Oμιλία πού
ἐκφωνήθηκε ἐν περιλήψει κατά τήν Τελετή τῆς ἀναγόρευσεώς του Ομότιμου
Καθηγητή του Πανεπιστημίου του Γκρατς σε Ἐπίτιμο Διδάκτορα τοῦ Τμήματος
Θεολογίας τοῦ ΑΠΘ (20/5/2016)
Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα ἐπιθυμῶ νά ἐκφράσω τίς
θερμές εὐχαριστίες μου γιά τήν ἐξαιρετική τιμή τῆς ἀναγορεύσεώς μου εἰς
Ἐπίτιμο Διδάκτορα τοῦ Τμήματος Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Ἐπίσης στο σημεῖο αὐτό θέλω νά
εὐχαριστήσω καί τή σύζυγό μου, ἡ ὁποία σχεδόν 50 χρόνια μέ τήν ὑπομονή,
τήν ἐπιμονή καί τή βοήθειά της μοῦ συμπαραστάθηκε στή ζωή καί στό ἔργο
ὡς πραγματική σύζυγος.
Μέ εὐγνωμοσύνη δέχομαι τήν ὑψίστη αὐτή
τιμή τοῦ Τμήματός σας καί εὐρύτερα τῆς Σχολῆς σας ἤ μᾶλλον τῆς Σχολῆς
μας, διότι μέ τό τρόπο αὐτό ἐπιβεβαιώθηκε γιά μιά ἀκόμη φορά καί τό
πνεῦμα της, πνεῦμα καταλλαγῆς καί εἰρηνικῆς συνυπάρξεως ὄχι μόνον ἐντός
τῆς Ὀρθοδοξίας, ὄχι μόνον μεταξύ τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά καί
πέραν τῶν ὁρίων τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Τό πνεῦμα αὐτό τῆς Σχολῆς εἶναι καί τό
πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τόν εὐρύ ὁριζοντα ὄχι τόσον τῆς ἀνοχῆς, ἡ ὁποία
πολλές φορές εἶναι στενόκαρδη καί προσβλητική, ἀλλά τῆς ἀγάπης καί τοῦ
ἀλληλοσεβασμοῦ, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἀναδεικνύεται καί μαρτυρεῖται ἐμπράκτως
καί ἀπό τά ἐκπαιδευτικά καί ἐπιστημονικά προγράμματα τῆς Σχολῆς. Καί
αὐτό ἀποτελεῖ στήν κρίσιμη συγκυρία τῶν λαῶν ἀδήριτη ἀνάγκη καί ὕψιστο
καθῆκον τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά καί τῶν Θεολογικῶν μας Σχολῶν ἀνά τά
πέρατα τῆς Οἰκουμένης. Χαίρω, λοιπόν, εὐγνωμόνως γιά τήν τιμή ἀλλά καί
συγχαίρω γιά τή ζωντανή καί δυναμική μαρτυρία καί συμβολή τῆς Θεολογικῆς
Σχολῆς Θεσσαλονίκης γιά τή δημιουργία γεφυρῶν καί μέ τή Θεολογική μας
Σχολή τοῦ Γκράτς τῆς Αὐστρίας, σέ μιά ὀδυνηρά κατακερματισμένη
ἀνθρωπότητα τῶν ἀντιπαραθέσεων, τῶν ἀλληλοσυγκρούσεων.
Ἀκριβῶς σέ μιά τέτοια ὀδυνηρή συγκυρία
στέλνει καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας, ὡς κοινωνία τῶν Ὀρθοδόξων
Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, μέ τή σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου
ἕνα δυναμικό, πολυδιάστατο καί παγκόσμιο μήνυμα, τόσο στό ἐσωτερικό τῆς
Ὀρθοδοξίας, ὅσον καί πρός τά ἔξω, πρός τόν ἄλλο χριστιανικό κόσμο καί
γενικώτερα στόν σύγχρονο κόσμο μέ τά ποικίλα του προβλήματα καί τίς
πολλαπλές κρίσεις πού διέρχεται. Δοξάζομε τόν Πανάγαθο Θεό, ὁ ὁποῖος
ἐχάρισε στήν Ἐκκλησία μας τήν εὐκαιρία, ἀλλά καί τή δυνατότητα αὐτή σέ
στιγμές μεγάλων προκλήσεων.
Καί μόνον τό γεγονός τῆς συγκλήσεως τῆς
Συνόδου δίδει τό ἠχηρό μήνυμα τῆς κοινωνίας τῶν 14 Αὐτοκεφάλων
Ἐκκλησιῶν, ὅπως, κατόπιν μακρᾶς καί πολύχρονης προετοιμασίας καί κατόπιν
ἐντατικοῦ συντονισμοῦ τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχου Βαρθολομαίου, συνέλθει ἡ καθόλου Ὀρθοδοξία «ἐπί τό αὐτό» στήν
Ὀρθόδοξο Άκαδημία Κρήτης. Καί δέν ἐννοῶ μόνον «ἐπί τό αὐτό» μέ τοπική
σημασία, ἀλλά μέ ἐκκλησιολογική, δηλαδή «μέ τό αὐτό φρόνημα» τῆς αὐτῆς
πίστεως καί τῆς αὐτῆς διαθέσεως, ὅπως τό ἐννοοῦσαν καί οἱ Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας,[1] μεταφράζοντες τό «Ἰδού δή τι καλόν ἤ τι τερπνόν, ἀλλ’ ἤ τό κατοικεῖν ἀδελφούς ἐπί τό αὐτό» (Ψαλμ. 132,1).
Ἡ μέλλουσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος
ἔχει τόν Κανονισμό της, ὁ ὁποῖος πρέπει νά γίνει ἀπό ὅλους σεβαστός,
καθότι ἀποφασίσθηκε πανορθοδόξως στήν Ἱερή Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν
Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Σαμπεζύ τόν Ἰανουάριο τοῦ 2016 καί ἐφ’ ὅσον
μάλιστα εἶναι γνωστόν, ὅτι καμμία Οἰκουμενική Σύνοδος δέν ἐθεσμοθέτησε
ποτέ τί εἶναι μιά Οἰκουμενική Σύνοδος.
Γιά τόν λόγο αὐτό δέν ὑπάρχει γενικός καί ὑποχρεωτικός Κανονισμός τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἤ τῶν Ἁγίων καί Μεγάλων Συνόδων, τόν ὁποῖο θά
μποροῦσε κανείς σήμερα νά ἐπικαλεσθεῖ ἤ νά ἐφαρμόσει. Γιατί, λοιπόν, νά
μήν δημιουργήσει ὁλόκληρος ἡ Ὀρθοδοξία τόν Κανονισμό τῆς Συνόδου της
σήμερα;
Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἦσαν πάντοτε
ἔκτακτα καί χαρισματικά γεγονότα, ὁσάκις ἐμφανιζόταν νέα προβλήματα
ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας, δογματικά ἤ θεσμικά. Τοῦτο σημαίνει, ὅτι καμμία
Οἰκουμενική Σύνοδος δέν ἐπανέλαβε ἁπλῶς τίς ἀποφάσεις τῶν προηγουμένων
Συνόδων, δηλαδή καμμία Οἰκουμενική Σύνοδος δέν παρέμεινε μόνον στό
παρελθόν στάσιμη, ἐπειδή ἀντιμετώπιζε τά ἐμφανιζόμενα νέα προβλήματα, μέ τά ὁποῖα καί ἔπρεπε νά ἀσχοληθεῖ.[2]
Μέ αὐτό τό πνεῦμα συνεκλήθησαν οἱ
Οἰκουμενικές Σύνοδοι τήν Α΄ χιλιετία. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται
ἐπισήμως ἑπτά Οἰκουμενικές Συνόδους, τίς ὁποῖες ἀποδέχεται καί ἡ
Ρωμαιοκαθολική καί Εὐαγγελική/Λουθηρανική Ἐκκλησία. Τήν Β΄ χιλετία δέν
ἔχει ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ἐπισήμως Οἰκουμενικές Συνόδους, παρά τούς
ἰσχυρισμούς ρωμαικαθολικῶν καί μή ρωμαιοκαθολικῶν, ἤ καί ὀρθοδόξων
κανονολόγων καί θεολόγων. Ἔχει Γενικές Συνόδους τῆς Δύσεως, ὅπως τίς χαρακτήρισε ὁ Πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ΄ τό 1974.[3]
Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἕνας ζωντανός καί
δυναμικός ὀργανισμός, εἶναι τό Σῶμα Χριστοῦ, τό ὁποῖο αὐξάνει καί
μεγαλουργεῖ, ἀντιμετωπίζοντας ἐπιτυχῶς τίς νέες ἐξελίξεις. Αὐτό ἀκριβῶς
θά κάνει καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος
πάνω στίς βάσεις καί τά θεμέλια τῶν Ἀποστόλων, τῶν ἱερῶν Πατέρων, τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί γενικώτερα μέ τό πνεῦμα καί τό φρόνημα τῆς
Ὀρθοδόξου ζωντανῆς Παραδόσεως,[4] ἐφαρμόζουσα τόν δικό της Κανονισμό, ὅπως τόν ἀπεφάσισαν οἱ Ἀρχηγοί τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μας σήμερα.
Γιατί λοιπόν, ὁ διασπειρόμενος φόβος ἐκ
τῶν προτέρων, ὅτι δῆθεν καινοτομεῖ ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος καί θά
ζημιωθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία;
Πρίν ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο καί
ἐκτός τῶν 7 Οἰκουμενικῶν Συνόδων, δύναται ἡ Σύνοδος ὑπό τήν Προεδρίατοῦ
ἱεροῦ Φωτίου τοῦ 879/880 νά θεωρηθεῖ ὡς ἡ τελευταία Οἰκουμενική Σύνοδος
Ἀνατολῆς καί Δύσεως καί νά ἀνακηρυχθεῖ ὡς ἡ 8η Οἰκουμενική, ὄχι διότι ἦταν ἀντιπαπική, ὡς ἰσχυρίζονται ὁρισμένοι,[5] ἀλλά διότι δέν ἦταν
ἀντιπαπική, ἀλλά ἡ τελευταία κοινή Οἰκουμενική Σύνοδος, στήν ὁποία
συμμετεῖχαν συνεργαζόμενοι ἀντιπρόσωποι ὅλων τῶν Πατριαρχείων Ἀνατολῆς
καί Δύσεως, δηλαδή καί τοῦ Πάπα Ρώμης, μέ ὅλα τά χαρακτηριστικά μιᾶς
Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί μέ κοινές καί χρήσιμες ἀποφάσεις εἰς θέματα
πίστεως καί τάξεως[6]. Μπορεῖ μάλιστα νά χαρακτηριθεῖ καί Σύνοδος καταλλαγῆς.
Τό ὅτι δέν ἀσχολεῖται ἡ Ἁγία καί Μεγάλη
Σύνοδος μέ τό θέμα αὐτό δέν ἀποτελεῖ λόγο μομφῆς, ἀλλά οὔτε καί
περιοριστικό ἤ ἀνασταλτικό λόγο τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης
Συνόδου, καθώς ἰσχυρίζονται οἱ ἀντιδρῶντες. Δέν εἶναι ὑποχρεωτικό μία
Σύνοδος νά ἀναγνωρίζει ὁπωσδήποτε τήν προηγουμένη της.
Ἄλλωστε καί ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος δέν
ἀναγνωρίσθηκε ἀπό τήν ἑπόμενή της, δηλ. ἀπό τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο
τῆς Ἐφέσου τό 431 ὡς «Οἰκουμενική», ἀλλά ἀπό τήν μεθεπόμενη, δηλ. ἀπό
τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος τό 451.
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι ἕνα
γεγονός πανορθόδοξης, παγχριστιανικῆς καί παγκοσμίου σημασίας. Ἐκτός τοῦ
ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή πραγματοποιεῖται μετά ἀπό τόσους αἰῶνες ἀπό ὅλες τίς
Ὀρθόδοξες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, μέ τόν ἐπίμονο καί ὑπομονετικό ἀγώνα
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, ὑπηρετεῖ καί τόν ἐνδοορθόδοξο
Διάλογο μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πολύ ἀναγκαῖο γιά πολλούς
λόγους, τῶν ὁποίων οἱ περισσότεροι ἀσφαλῶς εἶναι γνωστοί, καί ἐκ τῶν
ὁποίων πολλοί ἦσαν αἰτία γιά τήν καθυστέρηση τῆς συγκλήσεώς της. Καί
μόνον ἡ σύγκληση ἀποτελεῖ μεγάλη ἐπιτυχία.
Εἶμαι ἐπίσης βέβαιος καί εὐελπιστῶ ὅτι
διά τῆς Συνόδου αὐτῆς θά ἐνισχυθεῖ καί θά σφυρηλατηθεῖ ἀκόμη περισσότερο
ἡ τόσον ἀναγκαία ἑνότης καί κοινωνία τῶν Ἐκκλησιῶν μας ἐν ἀγάπῃ καί
ὁμονοίᾳ. Ἡ ἐπιτυχία τῆς βελτιώσεως τῶν ἐνδοορθοδόξων σχέσεων θά εἶναι
πολύ σημαντικός καί χρησιμότατος καρπός τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
Γιά τή Σύνοδο αὐτή πρέπει νά προσευχόμαστε καί ὄχι νά κατηγοροῦμε καί νά συκοφαντοῦμε.
Ἡ Σύνοδος αὐτή ὀνομάσθηκε Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
καί ὄχι Οἰκουμενική. Ὑπάρχουν ἤδη γνῶμες ὅτι δέν θά εἶναι Οἰκουμενική.
Τό μέλλον εἶναι ἀνοικτόν! Διότι καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι τῆς πρώτης
χιλιετίας δέν ὀνομάζοντο ὅλες ἐκ τῶν προτέρων Οἰκουμενικές. Ἔγιναν
ἀποδεκτές ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό τή συνείδηση τῆς
Ἐκκλησίας, καί ἐπικυρώθηκαν ἀπό τίς ἑπόμενες Συνόδους. Ὑπῆρξαν ὅμως καί
Σύνοδοι τῆς πρώτης χιλιετίας, οἱ ὁποῖες συγκλήθηκαν ὡς «Οἰκουμενικές»,
ἀλλά τελικά ἀπορρίφθηκαν ὁριστικά ἀπό τή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας.[7]
Ὁ ἰσχυρισμός ὅτι ἡ ὑπό σύγκληση «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» δέν ὀνομάζεται οὔτε Πανορθόδοξος Σύνοδος, διότι, προφανῶς, ἀποκλείεται ἐκ τῶν προτέρων ἡ συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων,[8]
εἶναι αὐθαίρετος, ἐφ’ ὅσον τό κῦρος καί ὁ χαρακτηρισμός της δέν
ἐξαρτῶνται ἀπό τόν ἀριθμό τῶν συμμετεχόντων συνοδικῶν Ἀρχιερέων. Ἡ
ὀνομασία «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος»
προφανῶς καί δέν εἶναι καινοτομία οὔτε καί ἀντιπαραδοσιακή. Καί οἱ
Οἰκουμενικές Σύνοδοι τῆς πρώτης χιλιετίας εἶχαν διάφορα ὀνόματα:
«Οἰκουμενική», «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», ἤ «Μεγάλη Σύνοδος», «Ἁγία
Σύνοδος», κ.λπ.
Ἡ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας,
τό ἀνώτατον κριτήριον τῆς Ἐκκλησίας, θά κατατάξει τή Σύνοδο αὐτή στήν
πρέπουσα θέση της καί θά τῆς ἀποδώσει καί τήν κατάλληλη τελική ὀνομασία.
Τό κῦρος τῆς Συνόδου εἶναι θέμα οὐσίας τῶν ἀποφάσεων καί ὄχι ὀνόματος.
Γιά τόν λόγο αὐτό δέν ὠφελοῦν οἱ ἀτέρμονες συζητήσεις καί οἱ σκόπιμες
μεμψιμοιρίες, γιά νά τρωθεῖ ἐκ τῶν προτέρων ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος.
Τί εἶναι, λοιπόν, «Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»; Εἶναι ἡ Σύνοδος μέ τό ἀνώτατο δυνατό κῦρος γιά ὁλόκληρη τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας σήμερα, παρόμοια τῆς ὁποίας δέν ἔχει συγκληθεῖ μέχρι σήμερα πάνω ἀπό 11 αἰῶνες. Τίποτα περισσότερο ἀλλά καί τίποτα λιγότερο!
Τά μέλη τῆς Συνόδου
Ὅτι στήν μέλλουσα Σύνοδο ἔχει ἀποφασισθεῖ
πανορθοδόξως νά συμμετέχουν ἀπό κάθε Ὀρθόδοξη Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία ἐκτός
τῶν Προκαθημένων 24 Ἀρχιερεῖς ὡς συνοδικά μέλη, δέν εἶναι κάτι τό νέο
οὔτε καί κάτι ἀντορθόδοξο. Βέβαια ὁ ἀριθμός 24 εἶναι σχετικός. Θά
μποροῦσε νά εἶναι καί διαφορετικός (π.χ. 26 ἤ 30 ἤ 34 ἤ 50 ἤ κάτι ἄλλο).
Ὅμως σέ καμμία Οἰκουμενική Σύνοδο δέν συμμετεῖχαν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τῆς
Ἐκκλησίας. Μάλιστα δέν εἶναι πάντοτε ἱστορικά σαφές πόσοι ἐπίσκοποι
ἔλαβαν μέρος στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, διότι σέ μερικές περιπτώσεις
ἀναφέρονται διάφοροι ἀριθμοί τῶν συμμετεχόντων συνοδικῶν Πατέρων. Σέ
μερικές μάλιστα περιπτώσεις ὁρισμένοι ὑπέγραψαν ἐκ τῶν ὑστέρων. Π.χ.
στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδον ἔλαβαν μέρος μόνον 5 ἐπίσκοποι ἀπό τή Δύση[9]. Στή Β΄Οἰκουμενική, ὡς γνωστόν, κανείς.
Γεγονός ἀδιαμφισβήτητο παραμένει ὅτι τό κῦρος καί ἡ σημασία μιᾶς Συνόδου
ἀσφαλῶς καί δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τόν ἀριθμό τῶν συμμετεχόντων Συνοδικῶν
ἐπισκόπων.Κατά συνέπειαν δέν ἰσχύει προφανῶς καί ὁ δραματικός
ἰσχυρισμός, ὅτι «εἰς τό σημεῖο αὐτό (δηλ. τῆς μή συμμετοχῆς ὅλων τῶν
ἐπισκόπων ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν) ἑστιάζεται τό σπουδαιότερο, προδήλως, ἐκκλησιολογικό πρόβλημα τῆς μελλούσης νά συναχθῆ Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.»[10]!
Ἐπίσης δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ὀρθός καί ὁ ἄλλος ἀνιστόρητος
ἱσχυρισμός: ὅτι «παράδοσις, ἥν παρελάβομεν παρά τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁρίζει ὅτι εἰς τάς Οἰκουμενικάς Συνόδους
συμμετέχουν ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Πατριάρχαι, Ἀρχιεπίσκοποι καί Ἐπίσκοποι
τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας!»[11] Οἱ ἰσχυρισμοί αὐτοί δέν εἶναι ὀρθοί, διότι ἁπλῶς δέν ἀνταποκρίνονται πρός τά ἱστορικά δεδομένα.
Τα κριτήρια μέ τά
ὁποῖαἔγινε ἡ ἐπιλογή τῶν μελῶν τῶν ἀντιπροσωπειῶν ἐναπόκεινται στήν
αὐτόνομη διαδικασία τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ἔστω καί ἐάν ὑπάρχουν
παραπονούμενοι. Πρέπει ἐπίσης νά λεχθεῖ ὅτι ἡ ἄρνηση συμμετοχῆς
καί ἡ ἀπουσία ὁρισμένων ἐπισκόπων δέν σημαίνει ὅτι ἡ Σύνοδος κωλύεται
νά συνέλθει καί νά λάβει ἀποφάσεις. Γενικῶς ἡ κάθε Σύνοδος πολύ δέ
περισσότερον μιά Οἰκουμενική ἤ Ἁγία καί Μεγάλη, εὑρίσκεται πάντοτε πάνω
ἀπό μεμονωμένα πρόσωπα ἀνεξαρτήτως θέσεως καί ἐκκλησιαστικοῦ ἀξιώματος.
Στήν ἱστορία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἔχομε συγκεκριμένα παραδείγματα.[12]
Τό αὐτό ἰσχύει καί μέ τήν ἀρχή τῆς ἀντιπροσωπεύσεως καί τῆς ἐκπροσωπήσεως,
ἡ ὁποία ἐπίσης διαρκῶς ἀμφισβητεῖται ὡς καινοτομία γιά τήν Ἁγία καί
Μεγάλη Σύνοδο. Ἡ ἀρχή αὐτή τῆς ἀντιπροσωπεύσεως καί τῆς ἐκπροσωπήσεως
ἐφαρμοζόταν τακτικά καί στίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Ποτέ π.χ. δέν
συμμετέσχε ὁ ἐπίσκοπος καί Πάπας Ρώμης σέ κάποια ἀπό τίς κοινά
ἀναγνωρισμένες Οἱκουμενικές Συνόδους τήν ἐποχή τῆς πλήρους
ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ἀλλά πάντα ἔστελνε ἀντιπροσώπους,
οἱ ὁποῖοι γίνονταν ἀπό ὅλους ἀποδεκτοί, χωρίς οὐδεμία ἀντίρρηση. Τό
ἴδιο ἰσχύει καί γιά ἐκπροσωπήσεις ἄλλων Πατριαρχῶν, Άρχιεπισκόπων και
Ἐπισκόπων, μεταξύ ἄλλων τοῦ Ἱεροσολύμων, τοῦ Ἀντιοχείας, τοῦ
Θεσσαλονίκης κλπ..[13]
Ὅσον ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς θά ὑπάρχουν νέες ἐξελίξεις στή ζωή της, οἱ ὁποῖες θά ἀντιμετωπίζονται μέ σύγχρονους κανονισμούς, μέ σύγχρονους Κανόνες, μέ σύγχρονες Ἐκκλησιαστικές Διατάξεις καί πανορθόδοξες συνοδικές ἀποφάσεις.
Ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἔχει παρελθόν, ἔχει παρόν, ἔχει καί μέλλον σέ μιά
ἀδιάκοπη συνέχεια, ἀπό τήν Πρωτολογία τῆς Δημιουργίας μέχρι τήν
Ἐσχατολογία τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό πρόσωπον πρός πρόσωπον, πρός τήν
ὁποία, σύν Θεῷ, ὅλοι πορευόμεθα! Ἄρα στή συνεχή καί ἀδιάκοπο πορεία τῆς
Ἐκκλησίας καί τήν αὔξηση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ θά ὑπάρχουν, μέχρι νά
ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία στούς αἰῶνες καί νέοι ἱεροί Πατέρες καί ἱερές Μητέρες
καί θά συγκαλοῦνται νέες Τοπικές καί Ἅγιες καί Μεγάλες ἤ Οἰκουμενικές
Σύνοδοι. Ὄχι μόνον ἡ ἀρχαιότητα ἐγγυᾶται τήν γνησιότητα καί τήν
ὀρθότητα, ἀλλά τό γνήσιο ὀρθόδοξο φρόνημα!
Προεδρία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου
Εἶναι αὐτονόητον καί ἀποδεκτόν ἀπό ὅλες
τίς Ὀρθόδοξες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ὅτι τόν συντονιστικό ρόλο γιά τήν
Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τόν ἔχει καί τόν ἐξασκεῖ τό Σεπτό μας
Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικός Πατριάρχης
Βαρθολομαῖος, καθώς τοῦτο ἰσχύει βάσει τῆς παραδόσεως καί πράξεως τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καί συγκεκριμένα τοῦ 3ου Κανόνα τῆς
Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 381 καί τῶν Κανόνων 9, 17
καί 28 τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος τοῦ ἔτους 451. Ἡ
Προεδρία, λοιπόν, τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἀπό τόν Οἰκουμενικό
Πατριάρχη Βαρθολομαῖο εἶναι αὐτονόητη, ἀναγκαία καί πρός ὄφελος
ὁλοκλήρου τῃς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ Τόπος συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου – Ἡ Ὀρθόδοξος Ἀκαδημία Κρήτης
Λόγω τῶν πολιτικῶν ἐξελίξεων δέν κατέστη
δυνατή ἡ πραγματοποίηση τῆς Συνόδου στόν ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Εἰρήνης
Κωνσταντινουπόλεως. Ἐπεκράτησεν ἡ πρόταση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.
Βαρθολομαίου νά συγκληθεῖ ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος στήν Ὀρθόδοξο
Ἀκαδημία Κρήτης. Μεγάλη ἡ τιμή γιά τόν τόπο, ἀλλά καί πολύ μεγάλη ἡ
εὐθύνη τοῦ ἐγχειρήματος!
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἀκαδημία Κρήτης ἀποτελεῖ, καί
ἀπό προσωπική μου πεῖρα, ἕνα Ἵδρυμα πρωτοπόρο καί δυναμικό, βασισμένο
στίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ λαοῦ καί τοῦ ἔθνους μας καί
ριζωμένο στήν πνευματικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Καί αὐτό τό
γνωρίζει ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαος καί ὅλοι οἱ Ἀρχηγοί τῶν
Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἡ προσπάθεια ἀμαυρώσεως τοῦ ὀρθοδόξου χαρακτῆρος
καί τοῦ ἔργου τῆς Ὀρθοδόξου Ἀκαδημίας λόγω τῆς προωθήσεως τῶν ποικίλων
Διαλόγων εἶναι συκοφαντία καί δεῖγμα ἀπεριορίστου ἀντιορθοδόξου
φανατισμοῦ.
Οἱ ἱδρυτές τῆς Ὀρθοδόξου Ἀκαδημίας
Κρήτης, ὁ πολυσέβαστος πρώην Μητροπολίτης Κισάμου καί Σελίνου κυρός
Εἰρηναῖος καί ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδερός, ὁ καί πρῶτος Γενικός Διευθυντής
της, χαίρονται ἀσφαλῶς γιά τούς ἀγλαούς καρπούς τῶν ἔργων των καί τήν
πλήρη ἐκπλήρωση τῶν ὁραμάτων καί τῶν προσδοκιῶν των. Εἶμαι βέβαιος καί
εὔχομαι κάθε δύναμη στήν Ὀρθόδοξο Ἀκαδημία Κρήτης νά ἀνταποκριθεῖ στήν
ὑψίστη αὐτή τιμή πού τῆς ἔγινε μέ δυναμισμό καί ὑπευθυνότητα.
Θέματα
Τά θέματα, τά ὁποῖα θά συζητηθοῦν τελικά
στή Σύνοδο εἶναι: α) Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ
κόσμῳ. Ἡ συμβολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης,
τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης μεταξύ
τῶν λαῶν καί ἄρσιν τῶν φυλετικῶν καί λοιπῶν διακρίσεων.
β) Ὀρθόδοξη Διασπορά, γ) Τὸ Αὐτόνομο καὶ ὁ
τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, δ) Το Μυστήριον του γάμου και τα κωλύματα
γάμου, ε) Ἡ σπουδαιότης τοῦ θεσμοῦ τῆς νηστείας, στ) Σχέσεις τῶν
Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον.
Τά θέματα αὐτά ἀφοροῦν στή ζωή τῶν πιστῶν
καί τή δομή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, βασίζονται σέ θεολογικές ἀρχές
μεγίστης σημασίας, ἔχουν ἄμεση ἐπικαιρότητα καί χρήζουν ἄμεσης λύσεως
γιά νά ἀντιμετωπισθεῖ καί ἡ σύγχρονη κρίση.
Βέβαια μετά τή Σύνοδο θά χρειασθεῖ
ἐξιδίκευση τῆς ἐφαρμογῆς, ἀνάλογα μέ τίς προϋποθέσεις πού ὑπάρχουν στίς
διάφορες κοινωνίες καί στίς διάφορες χῶρες. Ἄλλα εἶναι τά προβλήματα καί
ὁ τρόπος ζωῆς στόν Ἑλλαδικό χῶρο, ἄλλος στήν Ἀνατολική Εὐρώπη, ἄλλος
στήν Ἀφρικανική Ἤπειρο καί οὕτω καθεξῆς. Οἱ βασικές ἀρχές, οἱ ὁποῖες
περιέχονται στά συνοδικά κείμενα δίδουν ὅμως κατευθυντήριες γραμμές μέ
βάση τήν ὀρθόδοξη πίστη, τήν ὀρθόδοξη παράδοση καί τήν ὀρθόδοξη
πνευματικότητα.
Γιά τόν λόγο αὐτό δέν θά ἔπρεπε νά
ὑπάρξουν τόσες ἀντιρρήσεις ἀπό Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἐπειδή τά
προτεινόμενα κείμενα δέν ἐπεξεργάζονται λεπτομερῶς καταστάσεις καί
ἀνάγκες τοπικῶν κοινωνιῶν, ὁρισμένων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὥστε νά
«Βιώνουμε Ψυχρό Πόλεμο Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανοσύνης»,
ὅπως ἀναφέρει ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος.
Γιά κάθε θέμα θά μποροῦσε καί θά ἔπρεπε
νά πραγματοποιηθεῖ εἰδική ἡμερίδα ἤ τοὐλάχιστον νά γίνει μία σχετική
ὁμιλία, πρᾶγμα τό ὁποῖον γίνεται ἤδη σέ ἀρκετά μέρη. Ἐδῶ θά ἀναφερθῶ
ἐπιγραμματικά κυρίως στό πρῶτο κείμενο, τό ὁποῖο περιέχει θέματα καί
ἀρχές χρησιμότατες καί γιά τήν ὑπάρβαση τῶν συγχρόνων κρίσεων καί τή
στήριξη τῆς ἀξίας καί τῆς ἀξιοπρέπειας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου.
«Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ. Ἡ συμβολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς την ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν λαῶν, καί ἄρσιν τῶν φυλετικῶν καί λοιπῶν διακρίσεων».
Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι αὐτό ἐτέθη ὡς πρῶτο κείμενο, τό ὁποῖο σχετίζεται
μέ πολλές πτυχές τῆς σύγχρονης καθημερινῆς ζωῆς. Τά θέματα, πού
ἀναφέρονται στόν τίτλο τοῦ κειμένου, δέν εἶναι δυνατόν νά
ἀντιμετωπισθοῦν χωρίς θεολογικές καί δογματικές βάσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι
καθοριστικές γιά τή σωστή ζωή τῶν ἀνθρώπων καί κατά συνέπεια καί γιά τήν
ἀντιμετώπιση τῆς συγχρόνου κρίσεως, διότι τά προβλήματα δέν εἶναι
μόνον οἰκονομικοῦ, πολιτικοῦ ἤ κοινωνικοῦ χαρακτῆρα.
Ἐάν δέν τεθεῖ ὡς θεμέλιο ἡ σωστή
διδασκαλία τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Δημιουργό
Θεό, θά ὑπάρχουν πάντα τά ἄλυτα προβλήματα, ἐφ’ ὅσον θά τίθενται ὡς
ἀφετηρία καί σκοπός συμφέροντα μέ ὑποκειμενικά καί αὐθαίρετα κριτήρια.
Τό κείμενο αὐτό μαρτυρεῖ ἐπίσης ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δέν παραμένει μόνο στό
παρελθόν, τό ὁποῖον βέβαια σέβεται καί φυλάττει ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, ἀλλά
καί ὅτι, ὡς ζωντανός ὀργανισμός, ζεῖ τό παρόν καί προετοιμάζει τό
μέλλον.
Θέλω νά ἐπαναλάβω καί ἐδῶ ὅτι καί μόνον γιά τό σημαντικό καί λίαν ἐπίκαιρο αὐτό κείμενο, «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ»,
θά ἐδικαιολογεῖτο πλήρως ἡ σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, γιά νά ἀντιμετωπισθοῦν τά ἀνθρώπινα καί κοινωνικά
προβλήματα, τά ὁποῖα δέν ἀφοροῦν μόνον στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ἀλλά καί
ὁλόκληρο τό σύγχρονο κόσμο.
Γιατί ἰσχυρίζονται ὁρισμένοι ὅτι τά
θέματα τῆς Συνόδου δέν εἶναι τόσο σοβαρά, ὥστε νά δικαιολογηθεῖ σύγκληση
Συνόδου ὁλοκλήρου τῆς Ὀρθοδοξίας;
Ἡ φωνή τῆς Ὀρθοδοξίας πρέπει νά ἀκουσθεῖ
ἑνωμένη καί ἠχηρή, γιά νά καταλάβουν ὅλοι ὅτι ἡ ἀντιμετώπιση τῶν
συγχρόνων προβλημάτων πρέπει νά ἔχει στό ἐπίκεντρο τόν ἄνθρωπο, τήν
ἱερότητα τοῦ προσώπου του, τήν ἀξία καί ἀξιοπρέπειά του. Ὅλοι πρέπει νά
συνειδητοποιήσομε ὅτι ἡ ἀνθρωπιά τοῦ ἀνθρώπου δέν πρέπει νά ὑποτιμᾶται
καί νά εὐτελίζεται πρός ὄφελος ποικίλων συμφερόντων. Τό παρόν κείμενο
τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ὁμιλεῖ γλώσσα καθαρή μέ εἰλικρίνεια καί
συμπαράσταση στόν ἄνθρωπο. Ὅποιος δέν τό ἀναγνωρίζει καί δέν τό βλέπει
ἐθελοτυφλεῖ μέ τεράστιες ἀρνητικές προκαταλήψεις.
Καί μόνον ὁ τίτλος τοῦ κειμένου αὐτοῦ καί
οἱ τίτλοι τῶν ἐπί μέρους κεφαλαίων ἀποτελοῦν ἕνα διά βίου πρόγραμμα καί
καταδεικνύουν τήν σοβαρότητα καί τήν εὐθύνη, τήν ἀγωνία καί τήν
φροντίδα τῆς Ὀρθοδοξίας γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ζεῖ σέ
δραματικές, ὀδυνηρές καί αἱματηρές συνθῆκες ἔνδοιας καί καταστροφικῶν
αἱματηρῶν συρράξεων.
Τί ἄλλο θά ἔπρεπε νά ζήσωμε σήμερα,
πόσους πνιγμούς καί φόνους καί τρομοκρατικές ἐγκληματικές ἐμπειρίες,
πόσους εὐτελισμούς καί διωγμούς μεμονωμένων προσώπων καί λαῶν, πόσες
ἐκμεταλλεύσεις φτωχῶν καί ἀδυνάτων θά πρέπει νά ζήσουν ἀκόμη οἱ ἄνθρωποι
γιά νά πεισθοῦμε, ὅτι τό περιεχόμενο αὐτό τοῦ κειμένου μέ τίς βασικές
του χριστιανικές ἀρχές εἶναι ἀπόλυτα ἀναγκαῖο καί χρήσιμο; Καί ὄχι μόνο
γιά θεωρητικές δηλώσεις καί μανιφέστα, ἀλλά καί γιά συγκεκριμένες
πράξεις τόλμης καί θυσίας ὑπέρ τῶν συνανθρώπων μας στήν καθημερινότητα
τῆς ζωῆς καί γιά τή σωστή ἀντιμετώπιση τῆς γενικώτερης εὐρωπαϊκῆς καί
παγκόσμιας κρίσεως.
Οἱ βασικές ἀρχές τοῦ κειμένου, εἰρήνη,
δικαιοσύνη, ἐλευθερία, ἀδελφοσύνη, ἀγάπη, ἰσοτιμία καί ὁμοτιμία ὅλων τῶν
ἀνθρώπων κραυγάζουν γιά σεβασμό, ἀναγνώριση καί ἐφαρμογή. Τί τό
ἀρνητικό καί ἐπιλήψιμο, ποιό ὀρθόδοξο δόγμα ὑποτιμᾶται ἤ τραυματίζεται,
ὅταν ἡ Ὀρθοδοξία μέ βάση τή χριστιανική πίστη τονίζει σε αὐτό το κείμενο
τήν πεποίθησή της ὅτι : «Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ σημεῖον καί εἰκόνα τῆς
Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ ἱστορίᾳ, εὐαγγελιζομένη μίαν «καινήν κτίσιν»
(Β´ Κορ. 5, 17), «καινούς οὐρανούς καί γῆν καινήν… ἐν οἷς δικαιοσύνη
κατοικεῖ» (Β´ Πέτρ. 3, 13), ἕνα κόσμον, εἰς τόν ὁποῖον ὁ Θεός «ἐξαλείψει
πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν (τῶν ἀνθρώπων), καί ὁ θάνατος οὐκ
ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος οὔτε κραυγή οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι» (Ἀποκ. 21,
4- 5);
Τήν προσδοκίαν αὐτήν βιώνει ἤδη καί
προγεύεται ἡ Ἐκκλησία, κατ᾽ ἐξοχήν ὁσάκις τελεῖ τήν θείαν Εὐχαριστίαν,
συνάγουσα «ἐπί τό αὐτό» (Α´ Κορ. 11, 20) τά διεσκορπισμένα τέκνα τοῦ
Θεοῦ (Ἰω. 11, 52) εἰς ἕν σῶμα ἄνευ διακρίσεως φυλῆς, φύλου, ἡλικίας,
κοινωνικῆς ἤ ἄλλης καταστάσεως, ὅπου «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος, οὐδέ Ἕλλην, οὐκ
ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ» (Γαλ. 3, 28, πβ. Κολ.
3, 11), εἰς ἕνα κόσμον καταλλαγῆς, εἰρήνης καί ἀγάπης».
Θά εἶναι πυξίδα ζωῆς ἡ πεποίθηση τῆς
Ὀρθοδοξίας, ὅταν θά διαπιστώνει ὁμόφωνα καί θά ἀποφασίζει συνοδικά ὅτι
«ἀποδεικνύοντες καί βεβαιοῦντες τοιουτοτρόπως ὅτι ἡ προσδοκία ἑνός
κόσμου εἰρήνης, δικαιοσύνης καί ἀγάπης δέν εἶναι οὐτοπία, ἀλλά
«ἐλπιζομένων ὑπόστασις» (Ἑβρ. 11, 1), δυνατή μέ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ καί
τόν πνευματικόν ἀγῶνα τοῦ ἀνθρώπου.»
Βασική προϋπόθεση εἶναι ἡ πεποίθηση καί ἡ
πίστη τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά καί γενικώτερα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅτι ὅλοι
ἔχομε κοινό Πατέρα καί δημιουργό. Κατ’ ἀκολουθίαν, τονίζει τό κείμενον, «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὁμολογεῖ ὅτι ἕκαστος ἄνθρωπος, ἀνεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας, φυλῆς, φύλου, ἐθνικότητος, γλώσσης, ἔχει δημιουργηθῆ κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ καί ἀπολαμβάνει ἴσα δικαιώματα ἐν τῇ κοινωνίᾳ.»
Τό ἀπόσπασμα αὐτό τοῦ συνοδικοῦ κειμένου
ἀποτελεῖ μίαν περίληψη καί ἕνα ἰσχυρό πυρῆνα χριστιανικῶν ἀξιῶν, ἱκανῶν
νά ρυθμίσουν τή ζωή τῶν ἀνθρώπων μέ ἀλληλοσεβασμό, ἀλληλοεκτίμηση,
ἁρμονία καί ἀγάπη. Αύτό σημαίνει ὅτι, ἐάν ἐφαρμοσθοῦν αὐτές οἱ ἀρχές,
δέν θά λυθοῦν μόνον πολλά προβλήματα τῆς συγχρόνου κρίσεως, ἀλλά καί δέν
θά ξαναδημιουργηθοῦν παρόμοια. Κάθε λέξη τοῦ ἀποσπάσματος αὐτοῦ τοῦ
κειμένου ἔχει ἀφετηρία τή βασική ἀρχή καί πεποίθηση τοῦ Χριστιανισμοῦ
καί τῆς Ὀρθοδοξίας γιά τήν ἀξία, τήν ἱερότητα καί τό μεγαλεῖο τοῦ
ἀνθρωπίνου προσώπου, ὅπως τονίζει τό κείμενο εὐθύς ἐξ ἀρχῆς (Α΄ 1).
Ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τό πρόσωπόν του, τήν
ἱερότητά του, τή μοναδικότητά του καί τήν ἀναντικατάστατη ὑπόσταση καί
ταυτότητά του καί βεβαίως καί τήν ἀξιοπρέπειά του, ἡ ὁποία δέν
ἐπιτρέπεται νά καταπατεῖται ἀπό κανένα καί γιά κανένα λόγο. Αὐτή εἶναι ἡ
σημασία τοῦ ὅρου πρόσωπο στό κείμενο αὐτό,
ὅπως ἐξελίχθηκε μέ βάση τήν δογματική συζήτηση περί τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ,
τῶν τριῶν Θείων προσώπων, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου
Πνεῦματος, τόν 4ο αἰῶνα ἀπό τούς μεγάλους Καππαδόκες Πατέρες
τῆς Ἐκκλησίας Γρηγόριο τόν Θεολόγο, Βασίλειο τόν Μέγα καί Γρηγόριο τόν
Νύσσης. Μεταξύ τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος ὑπάρχει, βάσει τῆς
διδασκαλίας αὐτῆς τῶν Πατέρων, κοινωνία μέ θεμέλιο τήν ἀπεριόριστη ἀγάπη
(Ἰω. 17), ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται καί πρός τά ἔξω, δηλαδή μέ τίς ἐνέργειες
τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἐκ Πατρός δι’ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.[14]
Ἐξάλλου, σύμφωνα μέ τήν τελευταίαν
προσευχήν τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἄνθρωποι καί οἱ πιστοί πρέπει νά ἔχουν τήν
κοινωνία τῶν τριῶν προσώπων τοῦ Θεοῦ ὡς βάση καί πρότυπο γιά τη ζωή καί
τήν κοινωνία των (Ἰω. 17).[15]
Μέ αὐτήν τήν ἔννοια τονίζει καί στό μήνυμά του ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας
Ἀναστάσιος γιά τό Ἅγιον Πάσχα 2016 μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς: «Ὁ Ἀναστάς
Χριστός σέβεται τήν ἐλευθερία καί τήν ἱερότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπινου
προσώπου ἀκόμη καί αὐτοῦ πού Τόν ἀμφισβητεῖ.»[16]
Μέ βάση λοιπόν τή χριστιανική καί ἀσφαλῶς
Ὀρθόδοξο ἀρχή τῆς ἀξίας καί τῆς ἱερότητος τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου,
θέλει ἡ Ὀρθοδοξία καί μέ τό κείμενο αὐτό νά ἐκφράσει μέ τό κῦρος καί τήν
αὐθεντία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τόν σεβασμό της καί τό ἀμέριστο
ἐνδιαφέρον της γιά κάθε ἄνθρωπο. Καί ὅταν ἡ Ὀρθοδοξία «ὁμολογεῖ ὅτι ἕκαστος ἄνθρωπος, ἀνεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας, φυλῆς, φύλου, ἐθνικότητος, γλώσσης, ἔχει δημιουργηθῆ κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ καί ἀπολαμβάνει ἴσα δικαιώματα ἐν τῇ κοινωνίᾳ,», δέν ἐκφράζει τό κείμενο αὐτό μόνον εὐσεβεῖς πόθους καί θεωρητικές συστάσεις.
Ἡ ὁμολογία αὐτή εἶναι πεποίθηση καί
ἀδιαπραγμάτευτη πίστη, ἔχει ἰστορικό ὑπόβαθρο καί άναφέρεται σέ πολλές
τραγικές ἐμπειρίες μεμονωμένων ἀνθρώπων καί ὁλοκλήρων λαῶν κατά τό
παρελθόν καί τό παρόν, οἱ ὁποῖοι ἐδιώχθηκαν, ἐβασανίσθηκαν καί
ἐθανατώθηκαν λόγω ἑτεροτήτων.
Ἡ ὁμολογία αὐτή τῆς Ὀρθοδοξίας θέλει νά
δημιουργήσει ἀντίβαρο καί νά δείξει ὅτι ὑπάρχουν δυνατότητες ὑπερβάσεως
τῶν κρίσεων καί τῶν προβλημάτων τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ὅταν τά θεμέλια
εἶναι σταθερά μέ ἀδιάσειστες ἀρχές τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος.
Ἡ ὁμολογία αὐτή εἶναι ὁδοδείκτης καί
πυξίδα ἐξόδου ἀπό τήν ὑπάρχουσα πολυδιάστατη κρίση καί πρόκληση
περισκέψεως καί ἀλλαγῆς πορείας στίς πολιτικές ἐπιλογές καί πολιτικές
ἀποφάσεις τῶν ὑπευθύνων, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά ρυθμίζουν τίς τύχες καί τή
ζωή τῶν ἀνθρώπων. Καί αὐτοί οἱ πολιτικοί καί γενικά οἱ ὑπεύθυνοι
ἁρμόδιοι πρέπει νά ἀκούσουν τήν φωνήν αὐτή τοῦ χριστιανικοῦ Μηνύματος
καί νά πράξουν τό καθῆκον των ἀπό τίς θέσεις ἐξουσίας, τίς ὁποῖες τούς
ἔδωσαν οἱ ἄνθρωποι καί τούς ἐμπιστεύθηκαν μέ τήν ψῆφο των.
Δέν ἔχομε χρόνο νά ἐμβαθύνομε στό κείμενο αὐτό. Ἀλλά ὅλοι γνωρίζομε:
1ον Πόσοι πόλεμοι καί πόσον αἷμα χύθηκε ἐξ αἰτίας τοῦ διαφορετικοῦ χρώματος τοῦ δέρματος καί τῆς διαφορετικῆς φυλῆς ὁλοκλήρων λαῶν,
μέ τήν πολιτική τῆς Ἀπάρτχαιντ, τῆς πολιτικῆς τῶν φυλετικῶν διακρίσεων
σέ πολλές χῶρες τοῦ κόσμου. Ἀκόμη καί μέχρι σήμερα ὑπάρχουν τά σημάδια
καί οἱ πληγές τῶν φυλετικῶν διακρίσεων, ἡ μισαλλοδοξία καί οἱ βάρβαρες
συμπεριφορές στόν ἕτερο, στόν ἄλλο, ὁ ὁποῖος ἀνήκει σέ ἄλλη φυλή καί
ἔχει ἄλλο χρῶμα τό δέρμα του.
2ον Πόσοι πόλεμοι καί πόσα ἐγκλήματα ἔγιναν καί ἀκόμη γίνονται ἐξ αἰτίας τῆς θρησκευτικῆς διαφορᾶς
ἤ ἐξ αἰτίας τῆς ἐκμεταλλεύσεως τῆς θρησκείας. Πρίν ἀπό ὀλίγα χρόνια, τό
1994, ὑπεγράφη ἡ «Δήλωση τοῦ Βοσπόρου» σέ διεθνή διαθρησκειακή
συνάντηση κορυφῆς στήν Κωνσταντινούπολη, μέ ἀντιπροσώπους τοῦ
Χριστιανισμοῦ, τῶν Ὀρθοδόξων, τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καί τῶν Προτεσταντῶν,
τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τοῦ Ἰσλάμ μέ τήν πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχου Βαρθολομαίου, ἡ ὁποία μεταξύ ἄλλων διακηρύσσει ὅτι «ἐγκλήματα
ἐν ὀνόματι τῆς θρησκείας εἶναι ἐγκλήματα κατά τῆς ἴδιας τῆς θρησκείας!»
Καί σήμερα ἔρχεται ὁλόκληρη ἡ Ὀρθοδοξία καί δηλώνει καί ὁμολογεῖ μέ
πανορθόδοξη ἀπόφαση ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀνεξαρτήτως θρησκείας εἶναι
κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργήματά του καί ἰσότιμοι μεταξύ των.
Θά μπορούσαμε νά ἔχομε ἰσχυρότερο
συμβολισμό μέ ἠχηρότερα μηνύματα πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις, ἀκόμα καί
πρός τούς ἰσχυρούς τῆς Ἡπείρου μας, γιά τήν βασική αὐτή χριστιανική ἀρχή
τῆς ἰσοτιμίας ἀνεξαρτήτως θρησκείας, ἀπό τή συνάντηση τῶν τριῶν
Προκαθημένων, τοῦ Πάπα Φραγκίσκου, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου
Βαρθολομαίου καί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Ἱερωνύμου
στή Λέσβο τήν 16 Ἀπριλίου τρέχοντος ἔτους, μαζί μέ τίς χιλιάδες
πρόσφυγες ὡς ἐπί τό πλεῖστον Μουσουλμάνους; Εἶναι δυνατόν νά καταλάβει
κανείς ἐκείνους τούς θεολόγους καί κληρικούς καί Ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι
προσεύχονταν νά μήν πραγματοποιηθεῖ αὐτή ἡ συνάντηση ἤ ἐκείνους, οἱ
ὁποῖοι διαλαλοῦν ὅτι αὐτή ἡ συνάντηση στή Λέσβο ὑπῆρξε μία ἐπίδειξη τοῦ
Πάπα ἀποκλειστικῶς καί μόνον μιᾶς πολιτικῆς καί κρατικῆς δυνάμεως τοῦ
Παπισμοῦ;
Γιατί αὐτή ἡ διαστρέβλωση καί ἡ
φανατισμένη ἐθελοτυφλία, ἡ ὁποία δέν ἀντέχει νά βλέπει τίποτα τό θετικό,
ἀλλά εἰς τό ὄνομα τῆς εὐσεβείας καί τῆς κανονιστικής ἐκκλησιολογικῆς
ὁριοθετήσεως τῆς ἐνεργείας καί αὐτῆς τῆς Θείας Χάριτος, δαιμονοποιεῖ τά
πάντα;
Γιατί προσπαθεῖ νά βρεῖ παντοῦ λόγους καί
αἰτίες, γιά νά κατηγορηθεῖ καί νά συκοφαντηθεῖ ὄχι μόνον ἔμμεσα, ἀλλά
πολλές φορές καί ἄμεσα ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἀλλά καί αὐτός ὁ
Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ὁ ὁποῖος δῆθεν ἀβασάνιστα
ὑπερβαίνει τά ἐσκαμμένα τῆς ὀρθῆς πίστεως καί συναγελάζεται μέ
ἑτερόθρησκες ὁμάδες;
3ον Τό κείμενο τῆς Συνόδου
ἀναφέρει στή συνέχεια ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ
δημιουργήματά του καί μέ ἴσα δικαιώματα στήν κοινωνία ἀνεξαρτήτως φύλου,
ἀνεξαρτήτως ἐάν ἀνήκουν στό ἀνδρικό ἤ τό γυναικεῖο φῦλο. Τό κείμενο
ἀναφέρεται καί ἐδῶ σέ ἕνα σοβαρότατο συγκεκριμένο πρόβλημα, τό ὁποῖο δέν
ἀπασχολεῖ μόνον τήν Ὀρθοδοξία.
Ἡ ἱστορία τῶν σχέσεων ἀνδρῶν καί γυναικῶν
εἶναι γεμάτη ἀπό θλιβερά καί τραγικά γεγονότα, τίς περισσότερες φορές
εἰς βάρος τῶν γυναικῶν καί μάλιστα σέ νομικό ἐπίπεδο, δεδομένου ὅτι οἱ
νομοθέτες εῖναι κυρίως ἄνδρες, ὅπως τονίζει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Ναζιανζηνός.
Νομίζω ὅτι δέν «κομίζω γλαῦκας ἐς
Ἀθήνας», ἐάν τονίσω καί ἐδῶ ὅτι ἐλπίζομε, ἀσφαλῶς καί οἱ ἴδιες οἱ
γυναῖκες ἐλπίζουν καί περιμένουν, πώς τό κείμενο αὐτό τῆς μελλούσης
Συνόδου θά δώσει τό ἔναυσμα, γιά νά άσχοληθοῦμε περισσότερο καί
δικαιότερα μέ τό πρόβλημα αὐτό καί ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί ἔχομε ὄντως
πολλά νά ποῦμε καί νά διορθώσομε καί νά προσθέσομε! Πάντως, χωρίς τή
δυναμική καί συνήθως ἐθελοντική συμβολή τῶν γυναικῶν θά ἦταν ἡ Ἐκκλησία
μας κατά πολύ φτωχότερη, ἐάν θά ὑπῆρχε!
4ον Στή συνέχεια κάνει τό κείμενο αὐτό τῆς Συνόδου μιά σοβαροτάτη δήλωση, ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἀνεξαρτήτως ἐθνικότητας καί γλώσσας
ἔχει δημιουργηθεῖ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καί ἔχει τά ἴδια δικαιώματα στήν
κοινωνία. Τό ὅτι ἕνα πανορθόδοξο κείμενο, τό ὁποῖο θά γίνει πανορθόδοξη
ἀπόφαση ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο ὁλοκλήρου τῆς Ὀρθοδοξίας, τονίζει
αὐτό τό «ἀνεξαρτήτως ἐθνικότητος καί γλώσσας» δημιουργεῖ
τεράστιες ἐλπίδες καί προοπτικές γιά τή λύση πλείστων ὅσων προβλημάτων,
κοινωνικῶν, πολιτικῶν, ἐκκλησιαστικῶν καί ἐνδοορθοδόξων δικαιοδοσιακῶν.
Τό κείμενο αὐτό σχετικά μέ τό πρόβλημα
τῆς ἐθνικότητος ἀφορᾶ ὁπωσδήποτε καί στίς σχέσεις μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων
Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες πολλές φορές κακῶς, χαρακτηρίζονται ἤ
καί αὐτοχαρακτηρίζονται ὡς «ἐθνικές» Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Το γεγονός αὐτό συνεπάγεται ὅλα ἐκεῖνα τά
ἀρνητικά τοῦ παρελθόντος καί τοῦ παρόντος, ὡσάν ἡ ἐθνικότητα νά ἦταν
καί νά εἶναι Ὀρθόδοξο δόγμα καί τό κύριο Ὀρθόδοξο κριτήριο γιά τή
διοργάνωση τῆς δομῆς τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Δέν εἶναι ὅμως
τυχαῖον, ὅτι τό 1872 καταδίκασε ἡ Ὀρθοδοξία σέ μιά Σύνοδο στήν
Κωνσταντινούπολη τόν ἐθνοφυλετισμό στούς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς
αἵρεση.[17] Δυστυχῶς μερικές φορές τό ξεχνοῦμε!
Μέ τήν ψήφιση, λοιπόν, τοῦ κειμένου αὐτοῦ
ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο καί μέ τήν ἀποδοχή καί ἐφαρμογή του στήν
πράξη τῆς Ἐκκλησίας, εὐελπιστοῦμε ὅτι θά λυθοῦν παρά πολλά προβλήματα.
Μέ τήν ἀρχή αὐτή τῆς ἰσοτιμίας ὅλων τῶν ἀνθρώπων δέν εἶναι δυνατόν οὔτε
ἐπιτρέπεται νά ἰσχυρίζονται ὁρισμένοι ἄνθρωποι ὅτι οἱ γείτονές των εἶναι
κατώτεροι ἄνθρωποι ἤ ὁρισμένα ἔθνη νά ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι ἀξιολογικά
ἀνώτερα ἀπό τά ἄλλα καί νά θεωροῦν ἀφ’ ὑψηλοῦ τά ἄλλα ἔθνη ὡς κατώτερά
των.
Ἐάν κυριαρχήσει αὐτή ἡ χριστιανική ἀρχή
τῆς ἀλληλοαναγνωρίσεως καί τοῦ ἀλληλοσεβασμοῦ καί ἐάν θεωροῦμε ὁ ἕνας
τόν ἄλλο πράγματι ὡς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἰσότιμο δημιούργημα, θά ἀποκτήσομε
καί κάθε δικαίωμα ἐλπίδας καί προοπτικῆς ὅτι θά ἀντιμετωπισθοῦν καί οἱ
πολλαπλές σύγχρονες κρίσεις μέ ἀποτελεσματικότητα.
Τό ἀπόσπασμα αὐτό τοῦ κειμένου, ἀκόμα καί
στήν προπαρασκευαστική του μορφή τοῦ 1986, δέν ἔμεινε ἄγνωστο σέ
πανευρωπαϊκό ἐπίπεδο. Ἔχει συμπεριληφθῆ στό Τελικό Μήνυμα τῆς Πρώτης
Εὐρωπαϊκῆς Οἰκουμενικῆς Συνελέυσεως, πού πραγματοποιήθηκε στή Βασιλεία
τῆς Ἑλβετίας τόν Μάϊο τοῦ 1989. Εἶχα τήν τιμή, ὡς ἕνας ἀπό τούς
ἀντιπροσώπους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, νά εἶμαι καί μέλος τῆς
συντακτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Μηνύματος ἐκείνου. Ἐπρότεινα τό ἀπόσπασμα καί
ἀμέσως ἔγινε δεκτό.
Τό ἐν λόγῳ κείμενο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης
Συνόδου ἐμπνέει παρ’ὅλα ταῦτα καί αἰσιοδοξία καί τονίζει ὅτι δέν
πρόκειται γιά μιά οὐτοπία ἀλλά γιά μιά βάσιμη ἐλπίδα.Μέ αὐτή τήν ἐλπίδα,
ἡ ὁποία βασίζεται στήν ὡς ἄνω χριστιανική ἀρχή, δίδονται ἀπαντήσεις στά
θέματα τῶν ἐπί μέρους κεφαλαίων τοῦ κειμένου: Α΄ Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, Β΄ Περί ἐλευθερίας καὶ εὐθύνης, Γ΄ Περί εἰρήνης καί δικαιοσύνης, Δ΄ Ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀποτροπή τοῦ πολέμου, Ε΄ Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔναντι τῶν διακρίσεων, ΣΤ’ Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς μαρτυρία ἀγάπης ἐν διακονίᾳ.
Τό κείμενο περιγράφει τίς συγκεκριμένες
καταστάσεις τῆς πολυπλόκου καί ποικιλομόρφου κρίσεως, μέσα στήν ὁποία
σήμερα ζεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐγκλωβισμένος, φοβισμένος, κατατρεγμένος καί συχνά
ἀπελπισμένος.
Τά ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας εἶναι πολλά
καί τό κείμενο τῆς Συνόδου τά κατονομάζει εὐθέως καί σαφῶς «ἐκτός
ὀδόντων». Αὐτά εἶναι μεταξύ ἄλλων: «ὁ φυλετισμός, οἱ ἐξοπλισμοί, οἱ
πόλεμοι καί τά τούτων ἀπότοκα κοινωνικά κακά, ἡ καταπίεσις κοινωνικῶν
ὁμάδων, θρησκευτικῶν κοινοτήτων καί λαῶν ὁλοκλήρων, ἡ κοινωνική
ἀνισότης, ὁ περιορισμός τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων εἰς τόν χῶρον τῆς
ἐλευθερίας τῶν συνειδήσεων καί τῆς θρησκευτικῆς εἰδικώτερον ἐλευθερίας, ἡ
παραπληροφόρησις καί ἡ χειραγώγησις τῆς κοινῆς γνώμης, ἡ οἰκονομική
ἀθλιότης, ἡ ἄνισος κατανομή ἤ καί ἡ παντελής στέρησις τῶν ἀπολύτως
ἀναγκαίων πρός τό ζῇν ἀγαθῶν, ἡ πεῖνα τῶν ὑποσιτιζομένων ἑκατομμυρίων
ἀνθρώπων, αἱ βίαιαι μετακινήσεις πληθυσμῶν καί ἡ ἀθέμιτος διακίνησις
ἀνθρώπων, τό προσφυγικόν χάος, ἡ καταστροφή τοῦ περιβάλλοντος, ἡ
ἀνεξέλεγκτος χρῆσις τῆς γενετικῆς βιοτεχνολογίας καί βιοϊατρικῆς
ἀναφορικῶς πρός τήν ἀρχήν, τήν διάρκειαν καί τό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ
ἀνθρώπου. Πάντα ταῦτα ὑφαίνουν τό ἀπέραντον ἄγχος τῆς ἀγωνιώδους
συγχρόνου ἀνθρωπότητος.» (Β΄ 2).
Ποιό ἀπό τά ἀναφερόμενα στοιχεῖα δέν
ἀνταποκρίνεται στή σημερινή σκληρή πραγματικότητα; Σέ ποιά κοινωνία
ἀναφέρεται τό κείμενο ἄν ὄχι στήν δική μας, στόν κοντινό μας καί στόν
πιό ἀπομακρυσμένο χῶρο; Ἡ σημερινή κρίσις ἔχει πολλά πρόσωπα καί πολλά
ἀδιέξοδα, ἀπό τά ὁποῖα χωρίς βοήθεια δέν μπορεῖ νά ἐξέλθει ὁ
ἐξασθενημένος, κατατρεγμένος καί πολλές φορές ἀπομωνομένος ἄνθρωπος. Γιά
τόν λόγο αὐτό ἀπαιτεῖται οὐσιαστική συνεργασία, συμπαράσταση καί
βοήθεια.
Τό κείμενο ὁμολογεῖ ὡς ἐκ τούτου μέ κάθε
εἰλικρίνεια καί ρεαλισμό ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δέν μπορεῖ μόνη της νά
ἀντιμετωπίσει ὅλα αὐτά τά προβλήματα, τά ὁποῖα μαστίζουν τή σημερινή
ἀνθρωπότητα. Μετά ἀπό τή διαπίστωση αὐτή τό πανορθόδοξο αὐτό κείμενο
θεωρεῖ ἀναγκαία τή συνεργασία
α) μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες: «Εἶναι ἀπαραίτητον νά ἀναπτυχθῇ πρός ὅλας τάς κατευθύνσεις ἡ διαχριστιανική συνεργασία
διά τήν προστασίαν τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου, αὐτονοήτως δέ καί τοῦ ἀγαθοῦ
τῆς εἰρήνης, οὕτως ὥστε αἱ εἰρηνευτικαί προσπάθειαι ὅλων ἀνεξαιρέτως
τῶν Χριστιανῶν νά ἀποκτοῦν μεγαλύτερον βάρος καί δύναμιν.(Α΄, 2)»
β) μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες:
«Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καλοῦνται νά συμβάλουν εἰς τήν διαθρησκειακήν
συνεννόησιν καί συνεργασίαν, δι’ αὐτῆς δέ εἰς τήν ἀπάλειψιν τοῦ
φανατισμοῦ ἀπό πάσης πλευρᾶς καί τοιουτοτρόπως εἰς τήν συμφιλίωσιν τῶν
λαῶν καί ἐπικράτησιν τῆς ἐλευθερίας καί τῆς εἰρήνης εἰς τόν κόσμον πρός
ἐξυπηρέτησιν τοῦ ἀνθρώπου, ἀνεξαρτήτως φυλῆς καί θρησκεύματος. Ἐννοεῖται
ὅτι ἡ συνεργασία αὕτη ἀποκλείει τόσον τόν συγκρητισμόν, ὅσον καί τήν
ἐπιδίωξιν ἐπιβολῆς οἱασδήποτε θρησκείας ἐπί τῶν ἄλλων.»(Α΄ 3)
γ) μέ κάθε ἄνθρωπο καλῆς θελήσεως:
«Ἔχομεν τήν πεποίθησιν ὅτι ὡς «Θεοῦ συνεργοί» (Α´ Κορ. 3, 9), δυνάμεθα
νά προχωρήσωμεν εἰς τήν διακονίαν ταύτην ἀπό κοινοῦ μεθ’ ὅλων τῶν
ἀνθρώπων καλῆς θελήσεως, τῶν ἀγαπώντων τήν κατά Θεόν εἰρήνην, ἐπ’ ἀγαθῷ
τῆς ἀνθρωπίνης κοινωνίας ἐπί τοπικοῦ, ἐθνικοῦ καί διεθνοῦς ἐπιπέδου. Ἡ
διακονία αὐτή εἶναι ἐντολή Θεοῦ ( Ματθ. 5, 9).»(Α΄ 4).
Ἡ ἀναφορά αὐτή τοῦ κειμένου στήν
ἀναγκαιότητα τοῦ διαχριστιανικοῦ διαλόγου γιά συντονισμένες χριστιανικές
ἐνέργειες πρός ἐντιμετώπιση τῶν προβλημάτων στόν σύγχρονο κόσμο ἔχει
ἄμεση σχέση καί μέ τό 6ο κείμενο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου μέ τόν τίτλο: «Σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», εἰς τό ὁποῖο ἐκτίθεται ἡ μεγάλη εὐθύνη τῆς Ὀρθοδοξίας γιά τήν ἀναγκαιότητα τῆς καταλλαγῆς καί ἑνότητος ὅλων τῶν χριστιανῶν.
Τό κείμενο αὐτό βάλλεται καί
κατασυκοφαντεῖται γιά πολλούς λόγους καί λυποῦμαι πολύ γιά τόν φανατισμό
καί τήν ἀρνητική στάση πού ἀπαντοῦν στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας μας. Σέ
ἄλλη εὐκαιρία ἀσχολήθηκα καί ἐλπίζω καί ἀργότερα νά ἀσχοληθῶν
λεπτομερέστερα μέ τό κείμενο αὐτό, διότι ἀντικατοπτρίζει ἕνα ἀπό τά πιό
σοβαρά θέματα καί τῆς Ἐκκλησίας μας. Στο σημεῖο αύτό θά περιορισθῶ
μόνον σέ ὀλίγα βασικά σχόλια.
Τονίζω, λοιπόν, ἐν πλήρει συνειδήσει τῶν
λεγομένων μου, ὅτι τό κείμενο αὐτό τῆς καταλλαγῆς καί τῶν διαλόγων τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τίς ἄλλες ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες καί μέ τόν
συγκεκριμένο καί συνειδητό χαρακτηρισμό τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν μέ τόν
ὅρο «Ἐκκλησίαι» οὔτε
καινοτομεῖ οὔτε σχετικοποιεῖ οὔτε ὑποβαθμίζει καί ὁπωσδήποτε οὔτε
προδίδει τήν συνείδηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περί τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ὅρος Ἐκκλησία
χρησιμοποιεῖται καί για τίς ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες στο πλαίσιο τῆς
Οἰκουμενική Κινήσεως ἐδῶ καί ἕναν αίῶνα εἰς τά ἐπίσημα κείμενα τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί εἰς τούς πολυμερεῖς καί διμερεῖς ἐπισήμους
Θεολογικούς Διαλόγους.Ἡ χρῆσις αὐτή στηρίζεται σέ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων
τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καθώς καί ὅλων τῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων,
σύμφωνα μέ τήν παράδοση καί τῶν προηγουμένων αἰώνων. Μία ἀπάλειψη τοῦ
χαρακτηρισμοῦ «Ἐκκλησία» γιά τούς ἑτεροδόξους θά ἐσήμαινε ὀπισθοχώρηση
καί αὐτοαπόρριψη τῶν πολλαπλῶν πανορθοδόξων ἀποφάσεων καί προδοσία τοῦ
γνησίου ὀρθοδόξου πνεύματος καταλλαγῆς καί ἑνότητος, ἀπό τήν ἐποχήν τῶν
μεγάλων καί ἱερῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Καί ἐπειδή συνεχῶς ἐπικαλοῦνται κακῶς οἱ
ἀντιφρονοῦντες «ὑπερορθόδοξοι», τόν Ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό, πρέπει νά
ὑπενθυμίσομε ὅτι καί αὐτός ὁ ἅγιος καί ὑπερασπιστής τῆς Ὀρθοδόξου
πίστεως ἐχαρακτήριζε τήν Δυτική, δηλαδή τή σημερινή Ρωμαιοκαθολική
Ἐκκλησία, «ἀδελφή Ἐκκλησία», συνειδητά καί ἀπερίφραστα.
Αὐτό συνέβαινε ἀκόμη καί πρίν κἄν νά
συζητηθοῦν τά γνωστά καί σε αὐτόν θεολογικά προβλήματα, τά ὁποῖα
ἐξακολουθοῦν ἀκόμη νά ὑπάρχουν μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν καί γιά τά ὁποῖα
διεξήγαγε τόν Θεολογικό Διάλογο στή Σύνοδο Φερράρας Φλωρεντίας, ὅπου
πῆγε οἰκειοθελῶς, ἐκπληρώνοντας ἱερόν ἔργον, ὅπως ἐτόνιζεν ὁ ἴδιος
ἀπεριφράστως. Ἐπίσης ἐχαρακτήριζε ἀπεριφράστως καί δημόσια τόν ἐπίσκοπο
καί Πάπα Ρώμης Εὐγένιο τόν Δ΄ «Ἅγιώτατον Πατέρα» καί «τῶν ἱερέων αὐτοῦ
(τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ) πρωτεύοντα».
Γιά τίς λυπηρές δέ σχισματικές σχέσεις
τῶν δύο Ἐκκλησιῶν μέ μεγάλη ἀγωνία καί ὀδύνη ὁ ἴδιος ἔθετε τότε τό
ἐρώτημα καί τό ἐπαναλαμβάνω καί ἐγώ σήμερα γιά ὅλους μας, γιά τούς
Ὀρθοδόξους καί τούς ἑτεροδόξους: «Μέχρι τίνος οἱ τοῦ αὐτοῦ Χριστοῦ καί
τῆς αὐτῆς πίστεως βάλλομεν ἀλλήλους καί κατατέμνομεν; Μέχρι τίνος οἱ τῆς
αὐτῆς Τριάδος προσκυνηταί δάκνομεν ἀλλήλους καί κατεσθίομεν, ἕως ἄν ὑπ’
ἀλλήλων ἀναλωθῶμεν καί ὑπό τῶν ἔξωθεν ἐχθρῶν εἰς τό μή εἶναι
χωρήσωμεν;»[18]
Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος δέν παρέμεινε, λοιπόν,
μακρυά καί ἀπό θέση ασφαλείας, γιά νά βάλει πυρά κατά τόν ἀδελφῶν του,
οἱ ὁποῖοι πῆγαν μέ ἐντολή τῆς Ἐκκλησίας των, γιά νά σηκώσουν τό βάρος
τοῦ διαλόγου, ὅπως πράττουν σήμερα ὁρισμένοι. Προσῆλθε ὁ ἴδιος στόν
διάλογο, διότι ἦταν πεπεισμένος ὅτι πῆγε νά συνομιλήσει μέ τήν «ἀδελφή
Ἐκκλησία», μέ τούς «φίλους» καί «ἀδελφούς», ὅπως ἐχαρακτήριζε καί ὁ
Πατριάρχης Ἰωσήφ ὁ Β΄τόν Πάπα Εὐγένιο ἀδελφό του.[19]
Καί δέν δηλώνει ὁ ἅγιος Μᾶρκος μόνον ὅτι εἶναι ἀναγκαῖος ὁ θεολογικός διάλογος, ἀλλά τονίζει ἀπεριφράστως: «Χρή μετά ἀγάπης τούς λόγους ποιεῖσθαι, ἐπεί καί περί εἰρήνης ἐστίν ὁ λόγος καί ταύτην κατέλιπεν ὁ Κύριος ἡμῖν ὥσπερ τινά κλῆρον…»[20] Ὄχι ἀδιαφορῶν, περιφρονῶν καί ἀρνούμενος, ἀλλά μετά ἀγάπης καί μάλιστα προτρέπων «ἀπ’ ἀρχῆς ἄχρι τέλους τήν ἀγάπην τηρεῖν.»[21]
Παράδειγμα πρός μίμηση ὁ Ἅγιος Μᾶρκος
ὑπέρ τῶν θεολογικῶν διαλόγων. Ἐάν δέν θελήσουν οἱ ἀντιφρονοῦντες νά τόν
μιμηθοῦν γιά τό καθῆκον ὅλων μας πρός καταλλαγή καί ἑνότητα, τούλάχιστον
ἄς σταματήσουν νά ἐπικαλοῦνται καί νά καπηλεύονται τό ὄνομά του.
Κατακλείνοντας ἐπιθυμῶ νά τονίσω ὅτι ὅλες
οἱ χριστιανικές ἀρχές καί ὁ τρόπος ἐφαρμογῆς των μέ πολύπλευρες
συνεργασίες, ὅπως ἀναφέρονται στά κείμενα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου,
βασίζονται στά θεμέλια τῆς χριστιανικῆς καί ὀρθοδόξου πίστεώς μας.
Ὁμοίως στηρίζονται καί στήν ἤδη πολύχρονη πράξη καί δραστηριότητα ὅλων
τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί στούς διαφόρους Οἰκουμενικούς Ὀργανισμούς σέ
παγκόσμιο καί πανευρωπαϊκό ἐπίπεδο.
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος συνεχίζει τήν
πορεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ βάση τήν ἀνόθευτη ὀρθόδοξη πίστη καί
παράδοση καί μέ πλήρη συνείδηση τῆς εὐθύνης της προτείνει διεξόδους ἀπό
τά ποικίλα ἀδιέξοδα, στά ὁποῖα εὑρίσκεται σήμερα ἡ ἀνθρωπότης.
Εἴμεθα εὐγνώμονες γιά τήν ἐπιτυχῆ
προετοιμασία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης μας Συνόδου, ἀλλά καί γιά τίς
προτάσεις της πρός τούς ἁρμόδιους παράγοντες γιά συνεργασία καί διάλογο
πρός εὕρεση σταθερῶν καί καρποφόρων λύσεων τῶν συγχρόνων προβλημάτων. Ὁ
χρόνος ἐπείγει και, ἐάν δέν ἐνεργήσομε ἀποτελεσματικά, θά δώσομε λόγο
ἐνώπιον τῆς ἱστορίας καί ἐνώπιον τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ.
Ὁ δρόμος εἶναι ἤδη ἀνοικτός. Ἐλπίζομε καί
εὐχόμεθα ὅτι, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ θερισμός θά εἶναι πολύς καί
ἀρκετοί οἱ ἐργάτες!
[1] Ἀθανασίου, Τόμ. Πρός Ἀντιοχεῖς, 1, PG 26, 797A. Πρβλ. Grigorios Larentzakis,
Einheit der Menschheit Einheit der Kirche bei Athanasius. Vor- und
nachchristliche Soteriologie und Ekklesiologie bei Athanasius von
Alexandrien, Grazer Theologische Studien 1, Graz 19812, 250. Πρβλ. Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς τόν 132ο Ψαλμ. PG 55, 384. Πρβλ. καί Πράξ. 2, 44.
[2]
Π.χ. στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νικαίας τό 325 διατυπώθηκε μέ τό
«ὁμοούσιον» ἡ Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία ἀμφισβητοῦσε ὁ
Ἄρειος. Στήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τό 381 στήν Κωνσταντινούπολη
καταπολεμήθηκαν οἱ Πνευματομάχοι, οἱ ὁποῖοι ἀπέρριπταν τήν Θεότητα τοῦ
Ἀγίου Πνεύματος. Ἡ Σύνοδος αὐτή διατύπωσε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τό
ὁποῖο ἔχομε μέχρι σήμερα καί τό ὁποῖο στήν τελική του μορφή δέν ὑπῆρχε
πρίν. Δηλαδή ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἐκαινοτόμησε. Ἐδῶ θά μποροῦσαν νά
ἀναφερθοῦν καί ὅλες οἱ ἑκάστοτε νέες ἀποφάσεις τῶν μετέπειτα
Οἰκουμενικῶν Συνόδων. ὅμως δέν εἶναι τοῦ παρόντος. Καί τήν Β΄χιλιετία ἡ
Ἐκκλησία ἔπραξε τό ἴδιο, ὅπως συνέβη καί στήν Σύνοδο του 1351 στήν
Κωνσταντινούπολη, ἡ ὁποία ἐπικύρωσε τήν διδασκαλία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου
Θεσσαλονίκης Γρηγορίου Παλαμα. Ὁ ἴδιος διαπίστωσε, ὅτι ἡ διδασκαλία αὐτή
εἶναι π ρ ο σ θ ή κ η[2]. Ἄρα καί ἡ Σύνοδος αὐτή τοῦ 1351, τήν ὁποίαν προωθοῦν οἱ ἀντιφρονοῦντες ἐκαινοτόμησε στή διατύπωση τῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἀκόμα ἕνα
αὐτονόητο παράδειγμα: Κανείς ἐκκλησιαστικός Πατήρ καί καμμία Συνοδος,
οὔτε Τοπική οὔτε Οἰκουμενική, ἀσχολήθηκε μέ τόν ἀκριβή ἀριθμό καί τήν
Θεολογία τῶν 7 Μυστηρίων. Ὁ τελικός καθορισμός τοῦ ἀριθμοῦ 7 τῶν
Μυστηρίων εἶναι ἀποτέλεσμα ἱστορικῆς ἐξελίξεως χιλίων ἐτῶν. Ὁ ἀριθμός 7
καθορίσθηκε στίς ἀρχές τῆς Β΄ χιλιετίας καί μάλιστα πρῶτα στήν Δύση. Ἀπό
ἐκεῖ καί μετά τήν ἑνωτική Σύνοδο τῆς Λυῶνος τό 1274 καθορίστηκε καί
στήν Ἀνατολική Ἐκκλησία, δηλαδή στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας μέχρι σήμερα.
[3] Πρβλ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Τό καθῆκον τῆς Ὀρθοδοξίας γιά καταλλαγή καί ἑνότητα. Ἐξελίξεις καί προοπτικές σέ μεγάλα θέματα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Διαλόγου, Ostracon Publishing, Thessaloniki 2014, 104ἑξ.
[4]
Ὁ γνωστός ὀρθόδοξος Θεολόγος π. Γεώργιος Φλορόφσκυ, τονίζει γιά τή
σημασία τῆς Παραδόσεως τά ἑξῆς: «Ἡ ἀναφορά εἰς τήν Παράδοσιν δέν
ἀποτελεῖ ἱστορικήν ἔρευναν. Ἡ Παράδοσις δέν περιορίζεται εἰς
ἐκκλησιαστικήν ἀρχαιολογίαν.Ἡ Παράδοσις (λέγει ὁ Φλοροφσκυ) δέν εἶναι
μόνον μία προστατευτική, συντηρητική ἀρχή, ἀλλά πρωτίστως εἶναι ἀρχή τῆς
αὐξήσεως καί τῆς ἀναγεννήσεως»»Γεωργίου Φλορόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, μετάφρασις Δημητρίου Τσάμη, ἔκδ. Β΄, Θεσσαλονίκη 2003, 63ἑξ..
[5]
Αὐτή τή Σύνοδο χαρακτηρίζουν ὁρισμένοι μάλιστα καί σέ
«Πορίσματα-Ψήφισμα ἡμερίδας» ὡς ἀντιπαπική, διότι, ὅπως ἀναφέρουν,
καταδικάστηκαν αἱρετικές παπικές ἀπόψεις ἤ γενικότερα ὅτι καταδικάστηκε ὁ
Παπισμός (Ἔτσι ἀναφέρει μεταξύ ἄλλων καί ὁ Μητροπολίτης Φλωρίνης
Θεόκλητος (www.romfea.gr Σάββατο, 23 Ἀπριλίου 2016)., Γλυφάδας Παύλος: »Ερωτήματα περί την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο», www.romfea.gr Τρίτη, 29 Μαρτίου 2016).
[6]
Μεταξύ ἄλλων ἀπεφασίσθη νά παραμείνει τό Σύμβολο τῆς Πίστεως
ἀπαραχάρακτο, δηλαδή χωρίς τό filioque. Καταδικάστηκε τό filioque, τό
ὁποῖο προσπαθοῦσαν οἱ Φράγκοι καί ὁ Κάρολος ὁ Μέγας νά ἐπιβάλουν, ἀλλά
οἱ Πάπες ὑπεραμύνονταν τό Σύμβολο τῆς Πίστεως μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 11ου
αἰῶνα χωρίς τό filioque. Καταδικάστηκε ἄρα στή Σύνοδο ἐκείνη τό
filioque τῶν Φράγκων καί ὄχι ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία γενικά λόγω τοῦ
filioque. Τότε δέν ὑπῆρχε κἄν ἐπισήμως τό filioque στό Σύμβολο τῆς
Πίστεως στήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Τό filioque μπῆκε στό Σύμβολο τῆς
Πίστεως στή Ρώμη στίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰῶνα, τό 1014 ἀπό τόν
Πάπα Βενέδικτο τόν Η΄, μετά ἀπό ἕνα ὁλόκληρο αἰῶνα. Στή Σύνοδο αὐτή
ἐπικυρώθηκε ἡ αὐτονομία τῶν θρόνων Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως μέ
ἀμοιβαία ἀναγνώριση καί ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μεταξύ
τοῦ Πάπα Ἰωάννου τοῦ Η΄καί τοῦ ἱεροῦ Φωτίου, καθώς ἐπίσης καί ἡ
κανονικότητα τῶν διαφορετικῶν τοπικῶν παραδόσεων. Γιά τόν λόγο αὐτό
χαρακτηρίζεται δικαίως ἡ Σύνοδος αὐτή καί «ἑνωτική Σύνοδος ἤ Σύνοδος
καταλλαγῆς».
Οἱ ἀποφάσεις
τῆς Συνόδου αὐτῆς χρησιμοποιήθηκαν μάλιστα καί στόν ἐπίσημο Θεολογικό
Διάλογο μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, γιά νά
λυθεῖ ἕνα πρόβλημα γιά τή διαφορετική πράξη τῶν δύο Ἐκκλησιῶν στά
Μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος. Γιατί, λοιπόν,
χαρακτηρίζεται ἡ Σύνοδος τοῦ ἱ. Φωτίου στό τέλος τοῦ 9ου αἰῶνος ἀντιπαπική γιά νά προσβληθεῖ ἔμμεσα ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος;
[7]
Π.χ. τό 449 στήν Ἔφεσο, ἡ ὁποία ἀπορίφθηκε καί χαρακτηρίστηκε μάλιστα
καί ὡς «ληστρική» Σύνοδος. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τή Σύνοδο κατά τῆς
τιμῆς τῶν εἰκόνων, ἡ ὁποία συνῆλθε στήν Κωνσταντινούπολη τό 754, ἡ ὁποία
ὅμως ἐπίσης ἀπορρίφθηκε ἀπό τήν καθόλου Ἐκκλησία. Ἀντιθέτως ἡ Β’
Οἰκουμενική Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 381, στήν ὁποία διετυπώθη ἡ
περί Ἁγίου Πνεύματος διδασκαλία καί ἡ ὁποία ἐξέδωσε τό Σύμβολο τῆς
Πίστεως, τό ὁποῖο χρησιμοποιοῦμε μέχρι σήμερα, συγκλήθηκε κατ’ ἀρχήν ὡς
Σύνοδος τοῦ Ἀνατολικοῦ Τμήματος τῆς Ἐκκλησίας. Γιά τόν λόγο αὐτό δέν
προσεκλήθησαν καί ἑπομένως δέν ἔλαβαν μέρος ἐπίσκοποι ἀπό τήν Δυτική
Ἐκκλησία. Ὅμως ἡ Σύνοδος αὐτή πολύ σύντομα, δηλαδή ἕνα ἔτος μετά
χαρακτηρίστηκε ὡς Οἰκουμενική καί ἐπικράτησε σέ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία
Ἀνατολῆς καί Δύσεως ὡς Οἰκουμενική, δηλαδή ὡς ὑψίστη αὐθεντία τῆς
Ἐκκλησίας.
[8] Μητροπολίτου Κυθήρων κ. Σεραφείμ, «Ἐκκλησιολογικά καί ποιμαντικά προβλήματα ἀπό τήν μή συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», www.romfea.gr Δευτέρα, 28 Μαρτίου 2016.
[9]
Π.χ. στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τό 325 δέν ὑπάρχει ἐκ τῶν προτέρων
σταθερός ἀριθμός. Ὁ τελικός ἀριθμός τῶν συνοδικῶν, πού ἔχει ἐπικρατήσει,
δηλ. 310 θεωρεῖται μᾶλλον συμβολικός. Στή Σύνοδο αὐτή ἀπό τήν Δύση
ἔλαβαν μέρος μόνον 5 ἐπίσκοποι.
Στήν Β΄ Οἰκουμενική τό 381 δέν προσεκλήθη ἀπό τή Δύση ἐπισήμως κανείς
οὔτε ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης. Ἄρα δέν συμμετεῖχαν κἄν Δυτικοί ἐπίσκοποι καί
ὅμως ἡ Σύνοδος αὐτή εἶχε οἰκουμενικόν κῦρος καί ἐπικυρώθηκε ὁ
οἰκουμενικός της χαρακτήρας ἀπό ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία, δηλαδή καί ἀπό
τήν Δυτική, παρά τό ὅτι δέν συμμετεῖχε.
[10]
Εἰσήγηση Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κυθήρων κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ στήν Θεολογική
Ἡμερίδα τῆς 23-3-2016 στό Στάδιο Ειρήνης καί Φιλίας μέ θέμα:
«Ἐκκλησιολογικά καί ποιμαντικά προβλήματα ἀπό τήν μή συμμετοχή ὅλων τῶν
Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλη Σύνοδο». «Θεωρῶ
ὅτι αὐτή τήν στιγμή εὑρίσκομαι ἐν μέσῳ τοῦ ζῶντος Ἐκκλησιαστικοῦ
Σώματος, Ἀδελφῶν Ἀρχιερέων, Ἱερέων, Ἱερομονάχων, Μοναχῶν, Μοναζουσῶν καί
εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Τέσσερις (4) Ἱερές Μητροπόλεις:
Πειραιῶς, Γλυφάδας. Γόρτυνος καί Κυθήρων συνδιοργανώνουν τή μεγάλη μας
αὐτή Κληρικολαϊκή Σύναξι ἀπό ὅλη τήν Ἑλλάδα. Κινητήριος μοχλός τῆς
Θεολογικῆς αὐτῆς Ἡμερίδος εἶναι ἡ λειτουργοῦσα ὑπό τήν εὐθύνη σεβασμίων
Ἱερωμένων Πανεπιστημιακῶν Διδασκάλων, καί ὄχι μόνο, «Σύναξις Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν» …
Ποιός εἶναι ὁ χαρακτηρισμός τῆς συγκληθησομένης Συνόδου; Θά εἶναι
Οἰκουμενική ἤ Πανορθόδοξος; Ποιά ἡ ἔννοια τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς Συνόδου
ὡς Ἁγίας καί Μεγάλης; Ποιά Σύνοδος χαρακτηρίζεται ἀπό τό Κανονικό Δίκαιο
καί τούς Ἱερούς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς Ἁγία καί Μεγάλη; Ἄν δέν
εἶναι Οἰκουμενική ἤ Πανορθόδοξος, ποιό θά εἶναι τό κῦρος καί ἡ αὐθεντία
τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου;
Εἶναι εἰς
ὅλους γνωστόν ὅτι τόσον οἱ Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις ὅσο καί
οἱ Εἰδικές Διορθόδοξες Ἐπιτροπές, ἀλλά καί ἡ ἐν γένει «Οἰκουμενική
κίνησις» χαρακτηρίζουν ὄχι ὡς Οἰκουμενική, ἀλλ” ὡς Ἁγία καί Μεγάλη τήν
μελετωμένη νά συνέλθη τόν προσεχῆ Ἰούνιο Σύνοδο. Κατά τόν ἐκπρόσωπο τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἰς τόν Θεολογικό διάλογο μετά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν
Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο: «ἡ ἰδία ἡ θεματολογία, ὡς αὕτη καθωρίσθη πανορθοδόξως καί ὁμοφώνως καί ὁ σκοπός συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, προσδιορίζει καί τόν χαρακτῆρα Αὐτῆς τῆς Συνόδου οὐχί ὡς Οἰκουμενικῆς, ἀλλ” ὡς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας»[1].
Ποιά, ὅμως,
Σύνοδος χαρακτηρίζεται ἀπό τό Κανονικό Δίκαιο καί τούς Ἱερούς Κανόνας
τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς Ἁγία καί Μεγάλη; Μία ἔρευνα εἰς τούς Ἱερούς Κανόνας
μόνο τῶν Ἁγίων ἑπτά (7) Οἰκουμενικῶν Συνόδων καταδεικνύει ὅτι ἡ ἁγία
Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποκαλεῖται πότε «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», πότε «Μεγάλη Σύνοδος», ἐνίοτε «Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος» καί ἄλλοτε «Ἁγία Σύνοδος»
καί παρέχει τά ἑξῆς στοιχεῖα : Πέντε (5) Ἱεροί Κανόνες τῆς Α”
Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἕνας (1) τῆς Δ” (Η”, ΙΔ”, ΙΕ”, ΙΖ”, καί ΙΗ” τῆς
Α” Οἰκουμενικῆς καί ὁ Γ” τῆς Δ”) χρησιμοποιοῦν τόν χαρακτηρισμό Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος.
Τρεῖς (3) Ἱεροί Κανόνες (Β”, Γ”, καί ΣΤ”) τῆς Α” Οἰκουμενικῆς κάμνουν
χρῆσιν τῆς ὀνομασίας Μεγάλη Σύνοδος. τρεῖς (3) κανόνες τῆς Γ”
Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Α”, Γ” καί Η”), ἕνας τῆς Δ” (Ι”) καί δύο (2) τῆς
Πενθέκτης (Γ” καί ΝΑ”) καταγράφουν τήν ὀνομασία Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος.
Καί ἕνας (1) Κανόνας τῆς Α” Οἰκουμενικῆς (ὁ Κ”), ἕνας (1) τῆς Β” (ὁ
ΣΤ”), ἑπτά (7) τῆς Γ” (Α”, Β”, Δ”, Ε”, ΣΤ”, Ζ’καί Η”), ἐννέα (9) τῆς Δ”
(Γ”,ΣΤ”,Ι”,ΙΒ”,ΙΔ”,ΙΘ”,ΚΓ”,ΚΕ’καί ΚΖ”), δύο (2) τῆς Πενθέκτης (Β’καί
ΝΕ”) καί ἕνας (1) τῆς Ζ” Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ὁ ΙΘ”) μεταχειρίζονται
τόν ὅρο Ἁγία Σύνοδος. Καί Πανορθόδοξος Σύνοδος δέν ὀνομάζεται ἡ ὑπό σύγκλησιν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», διότι,
προφανῶς, ἀποκλείεται ἐκ τῶν προτέρων ἡ συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων
Ἐπισκόπων. Ὅμως, εἰς τό σημεῖο αὐτό ἑστιάζεται τό σπουδαιότερο,
προδήλως, ἐκκλησιολογικό πρόβλημα τῆς μελλούσης νά συναχθῆ Ἁγίας καί
Μεγάλης Συνόδου καί τό ἐρώτημα:
1.Εἶναι δυνατόν νά συνέλθη μία, κατά τά ὡς ἄνω, Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, χωρίς τήν παρουσία καί τήν συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων;
Ταπεινῶς
φρονῶ ὅτι ἡ ἀπάντησις εἰς τό ἐρώτημα αὐτό μέ κανονικά κριτήρια εἶναι
ἀρνητική, ἐφ΄ὅσον, ὡς ἐλέχθη, Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, κατά τούς Ἱερούς
Κανόνας, εἶναι μόνον ἡ Οἰκουμενική.»
[11] Πρβλ. καί Γλυφάδας Παύλος: »Ἐρωτήματα περί τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», www.romfea.gr
Τρίτη, 29 Μαρτίου 2016,:«Σύμφωνα μέ τήν Ἱερή μας Παράδοση καί τά
διαχρονικά πρότυπα τῶν Ὀρθοδόξων Συνόδων, ἡ συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων
Ἐπισκόπων θεωρεῖται ἀπολύτως ἀναγκαία γιά τήν σύγκληση μιᾶς Ἁγίας καί
Μεγάλης Συνόδου καί ὄχι μόνον ἡ ἐπιλογή 24 ἐπισκόπων τό πολύ, σύν τόν
Προκαθήμενο.»
Πρβλ. Μητροπολίτου Κυθήρων κ. Σεραφείμ, «Ἐκκλησιολογικά καί ποιμαντικά προβλήματα ἀπό τήν μή συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», www.romfea.gr Δευτέρα, 28 Μαρτίου 2016.
Πρβλ. καί
Πρωτοπρ. Θεοδώρου Ζήση, «Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου
Εκκλησίας πρέπει να ελπίζουμε ή να ανησυχούμε;»: «Ἡ ἄρνηση τῆς
οἰκουμενικότητας τῆς Συνόδου διευκολύνει ἐπίσης στὸ νὰ μὴ κληθοῦν ὅλοι
οἱ ἐπίσκοποι ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν, ὅπως ἐγίνετο σὲ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους…»
«Η μη
συμμετοχή όλων των επισκόπων στην μέλλουσα να συγκληθεί Σύνοδο, αλλά
μόνον εικοσιτεσσέρων από κάθε Τοπική Αυτοκέφαλη Εκκλησία, είναι ξένη
προς την Κανονική και Συνοδική μας Παράδοση.» Πορίσματα – Ψήφισμα ημερίδας για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο,
Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, πραγματοποιήθηκε στο Στάδιο Ειρήνης και
Φιλίας, αίθουσα «Μελίνα Μερκούρη», στο Νέο Φάληρο Πειραιώς, Θεολογική –
Επιστημονική Ημερίδα, με θέμα: «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ: Μεγάλη
προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες» βλέπε www.romfea.gr
[12]
Π.χ. ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως τό 381 συνῆλθε καί
ἀποφάσισε χωρίς τήν συμμετοχή τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, χωρίς τόν Πάπα
Ρώμης, χωρίς κἄν ἀντιπρόσωπό του, διότι τότε δέν ἐκλήθη ἡ Δυτική
Ἐκκλησία. Στήν 4η Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος τό 451 ἀρνήθηκε νά προσέλθει ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Διόσκορος.
Τρεῖς φορές τόν παρότρυναν, τρεῖς φορές ἀρνήθηκε. Ἡ Σύνοδος τόν
κατεδίκασε ὄχι ἕνεκα αἱρέσεως, ἀλλά ἕνεκα ἀρνήσεως νά συμμετάσχη σέ
Σύνοδο ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας. Τό αὐτό συνέβη καί στήν 5η Οἰκουμενική Σύνοδο Κωνσνατινουπόλεως τοῦ 553 μέ τόν Πάπα Ρώμης Βιγίλιο, μέ
τόν ὁποῖο διεκόπη ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία, ἀφοῦ ἀρνήθηκε τρεῖς φορές
νά λάβει μέρος στήν Σύνοδο. Ἡ Ἐκκλησιαστική κοινωνία διεκόπη μέ τόν
ἐπίσκοπο Ρώμης, ὄχι ὅμως καί μέ τήν Ἐκκλησία Ρώμης. Πρβλ. Μελετίου
Μητροπολίτου Νικοπόλεως, Ἡ E’ Οἰκουμενική Σύνοδος (Εἰσαγωγή, Πρακτικά, Σχόλια), Ἀθῆναι 1985, 125ἑξ.
[13]
Π.χ. στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τόν Πάπα Ρώμης Σίλβεστρο ἀντιπροσώπευε ὁ
Κορδούης Ὅσιος καί οἱ πρεσβύτεροι Βίτων καί Βικέντιος. Στήν Γ΄
Οἰκουμενική Σύνοδο τό 531 τόν Πάπα Ρώμης Κελεστίνο ἀντιπροσώπευσαν οἱ
ἐπίσκοποι Ἀρκάδιος καί Προΐεκτος. Στήν ἴδια Σύνοδο ἀντιπρόσωπος τοῦ
ἐπισκόπου Καρχηδόνος Καπρεόλου ἦταν ὁ διάκονος Βεσσούλας. Στήν Δ΄
Οἰκουμενική Σύνοδο τοῦ 451 ἀντιπροσώπευσαν τόν Πάπα Ρώμης Λέοντα Α΄ οἱ
ἐπίσκοποι Πασχασῖνος, Λουκέντιος καί Ἰουλιανός. Καί ἄλλοι Πατριάρχες τῆς
Ἀνατολῆς καί ἄλλων Μητροπόλεων δέν ἔλαβαν πάντοτε αὐτοπροσώπως μέρος
στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, ἀλλά ἀντιπροσωπευόταν ἀπό ἐκπροσώπους ἤ
τοποτηρητές, ὅπως π.χ. ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Εὐστόχιος, ὁ ἐπίσκοπος
Θεσσαλονίκης Ἠλίας καί ἄλλοι στήν 5η Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως τό 553.[13] Στήν ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τοῦ 680/681
ἀντιπροσωπεύθηκαν ὁ Πάπας Ρώμης Ἀγάθων ἀπό τούς πρεσβυτέρους Θεόδωρο καί
Γεώργιο, καθώς ἐπίσης καί οἱ Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας.
Στήν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας ὁ Ἀλεξανδρείας ἀπό τόν ἅγιο Μᾶρκο Ἐφέσου
κλπ.
[14]
Δέν θά πρέπει νά διατυπώνεται τόσο ἀπόλυτα καί διαχωριστικά ὅτι στήν
Ἁγία Τριάδα ὑπάρχει περιχώρηση καί ὄχι κοινωνία προσώπων. Επιστολή
Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου για τήν Ἁγία καί Μεγάλη
Σύνοδο πρός τήν Ἱεράν Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς 5ης Μαρτίου 2016.
[15] Περισσότερα ἐπ’ αὐτοῦ καί οἰωνεί ἀπάντηση στόν Σεβ. Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ἴδε στό Νικολάου Ξεξάκη, «Κοινωνία προσώπων». Βασική ἔννοια τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, Ἀνάτυπον ἐκ τῆς ΕΕΘΣΠΑ, Τόμος ΜΣΤ΄ (2011), Ἀθήνα 2011.
[16] Δημοσίευση: 29 Απρ. 16 (18:03)/ Ενημέρωση: 29 Απρ. 16. www.amen.gr
[17] Πρβλ.Grigorios Larentzakis, Die
Häresie des Nationalismus. Menschenwürde und Menschenrechte für alle in
der östlich-orthodoxen Perspektive: Politik und Theologie in Europa.
Perspektiven ökumenischer Sozialethik, hg. V. Ingeborg Gabriel, Matthias-Grünewald-Verlag Ostfildern 2008, 257-279.
[18]
Μάρκου Εὐγενικοῦ, Τῷ μακαριωτάτῳ πάπᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, Μᾶρκος
ἐπίσκοπος τῆς ἐν Ἐφέσῳ τῶν πιστῶν παροικίας, ἐν: SFÂNTUL MARCU
EVGHENICUL, Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, OPERE
Τά εὑρισκόμενα ἅπαντα, Vol. I, Precuvantâre de P.S. Lucian, Episcopul
Caransebeşuluiu…Coordinator: Cristian Chivu, Editura Pateres 2009,
197ἑξ.
[19] Πρβλ. περισσότερα καί στό Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ἡ ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως, Ἐκδόσεις Ἐπέκταση, Κατερίνη 1999.
[20] Σιλβέστρου Συροπούλου, Ἀπομνημονεύματα, VI, 27, 326.
[21] Ὅπ. παρ.