«Oι απόψεις του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κερκύρας, ενώ παρουσιάζουν κάποια νηφαλιότητα και σοβαρότητα και εκφράζουν την ποιμαντική του αγωνία, ωστόσο απέχουν πολύ από την ορθή κατανόηση των Πατερικών και Κανονικών κειμένων.
Η ερμηνεία π.χ. που δίνει στην Επιστολή 114 του Μ. Βασιλείου (PG 32, 528B–529B) σχετικά με την έννοια του όρου "Εκκλησίες" ("...επαναγαγείν προς ένωσιν τας Εκκλησίας τας πολυμερώς και πολυτρόπως απ' αλλήλων διατμηθείσας") δεν προϋποθέτει, όπως υποστηρίζει, την ταυτότητα της πίστεως, γιατί, αν υπήρχε ταυτότητα της πίστεως, δεν θα υπήρχε λόγος οι "Εκκλησίες" να είναι "απ' αλλήλων διατμηθείσαι" ούτε να παρίσταται ανάγκη να οδηγηθούν «προς ένωσιν». Σαφώς λοιπόν η αιτία διάσπασης των Εκκλησιών, στις οποίες αναφέρεται ο Μ. Βασίλειος, όπως φαίνεται από όσα εκθέτει στη συνέχεια, ήταν η διαφορετική στάση τους έναντι της πίστεως της Νικαίας και της θεότητος του Αγ. Πνεύματος, που ήταν τα βασικά δογματικά ζητήματα που διαιρούσαν τις τοπικές Εκκλησίες στην εποχή του. Ακριβώς δε επειδή κάποιες Εκκλησίες λόγω των δογματικών αυτών ζητημάτων ήταν χωρισμένες «πολυμερώς και πολυτρόπως» μεταξύ τους, γι’ αυτό ο Μ. Βασίλειος τονίζει ότι έργο των πραγματικών Χριστιανών (εν προκειμένω των επισκόπων) είναι να επαναφέρουν σε εκκλησιαστική κοινωνία («προς ένωσιν») τις Εκκλησίες αυτές με τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και γι’ αυτό αισθάνεται την ανάγκη να διευκρινίσει ότι επιτελώντας ο ίδιος το έργο αυτό δεν το κάνει από πολυπραγμοσύνη. Κάθε άλλη ερμηνεία σχετικά με την έννοια του όρου «Εκκλησίες» στην ανωτέρω επιστολή του Μ. Βασιλείου είναι εσφαλμένη και παραπλανητική.
Δεν κατανοώ επίσης γιατί η φράση «ιστορική ύπαρξη άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών» του κειμένου της Ε΄ Πανορθοδόξου Προσυνοδικής Διασκέψεως πρέπει κατά το Σεβασμιώτατο να αποδίδεται μόνο στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, λόγω της κοινής ιστορικής της πορείας με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Δηλ. οι Μη-Χαλκηδόνιες Εκκλησίες δεν είχαν κοινή ιστορική πορεία με την Ορθόδοξη Εκκλησία μέχρι το σχίσμα του 451; Ή η Αγγλικανική Εκκλησία ως ανήκουσα μέχρι το 16ο αιώνα στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν είχε μέχρι τον 11ο αιώνα κοινή ιστορική πορεία με την Ορθόδοξη Εκκλησία; Έπειτα από πού προκύπτει ότι οι πάσης φύσεως Διαμαρτυρόμενοι χαρακτηρίζονται κατά το Σεβασμιώτατο με βάση την παραπάνω φράση του κειμένου ως «Εκκλησίες»; Θα κατανοούσα το σκεπτικό του, αν στην παραπάνω φράση δεν γινόταν λόγος για «Ομολογίες». Όταν όμως γίνεται λόγος στο κείμενο για την «ιστορική ύπαρξη» όχι μόνο «άλλων χριστιανικών Εκκλησιών», αλλά «και Ομολογιών», νομίζω ότι κάθε ένσταση σχετικά με την ακρίβεια της διατυπώσεως της παραπάνω φράσης του κειμένου δεν ευσταθεί. Έπειτα δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι ήδη ο συνώνυμος άγιος του Σεβασμιωτάτου, ο άγιος Νεκτάριος, στο «Μάθημα Ποιμαντικής» του κάνει λόγο για «ετερόδοξον Εκκλησίαν», ασφαλώς με τη συμβατική έννοια του όρου, χωρίς να έχει το φόβο ότι προδίδει την ορθόδοξη πίστη.
Τέλος, μου είναι ακατανόητη εξ επόψεως ορθοδόξου η διαλεκτική μεταξύ συνοδικού θεσμού και πληρώματος της Εκκλησίας, που υπάρχει στο κείμενο του Σεβασμιωτάτου και τη θεωρώ άκρως επικίνδυνη, όπως επίσης και τη συσχέτιση που κάνει μεταξύ συνοδικού και παπικού θεσμού. Κι' αυτό γιατί οι επίσκοποι παρίστανται εν συνόδω ως θεματοφύλακες και εκφραστές της πίστης και της αποστολικής παράδοσης του πληρώματος της τοπικής τους Εκκλησίας. Αν ίσχυε η διαλεκτική αυτή μέσα στην Ορθόδοξη παράδοση, όπως την περιγράφει ο Σεβασμιώτατος, τότε θα έπρεπε να απορρίψουμε όλους τους Κανόνες που καταδικάζουν τις φατριαστικές κινήσεις κάποιων ομάδων κατά των συνερχομένων εν συνόδω επισκόπων (Στ΄ Κανόνας της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου ή ΙΗ΄ της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου κ.ά.). Ακριβώς από αυτές τις φατριαστικές παθογένειες θέλουν να προστατεύσουν την Εκκλησία οι εν λόγω Κανόνες.
Θεωρώ επιβεβλημένο το σχολιασμό μόνο στο κείμενο αυτό του Σεβασμιωτάτου λόγω της νηφαλιότητας και της σοβαρότητας που το διακρίνει, γιατί οι ενστάσεις και παρεμβάσεις άλλων εναντίον σημείων των υπό ψήφιση κειμένων ή και αυτής ταύτης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας νομίζω ότι δεν χρήζουν επιστημονικού αντιλόγου ως στερούμενες αξιόπιστης Ορθόδοξης θεολογικής επιχειρηματολογίας».