(Μετάφραση από τα Ισπανικά από Νικόλαο Κ. Κότσαπα, υποψ. διδάκτορα της Καθολικής Θεολογικής Σχολής του Στρασβούργου)
Σήμερα, την ημέρα της Αποδόσεως της μεγάλης εορτής του Πάσχα, το Φανάρι έχει φτωχύνει, αφού εκοιμήθη ο Σασίμων Γεννάδιος. Ολόκληρη η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ως προς το ανθρώπινο δυναμικό της μειωμένη, καθώς ένας ιεράρχης του μεγέθους του, διήλθε στην αντίπερα όχθη αυτής της εφήμερης πραγματικότητας, για να εορτάσει το δικό του Πάσχα στο ουράνιο θυσιαστήριο του Αρνίου.
Σήμερα, το παγκόσμιο οικουμενικό κίνημα έγινε φτωχότερο, γιατί ένας από τους πιο ευαίσθητους και έμπειρους υπερασπιστές του μας αφήνει – θα έλεγα – «ορφανούς» σ’αυτή την ιδιαίτερη και περίπλοκη ιστορική συγκυρία στην οποία ζούμε.
Δεν χρειάζεται να μακρυγορήσω για το Γεννάδιο. Δεν το χρειάζεται. Οι επικήδειοι λόγοι τείνουν πάντα να είναι αρκετά υποκειμενικοί και επιδιώκουν να καθαρίσουν συνειδήσεις και να ξεπλύνουν πρόσωπα. Δεν είναι αυτός ο στόχος μου. Δεν έχει καμία χρησιμότητα ούτε για τον κεκοιμημένο Ιεράρχη, αλλά ούτε για το συγγραφέα του αφιερώματος αυτού. Το μόνο που θέλω να καταθέσω, όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά μπορώ, αφορά το πρόσωπο και την αποστολή του.
Ο Γεννάδιος μεγάλωσε σε αριστοκρατική οικογένεια, χωρίς να έχει σταθερό τόπο διαμονής, λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του ως υψηλόβαθμου στρατιωτικού στην υπηρεσία του ΝΑΤΟ. Γι’αυτό άλλωστε ήταν πολύγλωσσος, είχε κοσμοπολίτικο χαρακτήρα και μια έμφυτη καλοσύνη. Ο ίδιος γεννήθηκε στην Ελλάδα, αλλά από παιδί εκπαιδεύτηκε και έζησε σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, όπως την Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ελβετία. Όταν ανακάλυψε την ιερατική του κλίση, χειροτονήθηκε διάκονος τη δεκαετία του 1970 στην Πατριαρχική Μονή της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας. Οι σπουδές του ήταν λαμπρές, ερχόμενος σε επαφή με μεγάλους Ορθόδοξους και ετερόδοξους θεολόγους των δεκαετιών του ’60 και του ‘70, από τον Άγιο Σέργιο των Παρισίων μέχρι και το Φράϊμπουργκ, το Τύμπινγκεν και το Στρασβούργο, όπου και έλαβε το διδακτορικό του, ενώ χειροτονήθηκε ιερέας από το «Μέγα» Γερμανίας Αυγουστίνο και υπηρέτησε ως εφημέριος του ναού του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, στο Φράϊμπουργκ.
Το πάθος του ήταν πάντα το οικουμενικό κίνημα, όχι ως απλή θεολογική εξειδίκευση ή ως μέσο επιβίωσης – στην πραγματικότητα, δεν το χρειάστηκε ποτέ – αλλά ως κάλεσμα και διακονία για την Εκκλησία. Γιατί πολύ απλά πίστευε σε αυτή τη δραστηριότητα. Έτσι, ο νεαρός ιερέας από τη Μητρόπολη της Γερμανίας κλήθηκε από τη Μητέρα Εκκλησία να μετακομίσει στη Γενεύη και να αναλάβει την ευθύνη στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 μέχρι που η Μητέρα Εκκλησία τον κάλεσε και πάλι σε μια νέα υπηρεσία, αυτή τη φορά στην Κωνσταντινούπολη, ο νεαρός ιερέας Γεννάδιος συνεργάστηκε με τους μεγάλους πρωτεργάτες του οικουμενικού κινήματος του Πατριαρχείου μας, όπως ο Χαλκηδόνος Μελίτων, ο Σάρδεων Μάξιμος και ο Χαλδίας Κύριλλος, ο Εφέσου Χρυσόστομος, ο Σηλυβρίας Αιμιλιανός, ο Τρανουπόλεως Δαμασκηνός (αργότερα Ελβετίας), ο Φιλαδελφίας Βαρθολομαίος (ο Οικουμενικός μας Πατριάρχης), ο Περγάμου Ιωάννης, ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος του Θρόνου Γεώργιος Τσέτσης, καθώς και άλλοι θεολόγοι του κινήματος από άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Η εμπειρία που είχε αποκτήσει από το διορισμό του στη Γενεύη ήταν εκτεταμένη, βαθιά, πολυσχιδής και, ως εκ τούτου, μοναδική.
Το οικουμενικό του έργο όχι μόνο δεν περιορίστηκε μόνο στο ΠΣΕ, αλλά και η Μητέρα Εκκλησία, βλέποντας την ικανότητα και την εμπειρία του Γενναδίου, τον έφερε επίσης στον επίσημο διάλογο με την Καθολική Εκκλησία και άλλες ομολογίες. Όταν ανήλθε στον Οικουμενικό Θρόνο ο Χαλκηδόνος Βαρθολομαίος, με την οργανωτική του πρωτοπορία, κάλεσε το Γεννάδιο από τη Γενεύη να εγκατασταθεί στο Πατριαρχείο και να συνεργαστεί στενότερα με το νέο σχήμα εργασίας του Προκαθημένου της Ορθοδοξίας. Χειροτονήθηκε επίσκοπος τον Ιούλιο του 1997, ο Γεννάδιος- ένας πραγματικός Φαναριώτης – και συμμετείχε πλήρως σε όλες τις δραστηριότητες του Πατριαρχείου στην Τουρκία και, φυσικά, στο εξωτερικό, ως το αδιαμφισβήτητο σημείο αναφοράς σε θέματα οικουμενικής και διαθρησκειακής φύσης για το Πατριαρχείο. Στη συνέχεια εξελέγη στη Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ στο Πόρτο Αλέγκρε (2006) ως Vice-Moderator του ΠΣΕ και επανεξελέγη στο Μπουσάν (2013) στην ίδια θέση ως ο μόνος αναγνωρισμένος εκπρόσωπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τέτοια εμπειρία.
Ωστόσο, πρόκειται για ιστορικές πληροφορίες, σχεδόν επικουρικές θα έλεγα, οι οποίες μπορούν να δώσουν ένα κομμάτι τoυ χαρακτήρα του. Στην πραγματικότητα, αυτό που ενδιαφέρει εδώ είναι η «προσωπικότητα» του. Ούτε οι θέσεις, ούτε οι διακρίσεις, ούτε καν η ίδια η αρμοδιότητα, η οποία, χωρίς την προσωπική και πνευματική υπόσταση του «ποιος ήταν-είναι-και-θα-είναι» δεν θα είχε καμία χρησιμότητα, για να φωτίσει το από καρδιάς αυτό αφιέρωμα.
Πρώτα απ᾽ όλα, ο Γεννάδιος ήταν άνθρωπος με ολόκληρη τη σημασία της λέξης. Ένας άνθρωπος, που όπως όλοι, με τις αδυναμίες και τα ελαττώματά του, αλλά πάνω απ᾽ όλα, ένας άνθρωπος με ακεραιότητα, με πλήρη συνείδηση ότι είναι αυτό που ήταν, δηλαδή ένα δημιούργημα κατ᾽ εικόνα και καθ’ομοίωση του Δημιουργού του. Ο Γεννάδιος, όπως ήδη σημείωσα, ήταν ένα πρόσωπο με ιδιαίτερη καλοσύνη και λεπτότητα, η οποία δεν έκρυβε κάποιον ιδιοτελή σκοπό, είτε σχετιζόταν με περισσότερη εξουσία, είτε τιμητικές διακρίσεις για χάρη της αποστολής του. Απεναντίας, ήταν πάντα πρωτοπόρος, προνοητικός και ρεαλιστής της εποχής του και ταυτόχρονα βαθιά ρομαντικός: εξού και ο Χριστός, η Εκκλησία, το Πατριαρχείο, ο Πατριάρχης, το οικουμενικό κίνημα, και η διαφάνεια και ελευθερία που κήρυττε πάντα κατά τη διάρκεια της ζωής του συχνά με προσωπικό κόστος στη ζωή του.
Ο Σασίμων Γεννάδιος ήταν ο μέντορας μιας ολόκληρης γενιάς κληρικών του Οικουμενικού Πατριαρχείου -και όχι μόνο- που έχουν αυτή την αγνή κλίση για το οικουμενικό κίνημα. Δεν είναι πολλοί, όμως αποτελούν μέρος της κληρονομιάς του. Μας δίδαξε την αυθεντικότητα του οικουμενισμού μέσα από την Ορθόδοξη παράδοση. Μας εισήγαγε σ’ένα νέο περιβάλλον γεμάτο προκλήσεις, το οποίο βέβαια απαιτούσε ιδιαίτερη κατάρτιση. Το τελευταίο δεν ήταν ποτέ εις βάρος του πρώτου, αλλά βασίστηκε σε αυτό. Δεν λειτουργούσε εν κρυπτώ και παραβύστω αλλά ήταν σαν το Λευίτη που έλαβε την εντολή του Κυρίου «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν» (Ἰω. 17:21) και με το παραπάνω.
Ήταν το σύνθημά του, εργάστηκε γι᾽ αυτό, αλλά κυρίως έζησε γι᾽ αυτό και αφιερώθηκε χωρίς να υποπέσει στον παραμικρό πειρασμό να αλλάξει το παραμικρό από την Παράδοση της Εκκλησίας. Η πρωτοπορία του δεν λειτούργησε ποτέ ως «ενέχυρο» εις βάρος της Παράδοσής μας: αυτή ήταν η πεμπτουσία της αποστολής του ως κληρικού, ισάξια με τους μεγάλους όλων των εποχών. Και όσο για τη μαρτυρία μου είναι δευτερεύουσας σημασίας αφού αυτό έχει αποδειχτεί από την εκλεπτυσμένη γραφίδα του.
Μας έδειξε γενναιόδωρα τα μονοπάτια που έπρεπε να ακολουθήσουμε σε έναν κόσμο που ήταν νέος για εμάς και σε κάθε περίπτωση γεμάτος προκλήσεις. Μας άφησε να δράσουμε με ελευθερία, μας καθοδήγησε, μας ενθάρρυνε, μας διόρθωσε, μας δοκίμασε και μας έκανε κοινωνούς μιας Παράδοσης που σήμερα θρηνεί το χαμό του, επειδή η εμπειρία του, η εντιμότητά του, η προσωπικότητά του, έκαναν τη διαφορά που σήμερα, αν μου επιτρέπεται να πω, κανείς δεν μπορεί να αντικαταστήσει.
Κανείς δεν είναι αναντικατάστατος στην Εκκλησία, διότι αναμφίβολα το Άγιο Πνεύμα ενδυναμώνει εκείνους που εργάζονται ως όργανά του ανάλογα με τη δεκτικότητά τους. Σήμερα, μιλάει ο υιός ίσως με βαρύ συναισθηματικό φορτίο, χωρίς όμως να χάνει την αντικειμενικότητά του. Προφανώς, το συναίσθημα παλεύει με τη λογική και, φυσικά, με την απαραίτητη αντικειμενικότητα. Χρειάζεται να είμαι αντικειμενικός παρ’ όλο το χείμαρρο συναισθημάτων. Ο στόχος δεν είναι ο μεταθανάτιος πανηγυρισμός του κεκοιμημένου, όπως συμβαίνει συχνά με ορισμένους επισκόπους. Θέλω απλώς να μαρτυρήσω - επειδή το έζησα - κάποιον που όχι μόνο αξίζει να τιμηθεί, αλλά είναι άξιος μίμησης στην αποστολή του, στις πεποιθήσεις του και στην προετοιμασία του.
Προφανώς, ένας τέτοιος άνθρωπος μπορούσε να είχε αμφισβητηθεί. Και αμφισβητήθηκε. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, διότι η ανθρώπινη μετριότητα το επιβάλλει. Ωστόσο, στον τομέα της εξειδίκευσής του - και όχι μόνο - αποτελούσε σημείο αναφοράς. Και θα συνεχίσει να είναι, διότι κανείς σήμερα στον τομέα μας δεν μπορεί να συγκριθεί με την εμπειρία του ή την κληρονομιά του.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Γεννάδιος δεν πρέπει πλέον να υποτιμάται άδικα. Αν ήταν, - άμεσα ή έμμεσα - όποιος το διέπραξε θα εκτεθεί στο πέρασμα του χρόνου, χωρίς αμφιβολία. Το κενό που δημιουργείται σήμερα στον Ορθόδοξο οικουμενικό χώρο μιλάει ξεκάθαρα πως οποιαδήποτε υποτίμησή του για οποιονδήποτε λόγο και σε οποιονδήποτε τομέα είναι όχι μόνο άδικη, αλλά και κακόβουλη.
Όμως, η προσωπικότητα του Γενναδίου δεν πρέπει να ταυτίζεται μόνο με το οικουμενισμό, γιατί αυτό θα ήταν άδικο. Ο Γεννάδιος ήταν ιερέας - Ιεράρχης - με ολόκληρη τη σημασία της λέξης, όπως έχω τονίσει. Προικισμένος με μια μοναδική ποιμαντική ευαισθησία. Δυστυχώς δεν του δόθηκε η ευκαιρία να ηγηθεί μιας δικαιοδοσίας, παρά την προθυμία του να ποιμαίνει το λαό του Θεού. Με τις εξαιρετικές ηγετικές του ικανότητες, έβγαλε τις μοναστικές δραστηριότητες της Πατριαρχικής Ιεράς Μονής Μπαλουκλί από τη λήθη, από τα χρόνια της εγκατάλειψης της και την αναζωογόνησε πολύ και εξακολουθεί να είναι πλήρως ενεργή μέχρι σήμερα. Είθε ο Θεός να της χαρίσει έναν άξιο διάδοχο.
Το ερώτημα που θα θέταμε κάποιοι από εμάς στον εαυτό μας αφορά τα όρια μεταξύ δικαιοσύνης και αδικίας στο έργο και την αποστολή του Γενναδίου στην Εκκλησία, θέτοντάς το με τέτοιο τρόπο που να μην σκανδαλίζει κανέναν. Και η αλήθεια είναι ότι δεν υπολογίζω, αν κάποιος σκανδαλίζεται τώρα που ο Γεννάδιος δεν βρίσκεται πλέον εδώ. Αν κάποιος σοκάρεται από το ερώτημά μου, υπάρχει λόγος. Πού είναι λοιπόν το όριο; Πού είναι η αιτιολόγηση; Μόνο ο Θεός παραμένει μάρτυρας, και αυτό είναι αρκετό για εμάς. Θα δώσει, και θα δώσει δίκαια, εν ευθέτω χρόνω.
Το βέβαιο είναι ότι ο Γεννάδιος σήμερα, απροσδόκητα, χωρίς προειδοποίηση, χωρίς κανείς να το γνωρίζει ή να το περιμένει, άφησε ένα κενό στην Εκκλησία. Αυτή είναι η ταπεινή μου γνώμη, πέρα από τα συναισθήματα που είναι κάτι παραπάνω από προφανή, όχι εξαιτίας αυτών που έχω πει, αλλά μάλλον εξαιτίας αυτών που αποσιωπώ.
Θα προσπαθήσω να ακολουθήσω το παράδειγμα που άφησε, δεν θα είναι εύκολο, δεν έχω ούτε την εκπαίδευσή του ούτε την αφοσίωσή του και θα το κάνω μόνο για να τιμήσω τη μνήμη του ανθρώπου που με θεία θέληση με εισήγαγε στην ιεροσύνη, τότε τη δεκαετία του '90, στο Φανάρι. Είχαμε πάντα μια άμεση και ειλικρινή σχέση, ανοιχτή και ελεύθερη, χωρίς κρυφές ατζέντες. Το να πηγαίνω στο Φανάρι για μένα σήμαινε επίσης να συναντώ το Γεννάδιο και να μοιραζόμαστε ένα δείπνο, ή μια λειτουργία, ή μια στιγμή σε οποιαδήποτε γωνιά του Πατριαρχείου. Μου είχε δώσει τα πρώτα μου λειτουργικά άμφια, τα οποία έχω ακόμα, χωρίς να με γνωρίζει. Με οδήγησε και με καθοδήγησε αμέτρητες φορές, όταν ένιωθα χαμένος, ως νέος ιερέας. Πόσα οφείλω στον Σασίμων Γεννάδιο! Πόσες λέξεις και πόσες σιωπές! Πάντα με μια αξιαγάπητη στοργή με μύησε στην ωραία πρόκληση να γίνω Φαναριώτης με τη Χάρη του Θεού - όπως αυτός - και να ακολουθώ τον προφητικό λόγο από την τότε χειροτονία στην πορεία μου εδώ, ή οπουδήποτε αλλού, στη «γη του πυρός».
Είθε το χώμα που σε σκεπάζει, Γεννάδιε, να είναι ελαφρύ όσο και η ψυχή σου. Από εκεί, από το θυσιαστήριο του Αρνίου που σφαγιάστηκε για μας προ καταβολής κόσμου, πρέσβευε για μας που μείναμε χωρίς τη συμβουλή σου, το λόγο σου, το πρόσωπό σου και τις σιωπές σου που έλεγαν τόσα πολλά και ίσως δεν γνωρίζαμε πώς να τις ερμηνεύσουμε εγκαίρως.
Θα προσπαθήσω να ακολουθήσω το παράδειγμα που άφησε, δεν θα είναι εύκολο, δεν έχω ούτε την εκπαίδευσή του ούτε την αφοσίωσή του και θα το κάνω μόνο για να τιμήσω τη μνήμη του ανθρώπου που με θεία θέληση με εισήγαγε στην ιεροσύνη, τότε τη δεκαετία του '90, στο Φανάρι. Είχαμε πάντα μια άμεση και ειλικρινή σχέση, ανοιχτή και ελεύθερη, χωρίς κρυφές ατζέντες. Το να πηγαίνω στο Φανάρι για μένα σήμαινε επίσης να συναντώ το Γεννάδιο και να μοιραζόμαστε ένα δείπνο, ή μια λειτουργία, ή μια στιγμή σε οποιαδήποτε γωνιά του Πατριαρχείου. Μου είχε δώσει τα πρώτα μου λειτουργικά άμφια, τα οποία έχω ακόμα, χωρίς να με γνωρίζει. Με οδήγησε και με καθοδήγησε αμέτρητες φορές, όταν ένιωθα χαμένος, ως νέος ιερέας. Πόσα οφείλω στον Σασίμων Γεννάδιο! Πόσες λέξεις και πόσες σιωπές! Πάντα με μια αξιαγάπητη στοργή με μύησε στην ωραία πρόκληση να γίνω Φαναριώτης με τη Χάρη του Θεού - όπως αυτός - και να ακολουθώ τον προφητικό λόγο από την τότε χειροτονία στην πορεία μου εδώ, ή οπουδήποτε αλλού, στη «γη του πυρός».
Είθε το χώμα που σε σκεπάζει, Γεννάδιε, να είναι ελαφρύ όσο και η ψυχή σου. Από εκεί, από το θυσιαστήριο του Αρνίου που σφαγιάστηκε για μας προ καταβολής κόσμου, πρέσβευε για μας που μείναμε χωρίς τη συμβουλή σου, το λόγο σου, το πρόσωπό σου και τις σιωπές σου που έλεγαν τόσα πολλά και ίσως δεν γνωρίζαμε πώς να τις ερμηνεύσουμε εγκαίρως.
ΚΑΛΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ, ΔΕΣΠΟΤΑ, ΠΑΤΕΡ, ΜΕΝΤΟΡΑ, ΚΑΙ ΦΙΛΕ, ΓΕΝΝΑΔΙΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.