Συνέντευξη με τον κ. Σταύρο Γιαγκάζογλου, Επίκουρο Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας ΕΚΠΑ στο περιοδικό Ανοικτοί Ορίζοντες, Διαδικτυακή έκδοση της κοινότητας των Ιησουιτών στην Ελλάδα
Κ. Γιαγκάζογλου, με ποιον τρόπο λειτουργεί η συνοδικότητα στην Ορθόδοξη Εκκλησία;
Σ.Γ.: Ο συνοδικός θεσμός στις ιστορικές αλλά και θεολογικές του προϋποθέσεις προέκυψε από την ευχαριστιακή συγκρότηση της Εκκλησίας, δηλαδή, από το συγκεκριμένο σώμα και την εμπειρία της εκκλησιαστικής κοινότητας, οσάκις συνέρχεται «ἐπὶ τὸ αὐτό» για να τελέσει τη Θεία Ευχαριστία. Συνεπώς, η ίδια η πράξη και ζωή της ευχαριστιακής κοινότητας είναι συνοδική κατ’ εξοχήν. Ο ευχαριστιακός χαρακτήρας του συνοδικού θεσμού εξηγεί επίσης, γιατί η σύνθεση των συνόδων υπήρξε εξαρχής επισκοπική. Ο επίσκοπος δεν καθίσταται πηγή εξουσίας και διοίκησης στην εκκλησιαστική κοινότητα, επειδή ως άτομο διά της χειροτονίας του συγκεντρώνει δικανικές εξουσίες. Ως προϊστάμενος της Ευχαριστίας συγκροτεί και εκφράζει την ενότητα των μελών του ευχαριστιακού σώματος, δηλαδή, την καθολικότητα της τοπικής Εκκλησίας. Συνάμα, η τοπική Εκκλησία διά του επισκόπου της και μόνον υπερβαίνει κάθε τοπικιστικό και ενδοστρεφή προσανατολισμό και ενώνεται με τις άλλες τοπικές Εκκλησίες στην κοινωνία της μίας Εκκλησίας.
Εξ αφορμής της Θείας Ευχαριστίας ως συλλειτουργίας κατά τη σύνοδο των επισκόπων μιας περιφέρειας, ετέθη αυτομάτως και το ζήτημα του προεδρεύοντος σε αυτήν. Από το ευχαριστιακό και συνοδικό αυτό γεγονός προέκυψε και το λειτούργημα του πρώτου στον συνοδικό θεσμό, διαμορφώνοντας την όλη διοικητική και οργανωτική δομή της Εκκλησίας. Έτσι σταδιακά δρομολογήθηκαν νέες μορφές στην έκφραση της ενότητας των τοπικών Εκκλησιών, όπως το μητροπολιτικό σύστημα, οι οικουμενικές σύνοδοι, ο θεσμός της Πενταρχίας και οι σύγχρονες αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Ο 34ος αποστολικός κανόνας συνοψίζει τη σημασία του συνοδικού θεσμού ως γεγονότος κοινωνίας των τοπικών Εκκλησιών και αναδεικνύει το λειτούργημα του πρώτου όχι ως καθυπόταξη αλλά ως σχέση συναρμογής στο πλαίσιο της αμοιβαιότητας και αλληλεξάρτησης με τους άλλους επισκόπους. «Τοὺς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καὶ ἠγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλήν, καὶ μηδὲν τι πράττειν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης· ἐκεῖνα δὲ μόνα πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει, καὶ ταῖς ὑπ᾿ αὐτὴν χώραις. Ἀλλὰ μηδὲ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γὰρ ὁμόνοια ἔσται, καὶ δοξασθήσεται ὁ θεός, διὰ Κυρίου, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι· ὁ Πατήρ, καὶ ὁ Υἱός, καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα» (Constitiones Apostolorum, VIII, 47.). Ο πρώτος ως κεφαλή τίποτε δεν πράττει δίχως τη συγκατάθεση των άλλων αλλά και οι υπόλοιποι επίσκοποι δεν προβαίνουν δίχως τον πρώτο σε ενέργειες που αφορούν όχι απλώς τη δική τους επισκοπή αλλά και τις άλλες τοπικές Εκκλησίες.
Η διοίκηση της Εκκλησίας, λοιπόν, συνιστά και τον τρόπο έκφρασης της αλήθειας και ενότητάς της. Συνεπώς, η σύνοδος δεν είναι υπεράνω των τοπικών Εκκλησιών ή των επισκόπων, αλλά ακριβώς η έκφραση της κοινωνίας, συναίνεσης και ενότητάς τους. Το αντίθετο θα σήμαινε την ύπαρξη μιας πυραμιδοειδούς, έστω και συνοδικής, παγκόσμιας οργάνωσης, το συλλογικό υποκατάστατο ενός οικουμενικού υπερεπισκόπου.
Η συνοδικότητα είναι μια διαδικασία που συνεχώς ανανεώνεται ως υπαρξιακό γεγονός για ολόκληρο το φάσμα της πίστης και εμπειρίας του εκκλησιαστικού πληρώματος. Το έργο του Αγίου Πνεύματος, το οποίο «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας», συνιστά τη βάση τόσο για τη λήψη, όσο και για την αποδοχή των συνοδικών αποφάσεων, όχι βέβαια ως αποκάλυψη νέων αληθειών αλλά ως αναγνώριση της ενότητας μέσα στην ταυτότητα της κοινής πίστεως και ζωής του ευχαριστιακού σώματος. Κάθε επίσκοπος ως επικεφαλής μιας τοπικής Εκκλησίας μεταφέρει στη σύνοδο την έκφραση της πίστης και της ζωής των μελών του ευχαριστιακού σώματος και όχι απλώς τις ατομικές του πεποιθήσεις. Οι συνοδικές αποφάσεις καθαυτές τίθενται, ακολούθως, σε μια διαδικασία αποδοχής από το πλήρωμα της Εκκλησίας. Δίχως τη δυνατότητα αποδοχής των συνοδικών αποφάσεων, η Εκκλησία γίνεται ένα νοσηρό ιεραρχικό και γραφειοκρατικό όργανο που θεσμοποιεί την εξουσιαστική της αυθεντία και την επιβάλλει αυταρχικά στον λαό του Θεού ή ακόμη και σε ανθρώπους που δεν αποτελούν μέλη της, αχρηστεύοντας την όλη δομή και διάρθρωση του Σώματος της Εκκλησίας.
Όταν, όμως, ο λαός δεν συμμετέχει ενεργά στην Θεία Ευχαριστία, όταν το λαϊκό σώμα ιδιωτεύει ή είναι παραγκωνισμένο από τη ζωή, την έκφραση και τη διοίκηση της Εκκλησίας, τότε είναι σαφές ότι αναφύονται σοβαρά προβλήματα συνοδικότητας και εκκλησιολογικού ήθους. Η συνοδικότητα είναι τρόπος ζωής του σώματος της Εκκλησίας και όχι ολιγαρχική έκφραση των ηγετών της. Ο επίσκοπος ως προεστώς κατ’ εξοχήν της Θείας Ευχαριστίας αποτελεί έκφραση ενός ολόκληρου σώματος και δεν είναι μία ασώματος κεφαλή. Το επισκοπικό αξίωμα, συνεπώς, δεν αποτελεί κάποια αντικειμενική και ατομικά μεταδόσιμη χάρη ή εξουσία, αλλά μία πράξη εντός της εκκλησιαστικής κοινότητας και για την κοινότητα, της οποίας είναι αναπόσπαστο λειτούργημα.
Στις μέρες μας, η εξατομίκευση της εκκλησιαστικής ζωής δεν αφορά απλώς το ήθος των πιστών. έχει διαβρώσει επικίνδυνα και τον θεσμό του επισκόπου. Στη σύγχρονη γραφειοκρατική αντίληψη της Εκκλησίας, η θέση του επισκόπου είναι ένα είδος εκκλησιαστικού ηγέτη, ο οποίος διευθύνει έναν αποκεντρωμένο οργανισμό κοινής ωφέλειας. Έτσι αντιλαμβάνονται την Εκκλησία οι περισσότεροι άνθρωποι, οι οποίοι θέλουν να εξυπηρετήσουν τις ατομικές θρησκευτικές ανάγκες τους. Αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης, πέρα από την εκκοσμίκευση, είναι η πυραμιδική και εξουσιαστική αντίληψη της Εκκλησίας, όπου ο επίσκοπος λειτουργεί ως μονάρχης που επιβλέπει και διοικεί αυταρχικά μια διασπασμένη κοινότητα. Μια τέτοια τακτική, αποτελεί στην ουσία παρερμηνεία και κάκιστη χρησιμοθηρία της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας. Η κατάσταση αυτή ακυρώνει στην πράξη τον σταυρικό, θυσιαστικό και εκ-στατικό, δηλαδή, χριστολογικό χαρακτήρα του επισκοπικού λειτουργήματος.
Η ενότητα της Εκκλησίας στην ευχαριστιακή συγκρότησή της υπό τον επίσκοπο αφορά ένα πλέγμα προσωπικών και υπαρξιακών σχέσεων και εικονίζει την εσχατολογική σύναξη της Βασιλείας. Ο επίσκοπος εικονίζει τον Χριστό, όταν παύει να ενεργεί ως άτομο και ενεργεί εκ μέρους της κοινότητας, όταν στο πρόσωπό του υπερβαίνονται όλες οι διαιρέσεις, όταν φιλάνθρωπα προσλαμβάνει τα προβλήματα και τις πληγές του ανθρώπου, όταν ενώνει και αλληλοπεριχωρεί, όταν αναφέρει την κτίση ολόκληρη στον δημιουργό της, όταν η αυθεντία του είναι χαρισματικό γεγονός της κοινωνίας του Αγίου Πνεύματος.
Συνεπώς, η αλήθεια και η ενότητα δεν είναι ένας δεδομένος θεσμός που επιβάλλεται αντικειμενικά ως αλάθητη εξουσία, αλλά έκφραση της κοινής πίστης, λατρείας και ζωής της Εκκλησίας. Η σύνοδος στην Ορθόδοξη Παράδοση, δίχως να είναι μια δομή υπεράνω των τοπικών Εκκλησιών, συνδέει οργανικά τις κατά τόπους Εκκλησίες, υπερβαίνοντας τον πειρασμό της παγκόσμιας οργάνωσης αλλά και της απόλυτης αυτάρκειας και αυτοκεφαλίας. Η συνοδικότητα προβάλλει ως γεγονός κοινωνίας και ενότητας, εκφράζοντας τη ζωή κάθε τοπικής Εκκλησίας αλλά και τη ζωή των τοπικών Εκκλησιών.
Ο πάπας Φραγκίσκος, κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα, είπε στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο ότι η Καθολική Εκκλησία έχει πολλά να μάθει από την Ορθόδοξη σχετικά με τη συνοδικότητα. Τι είναι αυτό που έχει να μάθει;
Σ.Γ.: Η Καθολική Εκκλησία ύστερα από τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο και τη δημιουργία των τοπικών επισκοπικών συνελεύσεων βρίσκεται σήμερα σε μία νέα διαδικασία προσέγγισης της αρχαίας παράδοσης της συνοδικότητας. Αυτό που μπορεί να μάθει από την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ότι η καθολικότητα και πληρότητα δεν αφορά την παγκόσμια Εκκλησία ή απλώς τη συλλογικότητα των επισκόπων, αλλά πρωτίστως κάθε τοπική Εκκλησία. Όσο δεν αναγνωρίζεται η πληρότητα και καθολικότητα κάθε τοπικής Εκκλησίας, δεν μπορούμε να κάνουμε πραγματικό λόγο για συνοδικότητα. Η Εκκλησία δεν είναι ένας παγκόσμιος ιεραρχικός οργανισμός, επιμέρους τμήματα του οποίου είναι οι κατά τόπους Εκκλησίες, αλλά κάθε τοπική Εκκλησία είναι μία πλήρης και καθολική Εκκλησία ως η Εκκλησία του Θεού εν τόπω («τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ τῇ οὔσῃ ἐν Κορίνθῳ» Α΄ Κορ. 1,2). Η ενότητα των τοπικών Εκκλησιών ως ομόκεντρων και πλήρως εφαπτόμενων κύκλων αποτελεί τη μία κατά την οικουμένη Εκκλησία.
Στη Β΄ Βατικανή Σύνοδο το πρωτείο του Πέτρου τίθεται ευθύς εξαρχής ως βάση της καθολικής εκκλησιολογίας. Η Εκκλησία κυβερνάται υπό του διαδόχου του Πέτρου και ταυτίζεται με τα όρια της Καθολικής Εκκλησίας. Ο Πέτρος ως κεφαλή των δώδεκα Αποστόλων μεταβίβασε το πρωτείο και το αλάθητον στον διάδοχό του, τον επίσκοπο Ρώμης, ο οποίος είναι ο αντιπρόσωπος του Χριστού επί της γης και η ορατή κεφαλή της Εκκλησίας. Παράλληλα, όμως, προς τη μοναρχία του πάπα, η Β΄ Βατικανή Σύνοδος αναφέρεται και στα δίκαια του σώματος των επισκόπων, στην αποστολική διαδοχή, στο λειτούργημα του επισκόπου ως πλήρωμα του μυστηρίου της ιερωσύνης. Όλα αυτά, όμως, υφίστανται μονάχα σε αποκλειστική σχέση και κοινωνία με τον επίσκοπο Ρώμης. Παρομοίως και η ίδια η σύνοδος τίθεται υπό την απόλυτη προνομιακή δικαιοδοσία του πάπα, καθόσον μονάχα αυτός έχει το δικαίωμα σύγκλησης, προεδρίας και επικύρωσής της. Συνεπώς, η πληρεξουσιότητα κάθε επισκόπου ασκείται μονάχα σε σχέση ομοφωνίας με τον πάπα.
Ωστόσο, η Β΄ Βατικανή Σύνοδος εγκαινίασε ένα είδος διπλής εκκλησιολογίας στην καθολική εκκλησιολογία. Η κατά κάποιο τρόπο αναγνώριση της καθολικότητας και των τοπικών Εκκλησιών και η θέσπιση της συλλογικότητας των επισκόπων με την παράλληλη διατήρηση της παγκόσμιας υπό τον πάπα εκκλησιολογίας, προκαλεί διλήμματα και εντάσεις. Μπορούν να συνυπάρξουν οι δύο αυτές εκκλησιολογίες ή είναι παντελώς ασύμπτωτες μεταξύ τους; Για τον λόγο αυτό ο πάπας ενδιαφέρεται να επανέλθει με σοβαρό τρόπο η περί συνοδικότητας συζήτηση στην Καθολική Εκκλησία και να διερευνηθεί σε πνεύμα αδελφικής συναντίληψης η Ορθόδοξη Παράδοση περί συνοδικότητας.
Η συνοδικότητα αφορά την κοινωνία και ενεργό συμμετοχή όλων των μελών της τοπικής Εκκλησίας στη ζωή της σε όλα τα επίπεδα από την ενορία και την επισκοπή έως τη σύνοδο μιας τοπικής Εκκλησίας. Το λειτούργημα του επισκόπου συνιστά έκφραση της συνοδικότητας ως χριστοκεντρική ανακεφαλαίωση του μυστηρίου της ενότητας. Γι’ αυτό και η συνοδικότητα λειτουργεί με την ισότιμη και αντιπροσωπευτική συμμετοχή των επισκόπων σε όλα τα συνοδικά όργανα των κατά τόπους Εκκλησιών. Συνάμα, ο επίσκοπος οφείλει να περιβάλλεται και να πλαισιώνεται από την ενεργό συμμετοχή του πληρώματος της τοπικής Εκκλησίας του.
Ποια είναι τα υπέρ και τα κατά στην άσκηση της συνοδικότητας στην Ορθόδοξη Εκκλησία; Δώστε μας κάποια παραδείγματα.
Η αυθεντική συνοδικότητα δεν έχει αρνητικά γνωρίσματα. Όταν όμως διαβρώνεται ο γνήσιος χαρακτήρας της, τότε εμφανίζονται διάφορα προβλήματα, όπως είναι ο επισκοπομονισμός και η αποξένωση του λαϊκού σώματος από τη ζωή, τη λατρεία και τη διοίκηση της Εκκλησίας, ο εθνοφυλετισμός, η αυτάρκεια και η απόλυτη αυτοκεφαλία μιας τοπικής Εκκλησίας ή η διάθεσή της να επεκτείνει τη δικαιοδοσία της με πολιτικά ή άλλα μη εκκλησιολογικά κριτήρια σε άλλες τοπικές Εκκλησίες. Η Καθολική Εκκλησία μπορεί να διδαχθεί ακόμη και από αυτές τις παρενέργειες και διαβρώσεις της συνοδικότητας, που ενίοτε εμφιλοχωρούν σε ορισμένες τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Οι εν λόγω αστοχίες αφορούν αυτοκεφαλίες ή δημιουργία ιδιαίτερων πατριαρχείων στην Ορθόδοξη Εκκλησία για καθαρά εθνοφυλετικούς ή εθνικιστικούς ή πολιτικούς σκοπούς. Τέτοια αυτοκέφαλα ή πατριαρχεία προέκυψαν στα Βαλκάνια κατά τον 19ο αιώνα. Στις μέρες μας προβλήματα και ανησυχία προκαλεί το ζήτημα της αναγνώρισης της αυτοκεφαλίας της Ουκρανίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η οξύτατη αντίδραση του Πατριαρχείου Μόσχας. Πίσω όμως από αυτό το πρόβλημα υπάρχει το μέγα ζήτημα του εθνοφυλετισμού και της εργαλειοποίησης της Ορθόδοξης Εκκλησίας χάριν γεωπολιτικών συμφερόντων.
Ο εθνικισμός και η αυτάρκεια διαμόρφωσε μία «κλειστή» συνοδικότητα, κατά την οποία κάθε τοπική ή εθνική Εκκλησία φαινόταν να μην έχει ανάγκη τη σχέση και κοινωνία με τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Ακόμη χειρότερα, κατά τις τελευταίες προσυνοδικές διασκέψεις και ετοιμασίες για την τελική διεξαγωγή της Πανορθόδοξης Συνόδου το 2016 διαφάνηκε καθαρά ότι υπήρχε μία σαφής ένταση μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Μόσχας. Το θέμα της αυτοκεφαλίας, το οποίο φαινόταν να αποτελεί αντικείμενο συναίνεσης και ομόφωνης απόφασης των προκαθημένων, τελικά εξαιρέθηκε από την ημερήσια διάταξη της συνόδου. Το πατριαρχείο Μόσχας, ενώ είχε προσυπογράψει όλα τα συνοδικά κείμενα προς συζήτηση και έγκριση, τελικά δεν προσήλθε στη σύνοδο για να μην αναγνωρίσει την πρωτοκαθεδρία του οικουμενικού πατριάρχη, συμπαρασύροντας και ορισμένες άλλες τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες. Η Πανορθόδοξη Σύνοδος της Κρήτης, ύστερα από έξι δεκαετίες εργώδους ετοιμασίας φανέρωσε την ενότητα και συνοδικότητα των Ορθοδόξων τραυματισμένη στην πράξη. Ο επίλογος αυτής της τραγικής κατάληξης συνεχίστηκε με την έλλειψη συμφωνίας για την αυτοκεφαλία της εν Ουκρανία Ορθόδοξης Εκκλησίας και τη δημιουργία μονομερούς σχίσματος και ακοινωνησίας εκ μέρους του πατριαρχείου Μόσχας προς την Κωνσταντινούπολη, την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και την Εκκλησία της Κύπρου ως αντίποινα για την αναγνώριση του ουκρανικού αυτοκεφάλου. Τώρα η Μόσχα πιέζει τις άλλες τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες να μην αναγνωρίσουν την αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ουκρανία με αποτέλεσμα η πανορθόδοξη ενότητα να διακυβεύεται επικίνδυνα. Πέρα από τις γεωπολιτικές και γεωεκκλησιολογικές παραμέτρους αυτής της κρίσης, θεωρούμε ότι είναι δυνατόν και πρέπει να αναληφθούν προσπάθειες αποκατάστασης της ενότητας και της εκ νέου συνεργασίας των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Αυτό μπορεί να προκύψει ύστερα από εμπνευσμένες πρωτοβουλίες άλλων τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών και ενδεχομένως μετά από ένα χρονικό διάστημα, όταν θα έχει ατονήσει η σοβούσα ένταση.
Σ.Γ.: Ο συνοδικός θεσμός στις ιστορικές αλλά και θεολογικές του προϋποθέσεις προέκυψε από την ευχαριστιακή συγκρότηση της Εκκλησίας, δηλαδή, από το συγκεκριμένο σώμα και την εμπειρία της εκκλησιαστικής κοινότητας, οσάκις συνέρχεται «ἐπὶ τὸ αὐτό» για να τελέσει τη Θεία Ευχαριστία. Συνεπώς, η ίδια η πράξη και ζωή της ευχαριστιακής κοινότητας είναι συνοδική κατ’ εξοχήν. Ο ευχαριστιακός χαρακτήρας του συνοδικού θεσμού εξηγεί επίσης, γιατί η σύνθεση των συνόδων υπήρξε εξαρχής επισκοπική. Ο επίσκοπος δεν καθίσταται πηγή εξουσίας και διοίκησης στην εκκλησιαστική κοινότητα, επειδή ως άτομο διά της χειροτονίας του συγκεντρώνει δικανικές εξουσίες. Ως προϊστάμενος της Ευχαριστίας συγκροτεί και εκφράζει την ενότητα των μελών του ευχαριστιακού σώματος, δηλαδή, την καθολικότητα της τοπικής Εκκλησίας. Συνάμα, η τοπική Εκκλησία διά του επισκόπου της και μόνον υπερβαίνει κάθε τοπικιστικό και ενδοστρεφή προσανατολισμό και ενώνεται με τις άλλες τοπικές Εκκλησίες στην κοινωνία της μίας Εκκλησίας.
Εξ αφορμής της Θείας Ευχαριστίας ως συλλειτουργίας κατά τη σύνοδο των επισκόπων μιας περιφέρειας, ετέθη αυτομάτως και το ζήτημα του προεδρεύοντος σε αυτήν. Από το ευχαριστιακό και συνοδικό αυτό γεγονός προέκυψε και το λειτούργημα του πρώτου στον συνοδικό θεσμό, διαμορφώνοντας την όλη διοικητική και οργανωτική δομή της Εκκλησίας. Έτσι σταδιακά δρομολογήθηκαν νέες μορφές στην έκφραση της ενότητας των τοπικών Εκκλησιών, όπως το μητροπολιτικό σύστημα, οι οικουμενικές σύνοδοι, ο θεσμός της Πενταρχίας και οι σύγχρονες αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Ο 34ος αποστολικός κανόνας συνοψίζει τη σημασία του συνοδικού θεσμού ως γεγονότος κοινωνίας των τοπικών Εκκλησιών και αναδεικνύει το λειτούργημα του πρώτου όχι ως καθυπόταξη αλλά ως σχέση συναρμογής στο πλαίσιο της αμοιβαιότητας και αλληλεξάρτησης με τους άλλους επισκόπους. «Τοὺς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καὶ ἠγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλήν, καὶ μηδὲν τι πράττειν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης· ἐκεῖνα δὲ μόνα πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει, καὶ ταῖς ὑπ᾿ αὐτὴν χώραις. Ἀλλὰ μηδὲ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γὰρ ὁμόνοια ἔσται, καὶ δοξασθήσεται ὁ θεός, διὰ Κυρίου, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι· ὁ Πατήρ, καὶ ὁ Υἱός, καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα» (Constitiones Apostolorum, VIII, 47.). Ο πρώτος ως κεφαλή τίποτε δεν πράττει δίχως τη συγκατάθεση των άλλων αλλά και οι υπόλοιποι επίσκοποι δεν προβαίνουν δίχως τον πρώτο σε ενέργειες που αφορούν όχι απλώς τη δική τους επισκοπή αλλά και τις άλλες τοπικές Εκκλησίες.
Η διοίκηση της Εκκλησίας, λοιπόν, συνιστά και τον τρόπο έκφρασης της αλήθειας και ενότητάς της. Συνεπώς, η σύνοδος δεν είναι υπεράνω των τοπικών Εκκλησιών ή των επισκόπων, αλλά ακριβώς η έκφραση της κοινωνίας, συναίνεσης και ενότητάς τους. Το αντίθετο θα σήμαινε την ύπαρξη μιας πυραμιδοειδούς, έστω και συνοδικής, παγκόσμιας οργάνωσης, το συλλογικό υποκατάστατο ενός οικουμενικού υπερεπισκόπου.
Η συνοδικότητα είναι μια διαδικασία που συνεχώς ανανεώνεται ως υπαρξιακό γεγονός για ολόκληρο το φάσμα της πίστης και εμπειρίας του εκκλησιαστικού πληρώματος. Το έργο του Αγίου Πνεύματος, το οποίο «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας», συνιστά τη βάση τόσο για τη λήψη, όσο και για την αποδοχή των συνοδικών αποφάσεων, όχι βέβαια ως αποκάλυψη νέων αληθειών αλλά ως αναγνώριση της ενότητας μέσα στην ταυτότητα της κοινής πίστεως και ζωής του ευχαριστιακού σώματος. Κάθε επίσκοπος ως επικεφαλής μιας τοπικής Εκκλησίας μεταφέρει στη σύνοδο την έκφραση της πίστης και της ζωής των μελών του ευχαριστιακού σώματος και όχι απλώς τις ατομικές του πεποιθήσεις. Οι συνοδικές αποφάσεις καθαυτές τίθενται, ακολούθως, σε μια διαδικασία αποδοχής από το πλήρωμα της Εκκλησίας. Δίχως τη δυνατότητα αποδοχής των συνοδικών αποφάσεων, η Εκκλησία γίνεται ένα νοσηρό ιεραρχικό και γραφειοκρατικό όργανο που θεσμοποιεί την εξουσιαστική της αυθεντία και την επιβάλλει αυταρχικά στον λαό του Θεού ή ακόμη και σε ανθρώπους που δεν αποτελούν μέλη της, αχρηστεύοντας την όλη δομή και διάρθρωση του Σώματος της Εκκλησίας.
Όταν, όμως, ο λαός δεν συμμετέχει ενεργά στην Θεία Ευχαριστία, όταν το λαϊκό σώμα ιδιωτεύει ή είναι παραγκωνισμένο από τη ζωή, την έκφραση και τη διοίκηση της Εκκλησίας, τότε είναι σαφές ότι αναφύονται σοβαρά προβλήματα συνοδικότητας και εκκλησιολογικού ήθους. Η συνοδικότητα είναι τρόπος ζωής του σώματος της Εκκλησίας και όχι ολιγαρχική έκφραση των ηγετών της. Ο επίσκοπος ως προεστώς κατ’ εξοχήν της Θείας Ευχαριστίας αποτελεί έκφραση ενός ολόκληρου σώματος και δεν είναι μία ασώματος κεφαλή. Το επισκοπικό αξίωμα, συνεπώς, δεν αποτελεί κάποια αντικειμενική και ατομικά μεταδόσιμη χάρη ή εξουσία, αλλά μία πράξη εντός της εκκλησιαστικής κοινότητας και για την κοινότητα, της οποίας είναι αναπόσπαστο λειτούργημα.
Στις μέρες μας, η εξατομίκευση της εκκλησιαστικής ζωής δεν αφορά απλώς το ήθος των πιστών. έχει διαβρώσει επικίνδυνα και τον θεσμό του επισκόπου. Στη σύγχρονη γραφειοκρατική αντίληψη της Εκκλησίας, η θέση του επισκόπου είναι ένα είδος εκκλησιαστικού ηγέτη, ο οποίος διευθύνει έναν αποκεντρωμένο οργανισμό κοινής ωφέλειας. Έτσι αντιλαμβάνονται την Εκκλησία οι περισσότεροι άνθρωποι, οι οποίοι θέλουν να εξυπηρετήσουν τις ατομικές θρησκευτικές ανάγκες τους. Αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης, πέρα από την εκκοσμίκευση, είναι η πυραμιδική και εξουσιαστική αντίληψη της Εκκλησίας, όπου ο επίσκοπος λειτουργεί ως μονάρχης που επιβλέπει και διοικεί αυταρχικά μια διασπασμένη κοινότητα. Μια τέτοια τακτική, αποτελεί στην ουσία παρερμηνεία και κάκιστη χρησιμοθηρία της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας. Η κατάσταση αυτή ακυρώνει στην πράξη τον σταυρικό, θυσιαστικό και εκ-στατικό, δηλαδή, χριστολογικό χαρακτήρα του επισκοπικού λειτουργήματος.
Η ενότητα της Εκκλησίας στην ευχαριστιακή συγκρότησή της υπό τον επίσκοπο αφορά ένα πλέγμα προσωπικών και υπαρξιακών σχέσεων και εικονίζει την εσχατολογική σύναξη της Βασιλείας. Ο επίσκοπος εικονίζει τον Χριστό, όταν παύει να ενεργεί ως άτομο και ενεργεί εκ μέρους της κοινότητας, όταν στο πρόσωπό του υπερβαίνονται όλες οι διαιρέσεις, όταν φιλάνθρωπα προσλαμβάνει τα προβλήματα και τις πληγές του ανθρώπου, όταν ενώνει και αλληλοπεριχωρεί, όταν αναφέρει την κτίση ολόκληρη στον δημιουργό της, όταν η αυθεντία του είναι χαρισματικό γεγονός της κοινωνίας του Αγίου Πνεύματος.
Συνεπώς, η αλήθεια και η ενότητα δεν είναι ένας δεδομένος θεσμός που επιβάλλεται αντικειμενικά ως αλάθητη εξουσία, αλλά έκφραση της κοινής πίστης, λατρείας και ζωής της Εκκλησίας. Η σύνοδος στην Ορθόδοξη Παράδοση, δίχως να είναι μια δομή υπεράνω των τοπικών Εκκλησιών, συνδέει οργανικά τις κατά τόπους Εκκλησίες, υπερβαίνοντας τον πειρασμό της παγκόσμιας οργάνωσης αλλά και της απόλυτης αυτάρκειας και αυτοκεφαλίας. Η συνοδικότητα προβάλλει ως γεγονός κοινωνίας και ενότητας, εκφράζοντας τη ζωή κάθε τοπικής Εκκλησίας αλλά και τη ζωή των τοπικών Εκκλησιών.
Ο πάπας Φραγκίσκος, κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα, είπε στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο ότι η Καθολική Εκκλησία έχει πολλά να μάθει από την Ορθόδοξη σχετικά με τη συνοδικότητα. Τι είναι αυτό που έχει να μάθει;
Σ.Γ.: Η Καθολική Εκκλησία ύστερα από τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο και τη δημιουργία των τοπικών επισκοπικών συνελεύσεων βρίσκεται σήμερα σε μία νέα διαδικασία προσέγγισης της αρχαίας παράδοσης της συνοδικότητας. Αυτό που μπορεί να μάθει από την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ότι η καθολικότητα και πληρότητα δεν αφορά την παγκόσμια Εκκλησία ή απλώς τη συλλογικότητα των επισκόπων, αλλά πρωτίστως κάθε τοπική Εκκλησία. Όσο δεν αναγνωρίζεται η πληρότητα και καθολικότητα κάθε τοπικής Εκκλησίας, δεν μπορούμε να κάνουμε πραγματικό λόγο για συνοδικότητα. Η Εκκλησία δεν είναι ένας παγκόσμιος ιεραρχικός οργανισμός, επιμέρους τμήματα του οποίου είναι οι κατά τόπους Εκκλησίες, αλλά κάθε τοπική Εκκλησία είναι μία πλήρης και καθολική Εκκλησία ως η Εκκλησία του Θεού εν τόπω («τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ τῇ οὔσῃ ἐν Κορίνθῳ» Α΄ Κορ. 1,2). Η ενότητα των τοπικών Εκκλησιών ως ομόκεντρων και πλήρως εφαπτόμενων κύκλων αποτελεί τη μία κατά την οικουμένη Εκκλησία.
Στη Β΄ Βατικανή Σύνοδο το πρωτείο του Πέτρου τίθεται ευθύς εξαρχής ως βάση της καθολικής εκκλησιολογίας. Η Εκκλησία κυβερνάται υπό του διαδόχου του Πέτρου και ταυτίζεται με τα όρια της Καθολικής Εκκλησίας. Ο Πέτρος ως κεφαλή των δώδεκα Αποστόλων μεταβίβασε το πρωτείο και το αλάθητον στον διάδοχό του, τον επίσκοπο Ρώμης, ο οποίος είναι ο αντιπρόσωπος του Χριστού επί της γης και η ορατή κεφαλή της Εκκλησίας. Παράλληλα, όμως, προς τη μοναρχία του πάπα, η Β΄ Βατικανή Σύνοδος αναφέρεται και στα δίκαια του σώματος των επισκόπων, στην αποστολική διαδοχή, στο λειτούργημα του επισκόπου ως πλήρωμα του μυστηρίου της ιερωσύνης. Όλα αυτά, όμως, υφίστανται μονάχα σε αποκλειστική σχέση και κοινωνία με τον επίσκοπο Ρώμης. Παρομοίως και η ίδια η σύνοδος τίθεται υπό την απόλυτη προνομιακή δικαιοδοσία του πάπα, καθόσον μονάχα αυτός έχει το δικαίωμα σύγκλησης, προεδρίας και επικύρωσής της. Συνεπώς, η πληρεξουσιότητα κάθε επισκόπου ασκείται μονάχα σε σχέση ομοφωνίας με τον πάπα.
Ωστόσο, η Β΄ Βατικανή Σύνοδος εγκαινίασε ένα είδος διπλής εκκλησιολογίας στην καθολική εκκλησιολογία. Η κατά κάποιο τρόπο αναγνώριση της καθολικότητας και των τοπικών Εκκλησιών και η θέσπιση της συλλογικότητας των επισκόπων με την παράλληλη διατήρηση της παγκόσμιας υπό τον πάπα εκκλησιολογίας, προκαλεί διλήμματα και εντάσεις. Μπορούν να συνυπάρξουν οι δύο αυτές εκκλησιολογίες ή είναι παντελώς ασύμπτωτες μεταξύ τους; Για τον λόγο αυτό ο πάπας ενδιαφέρεται να επανέλθει με σοβαρό τρόπο η περί συνοδικότητας συζήτηση στην Καθολική Εκκλησία και να διερευνηθεί σε πνεύμα αδελφικής συναντίληψης η Ορθόδοξη Παράδοση περί συνοδικότητας.
Η συνοδικότητα αφορά την κοινωνία και ενεργό συμμετοχή όλων των μελών της τοπικής Εκκλησίας στη ζωή της σε όλα τα επίπεδα από την ενορία και την επισκοπή έως τη σύνοδο μιας τοπικής Εκκλησίας. Το λειτούργημα του επισκόπου συνιστά έκφραση της συνοδικότητας ως χριστοκεντρική ανακεφαλαίωση του μυστηρίου της ενότητας. Γι’ αυτό και η συνοδικότητα λειτουργεί με την ισότιμη και αντιπροσωπευτική συμμετοχή των επισκόπων σε όλα τα συνοδικά όργανα των κατά τόπους Εκκλησιών. Συνάμα, ο επίσκοπος οφείλει να περιβάλλεται και να πλαισιώνεται από την ενεργό συμμετοχή του πληρώματος της τοπικής Εκκλησίας του.
Ποια είναι τα υπέρ και τα κατά στην άσκηση της συνοδικότητας στην Ορθόδοξη Εκκλησία; Δώστε μας κάποια παραδείγματα.
Η αυθεντική συνοδικότητα δεν έχει αρνητικά γνωρίσματα. Όταν όμως διαβρώνεται ο γνήσιος χαρακτήρας της, τότε εμφανίζονται διάφορα προβλήματα, όπως είναι ο επισκοπομονισμός και η αποξένωση του λαϊκού σώματος από τη ζωή, τη λατρεία και τη διοίκηση της Εκκλησίας, ο εθνοφυλετισμός, η αυτάρκεια και η απόλυτη αυτοκεφαλία μιας τοπικής Εκκλησίας ή η διάθεσή της να επεκτείνει τη δικαιοδοσία της με πολιτικά ή άλλα μη εκκλησιολογικά κριτήρια σε άλλες τοπικές Εκκλησίες. Η Καθολική Εκκλησία μπορεί να διδαχθεί ακόμη και από αυτές τις παρενέργειες και διαβρώσεις της συνοδικότητας, που ενίοτε εμφιλοχωρούν σε ορισμένες τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Οι εν λόγω αστοχίες αφορούν αυτοκεφαλίες ή δημιουργία ιδιαίτερων πατριαρχείων στην Ορθόδοξη Εκκλησία για καθαρά εθνοφυλετικούς ή εθνικιστικούς ή πολιτικούς σκοπούς. Τέτοια αυτοκέφαλα ή πατριαρχεία προέκυψαν στα Βαλκάνια κατά τον 19ο αιώνα. Στις μέρες μας προβλήματα και ανησυχία προκαλεί το ζήτημα της αναγνώρισης της αυτοκεφαλίας της Ουκρανίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η οξύτατη αντίδραση του Πατριαρχείου Μόσχας. Πίσω όμως από αυτό το πρόβλημα υπάρχει το μέγα ζήτημα του εθνοφυλετισμού και της εργαλειοποίησης της Ορθόδοξης Εκκλησίας χάριν γεωπολιτικών συμφερόντων.
Ο εθνικισμός και η αυτάρκεια διαμόρφωσε μία «κλειστή» συνοδικότητα, κατά την οποία κάθε τοπική ή εθνική Εκκλησία φαινόταν να μην έχει ανάγκη τη σχέση και κοινωνία με τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Ακόμη χειρότερα, κατά τις τελευταίες προσυνοδικές διασκέψεις και ετοιμασίες για την τελική διεξαγωγή της Πανορθόδοξης Συνόδου το 2016 διαφάνηκε καθαρά ότι υπήρχε μία σαφής ένταση μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Μόσχας. Το θέμα της αυτοκεφαλίας, το οποίο φαινόταν να αποτελεί αντικείμενο συναίνεσης και ομόφωνης απόφασης των προκαθημένων, τελικά εξαιρέθηκε από την ημερήσια διάταξη της συνόδου. Το πατριαρχείο Μόσχας, ενώ είχε προσυπογράψει όλα τα συνοδικά κείμενα προς συζήτηση και έγκριση, τελικά δεν προσήλθε στη σύνοδο για να μην αναγνωρίσει την πρωτοκαθεδρία του οικουμενικού πατριάρχη, συμπαρασύροντας και ορισμένες άλλες τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες. Η Πανορθόδοξη Σύνοδος της Κρήτης, ύστερα από έξι δεκαετίες εργώδους ετοιμασίας φανέρωσε την ενότητα και συνοδικότητα των Ορθοδόξων τραυματισμένη στην πράξη. Ο επίλογος αυτής της τραγικής κατάληξης συνεχίστηκε με την έλλειψη συμφωνίας για την αυτοκεφαλία της εν Ουκρανία Ορθόδοξης Εκκλησίας και τη δημιουργία μονομερούς σχίσματος και ακοινωνησίας εκ μέρους του πατριαρχείου Μόσχας προς την Κωνσταντινούπολη, την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και την Εκκλησία της Κύπρου ως αντίποινα για την αναγνώριση του ουκρανικού αυτοκεφάλου. Τώρα η Μόσχα πιέζει τις άλλες τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες να μην αναγνωρίσουν την αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ουκρανία με αποτέλεσμα η πανορθόδοξη ενότητα να διακυβεύεται επικίνδυνα. Πέρα από τις γεωπολιτικές και γεωεκκλησιολογικές παραμέτρους αυτής της κρίσης, θεωρούμε ότι είναι δυνατόν και πρέπει να αναληφθούν προσπάθειες αποκατάστασης της ενότητας και της εκ νέου συνεργασίας των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Αυτό μπορεί να προκύψει ύστερα από εμπνευσμένες πρωτοβουλίες άλλων τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών και ενδεχομένως μετά από ένα χρονικό διάστημα, όταν θα έχει ατονήσει η σοβούσα ένταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.