Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

ΡΩΣΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΔΙΟΔΩΡΟΥ (Ларионов): ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ. Ή ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΜΟΣΧΑΣ


ΡΩΣΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΔΙΟΔΩΡΟΥ (Ларионов): ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ.
Ή ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΜΟΣΧΑΣ
Ιστοσελίδα: ΓΕΦΤΕΡ (gefter.ru), Στήλη: Διάλογοι, Ημερομηνία: 21.09.2018.
Μετάφραση: Αν. Καθηγητής Φιλοσοφίας Δημήτριος Πατέλης

1. Οι Ρώσοι θεολόγοι περί «του ανοήτου του Φαναριώτικου παπισμού».
Κατά τη συζήτηση των συνδεομένων με την  «αυτοκεφαλία» νυν γεγονότων, το βασικό χαρακτηριστικό στοιχείο που εκδηλούται εκ μέρους της Μόσχας είναι η άγνοια. Στο ζήτημα περί της αυτοκεφαλίας ενυπάρχει πληθώρα θεολογικών-κανονικών θεμάτων, η επίλυση των οποίων είναι εφικτή μόνον εν συνόλω, δηλαδή, έχοντας ενώπιον των οφθαλμών μας την γενική εικόνα διάρθρωσης της Εκκλησίας, τόσο από την άποψη της περί πίστεως διδασκαλίας της, όσο και σε ότι αφορά την διοίκησή της και τους ισχύοντες εντός της θεσμών. Η μεταξύ των Πατριαρχών Μόσχας και Κωνσταντινουπόλεως έρις κατέδειξε ότι το Πατριαρχείο της Μόσχας απεδείχθη εντελώς ανέτοιμο για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που ανέκυψαν. Οι δυσκολίες αυτές συσσωρεύονταν επί σειράν ετών, ενδεχομένως και αιώνων, αλλά τώρα ανεδείχθησαν στην επιφάνεια σαν κορδέλα, μετά την εκπυρσοκρότηση του «προβλήματος της Ουκρανικής αυτοκεφαλίας».
Συγκεκριμένα, στους απαντητικούς τους λόγους, σε άρθρα και σχόλιά τους, οι εκπρόσωποι του Πατριαρχείου Μόσχας και μερικοί σεβαστοί θεολόγοι και επί των κανόνων ειδήμονες, όπως π.χ. ο πατήρ Βλαντισλάβ (Vladislav Tsypin) σε πρόσφατη συνέντευξη, έκαναν εκ νέου λόγο περί των «αξιώσεων του Φαναρίου» δήθεν για κυριαρχία στην Εκκλησία και περί της «αιρέσεως του παπισμού» .
«Τὸ πρωτεῖον της εξουσίας έναντι των Προκαθημένων των άλλων κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, φυσικά και ούτε ανήκαν, ούτε και ανήκουν στην Κωνσταντινούπολη», λέει ο π. Βλαντισλάβ. Η ιδέα αυτή περί «ορθοδόξου Βατικανού» ενεφανίσθη «μόνον κατά τον 20ο αι. Αυτό εξεδηλώθη ως άμεσον συνεπακόλουθο της καθ' ημάς επαναστάσεως του 1917 και των εξ αυτής αρξουσών ανθεκκλησιαστικών διώξεων. Εξυπακούεται ότι έκτοτε η Ρωσική Εκκλησία κατέστη κατά πολύ ασθενέστερη και ως εκ τούτου, η Κωνσταντινούπολη αμέσως προήγαγε το εν λόγο παράξενο δόγμα της. Βαθμηδόν, βήμα προς βήμα, επί διαφόρων επιμέρους θεμάτων που άπτονται της αυτοκεφαλίας, μέσω της διασποράς, μεταξύ των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως άρχισαν να διαμορφώνονται αξιώσεις “οικουμενικής δικαιοδοσίας”».
Προφανώς, την επίδραση αυτών των διαθέσεων, κατά τις οποίες ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ενέχεται για την «αίρεση του παπισμού» απηχεί και η πρόσφατη, από 14ης Σεπτεμβρίου του 2018 «Διακήρυξις της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας περί της μή συννόμου επεμβάσεως του Πατριαρχείου Καωνσταντινουπόλεως εις την κανονικήν επικράτειαν της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας», όπου [οι ενέργειες του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως] εκτιμώνται περιπαθώς ως «απόπειρα αναδιαρθρώσεως της ορθοδόξου εκκλησιολογίας κατά τα ρωμαιοκαθολικά πρότυπα», τα δε νόμιμα, όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω, κίνητρα, εκ των οποίων αυτό εκκινεί κατά τις ενέργειές του, γίνονται αντιληπτά ως υπέρβαση «εξουσιαστικών» δικαιοδοσιών.
Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι ο π. Βλαντισλάβ και η Ιερά Σύνοδος δεν γνωρίζουν ως προς τι διαφοροποιούνται τα τα συστήματα διοικήσεως του Βατικανού και των Ορθοδόξων Εκκλησιών στο προτεινόμενο από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως πρότυπο, καθώς και ότι αυτοί στα λεγόμενά τους και στις διακηρύξεις τους δεν λαμβάνουν υπ' όψιν ότι η «εξουσία» -πρόκειται για ομώνυμους όρους- δια της οποίας εξυπακούεται η ύπαρξη τουλάχιστον τριών διαφορετικών ειδών δικαιοδοσίες, κάποιες εκ των οποίων κατέχει ο Οικουμενικός Πατριάρχης εν σχέσει προς άλλους προκαθημένους, ενώ δεν κατέχει κάποιες άλλες, βάσει του κανονικού δικαίου. Κάθε αναφορά σε αξιώσεις εξουσίας, χωρίς διακρίβωση του περί ποίου είδους εξουσίας και περί ποίων δικαιοδοσιών γίνεται λόγος, είναι δηλωτική ενασχόλησης με σοφιστική.
Όσον αφορά δε άλλα πρόσωπα, τα οποία επαναλαμβάνουν αυτή τη θέση, μπορεί να γίνεται καθ' όλα λόγος περί άγνοιας. Αρκεί να διαβάσει κανείς το πως εκφράζεται επ' αυτού του θέματος ο πρωτοδιάκονος π. Ανδρέας (Andrei Kuraev), για να αντιληφθεί το βαθμό διείσδυσης αυτής της άγνοιας.
Ιδού δύο χωρία από το Ζωντανό περιοδικό του διακόνου, πατρός Andrei Kuraev: «Το ανόητο του φαναριώτικου παπισμού απορρέει εκ του γεγονότος ότι όρος για την εκλογή του [Πατριάρχη] είναι η τουρκική υπηκοότητα του εκάστοτε υποψηφίου, μεταξύ ενός πολύ περιορισμένου κύκλου προσώπων, χωρίς  την ενημέρωση και τη σύμφωνη γνώμη των κατά τόπους Εκκλησιών. Ωστόσο, αυτός, άγνωστο από που ορμώμενος, προβάλλει την αξίωση να ασκεί εξουσία και επ' αυτών επίσης». Στη συνέχεια δε αναφέρει: «Εκ νέου μετά θλίψεως ενθυμούμαι τα λόγια που μου είπε ο Ρουμάνος Πατριάρχης Δανιήλ: “Πατήρ Ανδρέα, κατανοώ ότι το παπικό πρότυπο ενότητος της Εκκλησίας είναι εσφαλμένο. Ωστόσο, εμείς στερούμεθα παντελώς τοιούτου!”».  
Εδώ σε συμπυκνωμένη μορφή αναμιγνύονται τόσοι παραλογισμοί, η ανασκευή των οποίων είναι ανέφικτη σε ένα άρθρο: απαιτείται τουλάχιστον συστηματικός κύκλος διαλέξεων κανονικού δικαίου και ένας επιπλέον κύκλος διαλέξεων εκκλησιαστικής ιστορίας. Γι' αυτό είμαι υποχρεωμένος μόνο σε γενικές γραμμές να προβώ σε σχολιασμό μερικών από από τα θιγόμενα στις παραπάνω παρεμβάσεις και αναφορές γεγονότων, στεκόμενος κατά κύριο λόγο στην κατηγορία που εξαπολύεται κατά του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως περί της αιρέσεως του «παπισμού».  Πρόκειται για πολύ σοβαρή κατηγορία, η οποία δεν είθισται να εξαπολύεται έτσι απλώς, ιδιαιτέρως εάν αυτή συνιστά αφ' ενός μεν, καρπό της συναισθηματικής πρόσληψης της στάσης του συνομιλητού, αφ' ετέρου δε ανεπαρκούς γνώσεως του αντικειμένου. Είναι απαραίτητο βαθμηδόν να διαλύεται η άγνοια.
2. Το ορθόδοξο πρότυπο εκκλησιαστικής ενότητος.
Κατ' αρχάς θα περιγράψουμε πολύ συνοπτικά το ορθόδοξο πρότυπο. Η γνώμη που διετύπωσε ο Ρουμάνος Πατριάρχης, κατά την οποία η Ορθόδοξος εκκλησία δεν έχει κανένα πρότυπο ενότητος, παρά το γεγονός ότι είναι πολύ χαρακτηριστική για τη σύγχρονη ορθόδοξη συνείδηση, εν τούτοις, δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Ανέκαθεν υπήρχε τέτοιο πρότυπο. Αυτό συνδέει (1) την ιεραρχική διάρθρωση της Εκκλησίας και το συνοδικόν, καθώς επίσης (2) ρυθμίζει τρεις αρχές της εξουσίας: τη νομοθετική εξουσία, την εκτελεστική και τη δικαστική.
Είναι σημαντικό να στραφεί η προσοχή μας στο γεγονός, ότι η Εκκλησία δεν επινόησε τη «γλώσσα» της διοικήσεως, αλλά τη δανείστηκε από το ρωμαϊκό δίκαιο, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, με τον οποίο δεν επινόησε , φερ' ειπείν, τη «γλώσσα» της θεολογίας, αλλά τη δανείστηκε από την ελληνική φιλοσοφία, κ.ο.κ. Δανειζόμενη και αφομοιώνουσα τις μεν ή τις δε «γλώσσες», η Εκκλησία πάντοτε προέβαινε σε προσαρμογή αυτών στις δικές της ανάγκες, μετατρέποντας αυτές τις γλώσσες σε δικές της εσωτερικές αλήθειες. Ένας δεύτερος σημαντικός για την κατανόηση όρος είναι ο εξής: δημιουργώντας [διατυπώνοντας -σ.τ.μ.] τον μεν ή τον δε θεσμό ή κάποιο δογματικό σύστημα στην καθιερωμένη γλώσσα, αυτή [η Εκκλησία -σ.τ.μ.] μετέβαινε από την κατάσταση της παιδικής της ηλικίας στην κατάσταση της ωριμότητας. Δεν μπορεί να απαρνείται τους αφομοιωθέντες κανονικούς θεσμούς, τις λειτουργικές παραδόσεις και τους δογματικούς ορισμούς. Το μόνο που μπορεί να κάνει, είναι να τα αναπτύσσει όλα αυτά περαιτέρω, τελειοποιώντας, διακριβώνοντας και εμπλουτίζοντάς τα, κατά παρόμοιο τρόπο, με αυτόν που μεγαλώνει και αναπτύσσεται ο άνθρωπος είτε κάθε έμβιο ον. Είναι ανέφικτη στη ζωή η αντίστροφη πορεία του χρόνου, παρόμοια με αυτήν του Μπέντζαμιν Μπάτον: από τη γεροντική ηλικία στη βρεφική. 
1. Έτσι, η ιεραρχική διάρθρωση παρατηρείται σε όλους τους θεσμούς της Εκκλησίας, εκκινώντας από το επίπεδο της ενορίας και τελειώνοντας στις ανώτατες ιεραρχικές βαθμίδες. Αυτή η ιεραρχία δεν υφίσταται στην Εκκλησία με απολυταρχικό τρόπο, μέσω υφαρπαγής της εξουσίας και διαβίβασής της σε κάποιον μέσω ατομικής απόφασης (οπότε θα είχαμε διαστρέβλωση του αρχικού αποστολικού τρόπου οργάνωσης της κοινότητος), αλλά δια του τρόπου της συνοδικής συνελεύσεως. Για να είναι η ιεραρχία νομιμοποιημένη, οφείλει να εκλέγεται από τον λαό της Εκκλησίας. Γι αυτό είναι τόσο σημαντικό, η όποια εκλογή σε ιεραρχικά αξιώματα να αρχίζει από τις ενορίες και τις μονές και στη συνέχεια να επεκτείνεται στους επισκόπους των κατά τόπους επαρχιών: έτσι και μόνον έτσι θα μπορέσει να πραγματώνεται το ορθό πρότυπο της εκκλησιαστικής διάρθρωσης.
2.                   Η νομοθετική εξουσία στην Εκκλησία ανήκει στις Οικουμενικές Συνόδους. Η νομίμως εκλεγείσα ιεραρχία σε επίπεδο επισκοπής ασκεί την εκτελεστική εξουσία στην Εκκλησία. Ακριβώς στους επισκόπους έχει ανατεθεί η εκτέλεση της εκκλησιαστικής νομοθεσίας και η υποχρέωση να εποπτεύει την τήρηση των εγκεκριμένων από την εκκλησία καταστατικών και νόμων. Αυτοί έχουν τη δικαιοδοσία της ερμηνείας του κανονικού δικαίου προς άσκηση της εκκλησιαστικής οικονομίας, της άσκησής του σε κάθε κλίμακα κ.λπ. Στους επισκόπους ανήκει επίσης και η δικαστική εξουσία: στη δικαιοδοσία τους ανήκει η λήψη απόφασης επί παντός προκύπτοντος ανά τις επαρχίες τους ζητημάτων. Όταν όμως μεταβαίνουμε πέραν των ορίων των επαρχιών, προσκρούουμε στην αναγκαιότητα επίλυσης προβλημάτων προκυπτόντων μεταξύ επισκόπων, τα οποία έχουν σημασία για όλη την Τοπική Εκκλησία. Τότε η δικαστική εξουσία μεταβιβάζεται στον Πατριάρχη της Τοπικής Εκκλησίας και στην Σύνοδο. Αυτό σημαίνει ότι εν τοιαύτη περιπτώσει δεν αρκεί πλέον η αυτοτελής επίλυση του προβλήματος, όπως αυτό ήταν επαρκές στην περίπτωση του επισκόπου σε επίπεδο επαρχίας: για δικαστήριο που αφορά επίσκοπο ή σχέσεις μεταξύ επισκόπων, απαιτείται η συμμετοχή του πατριάρχη και της συνόδου. Η ανώτατη δικαστική εξουσία στην Τοπική Εκκλησία ανήκει στη Σύνοδο όλων των επισκόπων με προκαθήμενο τον Πατριάρχη: αυτή η σύνοδος μπορεί να επιλύει όλα τα ζητήματα, που αφορούν τη δεδομένη Τοπική Εκκλησία. Για την παροχή βοήθειας στους αρχιερείς και την εξέταση της εκάστοτε «υποθέσεως» έχουν δημιουργηθεί εκκλησιαστικά δικαστήρια: στο καταστατικό της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας προδιαγράφονται πολύ καλά όλες οι δικαιοδοσίες των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, τα οποία έχουν στην Εκκλησία μας τρία επίπεδα (επαρχιακή, πανεκκλησιαστική και αρχιερατική σύνοδος). Είναι σημαντικό να επισημανθεί, ότι το δικαίωμα υποβολής έφεσης επισκόπου στον προκαθήμενο της μητροπόλεως (και κατ' αναλογία, του μητροπολίτη στον Πατριάρχη και τη σύνοδο) έχει θεσπιστεί ήδη από τη σύνοδο της Σαρδηνίας (κανών 14) και έκτοτε δεν έχει υποστεί αλλαγές. 
Εάν τώρα περάσουμε στο επίπεδο των σχέσεων μεταξύ Τοπικών Εκκλησιών, εκεί απαντά η συνέχεια της ίδιας ιεραρχικής διατάξεως, η οποία έχει περιγραφεί σε επίπεδο Τοπικής Εκκλησίας. Αυτό αφορά τόσο τη σχέση της ιεραρχικής αρχής, την οποία ασκούν οι προκαθήμενοι των Εκκλησιών, όσο και τη σχέση μεταξύ των εκτελεστικών και δικαστικών εξουσιών τους. Η εκτελεστική εξουσία των προκαθημένων των Εκκλησιών περιορίζεται στις επαρχίες τους. Μάλιστα, αυτό δεν ισχύει μόνο σε επίπεδο διεκκλησιαστικών σχέσεων, αλλά -γεγονός που είναι σημαντικό- και στα όρια των Τοπικών Εκκλησιών: με άλλα λόγια, ο Πατριάρχης κάθε Τοπικής Εκκλησίας, διαθέτοντας μαζί με τη σύνοδό του δικαστική εξουσία επί των αρχιερέων της Τοπικής Εκκλησίας, δεν έχει καμία εκτελεστική εξουσία στις επαρχίες τους. Επί παραδείγματι, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως διαθέτει εκτελεστική εξουσία μόνο στα όρια της επαρχίας του, ο Πατριάρχης Μόσχας, αντιστοίχως, στα όρια μόνο της δικής του, δηλαδή της Μόσχας και ούτω καθ' εξής.  Η παραβίαση αυτής της αρχής (π.χ. χειροτονία κληρικού είτε κάποιο άλλο θρησκευτικό τελετουργικό χωρίς ενημέρωση και πρόσκληση εκ μέρους του επισκόπου της επαρχίας) κατά κανόνα αποκαλείται «εισπήδησις», δηλαδή οφείλει να καταστεί αντικείμενο «διαμαρτυρίας» και να διαβιβαστεί στο εκκλησιαστικό δικαστήριο προς εξέταση. Υπάρχει πληθώρα τέτοιων περιπτώσεων «διαμαρτυριών» εκ μέρους των αρχιερέων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως: ο ίδιος ήμουν μάρτυς του τρόπου με τον οποίον ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος εξήρε τον μητροπολίτη Χαλκηδόνος για την διαμαρτυρία που του εξέφρασε, όταν ο Πατριάρχης εν αγνοία του μητροπολίτη επισκέφτηκε ένα εκ των ναών στην επικράτεια της επαρχίας Χαλκηδόνος (πρέπει να κατανοηθεί ότι αυτό συνέβη στα όρια της ίδιας πόλεως). Στη Ρωσία τέτοιες περιπτώσεις διαμαρτυριών δυστυχώς δεν υπάρχουν. Επιπλέον, στη συνείδηση των Ρώσων αρχιερέων απουσιάζει και η ίδια η δυνατότητα υποβολής τέτοιων διαμαρτυριών.
Όσον αφορά δε τη δικαστική εξουσία, κατά τον ίδιον ακριβώς τρόπο, κατά τον οποίο σε επίπεδο τοπικής Εκκλησίας, αυτή ανήκει στον Πατριάρχη και στη σύνοδό του, στο επίπεδο της Οικουμενικής Εκκλησίας αυτή ανήκει στον Οικουμενικό Πατριάρχη, προκαθήμενο της Οικουμενικής συνόδου, μετά την έκπτωση του θρόνου της Ρώμης, της Συνόδου των Ανατολικών Πατριαρχών (λεπτομερέστερα βλ. Παρακάτω). Το δικαίωμα αυτό έχει δοθεί στον Οικουμενικό Πατριάρχη δια του 17-ου κανόνος της 4-ης Οικουμενικής συνόδου, η οποία -υπενθυμίζω- είναι το ανώτατο νομοθετικό όργανο στην Εκκλησία: «Εάν κάποιος έχει θιγεί από τον μητροπολίτη του, θα εκδικαστεί από τον έξαρχο της περιφέρειάς του είτε από τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως»· και από τον 9-ο κανόνα της αυτής συνόδου: «Εάν έχει θιγεί κάποιος επίσκοπος ή κληρικός από τον μητροπολίτη της περιφέρειάς του, αυτός μπορεί να αποτανθεί είτε στον έξαρχο της περιφέρειας, είτε στον θρόνο της βασισλευούσης Κωνσταντινουπόλεως ώστε ενώπιον αυτού να δικασθεί».
Επιπλέον, ο εν λόγω κανών είχε σταλεί από τους πατέρες της συνόδου των 100 κεφαλαίων (Стоглавы собор)  στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ως ύπατη δικαστική αρχή: «Η παρούσα εξουσία του Πατριάρχου δεν δύναται να διαβιβασθεί εις άλλον τινά, ούτε εκ των κανόνων, ούτε εκ του νόμου δεν δύναται ίνα εκδικασθεί μητροπολίτης υπό άλλου Πατριάρχου, πάρεξ αυτού της του Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχου δια της παρούσης ορίζεται» (κεφ. 55).
Όπως βλέπουμε, η Σύνοδος των 100 κεφαλαίων δεν εισάγει επ' αυτού του θέματος τίποτε νέο, παρά μόνο σχολιάζει τον αντίστοιχο κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου. Το δε παράδειγμα της Μεγάλης συνόδου της Μόσχας κατά τα έτη 1666-1667 με την παρουσία των Ανατολικών Πατριαρχών με προκαθήμενο τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας (δευτέρου τη τάξει κατόπιν του της Κωνσταντινουπόλεως) μόνον επιβεβαίωσε αυτή την πρακτική, καθαιρώντας τον Πατριάρχη Μόσχας Νίκωνα και προσδίδοντας νομιμότητα στις αποφάσεις της συνόδουτων 100 κεφαλαίων (μέρος αυτών δεν ενεκρίθη). Κατ' αυτό τον τρόπο, η Μεγάλη σύνοδος της Μόσχας επιβεβαίωσε, εκτός όλων των άλλων, την υπεροχή της συνόδου παρουσία των Ανατολικών Πατριαρχών έναντι της τοπικής, όπως ήταν αυτή των 100 κεφαλαίων.
3. Οι διάφορες ιεραρχικές θέσεις των εκκλησιών.
Εκτός των τριών κλιμακίων της εξουσίας, στην Εκκλησία υφίσταται η αναγκαιότητα επίλυσης των μεν είτε των δε ζητημάτων, που αφορούν το επίπεδο της Τοπικής Εκκλησίας είτε της Οικουμενικής Εκκλησίας. Τα προβλήματα αυτά επιλύονται μέσω συνόδων. Ωστόσο, το δικαίωμα σύγκλισης συνόδου ανήκει στον προκαθήμενο: στο επίπεδο της Τοπικής Εκκλησίας το δικαίωμα σύγκλισης συνόδου και της προεδρίας σε αυτήν ανήκει στον πρώτο τη τάξει αυτής της Εκκλησίας, ενώ σε οικουμενικό επίπεδο, το δικαίωμα σύγκλισης συνόδου όλων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών (της λεγομένης Πανορθοδόξου συνόδου) και της προεδρίας αυτής ανήκει στον Οικουμενικό Πατριάρχη. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι όπως ο πατριάρχης μιάς εκ των Τοπικών Εκκλησιών, επί παραδείγματι, ο Πατριάρχης Μόσχας, δεν έχει το δικαίωμα να λαμβάνει αυτοτελείς αποφάσεις, οι οποίες έχουν γενική εκκλησιαστική ισχύ, χωρίς τη σύνοδο των επισκόπων, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο και ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν έχει το δικαίωμα να λαμβάνει αυτοτελείς αποφάσεις που αφορούν τις Τοπικές Εκκλησίες, χωρίς τη σύνοδο των επισκόπων. Ωστόσο, εδώ υπάρχει μια λεπτομέρεια: στο ελληνικό κανονικό δίκαιο ανέκαθεν υφίσταντο και παραμένουν μέχρι τούδε ιεραρχικώς διαφορετικές θέσεις όσον άφορά τα αρχαία πατριαρχεία (τὰ πρεσβυγενὴ πατριαρχεία) και τις λεγόμενες νέες αυτοκέφαλες Εκκλησίες (αἱ νεώτεραι αὐτοκεφαλίαι). 
Η ιεραρχική διαφορά αυτών των θέσεων είναι εμφανής ακόμα και από το γεγονός, ότι μετά την δωρεά της πατριαρχίας στον μητροπολίτη Μόσχας και τον καθορισμό για το αξίωμά του της πέμπτης θέσης στην πενταρχία των πατριαρχών, εις αντικατάσταση της θέσης του επισκόπου Ρώμης, η ιεραρχική θέση του προκαθημένου της Μόσχας ως μέλους της πενταρχίας με ίσα δικαιώματα παρέμεινε κατ' όνομα. Εκ των πραγμάτων ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δεν προσεκάλεσε ούτε μία φορά τον Πατριάρχη Μόσχας (κατά την περίοδο της πατριαρχίας των ετών 1589-1720) για την επίλυση ουσιαστικών  προβλημάτων της ορθοδόξου πίστεως στις συνόδους που συνεκάλεσε, ούτε κατά τη συζήτηση και έγκριση των «Ομολογιών πίστεως», οι οποίες κατέστησαν βασικός τρόπος δογματικών διακηρύξεων κατά την μετά τις οικουμενικές συνόδους εποχή, ούτε για την απόκρουση των απειλών της Ουνίας ή του προτεσταντισμού, αλλά ούτε και για την επίλυση των δογματικών ζητημάτων που αφορούσαν την καταπολέμηση των Αντιχαλκηδονίων. Αυτοί λοιπόν [οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως -σ.τ.μ.] περιορίζονταν σε συνόδους της «τετράδος των πατριαρχών» (τετρακὺς τῶν πατριαρχῶν — είναι ο όρος που έχει εισαχθεί στην κανονική βιβλιογραφία), καθώς επίσης και σε «πατερική» επιστολή περί των ειλημμένων αποφάσεων και των συνοδικών αποφάσεων με παραλήπτη τον Πατριάρχη Μόσχας και το ποίμνιό του. Αυτή η κατάσταση πραγμάτων εξηγείται εκ του γεγονότος ότι η ιεραρχική θέση του πατριαρχείου μπορούσε να θεσπιστεί μόνο από την Οικουμενική σύνοδο, η οποία ταυτοχρόνως θα όφειλε να καταδικάσει τον επίσκοπο Ρώμης, γεγονός το οποίο δεν έλαβε χώρα στην ιστορία.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι η Ρωσική Εκκλησία ανέκαθεν αναγνώριζε την παραπάνω ιεραρχική θέση των τριών πατριαρχείων, απευθυνόμενη στη  «σύνοδο των Ανατολικών πατριαρχών» (όπως αυτοί είχαν ονομαστεί στη ρωσική θεολογική βιβλιογραφία), αποδεχόμενη τις επιστολές και τις ειλημμένες αποφάσεις τους. Ειρήσθω εν παρόδω, σε αυτά τα συγκείμενα, είναι φερ' ειπείν ανώφελες οι έριδες, που προκαλούν κάποιοι θεολόγοι και πατρολόγοι περί του εάν αναγνωρίζεται στη Ρωσική Εκκλησία η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά: δεδομένου ότι αυτή έχοντας εγκριθεί από τις συνόδους της Κωνσταντινουπόλεως των ετών 1341, 1347, 1351 και 1368, έχει δογματική σημασία. Επίσης ανώφελες είναι οι έριδες περί του όρου «μετουσίωση», εγκεκριμένου από τη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 1691, κατόπιν της οποίας ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Δοσίθεος απέστειλε επιστολή προς τον Πατριάρχη Μόσχας Αδριανό, γεγονός το οποίο ήταν καθ' όλα αρκετό για την «πρόσληψή» της στη Ρωσική Εκκλησία, κ.ο.κ. Από την άλλη πλευρά, ανακύπτει δυσκολία με την Τοπική σύνοδο των ετών 1917-1918 – τη μοναδική στη ρωσική ιστορία μέχρι τότε, η οποία δεν ενεκρίθη από τους Ανατολικούς πατριάρχες. Οι μετέπειτα σύνοδοι της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν επεδίωκαν την έγκριση των Ανατολικών πατριαρχών, προφανώς λόγω των ενεργειών του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο κατά την περίοδο των ταραχών υποστήριξε τους ανανεωτικούς (γεγονός, το οποίο, πασιφανώς, ήταν μάλλον συνέπεια κακής πληροφόρησης και παρεξήγησης, παρά κακής προθέσεως, όπως αυτό ερμηνεύεται στην προαναφερθείσα επίσημη «Διακήρυξη» της συνόδου από 14ης Σεπτεμβρίου του 2018), καθώς επίσης και λόγω της πίεσης που ασκήθηκε στην ηγεσία του Πατριαρχείου Μόσχας εκ μέρους του σοβιετικού καθεστώτος.  Κατά τη διάρκεια του 20-ου αι. ελάμβανε χώρα μια βαθμιαία αποκοπή της Ρωσικής Εκκλησίας από τις Ανατολικές Εκκλησίες. Στα πλαίσια αυτής της αποκοπής διαμορφώθηκαν νέες αντιλήψεις όσον αφορά το ζήτημα τοῦ πρωτείου στην οικουμενική ορθοδοξία.
Κατ' αυτό τον τρόπο, βλέπουμε ότι η ενότητα της Εκκλησίας σε οικουμενικό επίπεδο διαθέτει ένα σαφώς εκπεφρασμένο «πρότυπο», το οποίο αναπαράγει το ίδιο πρότυπο διάρθρωσης και ενότητος, το οποίο διέπει όλη τη δομή της Εκκλησίας. Σε πρώτο επίπεδο έχουμε τους αρχιερείς των επαρχιών, οι οποίοι συγκεντρώνουν εν εαυτώ την τοπική Εκκλησία και διαθέτουν πλήρη εκτελεστική και δικαστική εξουσία. Όλοι οι αρχιερείς είναι μεν ίσοι, αλλά μεταξύ αυτών διακρίνονται οι προκαθήμενοι των περιφερειών, στους οποίους δωρίζεται το δικαίωμα να είναι επικεφαλής της συνόδου των επισκόπων και το δώρο του προεδρεύειν στο δικαστήριο που επιδικάζει υποθέσεις άλλων επισκόπων. Σε οικουμενικό επίπεδο τέτοιο δικαίωμα έχει δοθεί μόνο στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Κανένας άλλος εκ των αρχιεπισκόπων δεν διαθέτει νομοθετική εξουσία, η οποία έχει δοθεί μόνο στην Οικουμενική σύνοδο, ενώ απουσία αυτής της συνόδου, τα όποια δογματικά ή άλλα διεκκλησιαστικά προβλήματα διευθετεί η «τετρακὺς τῶν πατριαρχῶν» είτε, σε διευρυμένη εκδοχή, η σύνοδος όλων των προκαθήμενων, συμπεριλαμβανομένων και αυτών των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Σε αυτό έγκειται το πρότυπο διοικήσεως στην Εκκλησία, το οποίο προασπίζεται ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.
4. Η Κωνσταντινούπολη και οι άλλες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες.
Τώρα, όσο αφορά τις σχέσεις της Κωνσταντινουπόλεως με τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και συγκεκριμένα με τη Ρωσική Εκκλησία. Η ουσία αυτών των σχέσεων απορρέει από τη νομοθεσία, η οποία έχει εγκριθεί από την Εκκλησία στο μοναδικό εκκλησιαστικό όργανο της Εκκλησίας, δηλαδή στην Οικουμενική σύνοδο. Δεδομένου ότι, όπως έχει προαναφερθεί, η ιεραρχική θέση της Ρωσικής Εκκλησίας, καθώς και των άλλων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, δεν διέπεται από νομοθετική βάση στην Οικουμενική σύνοδο, έπεται ότι το ζήτημα της αυτοκεφαλίας αυτών των Εκκλησιών παραμένει μετέωρο από την άποψη του κανονικού δικαίου. Με άλλα λόγια, η δικαιοδοσία της Κωνσταντινουπόλεως να δωρίζει, επί παραδείγματι, στη Ρωσική Εκκλησία αυτοκεφαλία είναι συμβατική: προϋποθέτει οικονομία, προς αποφυγή όξυνσης της κατάστασης και σχίσματος (στο οποίο και είχε περιέλθει η Ρωσική Εκκλησία από το 1441, δεδομένου ότι η αυτοκεφαλία της αναγνωρίσθηκε εκ των πραγμάτων μόνο το 1589), και δεν μπορεί να έχει τελική νομιμοποίηση, μέχρι την έγκρισή της από την Οικουμενική σύνοδο. Μια αναδρομή στην ιστορία χορήγησης του δώρου της πλειονότητας των αυτοκεφαλιών, [καταδεικνύει ότι] όλες έχουν δοθεί υποχρεωτικά – ως πράξεις συμβιβασμού με κάποιο αναγκαίο κακό (μη κανονικό διάβημα), προς αποτροπή ενός μεγαλύτερου κακού (σχίσματος και έκπτωσης μέρους των πιστών από την Εκκλησία).
Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει τίποτε το φοβερό σε αυτό στο οποίο αναφέρεται με αμηχανία ο π. Andrei Kuraev: «Είναι σημαντικό το ότι φαίνεται να εναπόκειται στο Φανάρι  “το διακαίωμα άρσης της αυτοκεφαλίας”». Για αυτόν τούτο συνιστά γνώρισμα παπισμού. Ωστόσο, δεδομένης της διάρθρωσης της Εκκλησίας και βάσει του συστήματος που αυτή διαθέτει για τη ρύθμιση της εξουσίας, αυτό είναι τόσο συνεπές, όσο και νόμιμο: αυτός που δωρίζει την αυτοκεφαλία, έχει την εξουσία και να την αίρει. Εάν, φερ' ειπείν, η Οικουμενική σύνοδος θεσπίζει κάποια θέση, π.χ. περί τοῦ πρωτείου του επισκόπου Ρώμης και περί της ισότητος αυτού με τον επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, η Οικουμενική σύνοδος είναι η μόνη που μπορεί και να αφαιρέσει τὸ πρωτεῖον από αυτούς τους δύο επισκόπους, και κανείς άλλος. Εάν η Κωνσταντινούπολη δεν έχει την εξουσίας να αίρει την αυτοκεφαλία, τότε δεν θα είχε και την εξουσίας να την παρέχει. Τότε, όλες οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, με πρώτη μεταξύ αυτών τη Ρωσική, θα όφειλαν να επιστρέψουν αμέσως στη μήτρα της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Το πρόβλημα με την Ουκρανία διευθετείται στα πλαίσια του ίδιου προτύπου και μάλιστα απλούστερα, εφ' όσον υπάρχουν έγγραφα περί της διαβιβάσεως μέρους των γαιών υπό την εξουσία του Πατριάρχη Μόσχας το 1686, περί του ποιες γαίες δεν περιέρχονταν στην επικράτεια του πατριαρχείου της Μόσχας, περί των όρον που ετίθεντο, κ.λπ. Δεν θα επεκταθώ περαιτέρω επ' αυτού του θέματος, δεδομένου ότι όλα αυτά έχουν δημοσιευθεί προσφάτως (βλ. τα υλικά, τα οποία έχουν δημοσιευθεί στις ιστοσελίδες http://www.sedmitza.ru/text/8368197, υπό την επιμέλεια του B.N. Flory, στο άρθρο της μοναχής Vera.G. Chentsova « Synodal decision of 1686 on the Kiev Metropolis " [Η απόφαση της συνόδου του 1686 περί της μητροπόλεως Κιέβου], καθώς επίσης και στην επισκόπηση των ιστορικών γεγονότων στη συνέντευξη του επισκ. Job Getcha στo «Cerkvarium», δεδομένου ότι εδώ απλώς δεν υπάρχει χώρος για πολυάριθμα χωρία και για λεπτομερή εξέταση αυτών των εγγράφων.
5. Το παπικό πρότυπο διοικήσεως της εκκλησίας.
Ας επανέλθουμε τώρα στο αρχικό μας θέμα, στον «παπισμό». Η ουσία του παπικού προτύπου διοικήσεως έγκειται κατ' αρχάς στο ότι σε αυτό ο πάπας στέκεται υπεράνω των Οικουμενικών συνόδων. Η Οικουμενική σύνοδος απλώς εκφράζει τελετουργικά αυτό που έχει αποφασιστεί από το συμβούλιο των επισκόπων, και μάλιστα, όπως γράφει ο ειδικός επί κανονικών ζητημάτων Libero Gerosa στο βιβλίο Canon Law in the Catholic Church  (Το κανονικό δίκαιο στην Καθολική Εκκλησία), «οι μορφές αυτής της άσκησης της εξουσίας είναι γνωστές από την ιστορία, όπως π.χ. οι λεγόμενες Concili per lettera (σύνοδοι δι' αλληλογραφίας), δηλαδή διαβουλεύσεις τις οποίες διεξάγει ο πάπας σε επίπεδο Οικουμενικής Εκκλησίας προ της δημοσιεύσεως του δόγματος». Με άλλα λόγια, ο πάπας μπορεί να διαβουλεύεται με τους επισκόπους ακόμα και δι' απλής αλληλογραφίας, ωστόσο, εξουσιοδότηση για τη λήψη της απόφασης έχει μόνον ο ίδιος, ενώ η Οικουμενική Σύνοδος απλώς εκφράζει την ειλημμένη διδασκαλία. Επιπλέον, ο πάπας μπορεί να ακυρώσει το όποιο συνοδικώς αποφασισθέν δόγμα, είτε κανόνα, κάνοντας χρήση του δικαιώματος αρνησικυρίας που διαθέτει.
Δεύτερο: ο πάπας ίσταται υπεράνω όλων των επισκόπων στην Εκκλησία. Όλη η Οικουμενική  Εκκλησία υπάγεται στον πάπα ως επίσκοπό της, ενώ ο ρόλος των τοπικών επισκόπων αποβαίνει δευτερεύων (αναλόγως με τα ισχύοντα στην Ανατολή ως προς τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ επισκόπου και χωρεπισκόπου). Στον καθολικισμό όλοι οι επίσκοποι είναι κατ' ουσίαν χωρεπίσκοποι. Γι' αυτό και ο πάπας της Ρώμης μνημονεύεται στην κάθε ενορία της Καθολικής Εκκλησίας ως ο κύριος επίσκοπος της οικουμένης.
Τρίτο: ο πάπας έχει την εξουσία να ομιλεί ex cathedra, όπως ο απόστολος Πέτρος, οπότε, κατ' αυτό τον τρόπο, κατέχει το «αλάθητο» ενώ οι αποφάσεις του είναι υποχρεωτικές για όλη την Εκκλησία, τόσο ως προς τη διοίκηση, όσο και ως προς τη διδασκαλία της πίστεως.
Και τέταρτο: ο πάπας της Ρώμης δεν υπάγεται σε δικαστήριο, αλλά ο ίδιος δικάζει την Εκκλησία ως Βικάριος του Χριστού
Κατ' αυτό τον τρόπο, εάν συγκρίνουμε το πρότυπο της διοικήσεως στην εκκλησία που προτείνεται από τον Οικουμενικό Πατράρχη, και το πρότυπο διοικήσεως της Εκκλησίας από τον πάπα της Ρώμης, θα ανακαλύψουμε δύο εντελώς διαφορετικά συστήματα, τα οποία εδράζονται σε διαφορετικές εκκλησιολογίες. Προσέξτε την ορολογία: στη μεν πρώτη περίπτωση  πρόκειται για διοίκηση εντός της Εκκλησίας, στη δε δεύτερη: διοίκηση της Εκκλησίας.
Βάσει των προαναφερθέντων δεδομένων, θα προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε, σε ποια από τις εκκλησίες -σε αυτήν της Κωνσταντινουπόλεως ή σε εκείνη της Μόσχας- τηρούνται οι εγκεκριμένοι στην Ορθόδοξο Εκκλησία σε νομοθετικό επίπεδο κανόνες, και σε ποια δεν τηρούνται (1) Εκλογή της ιεραρχίας, των επισκόπων και ηγουμένων των μονών: στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως – ναι (στην πλειονότητα των περιπτώσεων, εκτός μερικών εξαιρέσεων), στη Ρωσική – όχι (χωρίς εξαιρέσεις)· (2) διαστρέβλωση της εκτελεστικής εξουσίας σε επίπεδο πατριαρχών μέσω παρέμβασης στις υποθέσεις των επαρχιών: στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως – όχι, στη Ρωσική – ναι· (3) δυνατότητα υποβολής έφεσης σε δικαστικό όργανο: στα Ανατολικά Πατριαρχεία – ναι, στη Ρωσική – όχι.
Και τώρα θα συγκρίνουμε, σε ποια εκ των Εκκλησιών εκπληρούνται οι κανόνες του «παπισμού», δηλαδή εκείνοι οι κανόνες της Καθολικής Εκκλησίας, τους οποίους η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν αποδέχεται. Ενώ στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως δεν υπάρχει πρακτική εφαρμογή μηδενός εκ των προαναφερθέντων δογματικών κανόνων του καθολικισμού, στη Ρωσική Εκκλησία πρακτικά τηρούνται τουλάχιστον δύο κανόνες: (1) εξουσία του πατριάρχη επί της συνόδου (όλοι γνωρίζουμε με τι «ομοφωνίες» λαμβάνονται στην Αρχιερατική σύνοδο εκ των προτέρων συνταχθέντα απ' το Πατριαρχείο σχέδια και πως λειτουργεί καθ' ημάς η αρχή της «συνοδικότητος» ιδιαίτερα εάν ληφθεί υπ' όψιν η απουσία εκλογής της ιεραρχίας), και (2) εξουσία του πατριάρχη επί των επισκόπων, η οποία εκφράζεται, μεταξύ άλλων, δια της μετακινήσεώς των από καθέδρας εις καθέδραν, συχνά χωρίς να έχουν λάβει γνώση και χωρίς τη συγκατάθεσή τους, καθώς επίσης στην εξάρτηση του επισκόπου από τον προκαθήμενο της ιεραρχίας καθ' όλα, συμπεριλαμβανομένων και των ζητημάτων κοσμοθεωρήσεως (μη εχόντων σχέση με τη διδασκαλία της πίστεως) και της δυνατότητας απομάκρυνσης του επισκόπου εκ της καθέδρας βάσει απλής πατριαρχικής αποφάσεως (κατ' αυτό τον τρόπο εις τα καθ' ημάς δεν ισχύει η αρχή της εκτελεστικής εξουσίας και της μη παρεμβάσεως). Λειτουργικώς, αυτή η εξουσία του πατριάρχου επί των επισκόπων και επί της όλης Τοπικής Εκκλησίας, εις τα καθ' ημάς εκφράζεται μέσω της μνημονεύσεως του ονόματος του πατριάρχη καθ' άπασας τας ενορίας και τας μονάς της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας: εάν αυτό δεν μπορεί να γίνει εις ουδεμία των Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησιών (παντού μνημονεύεται μόνον ο επίσκοπος της επαρχίας), εφ' όσον αυτό εκλαμβάνεται ως σοβαρή εκκλησιολογική παράβαση, καθ' ημάς αυτό έχει καταστεί «παράδοσις». Μάλιστα, όλο και πυκνώνουν οι φωνές «ζηλωτών» περί του αλάθητου του πατριάρχη Μόσχας και περί της εφ' όρου ζωής αγιότητός του... Ο δρόμος έχει χαραχθεί σαφώς. Αφήνω σε εσάς τα συμπεράσματα αναφορικά με το που έχει παραβιασθεί η δομή της διοικήσεως και περί του ποιο εκ των δύο προτύπων – το της Κωνσταντινουπόλεως ή το ούτως αποκαλούμενο «ρωσικό» - είναι εγγύτερο προς το πρότυπο του παπισμού.
6. Το προτεινόμενο υπό της Μόσχας πρότυπο ενότητος της Εκκλησίας.
Ποιο είναι λοιπόν το πρότυπο που προτείνει η Ρωσική Ορθόδοξος Εκκλησία εις αντικατάσταση εκείνου, το οποίο αυτή αποκαλεί «ελληνικό», «παπικό» και το οποίο αυτή απορρίπτει; Δηλαδή, τι συγκεκριμένα εισηγείται, εις αντικατάσταση του πανεκκλησιαστικού ορθοδόξου προτύπου; Κατά τα φαινόμενα, υπεύθυνα πρόσωπα στο πατριαρχείο της Μόσχας, αναγνωρίζοντας, όπως και ο πατριάρχης Ρουμανίας Δανιήλ, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν διαθέτει δικό της πρότυπο εκκλησιαστικής ενότητος, αλλά και ορμώμενα από την αναγκαιότητα να αντιπαραθέσουν κάτι προς την Κωνσταντινούπολη (η οποία προς τα τέλη της σοβιετικής περιόδου είχε πλέον τελειωτικά αρχίσει να συνδέεται συνειρμικά με τον κύριο εχθρό στις εκκλησιαστικές σχέσεις), συνέταξαν έγγραφο, το οποίο στη συνέχεια υπεβλήθη προς εξέταση στην Ιερά Σύνοδο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, κατά την συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας από 25ης-26ης Δεκεμβρίου του έτους 2013 (Περιοδικόν № 157) να εγκριθεί έγγραφο με τον τίτλο: «Θέσις του Πατριαρχείου Μόσχας επί του ζητήματος του πρωτεῖου εν τη Οικουμενική Εκκλησία» . Στο κείμενο αυτό προτείνεται μια αντίληψις περί ισότητος όλων των αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ως υπαρχουσών εν πλήρη ανεξαρτησία προς άλληλας, ενώ τὸ πρωτεῖον του Οικουμενικού θρόνου ανάγεται σε πρωτεῖον μόνον εις ότι αφορά τα δίπτυχα, ενώ στα μάτια των συντακτών [του εγγράφου] δεν έχει κανένα πραγματικό περιεχόμενο, δηλαδή, συνιστά πρωτεῖον μόνον επί χάρτου, κατ' όνομα. Δεν προτίθεμαι να προβώ σε λεπτομερή εξέταση αυτού του εγγράφου. Αρκεί να υπομνήσω την πολύ νηφάλια και θεολογικώς θεμελιωμένη κριτική που περιέχεται στο άρθρο του καθηγητού του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μητροπολίτου Προύσης, Ἐλπιδοφόρου Λαμπρυνιάδη «Primus sine paribus» (Στην ελληνική, βλ. Primus sine paribus: Ἁπάντησις εἰς τὸ περὶ πρωτείου κείμενον τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου, το οποίο έχει τυπωθεί μεταφρασμένο στη ρωσική στην ιστοσελίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ο μητροπολίτης Ελπιδοφόρος επέσυρε την προσοχή στο γεγονός ότι στο δεδομένο έγγραφο τὸ πρωτεῖον γίνεται αντιληπτό ως κάτι υφιστάμενο άνευ και ανεξαρτήτως του πρωθιεράρχου. «Ἡ διαλεκτικὴ σχέσις μεταξὺ Πρώτου καὶ συνόδου τὴν ὁποίαν διατυπώνει ὁ 34ος Ἀποστολικὸς κανών (ἀλλὰ καὶ ὁ 9ος καὶ ὁ 16ος τῆς Ἀντιοχείας κατὰ τοὺς ὁποίους σύνοδος ἄνευ πρώτου θεωρεῖται ἀτελής) ἀπεμπολεῖται χάριν μιᾶς μονομεροῦς σχέσεως, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ πολλοὶ συνιστοῦν τὸν ἕνα, τὸν Πρῶτον, εἰς ἀντίθεσιν πρὸς πᾶσαν λογικήν, καθ' ἣν ὁ Πρῶτος εἶναι ὁ συστατικὸς παράγων καὶ ὁ ἐγγυητὴς τῆς ἑνότητος τῶν πολλῶν».  Η κατ' όνομα πρόσληψη των διπτύχων οδηγεί τους συντάκτες του συνοδικού εγγράφου σε μία επιπλέον αντίφαση: «Εἰς τὴν περίπτωσιν ταύτην τὸ σύμπτωμα λαμβάνεται ὡς ἡ αἰτία καὶ τὸ σημαινόμενον συγχέεται μὲ τὸ σημαῖνον. Τὰ Δίπτυχα δὲν εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ πρωτεῖου εἰς διεπαρχιακὸν ἐπίπεδον, ἀλλὰ ἀκριβῶς ἡ ἔκφρασίς του –καὶ μάλιστα μία μόνον ἐκ τῶν ἐκφράσεών του. Τὰ Δίπτυχα καθ' ἑαυτὰ ἀποτελοῦν πράγματι τὴν ἔκφρασιν τῆς τάξεως καὶ τῆς ἱεραρχήσεως τῶν Πατριαρχείων καὶ τῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ μία τοιαύτη ἱεράρχησις προϋποθέτει τὸν Πρῶτον (καὶ ἐν συνεχείᾳ τὸν δεύτερον, τὸν τρίτον κ.ο.κ.). Δὲν ἠμποροῦν τὰ Δίπτυχα νὰ θεσμοθετοῦν κατὰ πρωθύστερόν τι σχῆμα τὸ Πρωτεῖον ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐρείδονται». Εν συνεχεία, ο μητροπολίτης Ελπιδοφόρος εξηγεί απλά και προφανή πράγματα που αφορούν την τάξη της ιεραρχίας στην Εκκλησία, η οποία έχει εγκαθιδρυθεί δια των Οικουμενικών συνόδων, και αφορά τις τρεις διαβαθμίσεις: τοπική, επαρχιακή και οικουμενική ή παγκόσμιο, περί των οποίων έγινε λεπτομερής αναφορά παραπάνω.
Η προσεκτική ανάγνωση αυτού του άρθρου μας επιτρέπει να δούμε ότι ο μητροπολίτης Ελπιδοφόρος υπό τον όρο πρωτεῖον του Οικουμενικού πατριάρχη εννοεί μόνον εκείνα τα προνόμια, τα οποία έχουμε ήδη υπομνήσει: τὸ ἔκκλητον (δηλαδή το δικαίωμα διαιτησίας επί διεκκλησιαστικών ζητημάτων) καὶ τὸ δικαίωμα τοῦ παρέχειν ἢ αἴρειν τὸ αὐτοκέφαλον — και τίποτε πέραν τούτων. Αυτές ακριβώς είναι οι αξιώσεις του πρωτεῖου, οι οποίες κατ' αυτό τον τρόπο ανέκαθεν ανήκαν στην καθέδρα του  αναγραφόμενου πρώτου εις τα δίπτυχα Οικουμενικού πατριάρχου. (Μάλιστα, άλλη μια φορά διευκρινίζω ότι, το δικαίωμα τοῦ παρέχειν ἢ αἴρειν τὸ αὐτοκέφαλον είναι υποχρεωτικό και πραγματοποιείται μόνον κατ' οικονομίαν, εφ' όσον απορρέει από το δικαίωμα του πρωτεύοντος  πατριαρχείου να εκτελεί χρέη διαιτησίας επί διεκκλησιαστικών ερίδων.) Δεν υφίσταται ουδεμία αξίωση απόδοσης στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως εξουσίας επί της όλης Εκκλησίας, δεν γίνεται λόγος περί διοικητικής παρεμβάσεως – εν είδει νομοθετικού είτε εκτελεστικού οργάνου εξουσίας – εις την διοίκηση άλλων Εκκλησιών. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο, για το οποίο διαρκώς κατηγορεί την Κωνσταντινούπολη η πλευρά της Μόσχας. Εκείνο που βλέπουμε στη θέση αυτού, είναι αφ' ενός μεν η συνήθης και καθιερωμένη στην Εκκλησία εκκλησιολογία, την οποία προασπίζεται η Κωνσταντινούπολη, αφ' ετέρου δε η εντελώς καινοφανής, λογικώς αντιφατική και μη εγκεκριμένη στην εκκλησιαστική παράδοση αντίληψη, την οποία προτείνει η Μόσχα, συνοδευόμενη από ψευδείς κατηγορίες προς το πρώτο Πατριαρχείο. 
7. Συμπληρωματικές παρατηρήσεις περί της ανεπάρκειας του συνομοσπονδιακού προτύπου.
Θα αναφέρω μία παρατήρηση εν σχέσει προς την προτεινόμενη εκ Μόσχας αντίληψη εκκλησιαστικής ενότητος, συμπληρωματικώς προς τα παρατιθέμενα εκ του μητροπολίτου Ελπιδοφόρου επιχειρήματα.  Κατ' ουσίαν, η Μόσχα προτείνει αυτό το οποίο ο Χρήστος Γιανναράς αποκάλεσε στο βιβλίο του «Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας» πρότυπο «συνομοσπονδιακής ενότητος». Αυτό προβλέπει την ύπαρξη των Εκκλησιών βάσει της αρχής των ανεξαρτήτων κρατών, ενωμένων με εντελώς ξένες σχέσεις μιας «συνομοσπονδίας» όπου έκαστη τηρεί την κυριαρχία της, κατά τρόπο που προσιδιάζει στη φύλαξη κρατικών συνόρων. Ένας εκ των θεολόγων, μέλος της Θεολογικής-συνοδικής επιτροπής της Ρ.Ο.Ε., Ο Α. Σισκόφ, στο άρθρο του «Η εκκλησιαστική αυτοκεφαλία υπό το πρίσμα της θεωρίας της κυριαρχίας του Καρλ Σμίτ», αναφέρεται πλέον απροκάλυπτα στην αναλογία της αυτοκεφαλίας στην εκκλησία με την πολιτική κυριαρχία: «Αυτό που αποκαλείται αυτοκεφαλία στην εκκλησία, αντιστοιχεί σε εκείνο που γίνεται αντιληπτό στην πολιτική διακρατική σφαίρα υπό τον όρο κυριαρχία».
Καταργώντας την αρχή της ιεραρχικότητος στην δομή των Τοπικών Εκκλησιών, η αντίληψη της «συνομοσπονδιακής ενότητος», η οποία προτείνεται με το συνοδικό έγγραφο από 25ης-26ης Δεκεμβρίου του έτους 2013 «Θέσις του Πατριαρχείου Μόσχας επί του ζητήματος του πρωτεῖου εν τη Οικουμενική Εκκλησία» (η οποία έχει επίσης εκφραστεί σε σκληρότερη μορφή στην από 14ης Σεπτεμβρίου του έτους 2018 συνοδική «Διακήρυξη»), πρακτικώς καθιστά ανέφικτη την εκκλησιαστική ενότητα καθ' εαυτήν.
Πρώτον, εάν συνεχίσουμε την αναλογία με το κράτος, μπορούμε αμέσως να επισημάνουμε, ότι το κάθε κράτος θεσπίζει αυτοτελώς νόμους, χωρίς να συμμορφούται με κάποιον «καθολικό νόμο» και δεν οφείλει να το κάνει αυτό. Κατ' ουσίαν, η συνομοσπονδιακή ενότητα των Εκκλησιών καθίσταται ενότητα κατ' όνομα: δεν της χρειάζεται κάποιος κοινός νόμος, διότι δεν υφίσταται όργανο, ικανό να επικοινωνήσει στην κυρίαρχη αυτοκεφαλία τέτοιο νόμο.
Δεύτερον, η ανεξάρτητη και κυρίαρχη ύπαρξη μιας αυτοκεφαλίας, η πηγή της εξουσίας της οποίας υφίσταται εντός αυτής, διατρέχει τον κίνδυνο να εκφυλιστεί σε μιαν ύπαρξη στο πνεύμα του πλήρους απομονωτισμού: χωρίς να έχει ανάγκη ουδεμίας «συμβουλής» και «υποδείξεως». Τέτοια εκκλησία μπορεί να κλειστεί εντελώς στον εαυτό της, εν συνεχεία ταυτίζοντας τον ίδιο τον εαυτό της, ορθότερα την εθνική της «ταυτότητα», με την ίδια την έννοια «ορθοδοξία».
Τρίτον, η απουσία οργάνου, ικανού να δέχεται ένσταση στο επίπεδο των Τοπικών Εκκλησιών, εν αντιθέσει προς τις άμεσες αποφάσεις των Οικουμενικών συνόδων, μετατρέπει αυτή την αυτοκεφαλία σε έξωθεν ανεξέλεγκτη οργάνωση, η οποία υπό αυταρχικό καθεστώς διοικήσεως, με ισχυρή την κατακόρυφο εξουσία, θα είναι πρακτικώς ανυπεράσπιστη ενώπιον κάθε απειλής εκ μέρους ψευδοδιδασκαλιών και διαστρεβλώσεων στην εκκλησιαστική πρακτική και στην πνευματική ζωή.
Τέταρτον, η κυρίαρχη αυτοκεφαλία, έκαστη των οποίων σήμερα πρακτικώς ταυτίζεται με την εθνική αυτοκεφαλία, ενέχει τον κίνδυνο της ταύτισης των συμφερόντων της με τα συμφέροντα του κράτους. Εάν το εν λόγω κράτος υιοθετήσει αυταρχική στάση σκληρού απομονωτισμού, τότε αυτού του είδους η αυτοκεφαλία θα στερείται πρακτικώς μοχλών αντίθεσης σε αυτή την τάση, οπότε, απαρεγκλίτως θα συρθεί στο πολιτικό παίγνιο της μεν είτε της δε δρώσας κυβερνήσεως, χάνοντας τη δυνατότητα αμοιβαίας επικοινωνίας με τους ορθοδόξους άλλων Τοπικών Εκκλησιών.   
Πέμπτον, πρέπει να καταστεί σαφές, ότι η αντίληψη που προτείνεται εκ της συνοδικής αποφάσεως και αναπτύσσεται στους κύκλους των Ρώσων θεολόγων, δεν πρόκειται ποτέ να έχει υποστήριξη από την πλειονότητα των Τοπικών Εκκλησιών, πρωτίστως των αρχαιοτάτων Πατριαρχείων και των ελληνοφώνων Εκκλησιών (Κυπριακής, Ελλαδικής και Αλβανικής). Επομένως, στο εξής, αυτό θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε αμοιβαία απουσία κατανόησης, σε ρήξη των σχέσεων και -ενδεχομένως- σε σοβαρό σχίσμα.
Έκτον, η ανεξάρτητος και έξωθεν μη ελεγχόμενη αυτοκεφαλία δημιουργεί ένα κλειστό σύστημα και αφ' εαυτής οδηγεί στην ανάπτυξη στο εσωτερικό αυτού του συστήματος αρχικώς αυταρχικών, στη συνέχεια δε ούτως αποκαλούμενων «παπικών» τάσεων. Αν και οφείλουμε να επισημάνουμε, ότι εδώ δεν είναι εντελώς ορθή η αναλογία, στο βαθμό που η παπική διοίκηση, παρ' όλα αυτά, εδράζεται σε νόμους και κανονισμούς εγκεκριμένους στο δίκαιο της Καθολικής Εκκλησίας, ενώ εδώ, πιθανόν θα λάβει χώρα κάποιος ανατολικός δεσποτισμός, ο οποίος δεν θα εδράζεται σε τίποτε άλλο εκτός της αυθαιρεσίας. Λαμβάνοντας υπ' όψιν την αναγκαιότητα θεολογικής θεμελίωσης, τέτοιου τύπου αυτοκεφαλία θα οδηγήσει αναπόδραστα σε παραποίηση της εκκλησιολογίας, επομένως, και της διδασκαλίας της πίστεως της εκκλησίας. Γεγονός το οποίο στη συνέχει δεν θα οδηγήσει μόνο στην απώλεια της ευχαριστιακής επικοινωνίας με τις άλλες Τοπικές Εκκλησίες (γεγονός που μπορεί να επισυμβεί και κατά το στάδιο του σχίσματος με αυτές), αλλά και σε διαστρέβλωση της ορθοδόξου πίστεως.
***
Όπως βλέπουμε, οι περισσότεροι από τους κινδύνους που επισημάναμε (εξαιρουμένου προφανώς του τελευταίου σταδίου, της απώλειας της διδασκαλίας της πίστεως) ήδη στον ένα ή στον άλλο βαθμό ριζώνουν ενεργώς στα πλαίσια της ρωσικής εκκλησιαστικής ζωής και αποσπούν τη συνείδηση των πιστών της Εκκλησίας μας. Υπό αυτή την επιρροή υποπίπτουν ακόμα και πεφωτισμένοι θεολόγοι και αρχιερείς, οι οποίοι, τουναντίον, οφείλουν να αγωνίζονται για τη διατήρηση των κανονικών θεσμών της Εκκλησίας και να δρουν, ορμώμενοι εκ της θεολογίας της ενότητος, η οποία πραγματώνεται μέσω αυτών των θεσμών.
Κατ' αυτό τον τρόπο, εάν εδράζεσαι στην πίστη στα εκκλησιαστικά διατάγματα, συν τω χρόνω η πίστη ενεργοποιεί εντός σου κάποια θεολογική όραση, μέσω της οποίας εσύ αρχίζεις να βλέπεις, ότι πίσω από όλα αυτά τα διατάγματα στέκει κάτι περισσότερο από μιαν απλή εξωτερική οργάνωση, όμοια με την πολιτική. Η εσωτερική εμπειρία και η εντός αυτής γεννηθείσα θεολογία, η οποία είναι αναγκαίο να γεννηθεί σε κάθε χριστιανό, συμπίπτει με εκείνη την αλήθεια, την οποία εξ υπαρχής μόνο πίστευες, περί του ότι το Άγιο Πνεύμα κατοικεί στην Εκκλησία.
Αυτή η απόφαση των Συνόδων «έδοξεν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι», έδοξεν «τοις Πατράσι» και έδοξεν «τη Εκκλησία». Αν δεν στοιχείτε σε αυτές τις αποφάσεις, μήπως η Εκκλησία και το εν αυτή ενοικούν Πνεύμα δεν είναι ακριβώς αυτό που αρχικά αναζητούσατε;