Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017

ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΟΙ: ΔΟΚΙΜΑΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ



Αιδες. Διακόνου Νικόλαου Ντενισένκο (Nicholas Denysenko)  English|
Σε αυτήν την εποχή της νεωτερικότητας και της μετανωτερικότητας, οι επίσκοποι και οι σύνοδοι έχουν χρησιμοποιήσει πολλές και ποίκιλες προσεγγίσεις για να δοκιμάσουν τα πνεύματα και να διαπιστώσουν τι χρειάζεται για την ανανέωση της ποιμαντικής λειτουργίας.
Τα μέλη του συμποσίου που φιλοξένησε το Κέντρο Διακονισσών Αγία Φοίβη στις 6-7 Οκτωβρίου 2017 εξέτασαν το πώς η Εκκλησία θα μπορούσε να ανανεώσει την τάξη της διακονίας. Η ομιλία μου επικεντρώθηκε στο έργο της Παν-Ρωσικής Συνόδου της Μόσχας το 1917-18, και συγκεκριμένα στην συνοδική διαδικασία για την αποκατάσταση του πατριαρχείου. Η πρόταση μου ήταν αυτή: η αποκατάσταση του πατριαρχείου από την σύνοδο προσφέρει ένα πρότυπο για τη σύγχρονη συζήτηση σχετικά με την ανανέωση της διακονίας, αφού και τα δυο είναι εκκλησιαστικές τάξεις. Οι τρεις προσεγγίσεις της Συνόδου της Μόσχας μπορούν να εφαρμοστούν σήμερα, και ίσως απαντήσουν τις ερωτήσεις που τίθενται στους επισκόπους και τις συνόδους καθώς συζητούν το θέμα της ανανέωσης της διακονίας:
1) Δοκιμάζοντας τα πνεύματα. Η απόφαση να αποκατασταθεί το πατριαρχείο δεν ήταν παρορμητική. Ήταν ανταπόκριση στην διαπίστωση ότι υπήρχε ένα κενό, μια ανάγκη στην ποιμαντική λειτουργία της Εκκλησίας. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η Ρωσική Εκκλησία δεν είχε καλή ηγεσία κατά τη διάρκεια των συνοδικών χρονών. Αντιθέτως, κατά την διάρκεια της περιόδου αυτής η Εκκλησία παρήγαγε απαράμιλλους διανοούμενους, σφύζουσες θεολογικές σχολές, και μεγάλους αγίους. Οι ηγέτες της Εκκλησίας όμως αισθάνονταν την απουσία κάποιου  πατριαρχείου που θα ήταν ικανό να ενδυναμώσει την Εκκλησία, να ενθαρρύνει τους επισκόπους στο έργο τους, και να υπηρετήσει ως ενωτική φωνή της Εκκλησίας. Ως εκ τούτου, η έκκληση για την αναδημιουργία του πατριαρχείου ήταν επίκαιρη.
2) Εκκλησιαστική διάσκεψη. Η απόφαση για αναδημιουργία του πατριαρχείου δεν έγινε πίσω από κλειστές πόρτες σε ομίχλη λευκού καπνού από μια ομάδα προνομιούχων μοναστικών και αγάμων ανδρών. Η απόφαση ελήφθη από ολόκληρο το συμβούλιο, το οποίο αποτελούνταν από κατώτερους κληρικούς και λαϊκούς εκπροσώπους, καθώς και από επισκόπους.
3) Περιμένοντας την απάντηση του Θεού. Όταν έφτασε ο χρόνος για να εκλεγεί ο πατριάρχης, η Εκκλησία άφησε περιθώριο για την επιλογή του Θεού, εναποθέτοντας την τελική απόφαση σε κλήρωση.
Η διαδικασία δοκιμής των πνευμάτων σχετικά με το ποιμαντικό έργο των τριών ανώτερων εκκλησιαστικών αξιωμάτων έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετό καιρό. Τα αποτελέσματα ήταν ανομοιόμορφα, διότι δύο από τα πρότυπα που επικράτησαν συγκρούονταν μεταξύ τους. Το κυρίαρχο πρότυπο του εκκλησιαστικού έργου είναι η συνέχεια, η σταθερότητα, η αδιάλειπτη λειτουργία. Η σημαντικότερη τάξη για το έργο της Εκκλησίας είναι η ιεροσύνη. Αφού ο ιερέας τελεί την πλειοψηφία των ιερών μυστηρίων και είναι ο επίσημος εκπρόσωπος της εκκλησίας στην ενοριακή κοινότητα, έχουμε θεολογικά και ποιμαντικά προγράμματα σχεδιασμένα ειδικά για να δημιουργήσουν ιερείς εφοδιασμένους για την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων. Η «συνέχεια» τοποθετεί την συντριπτική πλειοψηφία της λειτουργίας στα χέρια του ιερέα. ο μόνος ρόλος του διακόνου (σ’ αυτό το πρότυπο) είναι να ψάλλει τις γραμμές της λειτουργίας που του έχουν οριστεί. Η παρακμή της διακονίας ήταν τόσο απότομη στην Ορθοδοξία που πολλά ευχολόγια απλά ανέθεσαν στον ιερέα όλες τα λειτουργικά καθήκοντα του διακόνου. Στο πρότυπο της ενοριακής «συνέχειας», ο ρόλος του διακόνου είναι ή να βοηθάει σε ιεραρχικές λειτουργίες ή απλά να περιμένει την ιερατική του χειροτονία (μερικοί ιερείς ήταν διάκονοι μόνο για μια μέρα). Οι μόνιμοι διάκονοι ήταν και είναι πράγμα τόσο σπάνιο που πολλοί το θεωρούν πολυτέλεια. Το γνωρίζω από προσωπική εμπειρία: είμαστε τόσο σπάνιοι που οι περισσότεροι ιερείς ούτε που ξέρουν να λειτουργούν με διακόνους.
Η δοκιμή των πνευμάτων συγκρούεται με την διατήρηση αυτής της «συνέχειας», όταν σκεπτόμαστε τους τρόπους με τους οποίους η διακονία μπορεί να συμπληρώσει την ιερατική λειτουργία. Εκτός από τα συνηθισμένα τους καθήκοντα (να οδηγούν τον λαό στην λειτουργική προσευχή, κτλ.), σε εξαιρετικές περιπτώσεις οι διάκονοι μπορούν να διδάξουν, να κηρύξουν, να δώσουν πνευματική νουθεσία, να χρίσουν τους άρρωστους, να μεταλάβουν όσους δεν μπορούν να παρευρεθούν στην θεία λειτουργία, και να εκπροσωπούν επισήμως την ενορία ή την μητρόπολη. Οι ιερείς αναθέτουν αυτά τα έργα σε διακόνους όταν αλλά λειτουργικά καθήκοντα απαιτούν τον χρόνο και την ενέργεια τους. Όταν οι διάκονοι τελούν αυτά τα έργα, υποτίθεται ότι η λειτουργία αυτή ευλογείται ως αποτέλεσμα της δοκιμής των πνευμάτων, επιβεβαιώνοντας την ανάγκη της διακονικής υπηρεσίας σ’ αυτούς τους τομείς.
Το ερώτημα για τους επισκόπους και τις συνόδους είναι αυτό: είναι πρόθυμοι να δοκιμάσουν τα πνεύματα, να προσδιορίσουν τους τομείς ανάγκης στην Εκκλησία, και να καθορίσουν πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν αυτές οι περιοχές μέσω της ανανέωσης της διακονικής τάξης; Σε ορισμένες Εκκλησίες, η διακονία έχει επανεμφανιστεί και οι διάκονοι συμβάλλουν στην ποιμαντική διακονία της Εκκλησίας τόσο στο ενοριακό όσο και στο επισκοπικό επίπεδο. Αναρωτιέμαι εάν αυτή η επανεμφάνιση της μόνιμης διακονίας σε ορισμένες Εκκλησίες ένα προϊόν της εκχύλισης του Αγίου Πνεύματος πάνω μας. Για την ακρίβεια, είμαι σίγουρος ότι η αναβίωση της διακονίας εμπνέεται από το Άγιο Πνεύμα. Είμαι επίσης σίγουρος ότι οι σοβαρές συνοδικές συζητήσεις και αποφάσεις σχετικά με την αναζωογόνηση της διακονίας εμπνέονται επίσης από το Άγιο Πνεύμα, κάτι που αποδεικνύεται ιδιαίτερα από την συνοδική απόφαση της Εκκλησίας της Ελλάδος το 2004, και την πρόσφατη απόφαση του Πατριαρχείου της Αλεξάνδρειας να διορίσει διακόνισσες για να βοηθήσουν στο ποιμαντικό έργο.
Το θέμα μας εδώ είναι αυτό: οι επίσκοποι και οι σύνοδοι πρέπει να είναι διατεθειμένοι να δοκιμάσουν τα πνεύματα. Εάν η κατάσταση της Εκκλησίας σήμερα διαφέρει από την κατάστασή της πριν από εκατό χρόνια, τότε υπάρχει κάθε λόγος για τους επισκόπους να δώσουν ευλογία για να γίνει μελέτη περί ανανέωσης της διακονίας, ειδικά για την αντιμετώπιση σύγχρονων ποιμαντικών αναγκών. Υπάρχει κάθε λόγος να εκπαιδευτούν και να χειροτονηθούν διάκονοι και υποψήφιοι κληρικοί να ανταποκρίνονται στις σημερινές πνευματικές ανάγκες, και υπάρχει κάθε λόγος να χειροτονήσουμε και να διορίσουμε διακόνισσες για την ποιμαντική λειτουργία της εκκλησίας.
Αφού η διακονία είναι εκκλησιαστικό αξίωμα, το θάρρος να δοκιμάσουμε τα πνεύματα και να διορίσουμε διακόνους και διακόνισσες με εκτεταμένους λειτουργικούς ρόλους θα οδηγήσει στην αναδημιουργία όχι μόνο της διακονίας αλλά και της ιεροσύνης. Με άλλα λόγια, μια ανανεωμένη διακονία που μοιράζεται το έργο που απαιτείται από την αρχιεροσύνη του Χριστού ίσως να μην είναι ακριβές αντίγραφο της διακονίας προηγούμενων γενεών, ή οποιασδήποτε χρονικής περιόδου του παρελθόντος. Αυτό ισχύει και για την διακονία των γυναικών: η επαναδημιουργία αυτής της τάξης μπορεί να μην οδηγήσει σε ένα απόλυτο αντίγραφο της γυναικείας διακονίας στο Βυζάντιο του Μεσαίωνα. Αν είμαστε πρόθυμοι να δοκιμάσουμε τα πνεύματα και να είμαστε ειλικρινείς σχετικά με την αναζωογόνηση των αποδοτικών ποιμαντικών και λειτουργικών έργων, τότε πρέπει να είμαστε ανοιχτοί στο ενδεχόμενο της αλλαγής των λειτουργικων ρόλων. Η αποδοχή των μεταβαλλόμενων ρόλων είναι ιδιαίτερα σημαντική εάν η ανανέωση της διακονίας περιλαμβάνει την χειροτονία των διακονισσών. Δεν μπορούμε να υποθέτουμε ότι η διακόνισσα θα είναι απλά αντίγραφο του διακόνου, όπως και ο διάκονος δεν είναι αντίγραφο του ιερέα. Σε αντίθεση με μια απλή απομίμηση των ρόλων, αυτή η συμπληρωματικότητα αναμφίβολα θα εμπλουτίσει τις λειτουργίες όλων των τάξεων.
Όταν οι επίσκοποι και οι σύνοδοι συζητούν το ζήτημα της διακονίας, είναι σημαντικό να το υποβάλουν στην όλη Εκκλησία. Μια πρόταση διακονικής ανανέωσης πρέπει πρώτα, πριν εφαρμοστεί, να παρουσιαστεί σε ολόκληρη την εκκλησία. Με αυτό τον τρόπο θα αποφευχθεί ο πειρασμός της αντιλήψεως ότι το θέμα επιβλήθηκε στην Εκκλησία δια της βίας. Για λόγους πρακτικής, σ’ αυτό το σημείο, το θέμα θα πρέπει να συζητηθεί στο τοπικό επίπεδο μιας αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Το θέμα είναι να παρουσιάσουμε κάτι που θα γίνει δεκτό από την Εκκλησία. Αν μια ανανεωμένη διακονία δεν γίνει δεκτή από την όλη εκκλησιά, τότε θα είναι κάτι εξαναγκασμένο.
Το πρωταρχικό καθήκον των επισκόπων και των συνόδων είναι να διατίθενται να δοκιμάσουν τα πνεύματα και να ρωτήσουν «πώς μπορούμε να υπηρετήσουμε τον Χριστό και να οικοδομήσουμε το Σώμα Του σήμερα;» Οι αλλάζοντας ρόλοι δεν είναι πρόκληση για το κοινό μας πιστεύω: «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας». Είναι μια δέσμευση υπακοής στην βούληση του Θεού, και στην ανέγερση ανδρών και γυναικών που θα κηρύξουν το μήνυμα αυτό «εως ἐσχάτου της γης».

Ο Νικόλαος Ντενισένκο είναι ο εισερχόμενος καθηγητής και πρόεδρος της έδρας Jochum στο Πανεπιστήμιο Βαλπαραΐσο. Είναι διάκονος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αμερική.
Αυτή η έκθεση αποτελεί μέρος μιας σειράς σχετικά με την διακονία στην Ορθόδοξη Εκκλησία που προέκυψε από ομιλίες της διάσκεψης «Ανανέωση της Ανδρικής και Γυναικείας Διακονίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία» που πραγματοποιήθηκαν από το Κέντρο Διακονισσών Αγία Φοίβη στο Ίρβαϊν της Καλιφόρνια τον Οκτώβριο του 2017.
To ιστολόγιο Δημόσια Ορθοδοξία επιδιώκει να προωθήσει συζήτηση και συνδιάλεξη, παρέχοντας ένα φόρουμ για διαφορετικές απόψεις σε σχέση με σύγχρονα ζητήματα που αφορούν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι απόψεις που εκφράζονται σ’ αυτό το άρθρο είναι αποκλειστικά του συγγραφέως και δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις των εκδοτών, των μεταφραστών, ή του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών.