Κωνσταντίνου Νούση,
AMEN
Η επιλογική τούτη, όπως εύχομαι, παρέμβασή μου αναφορικά με την Πανορθόδοξη σκοπό έχει να σχολιάσει τα πράγματα με τη μέγιστη δυνατή νηφαλιότητα και συγχρονική προσέγγιση της πραγματικότητας, χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι παρακάμπτουμε ή αδιαφορούμε για την Παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η αφορμή και πάλι δόθηκε από πρόσφατες παρεμβάσεις Ιεραρχών και Πανεπιστημιακών, οι οποίες αλληλοσυγκρουόμενες τι άλλο, πλην συγχύσεως, θα μπορούσαν να επιφέρουν. Θα ξεκινήσω με μια γενικότερη παρατήρηση. Αυτό που κρύβεται στο βάθος της προκείμενης διαφωνίας είναι η διαχρονική διελκυστίνδα μεταξύ θρησκευτικότητας και εκκλησιαστικότητας, νεωτερικότητας και παραδοσιαρχίας, ευσεβισμού και ορθοδοξίας, φονταμενταλισμού και ορθοπραξίας. Ο Χριστός ήταν και είναι πάντοτε εχθρός των δύο άκρων, της απιστίας και της θρησκευτικότητας, της αθεΐας και του άκριτου ζηλωτισμού, ο οποίος μπορεί άνετα να οδηγήσει στις ψευδαισθήσεις και υποκριτικότητες του φαρισαϊσμού. O Xριστός δεν βόλεψε ούτε το θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής του ούτε φυσικά αναπαύει ποτέ τους ηθικιστές, τους ευσεβιστές και τους όποιους διαχρονικά αυτοθεωρούμενους «καθαρούς».
Βλέπουμε μια γενικότερη άρνηση κατά της Πανορθόδοξης, είτε φωναχτά είτε σιωπηρά, είτε άμεσα είτε έμμεσα, είτε θαρρετά είτε με δειλά και μασημένα υπονοούμενα. Το ένα θέμα είναι ότι οι περισσότεροι εκ των διαφωνούντων αναπαράγουν ο ένας τα επιχειρήματα του άλλου. Το δεύτερο ζήτημα είναι πόσο έχει περάσει στις συνειδήσεις των περισσοτέρων η πολωτική κατηγοριοποίηση: υπέρ της συνόδου ίσον οικουμενιστές, κατά της συνόδου ίσον (υπερ)ορθόδοξοι. Ένα πράγμα ακόμη που πρέπει να συνυπολογισθεί είναι κατά πόσο παρασύρονται οι πολλοί από μερικά κέντρα, τα οποία έχουν σαφή ή υποδόριο φονταμενταλιστικό χαρακτήρα. Εξάπαντος οιοσδήποτε τάσσεται κατά της συνόδου αυτής δεν θα πρέπει a priori να θεωρηθεί ζηλωτής ή φονταμενταλιστής. Και στην τελική, όλοι μας κρύβουμε μέσα μας βαθιά – ή και πιο προς τα έξω – έναν μικρό φονταμενταλιστή, ζηλωτή και ευσεβιστή.
Θα αρχίσω με τον όσιο Πορφύριο – αγαπημένο μου άγιο και κατά τη γνώμη μου κανόνα σύγχρονης εκκλησιολογίας. Όταν
ρωτήθηκε για το θέμα του 666, των ταυτοτήτων και του αντιχρίστου, συνέστησε να «κάνουμε υπακοή στη Σύνοδο εκείνης
της εποχής».[1] Αυτό είναι πολύ σημαντικό, όχι τόσο γιατί το είπε ένας άγιος – η Εκκλησία εξάπαντος είναι πάνω από τη
γνώμη οποιουδήποτε – όσο επειδή συνάδει προς τη Συνοδική – Ευχαριστιακή παράδοση της Εκκλησίας μας. Σύμφωνα με
αυτήν η κάθε Ευχαριστιακή σύναξη συνιστά την Καθολική Εκκλησία. Επομένως ο προϊστάμενος εκάστης Συνάξεως – ο
Επίσκοπος δηλαδή – εκπροσωπεί τον απόντα δια γυμνών οφθαλμών Χριστό στην κοινότητα και εκφράζει το φρόνημα και τη συνείδηση της τελευταίας κατά τις συνοδικές διασκέψεις των απανταχού Τοπικών Επισκοπών. Οι Επίσκοποι έτσι εκ των (χαρισματικών εν Πνεύματι) πραγμάτων καθίστανται ίσοι μεταξύ τους και φυσικοί εκπρόσωποι του Σώματος της οικείας Επισκοπής. Δεν χωράει εδώ φυσικά συζήτηση για την αυτονόητη «αξιοσύνη» τους, εφόσον τοποθετήθηκαν από την Τοπική Σύνοδο – που εκπροσωπεί την ευρύτερη εκκλησιαστική επαρχία – στη θέση αυτή. Και τούτο ισχύει ανεξάρτητα από την προσωπική τους αγιότητα ή αμαρτωλότητα. Άλλωστε, σε περίπτωση κανονικού κωλύματος καθαιρούνται συνοδικώς.
Τα πιο πάνω, φυσικά, δεν θα πρέπει να εκληφθούν μαγικώ τω τρόπω και τω πνεύματι. Δηλαδή όταν χειροτονείται ένας Επίσκοπος, αυτό δεν σημαίνει ότι έχει φτάσει και στη θέωση. Ας προσγειωθούμε στην πραγματικότητα εκάστης εποχής και περιοχής. Ας μη φτάσουμε στα άκρα του μακαριστού π. Ρωμανίδη, που σταμάτησε, όσο ξέρω τουλάχιστο, να λειτουργεί, εφόσον δεν είχε θεοπτικές εμπειρίες. Το δέον δεν μπορεί πάντα να είναι και εφικτό, αλλά και δεν μπορεί και
δεν πρέπει σε κάθε περίπτωση να μετριέται με αντικειμενικά κριτήρια.
Διάβαζα με έκπληξη σε επισκοπική ανακοίνωση περί της συνόδου υπονοούμενα για τη δυνατότητά της να εκφράσει..
Θα αρχίσω με τον όσιο Πορφύριο – αγαπημένο μου άγιο και κατά τη γνώμη μου κανόνα σύγχρονης εκκλησιολογίας. Όταν
ρωτήθηκε για το θέμα του 666, των ταυτοτήτων και του αντιχρίστου, συνέστησε να «κάνουμε υπακοή στη Σύνοδο εκείνης
της εποχής».[1] Αυτό είναι πολύ σημαντικό, όχι τόσο γιατί το είπε ένας άγιος – η Εκκλησία εξάπαντος είναι πάνω από τη
γνώμη οποιουδήποτε – όσο επειδή συνάδει προς τη Συνοδική – Ευχαριστιακή παράδοση της Εκκλησίας μας. Σύμφωνα με
αυτήν η κάθε Ευχαριστιακή σύναξη συνιστά την Καθολική Εκκλησία. Επομένως ο προϊστάμενος εκάστης Συνάξεως – ο
Επίσκοπος δηλαδή – εκπροσωπεί τον απόντα δια γυμνών οφθαλμών Χριστό στην κοινότητα και εκφράζει το φρόνημα και τη συνείδηση της τελευταίας κατά τις συνοδικές διασκέψεις των απανταχού Τοπικών Επισκοπών. Οι Επίσκοποι έτσι εκ των (χαρισματικών εν Πνεύματι) πραγμάτων καθίστανται ίσοι μεταξύ τους και φυσικοί εκπρόσωποι του Σώματος της οικείας Επισκοπής. Δεν χωράει εδώ φυσικά συζήτηση για την αυτονόητη «αξιοσύνη» τους, εφόσον τοποθετήθηκαν από την Τοπική Σύνοδο – που εκπροσωπεί την ευρύτερη εκκλησιαστική επαρχία – στη θέση αυτή. Και τούτο ισχύει ανεξάρτητα από την προσωπική τους αγιότητα ή αμαρτωλότητα. Άλλωστε, σε περίπτωση κανονικού κωλύματος καθαιρούνται συνοδικώς.
Τα πιο πάνω, φυσικά, δεν θα πρέπει να εκληφθούν μαγικώ τω τρόπω και τω πνεύματι. Δηλαδή όταν χειροτονείται ένας Επίσκοπος, αυτό δεν σημαίνει ότι έχει φτάσει και στη θέωση. Ας προσγειωθούμε στην πραγματικότητα εκάστης εποχής και περιοχής. Ας μη φτάσουμε στα άκρα του μακαριστού π. Ρωμανίδη, που σταμάτησε, όσο ξέρω τουλάχιστο, να λειτουργεί, εφόσον δεν είχε θεοπτικές εμπειρίες. Το δέον δεν μπορεί πάντα να είναι και εφικτό, αλλά και δεν μπορεί και
δεν πρέπει σε κάθε περίπτωση να μετριέται με αντικειμενικά κριτήρια.
Διάβαζα με έκπληξη σε επισκοπική ανακοίνωση περί της συνόδου υπονοούμενα για τη δυνατότητά της να εκφράσει..
Συνέχεια στο ΑΜΕΝ Clik Here