Σάββατο 7 Μαΐου 2016

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ – ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ ΕΝΟΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΑΓΙΟΥ


 του Κώστα Νούση
Δημοσιεύτηκε στο ΑΜΕΝ
Οι φωνές ενάντια στη μέλλουσα Πανορθόδοξη δεν φαίνεται να παύουν. Η ελευθερία στην έκφραση είναι δεδομένη. Άλλωστε η ίδια η δημοσιοποίηση προσυνοδικών κειμένων χορηγεί και εμμέσως επιζητεί τη χρήση αυτού του δικαιώματος.
Από την άλλη, ωστόσο, θα πρέπει να εξετάσουμε νηφάλια και με σοβαρότητα κατά πόσο οι ενιστάμενες φωνές είναι ουσιαστικές και δεν είναι επηρεασμένες από φονταμενταλισμούς, οι οποίοι δεν παράγονται κατ’ ανάγκη από κακοπροαίρετες πένες. Στο νου μου γράφοντας τα παραπάνω έχω ένα πρόσφατο έγγραφο της Βουλγαρικής Εκκλησίας και επιστολές κάποιων Μονών του Αγίου Όρους.[1] Θα ξεκινήσω με το βουλγαρικό κείμενο, του οποίου φυσικά η ουσία, όπως και όλων των σχετικών κειμένων διαμαρτυρίας ή διαφωνίας, αναπαράγεται και στις αγιορείτικες επιστολές. Ένα πράγμα που φαίνεται να ενοχλεί έντονα είναι ο όρος «Εκκλησία», όταν αποδίδεται σε ετεροδόξους. Κατά δογματικήν ακρίβειαν είναι ορθή η ένσταση. Μια και μοναδική είναι η Εκκλησία, το Σώμα του Χριστού. Δεν μελίζεται, δεν διαμερίζεται. Ταυτίζεται εξάπαντος
με τις Ορθόδοξες Κανονικές Επισκοπές. Από κει και πέρα όμως θα πρέπει να υπάρχει και μια ευελιξία σε έναν διάλογο και στις ορολογικές χρήσεις των διαλεγομένων. Η εκκλησιαστική, άλλωστε, και Πατερική παράδοση μαρτυρεί για την ελευθερία της Εκκλησίας απέναντι στις λέξεις και τα ονόματα και την εμμονή της στην εκζήτηση της ουσίας, της αλήθειας των πραγμάτων: «ου γαρ εν ρήμασιν ημίν, αλλ’ εν πράγμασιν η αλήθειά τε και η ευσέβεια, κατά τον θεολόγον Γρηγόριον.

Περί δογμάτων δε και πραγμάτων τον αγώνα ποιούμαι. Καν τις επί των πραγμάτων ομοφωνή, προς τας λέξεις ου διαφέρομαι» (Συνοδικός τόμος του 1351).
Εκείνο επίσης που δεν κατανοώ προσωπικά, ίσως και από δική μου έλλειψη ή υπαιτιότητα, είναι η σύνδεση της
περιβόητης «θεολογίας του προσώπου» με την περίεργη θεωρία του πρωτείου, η οποία φαίνεται να αναβιώνει στο
γεγονός της μίας ψήφου εκάστου Προκαθημένου στην Πανορθόδοξη Σύνοδο. Πραγματικά, παρατηρείται τα τελευταία χρόνια να ανακαλύπτουμε αιρέσεις και να αναφερόμαστε αδιόρατα ή απροσδιόριστα σε αυτές, λες και κατά Καβάφη δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς βαρβάρους.
Θα συμφωνήσω, όπως και σε ένα πρόσφατο κείμενό μου,[2] ότι η Πανορθόδοξη έχει αρκετά δομικά και οργανωτικά
προβλήματα, ωστόσο πρέπει να χαιρόμαστε με τη σύγκλησή της μετά από τόσους αιώνες. Να συνηγορήσω, επίσης, ότι
θυμίζει περισσότερο συνέδριο παρά Σύνοδο, αυτό όμως δεν πρέπει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, να οδηγεί σε ακύρωση ή απαξίωση της Πανορθόδοξης Συνόδου. Δεν μπορεί να ασχολούμαστε συνέχεια περί το άνηθον και το κύμινον και το
ηδύοσμον και να αφήνουμε στην άκρη την ουσία του προβλήματος. Ότι δηλαδή δεν μπορούμε λόγω εθνικιστικών και ετέρων κριτηρίων να συναχτούμε επί το αυτό και να δώσουμε ad extra μια στοιχειώδη Ορθόδοξη μαρτυρία ειρήνης, ενότητας και αγάπης.
Θα παραθέσω ένα κείμενο που διάβασα πρόσφατα και με εξέπληξε. Δεν το ανέγνωσα φυσικά με οικουμενιστικά γυαλιά
ούτε συνιστώ στους αναγνώστες να το δουν τοιουτοτρόπως, απλά και μόνο διότι θα αδικήσουμε τον άγιο Πορφύριο, την
Εκκλησία και επειδή απλούστατα δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια των πραγμάτων. Φαίνεται, λοιπόν, να μας ενοχλούν
όλα, όπως εν προκειμένω η παρουσία ετεροδόξων παρατηρητών στην Πανορθόδοξη. Μα πώς να κλείσεις σε ένα σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο τοπίο μια ολόκληρη Ορθοδοξία στη γυάλα; Και αν ακόμη γινόταν, θα ήταν επιτρεπτό;
«Παραταύτα οι άγιοι, αν και είχαν τέτοια στάση απέναντι στην αίρεση, όχι στον αιρετικό, φερόντουσαν στους αιρετικούς με τόση αγάπη. Με τόση καλοσύνη. Με τόση στοργή. Με τόση ανοχή. Και με τέτοια αγάπη στους αιώνες η Εκκλησία η Ορθόδοξη έσωσε αμέτρητους αιρετικούς».[3]
Δεν είναι, όμως, αυτό το εντυπωσιακό παράθεμα στο οποίο προαναφέρθηκα. Πρόκειται για τον όσιο Πορφύριο και μια
ομάδα τακτικών Καθολικών τουριστών στη χώρα μας. Αφήνω το κείμενο να μιλήσει με τη χαρακτηριστική αμεσότητα και φρεσκάδα που διέπει τον λόγο του παπα Ανανία: «Τότε ήτανε ο Γέροντας νέος ακόμη, έκανε την ξεναγό αυτή, ή, όπως έλεγε μια γριά στο χωριό, την ξεναγωγό. Το ίδιο είναι. Λοιπόν. Τον έπαιρνε τον Γέροντα, κυρίως η κυρία είχε το πρακτορείο εκεί που διεκπεραίωνε τις εκδρομές των Λατινοαμερικανών. Η Λατινική Αμερική είναι στο ίδιο μήκος με μας, όλοι αυτοί οι κακομοίρηδες, Ισπανοί, Γάλλοι, ισπανόφωνοι, γαλλόφωνοι, θερμές ψυχές. Να το ομολογήσουμε.
»Τον έπαιρνε κοντά τον παππούλη, τον Πορφύριο, κι ο παππούλης τους μίλαγε. Πώς τους μίλαγε; Αφού είχε το Άγιο
Πνεύμα! Μίλαγε, συνεννογιότανε. Τους έλεγε την προσευχή, ‘Ελάτε να κάνομε προσευχή’, τους έβανε να λένε όλοι μαζί
‘Κύριε Ιησού Χριστέ’. ‘Μα’, λέει, ‘είναι Καθολικοί!’ ‘Άσ’ τους ανθρώπους, παιδί μου. Άσ’ τους ανθρώπους’, λέει. ‘Εγώ δεν τους έκανα Καθολικούς ούτε εσύ. Άσ’ τους ανθρώπους. Mην τους σκιάζεις. Μην τους τρομάζεις. Άσ’ τους να ρθουνε κοντά! Ας τους να ρθουνε κοντά!’  …»Μια μέρα, εκεί στο λεωφορείο, είδαν απ’ έξω, στον αέρα, τον Γέροντα Πορφύριο! Ζούσε ακόμη. ‘Πορφύριος! Πορφύριος!’ Μπήκε μέσα, τους είδε, τους κοίταξε κι έφυγε. Ε, οι άνθρωποι, ξέρετε, έμειναν τότε. Έμειναν τότε! ‘Εμείς δεν έχουμε τέτοιους κει πέρα στην Αμερική’, έλεγαν. Η κυρία δεν τους είπε τίποτα. Βέβαια. Ούτε ‘τι είστε σεις’… Δεν λέει o
Xριστιανός Ορθόδοξος, δεν λέει κουβέντες. Είναι ευχάριστος και ευγενής. Μόνο την αλήθεια λέει και πάλι με τρόπο.
»Και μια φορά, ρώτησε η κυρία αυτή τον Γέροντα, ‘Όταν πηγαίνω, κάνουν λειτουργία αυτοί, είναι Καθολικοί. Και
μου δίνουν και μένα όστια, να πάρω. Τι να κάνω;’ Σαν να της λένε να μεταλάβει. Και τι απήντησε ο Γέροντας; Κρατηθείτε,
να μην πέσετε. ‘Πάρ’ το, παιδί μου. Ψωμάκι είναι κι αυτό. Δεν είναι τίποτε. Μην τους στενοχωρείς.’ Ε, να τ’ ακούσει
κανένας θρήσκος που έρχεται εδώ πέρα, να μας πάει μέσα! ‘Πάρ’ το, παιδάκι μου. Ψωμάκι! Μην τους στενοχωρείς! Μην
τους στενοχωρείς!’ Και μετά τους καλόπαιρνε κι αυτή και λέγανε διάφορα. Και μια φορά ανοίξανε κουβέντα οι ίδιοι για το
filioque, ότι δηλαδή το Πνεύμα το Άγιο εκπορεύεται και εκ του Υιού. Και εκείνη άνοιξε το Ευαγγέλιο του Ιωάννου και τους
έδειξε: ‘Το Πνεύμα το Άγιον ό παρά του Πατρός εκπορεύεται’. Τους λέει: ‘Αυτό λέει το Ευαγγέλιο. Εσείς τι λέτε;’ Τι να της
πούνε; Τίποτα! Το ραψαν το στοματάκι τους και δεν άνοιξαν κουβέντα πάλι για τέτοια ζητήματα. Το ραψαν! Το χειρότερο
μάθημα στη Θεολογική Σχολή, έλεγε ο Γέροντας, είναι αυτό που αναφέρεται στις δογματικές διαφορές. Λέγεται
‘Συμβολική’. ‘Συμβολική’. Τι έλεγε ο Γέροντας; ‘Το χειρότερο μάθημα είναι αυτό. Είν’ ανάγκη να τονίζουμε τι μας χωρίζει; Τι
μας χωρίζει; Τόσους αιώνες κάνουνε ενωτικές προσπάθειες μετά το Σχίσμα, τον 10ο αιώνα, και μέχρι τώρα τι κάνανε.
Τίποτα. Όχι ότι εγώ συμφωνώ μ’ αυτά που πρεσβεύουν αυτοί, αλλά ο τρόπος που τους αντιμετωπίζομε και
αντιμετωπίζομε τα πράγματα δεν είναι Ορθόδοξος. Δεν είναι Ορθόδοξος!
»Όπως ο άγιος Νεκτάριος, ο άγιός μας, είχε κάνει τρία υπομνήματα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο όταν ζούσε ο άγιος. Του 20ου αιώνα ο άγιος είναι ο άγιος Νεκτάριος και του 21ου ο άγιος Πορφύριος. Εκεί παν τα πράγματα. Τι έγραφε στο
Πατριαρχείο; ‘Μάθαμε να βλέπουμε τους αιρετικούς από το ύψος των δογμάτων. Ας προσπαθήσουμε να τους δούμε και
από το ύψος της αγάπης. Θα βγει καλό!’
»Δεν συμφωνείς με την αίρεση, αλλά αγαπάς τον άρρωστο, τον αιρετικό. Τι είναι αίρεση; Δαιμόνιο είναι, αδελφοί. Ο
πρώτος αιρετικός είν’ ο διάβολος. Αιρετικός είν’ αυτός που κάνει το δικό του. Αιρούμαι, εκλέγω, προτιμώ, διαλέγω.
Πρώτος αιρετικός είν’ ο διάβολος, που έκανε το δικό του θέλημα και έπεσε. Και μετά έβαλε και τους Πρωτοπλάστους να
κάνουν το ίδιο. Η αίρεση είναι διάβολος! Είναι σατανάς! Είναι κακό! Η καθ’ αυτό αμαρτία είναι η αίρεση. Γράφτε το στο
κεφάλι σας αυτό. Η αίρεση! Γιατί χωρίζει τον άνθρωπο απ’ τον Χριστό, απ’ τον αδελφό, και προπαντός χάνεται η ψυχή του.
Χάνεται η ψυχή του ανθρώπου με την αίρεση!»[4]
Ολόκληρη θεολογία κρύβεται στο παραπάνω εκτενές απόσπασμα. Ο όσιος φυσικά δεν προτρέπει σε καμία
περίπτωση σε απροϋπόθετη ένωση με τους Ρωμαιοκαθολικούς, κάτι που φαίνεται άλλωστε σε άλλους λόγους του. Ούτε
φυσικά μπορεί πλεόν ο καθένας να μεταλαμβάνει όστια με ήσυχη τη συνείδησή του! Το πνεύμα του, ωστόσο, της
ελευθερίας, της ελευθερίας του Χριστού και της Εκκλησίας Του, είναι ζηλευτό. Δεν έχουμε συνηθίσει σε αυτό. Είμαστε
λίγο ως πολύ οι περισσότεροι κρυφοφονταμενταλιστές. Λόγω οργανωσιακών επιδράσεων και για πολλούς άλλους
λόγους. Η θρησκειοποίηση της Εκκλησίας καταγγέλλεται ουσιαστικά στα ως άνω λόγια του οσίου Πορφυρίου και του
πατρός Ανανία Κουστένη. Και για να μιλήσει κάποιος έτσι πρέπει να είναι Πορφύριος…
Τι λείπει, λοιπόν, από τις φοβικές φωνές και τις ενστάσεις; Κυρίως η αγάπη. Το μέγιστο αυτό ζητούμενο. Το ίδιο
λείπει και από τους συγκρητιστές του οικουμενισμού. Και αυτό δαιμονικό είναι, διότι οδηγεί σε πλάνη και ψευδαισθήσεις.
Το Ορθόδοξο είναι η ευγένεια με αγάπη πολλή και διάκριση. Διάκριση εν Πνεύματι και όχι κατά το δοκούν. Ορθοδοξείν
εστί το αεί σχοινοβατείν. Η διακινδύνευση της αγάπης. Για τον Θεό και τον αδελφό, τον κάθε αδελφό. Τώρα, αν εμείς
σκιαζόμαστε να συναχθούμε μεταξύ μας και να έχουμε απέναντί μας ως παρατηρητές πλανεμένα από τον πονηρό αδέλφια
μας, ασθενείς από την αμαρτία δηλαδή και θύματα του σατανά, τότε για ποια αγάπη και διακινδύνευση μπορούμε ή
δικαιούμαστε να μιλάμε;
Κ.Ν.
5/5/2016