Αυτό το άρθρο πρωτοεμφανίστηκε στην Κυριακάτικη Επιθεώρηση της εφημερίδας New YorkTimes, και αναδημοσιεύθηκε εδώ με την άδεια του συγγραφέα.
Το 1983 έτυχε να παρακολουθήσω μια διάλεξη στο Πανεπιστήμιο της Μέριλαντ στην οποία ο διακεκριμένος Ελληνορθόδοξος ιστορικός Αριστείδης Παπαδάκης ανέφερε εν παρόδω ότι οι πρώτοι Χριστιανοί ήταν «κομμουνιστές». Εκείνη την εποχή, η πελώρια παγετώδη σκιά του Ψυχρού Πόλεμου ακόμη επισκίαζε το πολιτιστικό τοπίο, και ένας δυνατός ψίθυρος ανησυχίας διαπέρασε την αίθουσα σε τέτοιο βαθμό που ο καθηγητής Παπαδάκης -ο οποίος πάντα μιλούσε με μεγάλη ακρίβεια- αισθάνθηκε υποχρεωμένος να εξηγήσει ότι εννοούσε «κομμουνιστές» με την πιο βασική έννοια της λέξης: πως ζούσαν μια κοινή ζωή και απολάμβαναν οικειοθελώς τα πάντα εν κοινώ. Οι ψίθυροι υποχώρησαν, αλλά όχι απαραιτήτως και η ανησυχία.
Όχι ότι είχε πει το κάτι εκπληκτικό. Αν ο κομμουνισμός της αποστολικής εκκλησίας είναι μυστικό, είναι το πιο κακοκρυμμένο μυστικό του αιώνα. Αόριστοι όροι, όπως “κοινοτικοί” ή “κοινοτιστές”, μπορεί να ακούγονται πιο αβλαβείς και ευχάριστοι, αλλά δεν μπορούν να αλλάξουν τα γεγονότα. Οι Πράξεις των Αποστόλων στην Καινή Διαθήκη μας λένε ότι στα Ιεροσόλυμα οι πρώτοι προσήλυτοι στην πίστη του αναστημένου Χριστού επικύρωσαν την αφοσίωσή τους ζώντας σε μια κοινή κατοικία, πουλώντας όλα τους τα ακίνητα, ανακατανέμοντας τον πλούτο τους «ἂν τις χρείαν εἶχε» και κατέχοντας όλα τα αγαθά από κοινού. Αφού εξάλλου αυτό ήταν ένα πρότυπο που ο ίδιος ο Ιησούς είχε καθιερώσει: «οὕτως οὖν πᾶς ἐξ ὑμῶν, ὃς οὐκ ἀποτάσσεται πᾶσι τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής.» (Λουκ. 14:33)
Σε μεταγενέστερες εποχές, αυτός ο «κοινοτισμός» ήταν πάντα κάτι το ολίγον τι σκανδαλώδες για τους χριστιανούς, τουλάχιστον για εκείνους απ’ αυτούς που μπήκαν στον κόπο να του δώσουν σημασία. Και στην Αμερική του σήμερα, με την περίεργη ευλάβειά της για την επιχειρηματική ελευθέρια και τον προσωπικό πλούτο, είναι σχεδόν αδιανόητο ότι οποιοσδήποτε θα υιοθετούσε μια τόσο ανατρεπτική στάση. Καθώς περνούσε ο καιρός, οι Χριστιανικοί πολιτισμοί, συνειδήτα η όχι, αποφάσισαν να αγνοήσουν γενικά τα πιο «προκλητικά» χαρακτηριστικά της Πρώτης εκκλησίας, υπάγοντας τα κατάλοιπα σε μικρές απομακρυσμένες ειδικές κοινότητες (όπως τα μοναστήρια και τις αδελφότητες). Ακόμη κι όταν παραδέχονται αυτά τα χαρακτηριστικά, τα αντιμετωπίζουν συνήθως ως επουσιώδη για το μήνυμα του Ευαγγελίου. Ήταν μια σύντομη περίοδος συνετής συγκέντρωσης πόρων εναντία σε έναν εχθρικό κόσμο, αλλά τίποτα βασικό για την πίστη και τίποτα που μπορεί να θεωρηθεί ως γενική πολιτική φιλοσοφία.
Είναι αλήθεια, φυσικά, ότι η πρώτη εκκλησία δεν ήταν «πολιτικό κίνημα» με τη σύγχρονη έννοια της φράσης. Η ίδια η ιδέα δεν θα είχε νόημα. Δεν υπήρχαν πολιτικές ιδεολογίες στον αρχαίο κόσμο, ούτε θεωρητικά προγράμματα για την αποκατάσταση της κοινωνίας. Αλλά αν και δεν ήταν πολιτικό κίνημα, η εκκλησία ήταν ένα είδος πολιτείας, και η ζωή που ασπάστηκε δεν ήταν απλώς μια πρακτική στρατηγική επιβίωσης αλλά η ενσάρκωση των υψηλών πνευματικών ιδανικών της. Ο “κομμουνισμός” της ήταν σχεδόν θεμελιώδης για την πίστη.
Ο «ριζοσπαστισμός» της πρώτης εκκλησίας, εάν αυτή είναι η σωστή λέξη, με εντυπωσίασε επανειλημμένα αυτά τα τελευταία χρόνια, καθώς ολοκλήρωνα την δική μου μετάφραση της Καινής Διαθήκης για τον Πανεπιστημιακό Τύπο του Γέιλ. Όταν ο συντάκτης μου, μου είχε προτείνει αρχικά το έργο, φαντάστηκα ο ανόητος ότι θα ήταν εύκολο: όχι επειδή το κείμενο είναι απλό, αλλά γιατί είχα συχνά “διορθώσει” αυτά που θεωρούσα ανεπαρκείς ερμηνείες πολλών κειμένων της, είτε για μαθητές, είτε για τον εαυτό μου. Υπέθεσα ότι η μακροχρόνια εξοικείωση με είχε προετοιμάσει να μεταφράσω τα Ελληνικά σε Αγγλικά χωρίς μεγάλο κόπο.
Σύντομα, όμως, συνειδητοποίησα ότι ενώ ίσως ήξερα πολλά σχετικά με το κείμενο, δεν τα αντιλαμβανόμουν πάντα σωστά. Ήξερα ότι ένα μεγάλο μέρος της συνηθισμένης μεθοδολογίας της Βιβλικής μετάφρασης έιχε ως αποτέλεσμα να υποβαθμίζει τις σύνθετες και δύσκολες λέξεις και έννοιες, και να τις μεταφράζει με απλοϊκά κενούς ή απατηλά αναχρονιστικούς όρους («αιώνιος», «κόλαση», ή «δικαιοσύνη», για να δώσω μερικά παραδείγματα). Αλλά δεν είχα εκτιμήσει πόσο βίαια το σύστημα αυτό πτωχεύουν το κείμενο και συσκοτίζουν κρίσιμες διαστάσεις του εννοιολογικού του κόσμου. Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης αποτελούν ένα ιστορικό αίνιγμα – όχι επειδή προέρχονται από τον απομακρυσμένο κόσμο της Ύστερης Αρχαιότητας, αλλά επειδή συχνά φαίνεται ότι είναι παράλογα, ακόμη και στο πλαίσιο της αρχαιότητας.
Συγκεκριμένα, βρήκα τον εαυτό μου σε μια φάση συνεχής αμφιβολίας σχετικά με τις διάφορες κατασκευές που αφορούν την λέξη “κοινόν”, και συγκεκριμένα την ιδιαίτερη έμφαση που δίνουν τα Βιβλικά κείμενα στην λέξη “κοινωνία”. Η λέξη μεταφράζεται στα Αγγλικά ως «αδελφότητα», ή «κοινότητα» ή «μοιράσομε» ή (κάπως καλύτερα) «communion». Αλλά αυτή είναι η μόνη έννοια της λέξης;
Εξάλλου, οι ορισμοί κατά του ατομικού πλούτου στην Καινή Διαθήκη είναι συνεχείς και αξιοσημείωτα άκαμπτοι. Για παράδειγμα, Ματθ. 6:19-20 (“Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς”), κατά Λουκ. 6:24-25 (“πλὴν οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις, ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν. οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε.») ή Ιάκ 5:1-6 (Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὀλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις· ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν, ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται, καὶ ὁ ἰὸς αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμῖν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν. ὡς πῦρ ἐθησαυρίσατε ἐν ἐσχάταις ἡμέραις. ἰδοὺ ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν τῶν ἀμησάντων τὰς χώρας ὑμῶν ὁ ἀπεστερημένος ἀφ’ ὑμῶν κράζει, καὶ αἱ βοαὶ τῶν θερισάντων εἰς τὰ ὦτα Κυρίου Σαβαὼθ εἰσεληλύθασιν. ἐτρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν ἡμέρᾳ σφαγῆς. κατεδικάσατε, ἐφονεύσατε τὸν δίκαιον· οὐκ ἀντιτάσσεται ὑμῖν). Ενώ υπάρχουν πάντα κληρικοί και θεολόγοι που μας διαβεβαιώνουν ότι η Καινή Διαθήκη δεν καταδικάζει τον πλούτο αλλά την κατάχρησή του, ούτε ένας στίχος (εκτός αν υποστεί παράλογες και βεβιασμένες ερμηνείες) στηρίζει αυτόν τον ισχυρισμό.
Τελικά έβγαλα το συμπέρασμα ότι η λέξη «κοινωνία» συχνά αναφέρεται σε ένα ακριβές σύστημα που λειτουργούσε εντός των πρώτων Χριστιανικών κοινοτήτων, ένας ειδικός κοινωνικός θεσμός, τον οποίο περιγράφουν οι Πράξεις των Αποστόλων, που ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της νέας ζωής εν Χριστό. Όταν, για παράδειγμα, η Προς Εβραίους επιστολή δίνει εντολή στους πιστούς να μην παραμελούν την κοινωνία, ή η Προς Τιμόθεον (Α) επιστολή τους παροτρύνει να γίνουν κοινωνικοί, αυτό δεν είναι απλή σύσταση προσωπικής γενναιοδωρίας, αλλά επίκληση για μια πολύ συγκεκριμένης μορφής κοινοτικής ζωής. Απ’ ότι ξέρουμε, οι τοπικές εκκλησίες στον Ρωμαϊκό κόσμο της Αποστολικής εποχής ήταν ουσιαστικά μικρές αυτοσυντηρούμενες κοινότητες που ήταν ικανές να μοιράζονται πόρους μεταξύ τους όταν υπήρχε ανάγκη. Αυτός ο λεπτός ιστός κοινοτήτων αποτελούσε ένα είδος αντι-αυτοκρατορίας μέσα στην αυτοκρατορία. Ένας κόσμος που βασιζόταν στην φιλανθρωπία και όχι στη δύναμη – ή, καλύτερα, σε μια βασιλεία όχι εκ του κόσμου, αλλά εν τω κόσμω, με μια ριζικά διαφορετική αντίληψη κοινωνίας και ιδιοκτησίας . Αναμφίβολα αυτή η αδιαφορία προς την προσωπική ιδιοκτησία ήταν ευκολότερη για εκείνες τις πρώτες γενιές των χριστιανών. Έτειναν να θεωρούν τους εαυτούς τους ως πρόσκαιρους και παροδικούς κατοίκους ενός ραγδαία εξαφανιζόμενου κόσμου. Ως πρόσφυγες, διασχίζοντας με ελαφρά βήματα μια ιστορία που δεν ήταν δική τους. Αλλά καθώς ο αρχικός ενθουσιασμός και οι εσχατολογικές προσδοκίες του Ευαγγελίου ξεθώριασαν και οι συνήθειες μιας ζωής μέσα σ’ αυτόν τον καταθλιπτικά ανθεκτικό κόσμο εμφανίστηκαν εκ νέου, οι διακριτικές πρακτικές των πρώτων Χριστιανών έδωσαν τη θέση τους στις κοινές πρακτικές της καθιερωμένης τάξης. Ακόμα και τότε, όμως, η μετάβαση δεν ήταν τόσο απότομη όσο θα υποθέταμε. Προς το τέλος του δεύτερου αιώνα, ο ειδωλολάτρης σατιριστής Λουκιανός ο Σαμοσατεύς ανέφερε ότι οι χριστιανοί περιφρονούσαν τον πλούτο, και κατείχαν από κοινού όλα τα περιουσιακά αγαθά. Και οι Χριστιανοί συγγραφείς της ημέρας του Λουκιανού επιβεβαιώνουν τα λεγόμενά του: ο Ιουστίνος ο Μάρτυς, ο Τερτυλλιανός, και η Διδαχή όλοι ισχυρίζονται ότι οι Χριστιανοί πρέπει να κατέχουν τα πάντα από κοινού, να αποκηρύσσουν την προσωπική ιδιοκτησία και να διανέμουν τον πλούτο τους στους φτωχούς. Ακόμη και ο Κλήμης Αλεξάνδρειας, ο πρώτος σημαντικός θεολόγος που ισχυρίζεται ότι οι πλούσιοι θα μπορούσαν να σωθούν εάν καλλιεργήσουν «πνευματική φτώχεια», επέμενε ότι ιδανικά όλα τα αγαθά θα έπρεπε να κατέχονται από κοινού.
Μέχρι και τον τέταρτο και τον πέμπτο αιώνα, επίσκοποι και θεολόγοι όπως ο Βασίλειος ο Μέγας, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων, ο Αυγουστίνος, και ο Κύριλλος Αλεξάνδρειας ένοιωθαν ελεύθεροι να κατακρίνουν τον προσωπικό πλούτο ως μορφή κλοπής και τα αποθηκευμένα πλούτη ως λεηλατημένα αγαθά που κατασχέθηκαν από τους φτωχούς. Ο μέγας Χρυσόστομος εξέδιδε συχνά διακηρύξεις σχετικά με τον πλούτο και την φτώχεια που θα έκαναν τον Κάρολο Μαρξ και τον Μιχαήλ Μπακούνιν να μοιάζουν δειλοί και συνεσταλμένοι συντηρητικοί. Σύμφωνα με τον ίδιο, υπάρχει μόνο μια ανθρώπινη ιδιοκτησία που ανήκει σε όλους μας, και εκείνοι που έχουν περισσότερο απ’ αυτό που χρειάζονται δια το ζην είναι ληστές και αποστάτες από την Χριστιανική αλήθεια της φιλανθρωπίας. Και πολλά απ’ αυτά τα έλεγε ενώ ήταν Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως.
Ότι τέτοια λόγια ακουγόταν ακόμη και τότε στην καρδιά της αυτοκρατορικής Χριστιανοσύνης υποδηλώνει ότι είχαν χάσει, τουλάχιστον κατά μέρος, το σθένος τους. Ο κόσμος το ανεχόταν, αλλά μόνο ως υπερβολή, κατάλληλη στο πλαίσιο μιας αποδεκτής θρησκευτικής γραμματικής – ένα ιδίωμα, δηλαδή, παρά μια απαιτούμενη προσταγή της πίστης. Ο Χριστιανισμός έπαυσε να είναι το ένα πρωτοφανές, αποκαλυπτικό ευαγγέλιο και έγινε απλώς το καθιερωμένο λατρευτικό σύστημα του πολιτισμού του, προσφέροντας όλη την παρηγοριά και την καθησύχαση που οι πιστοί απαιτούν από τους θρησκευτικούς τους θεσμούς. Με την πάροδο του χρόνου, η αρχική πρόκληση της πρώτης εκκλησίας εμφανιζόταν περιστασιακά σε εφήμερα “πουριτανικά” κινήματα –στους Πνευματικούς Φραγκισκανούς, τους Ρώσους Μη-Κάτοχους, τους Καθολικούς Εργατικούς Οικισμούς, κ.α.- αλλά σε γενικές γραμμές η Χριστιανοσύνη έγινε απλά μια θρησκεία, ένα στήριγμα για την κοσμική μας ζωή, όχι ένα ριζικά διαφορετικό μοντέλο ζωής. Αυτό ήταν αναπόφευκτο. Δεν θα βρεθεί ποτέ καμία κοινωνία που θα απορρίψει εξ ολοκλήρου την ιδιοκτησία, αφού αυτή είναι ο κύριος μηχανισμός στον οποίο βασίζεται η ίδια η κοινωνία.
Όλες οι μεγάλες ιστορικές θρησκείες επέτυχαν μόνο όταν περιόρισαν βαθμιαία τις πιο ακραίες απαιτήσεις τους. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να εξαχθεί ένα απλό ηθικό ρητό από τον ριζοσπαστισμό της πρώτης εκκλησίας. Αλλά για αυτούς τους οποίους η Καινή Διαθήκη δεν είναι απλά μια ιστορία του παρελθόντος αλλά μια πρόκληση για το παρόν, αξίζει να αναρωτηθούμε εάν η απόσταση που χωρίζει τον χριστιανισμό της Αποστολικής εποχής από τον πολύ πιο άνετο Χριστιανισμό των μεταγενέστερων αιώνων – και ειδικά τον Χριστιανισμό του ανεπτυγμένου κόσμου σήμερα – είναι περισσότερο από απλά χρονική και περιστασιακή.
Ο Ντέιβιντ Μπέντλεϋ Χάρτ είναι συνάδελφος στο Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών του Πανεπιστημίου Νότρ Ντάμ και συγγραφέας του “Η Καινή Διαθήκη: Μια Μετάφραση”.
To ιστολόγιο Δημόσια Ορθοδοξία επιδιώκει να προωθήσει συζήτηση και συνδιάλεξη, παρέχοντας ένα φόρουμ για διαφορετικές απόψεις σε σχέση με σύγχρονα ζητήματα που αφορούν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι απόψεις που εκφράζονται σ’ αυτό το άρθρο είναι αποκλειστικά του συγγραφέως και δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις των εκδοτών, των μεταφραστών, ή του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδώ
*Trans.: Katherine Chaffee