Περιοδικό Άρδην, Δεκέμβριος 2003.
του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνού
Δεν είμαι κανονoλόγος, ούτε νομικός. Θα αποφύγω, λοιπόν, ερμηνευτικές προσεγγίσεις του προβλήματος μέσα από τις δύο αυτές προοπτικές, που μάλιστα τον τελευταίο καιρό δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Όπως έλεγε ο μεγάλος εκκλησιαστικός ιστορικός αρχιμ. Βασίλειος Στεφανίδης (Ι 1959), «έχει τις την εντύπωσιν ότι οι ιεροί κανόνες έγιναν, δια να καταδικάζωνται οι αθώοι». Αυτό πολλές φορές ισχύει πολύ περισσότερο στην περίπτωση των νόμων, από τις κακές εφαρμογές των. Ως ιστορικός ερευνητής και θεολόγος, θα προσεγγίσω το θέμα μέσα από την ιστορικοθεολογική προοπτική του, που συνιστά την ταυτότητα και των διαπλεκόμενων στο πρόβλημα πλευρών.
Τα αυτοκέφαλα (ή ορθότερα αυτοκεφαλίαι) του 19ου αιώνος στην καθ’ ημάς Βαλκανική έγιναν για να εξυπηρετηθούν τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης, κυρίως της Βρετανίας και Γαλλίας, για τη λύση του ανατολικού προβλήματος και την δημιουργία προτεκτοράτων και μεταπρατικών χωρών στην περιοχή της Βαλκανικής. Όχι ότι δεν θα φθάναμε στο εκκλησιαστικό αυτοδιοίκητο των νέων εθνικών κρατών, σύμφωνα με τις πολιτικές μεταβολές σ’ αυτό τον χώρο.
Από την ρωμαίικη Οικουμένη, που συνεχιζόταν στα όρια της Εθναρχίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, περάσαμε στις κρατικοεθνικές ενότητες σύμφωνα με τη νέα, μετά τη γαλλική επανάσταση, περί έθνους αντίληψη. Στο νέο αυτό διεθνές πολιτικό κλίμα θα ήταν εντελώς αδύνατο να διατηρηθούν τα παλαιά οικουμενικά σχήματα. Γι’ αυτό η παλαιά αντίληψη περί «έθνους» στην αυτοκρατορία (=επαρχία της ρωμαίικης οικουμένης κατά τον 34ο αποστολικό κανόνα) νοείται τώρα, και εκ μέρους των εκκλησιαστικών, σύμφωνα με τη νέα νοοτροπία περί έθνους-κράτους, αφού οι «επαρχίες» της αυτοκρατορίας έγιναν, τώρα, εθνικά κράτη. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν ήταν το αυτοκέφαλο-αυτοδιοίκητο καθ’ αυτό, αλλά ο τρόπος, με τον οποίον θα γινόταν. Το κατακριτέο δεν ήταν η εκ των πραγμάτων ισχύουσα εθνικοκρατική διαίρεση, αλλά η δημιουργία εθνοφυλετικού πνεύματος, διασπαστικού της πνευματικής ενότητος της Εθναρχίας.
Και ο τρόπος αυτός ήταν οι εν αγάπη συνεννοήσεις μεταξύ «μητρός» και «θυγατρός» εκκλησίας, αλλά και της οικείας πολιτείας, στην πολιτική δικαιοδοσία της οποίας θα ελάμβανε χώρα η εκκλησιαστική μεταβολή. Γι’ αυτό και αυτός ο Κων. Οικονόμος, ο μεγαλύτερος θεολόγος του 19ου αιώνος, που παρεξηγείται από τους ομιλούντες ή γράφοντες χωρίς γνώση των πηγών, δεν ήταν κατά του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά κατά του τρόπου με τον οποίον έγινε το 1833 «βιαίως» – με σύγκρουση και σχίσμα και «αυτογνωμόνως» (πραξικοπηματικώς), και σ’ αυτό ευθύνεται ο μεγάλος κι αυτός, κατά τα άλλα, αρχιμ. Θεόκλητος Φαρμακίδης. Το ότι δε και τον τρόπο καθόρισαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, φαίνεται από την προσπάθεια αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας του βρετανικού προτεκτοράτου της Επτανήσου το 1831, κάτι που απέτυχε, και από την μυστική αλληλογραφία του Ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών (βλ. την εργασία μας: «Ελλαδικού αυτοκεφάλου Παραλειπόμενα», Αθήνα 19892, σελ. 441). Το Οικουμενικό Πατριαρχείο –και συνάμα Εθναρχούσα για μας Εκκλησία (μέχρι το 1922)– σοφότατα προσπάθησε να σώσει την πνευματική ενότητα μεταξύ αυτού και των προκυπτουσών απ’ αυτό νέων Εκκλησιών. Αφού δεν μπορούσε να ανατρέψει τα ευρωπαϊκά σχέδια διεφύλαττε έτσι την οικουμενικότητά του κατά το πνεύμα της Ορθοδοξίας. Είναι όμως αναντίρρητο γεγονός, ότι αυτή τη νέα ερμηνεία την στήριξε –και ορθότατα– στην μακραίωνη κανονική τάξη της Ορθοδοξίας και όχι σε εποχιακές-σύγχρονες πολιτικές σκοπιμότητος. Το τελευταίο έγινε με την πατριαρχική Πράξη του 1928, που αποτελεί σήμερα την πέτρα του σκανδάλου, διότι παρασύρει τους παραταξιακά σκεπτόμενους (όλους δηλαδή πλην ολίγων) σε σιωπηρά απόρριψη της κανονικής τάξεως της Ορθοδοξίας, που είναι το θεμέλιο της ενότητας, ομονοίας και οικουμενικότητάς της. Ποια όμως είναι αυτή η (οικουμενική) κανονική τάξη;
Το θεμέλιο και η απόλυτη αρχή κάθε σχετικού προβληματισμού (αυτονομήσεως, αυτοκεφαλίας κ.λπ.) είναι ο 17ος καν. της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (451, Χαλκηδών). Η Σύνοδος θέτει μια θεμελιώδη αρχή: «Ει δε και τις εκ βασιλικής εξουσίας εκαινίσθη πόλις, ει αύθις καινισθείη [ανακαινίσθηκε ή θα ανακαινισθή στο εξής, δηλαδή θα έχη κάποια πολιτική μεταβολή], τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις [δηλαδή, πρότυπα] και των εκκλησιαστικών παροικιών [δηλαδή, επαρχιών, διοικήσεων] η τάξις ακολουθείτω». Καθορίζεται, δηλαδή, για την αναγκαία ευταξία και ενότητα, η συμπόρευση των εκκλησιαστικών διοικητικών μεταβολών από πλευράς ορίων, με την επικρατούσα πολιτική διαίρεση.
Υπήρχε δε, ήδη, το προηγούμενο της Εκκλησίας της Κύπρου, που για την αντιμετώπιση τοπικών προβλημάτων (επεμβάσεις του θρόνου Αντιοχείας) ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη είκοσι χρόνια πριν (8ος κανόνας της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου – Έφεσος 431).
Ο Κανών αυτός επαναλαμβάνεται στην Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο το 691 («εν Τρούλλω», Κων/πολη) με τον 38ο κανόνα της. Λέγει, λοιπόν, ο σχετικός κανών της Συνόδου: «Τον εκ των Πατέρων ημών τεθέντα κανόνα και ημείς παραφυλάττομεν [δηλαδή, διατηρούμε και εφαρμόζουμε], τον ούτω διαγορεύοντα. Ει τις εκ βασιλικής εξουσίας εκαινίσθη πόλις [εδέχθη δηλαδή, πολιτική μεταβολή] η αύθις καινισθείη, τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις και η των εκκλησιαστικών πραγμάτων τάξις ακολουθείτω». Με δύο λόγια η εκκλησιαστική διοίκηση –όρια, δικαιοδοσία κ.λπ.– ακολουθεί την πολιτική μεταβολή.
Η τάξις αυτή επαγιώθη ως τον Θ’ αιώνα, όπως μαρτυρεί ο πατριάρχης Μέγας Φώτιος (Ι 890): «Τα εκκλησιαστικά και μάλιστα γε τα περί των ενοριών δίκαια [δηλαδή ορίων διοικήσεως], ταις πολιτικαίς επικρατείαις και διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι είωθε» (Το ρήμα είωθε σημαίνει ότι ως έθος ήδη, από παλαιά, έχει επικρατήσει και πρέπει να τηρείται ως καθιερωμένη πράξη).
Αυτό που έγινε το 1831 στα Ιόνια Νησιά, με τη σθεναρή παρέμβαση του θεολόγου και κανονολόγου Καθηγητού της Ιονίου Ακαδημίας ιερομ. Κωνσταντίνου Τυπάλδου-Ιακωβάτου (1795-1867), δεν επαναλήφθηκε το 1833 στην ελεύθερη Ελλάδα, όπου το δίδυμο Μάουερ-Φαρμακίδη απέσπασε «βιαίως» και «αυτογνωμόνως» την Εκκλησία της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με τραγικές συνέπειες: εσωτερικά, στυγνή πολιτειοκρατία. εξωτερικά, κατάσταση σχίσματος ως το 1850 και απομόνωση της ελλαδικής Εκκλησίας από όλες τις άλλες ορθόδοξες Εκκλησίες, «ίνα καταστή ευεπιχείρητος εις πάσαν καινοτομίαν» κατά την επιτυχή έκφραση του Κων. Οικονόμου του εξ Οικονόμων (Ι 1857).
Το 1850, στις 29 Ιουνίου, εξεδόθη ο Πατριαρχικός Συνοδικός Τόμος, που εχορήγει κανονικώς το αυτοκέφαλον στην Εκκλησία του Ελληνικού Βασιλείου, κατά τα οριζόμενα δηλαδή από τις Οικουμενικές Συνόδους. Η πονηρία τής τότε ελληνικής Κυβερνήσεως, και πιο συγκεκριμένα του υπουργού Αναστ. Λόντου και του πρεσβευτού στην Πόλη Πέτρου Δηλιγιάννη, να καταστή η Εκκλησία της Ελλάδος, κατά την δηλούμενη από τον υπουργό απαίτηση της Αγγλίας και Γαλλίας, «πανδήμως [δηλαδή εντελώς] ανεξάρτητος», που σημαίνει να διακοπή κάθε σχέση με την Κωνσταντινούπολη, δεν επεκράτησε, διότι η φαναριώτικη διπλωματία υπεσκέλισε την οιονεί διπλωματία της Ελλάδος και εφήρμοσε την εκκλησιαστική τάξη. Γι’ αυτό ο Θ. Φαρμακίδης επετέθη λάβρως στο αυτοκέφαλο του 1850 με ογκώδες έργο του κατά του Τόμου, το 1852, και τους νόμους του ιδίου έτους Σ΄ και ΣΑ΄, που επέβαλαν συνέχιση της Πολιτειοκρατίας και του πραξικοπήματος του 1833. Κάτι σημαντικό εδώ: από κανονολόγους και μητροπολίτες τονίζεται συνεχώς ότι η Εκκλησία της Ελλάδος σήμερα συνδέεται με «σχέσεις θυγατέρας προς μητέρα Εκκλησίαν» με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτό ιστορικά βεβαίως ισχύει. Δεν λησμονούμε την εν τοις κόλποις του Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας ιστορική ανάπτυξή μας και γι’ αυτό και την αγαπούμε και αγωνιζόμεθα για τα δίκαια του Οικουμενικού Θρόνου –ακόμη και όταν κάποια πρόσωπά του μας στενοχωρούν– διότι ο θεσμός πρέπει να σωθή, όπως και η ιστορικοκανονική τάξη που τον διέπει. Ο Τόμος όμως του 1850 ορίζει ρητώς: «δια του παρόντος Συνοδικού Τόμου την Ιεράν εν Ελλάδι Σύνοδον επιγινώσκομεν [δηλαδή, αναγνωρίζομεν] και ανακηρύσσομεν πνευματικήν ημών Αδελφήν»! Η εν Ελλάδι αυτοκέφαλος από το 1850 Εκκλησία, όπως και κάθε άλλη αυτοκέφαλος Ορθόδοξος Εκκλησία, είναι ισότιμος και Ισόκυρος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τηρούμενης βεβαίως της τάξεως των θρόνων, και αδελφή Εκκλησία, όχι πλέον θυγάτηρ, παρά μόνον ιστορικά. Η συνέχεια μετά το 1850 υπήρξε φυσική και σύμφωνη με την αστασίαστη οικουμενική βάση.
Μεγάλη σημασία έχει εδώ, ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, από το 1850 και εξής, κατανοεί και ερμηνεύει τις εξελίξεις μέσα στο πνεύμα των παραπάνω κανόνων και των Οικουμενικών Συνόδων.
Έτσι, αποδέχεται το «βασίλειον της Ελλάδος» στον Τόμο του αυτοκέφαλου (1850) με την έννοια του έθνους-επαρχίας του 34ου αποστολικού κανόνος: «ωρίσαμεν [...] δια του παρόντος Συνοδικού Τόμου, ίνα η εν τω Βασιλείω της Ελλάδος Ορθόδοξος Εκκλησία [...] υπάρχη του λοιπού κανονικώς αυτοκέφαλος...».
Το 1866 ηκολούθησε η λεγομένη εκκλησιαστική «αφομοίωσις» της Επτανήσου με την Ελλάδα μετά την πολιτική ένωση του 1864. Πρέπει να δηλωθή εδώ ότι, λόγω του φαρμακιδικού καθεστώτος της Εκκλησίας της Ελλάδος, επί τρία έτη (1864-1866), προεβλήθη από την Επτάνησο μεγάλη άρνηση και αντίθεση στην εκκλησιαστική αφομοίωση, πρωτοστάτης δε ανεδείχθη ο πολιτικός Γεώργιος Τυπάλδος-Ιακωβάτος (1813-1882). Μετά από πολλούς δε αγώνες, το 1866, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εζήτησε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο «την ένωσιν της Εκκλησίας των Ιονίων Νήσων μετά της Εκκλησίας της Ελλάδος».
Η Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1866) αναγνωρίζει «άνευ ετέρου» αυτό το κανονικό δικαίωμα: «Επεί δε ήδη του Ιονίου Κράτους ενωθέντος τω Ελληνικώ Βασιλείω, και πάντων των εκείνου πολιτικών πραγμάτων προς τούτο συναρμοσθέντων και αφομοιωθέντων... κατείδομεν την περί ης ο λόγος Ένωσιν της Εκκλησίας της Επτανήσου προς την της Ελλάδος εύλογον μεν άλλως και, ως ειπείν, φυσικήν ούσαν συνέπειαν της εν τοις πολιτικοίς πράγμασιν αφομοιώσεως, ομολογουμένως απαιτούσης και την εκκλησιαστικήν». Πλήρης εφαρμογή, δηλαδή, χωρίς τον ελάχιστο δισταγμό, της αρχής των Οικουμενικών Συνόδων Δ΄ και Πενθέκτης, αλλά και Γ΄ (Κύπρος), και του Μεγάλου Φωτίου.
Το ίδιο έγινε και το 1882 με την προσάρτηση τμήματος της Ηπείρου και όλης της Θεσσαλίας (1881). Η σχετική Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου (Πατριαρχική και Συνοδική Πράξις, 1882) ορίζει: «Της των Πολιτειών καταστάσεως ως επί το πολύ μεταβαλλόμενης ταις του χρόνου φοραίς (δηλαδή, στην ροή του χρόνου) και άλλοτε άλλως μεταπιπτούσης, ανάγκη και τα περί την διοίκησιν των επί μέρους Εκκλησιών ταύτη [δηλαδή ομοίως] συμμεταβάλλεσθαι και συμμεθαρμόζεσθαι». Είναι χαρακτηριστική η εκ μέρους του Οικουμενικού θρόνου πιστότητα στα συνοδικά προστάγματα και την μακρά πράξη της Εκκλησίας. Πρέπει δε να σημειωθή ότι όλα αυτά εγίνοντο παρά την αοριστία που επικρατούσε ως προς την εξέλιξη των ελλαδικών συνόρων –όλα ήσαν αβέβαια– αλλά και τον διάχυτο μεγαλοϊδεατισμό στην περίοδο αυτή.
Η εξέλιξη όμως από εδώ και στο εξής γίνεται πολύπλοκη και προδίδει τον αστασίαστο επηρεασμό εκ των αναδιπλώσεων της πολιτικής, εσωτερικής και διεθνούς.
Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, 1912-1913, προέκυψε το θέμα των προσαρτηθεισών στο Ελληνικό Κράτος «Νέων Χωρών» (ο όρος είναι πολιτικός και αδόκιμος) δηλαδή της Ηπείρου, Μακεδονίας, Θράκης (1919) και των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου και της Κρήτης. Λόγω του έκρυθμου της καταστάσεως δεν έγινε η αναγκαία «εκκλησιαστική αφομοίωσις» κατά παράβασιν της κανονικής παραδόσεως και τάξεως, αλλά μετά από μακρά διαδικασία, το 1928, παρεχωρήθησαν «επιτροπικώς», στις 4 Σεπτεμβρίου 1928, στην διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος, «υπό τύπον προσωρινότητας», όπως εδηλώθη, ενώ πνευματικώς έμειναν υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τραγελαφική δηλαδή κατάσταση, που τις συνέπειες ζούμε σήμερα, αλλά βεβαίως λόγω των ιστορικών συγκυριών αυτής της περιόδου.
Από το 1913 ως το 1928, έζησε το έθνος μας μία μακρόσυρτη περιπέτεια. Ήδη όμως το 1914 –δήλωση Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου στη Σύνοδο το 1928– υπήρχε σχέδιο διοικητικής ενώσεως των «Νέων Χωρών» με την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Το δε 1915, ο Πατριάρχης Γερμανός Ε΄ έστειλε στην Αθήνα σχέδιο του ετοιμαζομένου Συνοδικού Τόμου. Το σχέδιο όμως δεν υλοποιήθηκε διότι, εκτός από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, 1914-1918, το 1916 ξέσπασε η συμφορά του Διχασμού. Ο Αθηνών Θεόκλητος με την Ιερά Σύνοδο διέπραξαν τεράστιο σφάλμα να φθάσουν στον αφορισμό του Ελευθερίου Βενιζέλου, εμπλεκόμενοι στην πολιτική ρήξη και μεροληπτούντες υπέρ της μιας πλευράς. Δίχασαν Λαό και Εκκλησία.
Πολλοί Ιεράρχες των Νέων Χωρών της Βορείου Ελλάδος ετάχθησαν με την Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Ο Βενιζέλος, δε, σχεδίαζε την απόσπαση των Νέων Χωρών από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Εμελετάτο, μάλιστα, η δημιουργία ανεξάρτητης –αυτοκέφαλης– Εκκλησίας από τα αποσπώμενα τμήματα του Ελληνικού Βασιλείου! Μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1922, εφάνησαν τάσεις αυτονομήσεως των Νέων Χωρών από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος.
Τον Μάιο του 1924, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος ησχολήθη με το θέμα. Ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος (Παπαδόπουλος) εισηγήθη και εζήτησε την άδεια να αλληλογραφήσει με το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την χειραφέτηση των Νέων Χωρών από αυτό και την αφομοίωσή τους με την Εκκλησία της Ελλάδος. Εγένετο, μάλιστα, λόγος και για αυτονομία υπό τον Θεσσαλονίκης. Η σύγχυση παρατείνεται. Τον Νοέμβριο του 1926 γίνονται νέες συζητήσεις για σύσταση δεύτερης Συνόδου στο ενιαίο Ελληνικό Κράτος. Βεβαίως, μη ξεχνάμε, ότι πάντα η γνώμη της εκάστοτε Πολιτείας εβάρυνε ιδιαιτέρως και επηρέαζε κυρίως στην αντικανονική αταξία της Εκκλησίας. Το «ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής [δηλαδή πολιτειακής] επεμβάσεως» του Τόμου του 1850 έμεινε κενό και ανενεργό γράμμα. Το 1926, έτσι, ο υπουργός Εξωτερικών δήλωσε στην Εκκλησία ότι για εθνικούς λόγους οι Νέες Χώρες πρέπει να παραμείνουν «υπό την κυριαρχίαν του Οικουμενικού Θρόνου». Δυστυχώς ο χώρος δεν επιτρέπει να αναλύσωμε τις θλιβερές και επιζήμιες όψεις της διαπλοκής της Εκκλησίας με την Πολιτεία, στα όρια μιας θεωρητικής «συναλληλίας», που την διεμόρφωνε όμως κατά την βούλησή της η εκάστοτε Πολιτεία.
Το 1928 έγιναν οι τελικές συζητήσεις. Το πρόβλημα είχε ωριμάσει. Στην Σύνοδο της Ιεραρχίας, ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, στην εισήγησή του, κάνει λόγο για ανάθεση «επιτροπικώς» στην Εκκλησία της Ελλάδος των Νέων Χωρών, με την σπουδαιότατη επισήμανση, ότι η λύση δεν είναι σύμφωνος με τους ιερούς κανόνες (ιστορικός και καθηγητής Πανεπιστημίου ήταν), οι οποίοι επιβάλλουν την πλήρη αφομοίωση! Ήταν, λοιπόν, λύση κατ’ οικονομίαν, για την υπεράσπιση, ενίσχυση και διάσωση του Πατριαρχείου. Αλλά κατά τον πατερικό λόγο, «το καλόν εστί καλόν, όταν καλώς γένηται». Υπήρχε όμως και άλλος λόγος: Οι εν Ελλάδι Ιεράρχες εφοβούντο ότι, επειδή οι Ιεράρχες των Νέων Χωρών ήσαν διπλάσιοι σε αριθμό, η διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος εκινδύνευε να περιέλθει σ’ αυτούς! Η σύγκρουση Βασιλικών και Βενιζελικών συνεχίζεται και η πίεση του Πατριαρχείου από τον ψευδοπατριάρχη Τούρκο Παπα-Ευθύμ γίνεται όλο και μεγαλύτερη. Έτσι προέκυψε ο Τόμος του 1928, μέσα σ’ αυτήν την σύγχυση, την διαπλοκή Εκκλησίας και Πολιτείας, τα συμφέροντα της στιγμής, τους συναισθηματισμούς και την ατολμία των εκκλησιαστικών να σεβασθούν και να εφαρμόσουν τους Ιερούς Κανόνες. Είναι δε σημαντικό, ότι και ο υπέρ του Πατριαρχείου αρθρογραφήσας, αλλά διακεκριμένος ιστορικός και κανονολόγος καθηγητής Βλάσιος Φειδάς, δεν εδίστασε να χαρακτηρίση τη λύση του 1928 «συμβατική ρύθμιση» και το αποτέλεσμα «ιδιότυπο εκκλησιαστικό καθεστώς».
Την σκοπιμότητα των ενεργειών δείχνει και το γεγονός, ότι της πράξεως προηγήθη Νόμος (361, 5/10.7.1928), επί Ελευθερίου Βενιζέλου, που προετοιμάζει μεν την Πατριαρχική Πράξη, αλλά και εξαιρεί την Εκκλησία της Κρήτης και το «ισχύον εκκλησιαστικό καθεστώς» της.
Έτσι προέκυψε η Πατριαρχική Πράξη του 1928, στην οποία αγκιστρώθηκαν και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές για να διασφαλίσουν «τα δίκαιά» τους, όπως τα κατανοούν, φυσικά, με την κατάλληλη ερμηνεία και χρήση της.
Σύμφωνα με τον όρο Ε΄ της Πράξεως, όταν χηρεύσει κάποια μητροπολιτική έδρα στις «Νέες Χώρες», η πλήρωσή της γίνεται «επί τη βάσει καταλόγου εκλεξίμων, συντεταγμένου από την Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και «εγκεκριμένου υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείο δικαιουμένου και τούτου υποδεικνύειν υποψηφίους», δηλαδή να διαγράφει ή να προτείνει δικούς του. Αυτό είναι το επίμαχο σημείο.
Τo κρίσιμο ερώτημα είναι: Γιατί δεν έγινε αυτό εκ μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως είχε γίνει (ελάχιστες φορές, είναι γεγονός) κατά το διάστημα από το 1928 ως σήμερα; (Και γιατί τώρα η μη τήρηση του όρου ανησύχησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο; Η απάντηση είναι, ότι με τις συνεχείς εκατέρωθεν προκλήσεις (διεκδίκηση από τον αρχιεπίσκοπο κ. Χριστόδουλο του τίτλου του “πρώτου” ενώ αυτός ανήκει σύμφωνα με τον τόμο του 1850, στον Πατριάρχη, ή η “χρήση” του τελευταίου από την Κυβέρνηση, για να μειώσει και να φιμώσει τον «προκλητικό» σε λόγια και έργα αρχιεπίσκοπο), έχουν δημιουργήσει μεταξύ τους ένα κλίμα δυσπιστίας και καχυποψίας. Θα ερωτούσε κάποιος: και οι εκατέρωθεν Σύνοδοι τι κάνουν; Έγινε «ντε φάκτο» ο Πατριάρχης “πάπας” –όπως γράφει συχνά ο Τύπος– και ο Αρχιεπίσκοπος διεκδικεί “αξίαν” Πατριάρχου, κάτι που του αναγνωρίζει η πλειοψηφία των μελών της Συνόδου, που είναι “δικοί του” άνθρωποι; Κρισιμότερο όμως είναι το ερώτημα: γιατί να φθάσουμε σ’ αυτό το σημείο της συγκρούσεως ενώ η εξ αρχής αποστολή του καταλόγου, όπως ορίζει ο όρος Ε’, θα αποσοβούσε τις καταστροφικές αυτές εξελίξεις;
Μήπως λοιπόν, δεν είναι μόνο θέμα προσωπικής διενέξεως Πατριάρχου-Αρχιεπισκόπου, αλλά το θέμα έχει και άλλες διαστάσεις, εθνικοπολιτικές; Μήπως συνδέεται με τις αναμενόμενες στην βόρειο Ελλάδα και κυρίως την Θεσσαλονίκη εξελίξεις; Και τότε, μετέχουν ενσυνείδητα οι Πνευματικοί Ηγέτες σ’ αυτή τη διαδικασία ή απλώς έγιναν όργανα ακούσια κάποιας διεθνούς πολιτικής; Και πρέπει να έχουμε υπόψη ότι οι όποιες εκκλησιαστικές ανακατατάξεις στο χώρο μας μπορούν να διευκολύνουν και πολιτικές-διπλωματικές «λύσεις». Μη λησμονούμε ότι, ενώ η Ελλάδα απέκτησε την ελευθερία της το 1821 με πλήθος αιμάτων, η Βουλγαρία το κατόρθωσε αναίμακτα με την πραξικοπηματική της Εξαρχία (το δικό της εκκλησιαστικό αυτοκέφαλο) το 1870. Άρα μία παρατεινόμενη σύγκρουση στον χώρο της Εκκλησίας μπορεί να έχει οδυνηρές εξελίξεις. Γι’ αυτό η αναμενόμενη απάντηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η επιμονή του να τηρηθεί πιστά ο όρος της Πράξεως του 1828 θα φωτίσει περισσότερο την πορεία των πραγμάτων.
Η ταπεινή μας γνώμη ήταν από την αρχή, ότι έπρεπε να σταλεί ο κατάλογος των εκλεξίμων στο Πατριαρχείο και επί πλέον είναι ανάγκη να ενισχυθεί το τελευταίο, διότι συνδέεται με την οικουμενικότητα του Ελληνισμού και είναι το πνευματικό μας Κέντρο. Πόσο μάλλον, που είναι και σήμερα όχι λιγότερο εμπερίστατο από όσο το 1928. Η εκ των υστέρων, και αφού “επετεύχθη” η διόγκωση της υποθέσεως μέσω του Τύπου, αποστολή του καταλόγου από την Εκκλησία της Ελλάδος αποδεικνύει ή αφέλεια στη σκέψη και κρίση ή σκοπιμότητα, που δεν ετελεσφόρησε. Μη λησμονείται ο πατερικός λόγος; «Το καλόν εστί καλόν, όταν καλώς γένηται» και τον αγιογραφικό: «Καιρός παντί πράγματι».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Η προτεινόμενη από ανθρώπους κοσμικού φρονήματος λύση διπλής εκκλησιαστικής ηγεσίας, του Πατριάρχου του Ελληνισμού με έδρα τη Θεσσαλονίκη και του Αρχιεπισκόπου της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα την Αθήνα, εξυπηρετεί άριστα τα οποιαδήποτε «ξένα» σχέδια, αλλά θυσιάζει και την Οικουμενικότητα του Πατριαρχείου, αν εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη/Νέα Ρώμη. Άλλο αν τον εκδιώξουν…
2. Ουδείς λόγος είναι δυνατόν να γίνει σήμερα (και μάλιστα αυτή τη στιγμή) για άρση του αυτοκεφάλου.
3. Η Πράξη του 1928 ως καιρικό και πολιτικό κατασκεύασμα (αν γινόταν μετά την σύναψη της ελληνοτουρκικής φιλίας Βενιζέλου-Κεμάλ το 1930, θα ήταν ασφαλώς διαφορετική) μπορεί να τροποποιηθεί, αλλά μόνο με συμμετοχή των τριών παραγόντων, που ενεπλάκησαν στην ελλαδική αυτοκεφαλία και σ’ αυτήν: του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Ελληνικής Πολιτείας. Γι’ αυτό και σήμερα η ευθύνη πέφτει στους ώμους της τελευταίας, η οποία υποχρεούται να καλέσει τις αντιμαχόμενες εκκλησιαστικές πλευρές σε διάλογο για την άμεση λύση του θέματος κατά το συμφέρον της Εκκλησίας μας.
4. Εάν τα πράγματα όμως δεν ειρηνεύσουν, για τους σκανδαλιζομένους από όλη την θλιβερή πορεία του «πολέμου» και της «πλήρους φαρέτρας», θα υπενθυμίσω τον λόγο του Αγ. Παύλου στο Εφεσ. 20, 29: «Οίδα ότι εισελεύνονται μετά την άφιξή μου λύκοι βαρείς εις υμάς μη φειδόμενοι του ποιμνίου». Το πράγμα έφτασε σε τέτοιο σημείο και η Εκκλησία μας έχει δεχτεί τόσο μεγάλο ευτελισμό, που αν συνεχισθεί η διένεξη, και μάλιστα δημόσια, ο λόγος του Παύλου θα αποδειχτεί για μια ακόμη φορά αληθής…
Του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνού
Περιοδικό Άρδην, Δεκέμβριος 2003.