεις του Πατριαρχείου Μόσχας, ήτοι εις το κανονικόν έδαφος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όταν βεβαίως αυτό κατέστη δυνατόν, για τους γνωστούς και ευνοήτους λόγους. Συνεπώς, ο Οικουμενικός Πατριάρχης είχε πράγματι και έχει πάντοτε όχι μόνο το αποκλειστικό κανονικό δικαίωμα να δέχεται το Έκκλητον, αλλά και την αυτονόητη δεσμία υποχρέωση να εξετάση σε βάθος όλα τα στοιχεία του υποβληθέντος φακέλου της δικογραφίας και να αποφανθή επί της ουσίας σχετικώς, γι’ αυτό αποδέχθηκε, κατά την έμφρονα κρίση του και την κρίση της Πατριαρχικής Συνόδου, την άμεση αποκατάστασή τους στην εκκλησιαστική κοινωνία.

δ) Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ως Προκαθήμενος της Μητρός Εκκλησίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας, είχε πράγματι και έχει πάντοτε το κανονικό δικαίωμα να δεχθή σε εκκλησιαστική κοινωνία όλους τους σχισματικούς αρχιερείς όχι μόνο από τη δική του εκκλησιαστική δικαιοδοσία, αλλά και από τη δικαιοδοσία των άλλων Πατριαρχικών θρόνων, αν οι ηγέτες των σχισματικών αυτών αρχιερέων αποκαταστάθηκαν κανονικώς στην εκκλησιαστική κοινωνία. Άλλωστε, συμφώνως προς την ομόφωνη κανονική παράδοση και τη συνεπή προς αυτή εκκλησιαστική πράξη, η αποκατάσταση στην εκκλησιαστική κοινωνία του πρώην μητροπολίτη Κιέβου Φιλαρέτου, ηγέτη όλων των αποσχισθέντων από το Πατριαρχείο Μόσχας κληρικών, μοναχών και λαϊκών, συνεπαγόταν αυτομάτως και την κανονική αποκατάστασή στην εκκλησιαστική κοινωνία των 60 περίπου αρχιερέων, του μεγάλου αριθμού κληρικών και μοναχών και των πολλών εκατομμυρίων ευλαβών ορθοδόξων πιστών. Συνεπώς, η οφειλετική άμεση αποδοχή στην εκκλησιαστική κοινωνία 40 εκατομμυρίων ουκρανών πιστών αποτελεί όχι μόνο τη δικαίωση της αποφάσεως του Οικουμενικού Πατριάρχη για την ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της δεινώς δοκιμαζομένης Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας, αλλά και την πλήρη απαξίωση των ακρίτων ιδιοτελών, ιδεοληπτικών, εθνοφυλετικών ή και υποβολιμαίων μεμψιμοιριών ή ενστάσεων των ελαχίστων αντιφρονούντων.
ε) Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ως ο Πρώτος Θρόνος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είχε πράγματι και έχει πάντοτε απαραμείωτο το κανονικό δικαίωμα όχι μόνο να μεριμνά οφειλετικώς για την υποστήριξη των εμπεριστάτων ή δοκιμαζόμενων Ορθοδόξων Εκκλησιών, αλλά και την οφειλετική κανονική υποχρέωση να αναλαμβάνη εγκαίρως όλες τις αναγκαίες πρωτοβουλίες για την πρόληψη, την αποτροπή ή τη θεραπεία των επικινδύνων απειλών ή δοκιμασιών του εκκλησιαστικού τους σώματος. Άλλωστε, όπως είδαμε, η όλη ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήτοι όχι μόνο στις ευτυχείς περιόδους, αλλά και σε χαλεπούς καιρούς, αποτελεί πράγματι μία υπέροχη μαρτυρία της πάντοτε ανιδιοτελούς και πάντοτε θυσιαστικής -γενναίας προσφοράς του προς όλες τις εμπερίστατες Ορθόδοξες Εκκλησίες.
στ) Η σαφώς γενναία και οπωσδήποτε ανιδιοτελής αυτή προσφορά εκφράσθηκε πάντοτε, ιδιαιτέρως δε σε χαλεπούς καιρούς, όχι μόνο προς τα εμπερίστατα πρεσβυγενή Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, αλλά και προς όλες τις άλλες αυτοκέφαλες ή αυτόνομες Ορθόδοξες Εκκλησίες, ιδιαιτέρως δε, όπως είδαμε, προς τις Εκκλησίες της Ρωσσίας και της Ουκρανίας, σε κρίσιμες μάλιστα περιόδους της ιστορικής τους πορείας. Υπό το πνεύμα αυτό κατανοούνται και όλες οι νεώτερες πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, παρά τις συνήθεις ενστάσεις ή θορυβώδεις αντιρρήσεις από τους Προκαθημένους ορισμένων αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, όχι μόνο για την ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Πολωνίας (1924), η οποία ήταν αναγκαία και γι’αυτή ακόμη την ίδια την ύπαρξή της, αλλά και για την ανασυγκρότηση από την τέφρα των ερειπίων της βιαίως καταργηθείσας αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας (1992), η οποία είναι σήμερον μία ακμαία και άρτια οργανωμένη Ορθόδοξη Εκκλησία, με μεγάλη μάλιστα πνευματική ακτινοβολία στους εγγύς και στους μακράν.
Συνεπώς, ο Οικουμενικός Πατριάρχης είχε πάντοτε και έχει πολύ περισσότερο σήμερον το κανονικό δικαίωμα ή μάλλον την μητρική ευθύνη να αναλαμβάνη τις αναγκαίες πρωτοβουλίες, με ή και χωρίς την προηγούμενη συναίνεση όλων των άλλων αύτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίες μπορούν να εκφράσουν τη συναίνεσή τους και μετά την ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της δοκιμαζομένης μεγάλης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Άλλωστε, αυτό συνέβη και κατά την ανακήρυξη της Μητροπόλεως Μόσχας σε Πατριαρχείο, ήτοι τόσο με την άμεση επίδοση «επιτοπίως» από τον Οικουμενικό πατριάρχη Ιερεμία Β΄ του σχετικού «Πατριαρχικού Χρυσοβούλλου» στον μητροπολίτη Μόσχας Ιώβ (1589), όσο και με την πρόθυμη εκ των υστέρων συναίνεση όλων των άλλων ορθοδόξων Πατριαρχών (1990,1993), όπως επίσης και κατά την ανακήρυξη όλων των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών στους νεωτέρους χρόνους. Υπό το πνεύμα αυτό, ο Οικουμενικός Πατριάρχης ανακοίνωνε πάντοτε οφειλετικώς σε όλες τις αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, με επίσημη μάλιστα Πατριαρχική Επιστολή και συνημμένο τον Πατριαρχικόν και Συνοδικόν Τόμον της αυτοκεφαλίας, για να εκφράσουν τη συναίνεσή τους και να εντάξουν τόσο στα ι. Δίπτυχα το όνομα του Προκαθημένου της νέας αυτοκέφαλης Ορθοδόξου Εκκλησίας, όσο και το «Μνημόσυνόν» του στη θεία Λειτουργία.
Είναι λοιπόν εύλογη η ιδιαίτερη ευθύνη και της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος για να εκφράση τη θετική ή και την αρνητική προσέγγιση της αποφάσεως της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο ζήτημα της δικαίας ανακηρύξεως της αυτοκεφαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Ουκρανίας. Η ιδιαίτερη όμως ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι και επαχθής, γιατί γνωρίζει καλώς, ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι η Μητέρα Εκκλησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας, η οποία τη γέννησε με αγάπη, την ανέπτυξε με ζήλο, την υποστήριξε με μητρικό φίλτρο σε όλες τις πολλές και μακροχρόνιες δοκιμασίες της πολυκύμαντης ιστορικής της πορείας και την προστάτευσε πάντοτε ανιδιοτελώς και με πολλές θυσίες τόσο από την αθέμιτη δράση της παπικής Ουνίας, όσο και από τις γνωστές πιεστικές δικαιοδοσιακές αξιώσεις του Πατριαρχείου Μόσχας, για μία ολόκληρη σχεδόν χιλιετία.
Βεβαίως, η ιδιαίτερη ευθύνη της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος γίνεται επαχθέστερη, γιατί γνωρίζει καλώς, αφ’ ένός μεν ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπήρξε πάντοτε η Μητέρα Εκκλησία της Μητροπόλεως Κιέβου και πάσης Ουκρανίας, αφ’ ετέρου δε ότι το Πατριαρχείο Μόσχας ουδέποτε απέκτησε, όπως είδαμε, κανονική δικαιοδοσία στη Μητρόπολη Κιέβου. Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτό, έχει ορισμένες ουτοπικές εθνοφυλετικές επιδιώξεις ή προφανείς ιδιοτελείς σκοπιμότητες για την απόρριψη ή την ακύρωση οποιασδήποτε θετικής προτάσεως για την αναγνώριση της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ουκρανίας. Υπό το πνεύμα αυτό, προσπαθούσε συνεχώς επί πέντε περίπου αιώνες (1459-1945) όχι μόνο για να υποτάξη αυθαιρέτως στη δική του εκκλησιαστική δικαιοδοσία την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, αλλά και για να υποστηρίξη βιαίως την ιδέα της ρωσσοποιήσεως του ουκρανικού λαού, όπως συνέβη στις ανατολικές επαρχίες της Ουκρανίας.
Συνεπώς, οι επιλογές της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι πράγματι δυσχερείς και πολύ περιορισμένες, για πολλούς μάλιστα και ποικίλους ευνοήτους λόγους, αφού οι επιλογές αυτές δεν παρέχουν πλέον τη δυνατότητα για αυθαίρετες ή υποκειμενικές προσεγγίσεις του ζητήματος. Πράγματι, η ιστορική Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας είναι πλέον κανονικώς αυτοκέφαλη και θα παραμείνη, ούτως ή άλλως, αυτοκέφαλη, γιατί αυτή είναι τόσο η καθιερωμένη κανονική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όσο και η επιλογή της συντριπτικής πλειοψηφίας του ευλαβούς ουκρανικού λαού, ήτοι όπως ακριβώς συνέβη σε όλες τις αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες των νεωτέρων χρόνων. Άλλωστε, η συναίνεσή τους είναι μεν εκκλησιαστικώς επιθυμητή, άλλ’ όμως όχι και κανονικώς απαραίτητη, όταν μάλιστα χρησιμοποιείται αυθαιρέτως και αλαζονικώς για την εξυπηρέτηση των γνωστών πλέον σε όλους ξένων προς την αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας υποκειμενικών ή ιδιοτελών σκοπιμοτήτων, νομίζοντες ότι επ’ αυτοίς κείνται τα της Εκκλησίας.
Υπό το πνεύμα αυτό, η υποκειμενική διαφωνία ή και οι σοβαρές κανονικές ενστάσεις λ.χ. του λογίου Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελετίου Πηγά (1590-1601) για την «επιτοπίως» γενομένη απόδοση στον Μητροπολίτη Μόσχας Ιώβ της πατριαρχικής τιμής και αξίας με το «Πατριαρχικόν Χρυσόβουλλον» του Οικουμενικού πατριάρχη Ιερεμία (1589) δεν έθιξαν το κύρος της συγκεκριμένης μονομερούς Πατριαρχικής Πράξεως. Πράγματι, αμέσως μετά την επίδοση του «Πατριαρχικού Χρυσοβούλλου» ο μητροπολίτης Ιώβ έγινε ο Πατριάρχης Μόσχας και δεν έπαυσε να είναι Πατριάρχης, καίτοι ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας επέμεινε στις κανονικές του ενστάσεις, παρά τις συνεχείς διπλωματικές πιέσεις του τσάρου, επί μίαν τριετίαν (1590-93) για την άρση της διαφωνίας του. Εν τούτοις, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας αναγκάσθηκε τελικώς, όπως είδαμε, να συναινέση στη Μεγάλη Σύνοδο της Κων/πόλεως (1593) για να αποφύγη τόσο τη ρήξη του με τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην κοινωνία της «τετρακτύος» των ορθοδόξων Πατριαρχών, όσο και με τις γνωστές επαχθείς εκκλησιαστικές συνέπειες της εμμονής του στη διαφωνία (Β. I. Φειδά, Εκκλ. Ιστορία της Ρωσσίας, 295-304. Του αυτού Ο θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών, III, 329-390. Του αυτού Εκκλ. Ιστορία III, 449 κεξ.).