Αιδες. Αρχιδιακόνου Ιωάννη Χρυσαυγή (Rev. Archdeacon John Chryssavgis) | English | ру́сский
Για τους τελευταίους αιώνες, η τάξη της διακονίας έχει καταστεί
αποκλειστικά ως συμβολικός ή μεταβατικός ρόλος στην εκκλησία.
Ο
ενοριακός κλήρος χειροτονείται στην ιεροσύνη υπηρετώντας μόνο για μικρό
χρονικό διάστημα ως διάκονοι. Είναι σαν να αναμένεται να «προχωρήσουν» ή
να «ανελιχθούν». Η διακονία έχει μειωθεί σε κάτι λίγο περισσότερο από
«προετοιμασία», ή «ενδιάμεσο στάδιο» στον δρόμο προς την ιεροσύνη ή την
επισκοπή. Οι τελευταίες δύο τάξεις συχνά θεωρούνται οι σημαντικότερες
(χειροτονημένες) λειτουργίες, ενώ η διακονία αντιμετωπίζεται σαν ένα
είδος υπο-ιερατείας, και σπάνια θεωρείται ως μόνιμο ή δια βίου αξίωμα.
Αλλά δεν ήταν έτσι πάντα. Ο άγιος Ιγνάτιος Αντιόχειας, στα τέλη του
πρώτου αιώνα, έγραψε πως, μαζί με τον επίσκοπο και τους πρεσβύτερους, οι
διάκονοι είναι ουσιαστικό μέρος της δομής της εκκλησίας, η οποία πληροί
την ενότητά της -ολοκληρωτικά και αμέριστα- όταν η εκκλησιαστική
κοινότητα είναι με «τοὺς διακόνους ὡς Ἰησοῦν Χριστόν, ὡς καὶ τὸν
ἐπίσκοπον ὄντα τύπον τοῦ πατρός, τοὺς δὲ πρεσβυτέρους ὡς συνέδριον θεοῦ
καὶ ὡς σύνδεσμον ἀποστόλων. Χωρὶς τούτων», προσθέτει ο Άγιος Ιγνάτιος, «ἐκκλησία οὐ καλεῖται» (Επιστολή προς Τραλλιανούς).
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας θυμίζει την αντίληψη της
πρωτοχριστιανικής εκκλησίας προς τους διακόνους όταν γράφει πως «ακόμη
και οι επίσκοποι ονομαζόταν διάκονοι» (Ομιλία στην Προς Φιλιππησίους Α’).
Πράγματι, την εποχή των αποστόλων δεν υπήρχε κανένα υποκείμενο
συμπέρασμα ή προσδοκία πως η διακονία ήταν απλά μια προϋπόθεση ή συνθήκη
για ανύψωση στο βαθμό της ιεροσύνης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο
πιστεύω ότι δεν μπορεί να υπάρξει μια σαφής κατανόηση της ιεροσύνης -ή
της επισκοπής- εάν πρώτα δεν κατανοήσουμε και εκτιμήσουμε σωστά τη
διακονία. Στις αρχές του εβδόμου αιώνα, ο
άγιος Ισίδωρος, επίσκοπος Σεβίλλης δήλωσε ξεκάθαρα ότι χωρίς την τάξη
των διακόνων, ο ιερέας έχει το όνομα αλλά όχι το οφίκιο -ο ιερέας
αφιερώνει, προσεύχεται και καθαγιάζει. αλλά ο διάκονος διανέμει,
απαγγέλλει και μοιράζεται (De Ecclesciasticis Officiis).
Μια πληρέστερη οπτική της χειροτονηθείσας εκκλησιαστικής λειτουργίας
θα πρέπει να αναγνωρίζει τον ρόλο του επισκόπου ως δεσμό ενότητας και
δογματικό εκπρόσωπο, και θα πρέπει να σέβεται τον ρόλο του πρεσβυτέρου
ως ιερουργό της παρουσίας του Χριστού στην τοπική κοινότητα. Αλλά, θα
πρέπει επίσης και να συνειδητοποιεί τον ρόλο του διακόνου ως υπηρέτη
στην ολοκλήρωση και την συμπλήρωση αυτού του κύκλου ενότητας και
κοινότητας στην τοπική εκκλησία. Η υπηρεσία των διακόνων υπερβαίνει το
λειτουργικό έργο. Ένας διάκονος μπορεί να προσφέρει στην κοινότητα
χαρίσματα όπως την διοίκηση, την εκπαίδευση, την ποιμαντική και
πνευματική νουθεσία, και την κατήχηση της νεολαίας. Και, κατά τη γνώμη
μου, οι ρόλοι αυτοί εκπληρώνονται εξίσου εύκολα από άνδρες και γυναίκες.
Πολλοί σήμερα θεωρούν την ιερατική μας θεολογία ως πυραμίδα, με την
επισκοπή στην κορυφή. Αυτή η πυραμίδα θα πρέπει να αναποδογυριστεί,
ξεκινώντας όχι από την κορυφή προς τα κάτω, αλλά ξεκινώντας από την
στοιχειώδη και ουσιαστική έννοια της διακονίας, και αντανακλώντας
εκείνον που «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ» (Κατά Μάρκον 10:45),
χωρίς την υπηρεσία και τη θυσία Του Οποίου κανένα ιερατικό αξίωμα δεν
έχει νόημα. Οποιαδήποτε επανεκτίμησή σχετικά με την ιεροσύνη, με όλες
τις χρήσεις και την ποικιλομορφία της, θα πρέπει να προέλθει από τα κάτω
προς τα πάνω. Θα πρέπει να ξεκινήσει από τα λαϊκά στρώματα. Οι πιστοί
μας ξέρουν τι είναι σημαντικό και αποτελεσματικό στην εκκλησία.
αντιλαμβάνονται τις ευρύτερες διαστάσεις και τις συνέπειες της
ποιμαντικής διακονίας. Αυτός είναι ο λόγος που μια αναζωογόνηση της
διακονίας είναι ζωτικής σημασίας, τόσο για τον αναπροσανατολισμό του
χειροτονημένου κλήρου, όσο και για την αναζωογόνηση του ποιμαντικού μας
έργου.
Η τάξη της διακονίας διατηρεί όχι μόνο μια αίσθηση συμμετρίας μέσα
στην ιεροσύνη, αλλά και την «ισορροπία της ισχύος» στην εκκλησία. Κι
εδώ, πιστεύω, είναι η ουσία του προβλήματος. Η εκκλησία αντιστέκεται
σφοδρά σε οποιαδήποτε πρόκληση στην παρούσα θεσμική της εξουσία. Πρέπει
να μάθουμε να επιδιώκουμε την ταπεινοφροσύνη και όχι την εξουσία, να
ασκούμε τους εκκλησιαστικούς τύπους με απλότητα και όχι τελετή, να
διατηρούμε το όραμα «πως μπορούμε να μετατρέψουμε την εκκλησία από
ιεραρχική οργάνωση σε κοινότητα υπηρεσίας;», χωρίς νοσταλγία για το
παρελθόν αλλά με το βλέμμα στραμμένο προς την Βασίλεια.
Χωρίς διακόνους, μια ενορία γίνεται προοδευτικά αποκλεισμένη αντί για
καθολική, ολοένα και πιο τοπικιστική αντί για παγκόσμια. Οι διάκονοι
εξασφαλίζουν την καθολική διάσταση της εκκλησίας. Σε αρκετές
περιπτώσεις, οι διάκονοι είναι ο ελλείποντας κρίκος για τη διατήρηση της
πληρότητας του εκκλησιαστικού δόγματος, ή, τουλάχιστον, προλαμβάνει
μιας μορφής “μονοφυσιτισμού” στον θεσμό της εκκλησίας. Η εκκλησία
κηρύττει έναν Θεό που γίνεται αντιληπτός ως Τριάδα και μια εκκλησία που
δημιουργήθηκε ως συνοδικότητα και κοινωνία.
Εάν κατανοήσουμε σωστά την διακονία, τότε θα κατανοήσουμε καλύτερα
και τα αλλά αξιώματα της ιεροσύνης. Θα καταλάβουμε γιατί και πώς οι
γυναίκες μπορούν, με φυσικό και αβίαστο τρόπο, -εννοώντας κανονικά και
όχι κατ ‘εξαίρεση- να συμμετέχουν στη διακονία χωρίς να προκαλούν φόβους
πως θα θέλουν να χειροτονηθούν ιέρειες η ότι η εκκλησία θα εγκαταλείψει
την θεολογική συζήτηση περί ανδρικής ιεροσύνης. Μια ειλικρινή συζήτηση
σχετικά με την ιεροσύνη θα εμπλουτίσει την εκτίμησή μας τόσο για τα
χειροτονηθέντα οφίκια όσο και για το «βασίλειον ἱεράτευμα». Και «ὅτι
ἐὰν ᾖ ἐξ ἀνθρώπων ἡ βουλὴ αὕτη ἢ τὸ ἔργον τοῦτο, καταλυθήσεται· εἰ δὲ
ἐκ Θεοῦ ἐστιν, οὐ δύνασθε καταλῦσαι αὐτό, μή ποτε καὶ θεομάχοι εὑρεθῆτε.» (Πράξεις 5:38-39).
Με αυτόν τον τρόπο, η διακονία θα επεκταθεί και θα ενισχυθεί για να
απεικονίζει μια σύγχρονη έκφραση της εκκλησιαστικής λειτουργίας, μια
έκφραση ριζωμένη στην ιστορική αποστολική εμπειρία. Εξάλλου, πέρα από
τη διοίκηση και την εξουσία στην εκκλησία, υπάρχει προσφορά και υπάρχει
υπηρεσία. Πέρα από τον εορτασμό της θείας λειτουργίας και των ιερών
μυστηρίων, πρέπει επίσης να υπηρετούμε τους πλησίον ως ζωντανούς βωμούς
του σώματος του Χριστού. Ίσως, προοδευτικά, οι διάκονοι θα εμπνεύσουν
άλλα, νέα έργα, που δεν περιορίζονται από παραδοσιακούς ρόλους και
προσδοκίες. Μια σύγχρονη, δημιουργική ανανέωση της διακονίας για άνδρες
και γυναίκες μπορεί να γίνει η πηγή μιας συλλογικής ανάστασης όλων των
χειροτονημένων αξιωμάτων, παίζοντας έτσι ένα κρίσιμο ρόλο στην ευρύτερη
αποστολή της εκκλησίας. Από αυτήν την άποψη, η αποκατάσταση της
διακονίας μπορεί να αποδειχθεί τόσο έγκαιρη όσο και απαραίτητη.
Ο Αιδες. Ιωάννης Χρυσαυγής είναι διάκονος της Ελληνορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αμερικής.
Αυτή η έκθεση αποτελεί μέρος μιας σειράς σχετικά με την διακονία
στην Ορθόδοξη Εκκλησία που προέκυψε από ομιλίες της διάσκεψης «Ανανέωση
της Ανδρικής και Γυναικείας Διακονίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία» που
πραγματοποιήθηκαν από το Κέντρο Διακονισσών Αγία Φοίβη στο Ίρβαϊν της Καλιφόρνια τον Οκτώβριο του 2017.
To ιστολόγιο Δημόσια Ορθοδοξία επιδιώκει
να προωθήσει συζήτηση και συνδιάλεξη, παρέχοντας ένα φόρουμ για
διαφορετικές απόψεις σε σχέση με σύγχρονα ζητήματα που αφορούν τον
Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι απόψεις που εκφράζονται σ’ αυτό το άρθρο είναι
αποκλειστικά του συγγραφέως και δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις των
εκδοτών, των μεταφραστών, ή του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών.
*Trans.: Katherine Chaffee