Υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους μπορεί να αναγνωσθεί η αγία Γραφή και υπάρχει επίσης πολλή συζήτηση σχετικά μ’ αυτούς τους τρόπους, τόσο σε γενικό επίπεδο όσο και σε ακαδημαϊκούς κύκλους. Αλλά υπάρχει ένα χαρακτηριστικό της ανάγνωσης της αγίας Γραφής το οποίο είναι απόλυτα θεμελιώδη για την χριστιανική παράδοση, από την πρώτη προκήρυξη του ευαγγελίου, μέχρι και τα Σύμβολα της Πίστεως που διατύπωσαν οι σύνοδοι τις εκκλησίας. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι τόσο σημαντικό που ο απόστολος Παύλος το επαναλαμβάνει δύο φορές στην ίδια πρόταση: «παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις ὃ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς, καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτη ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς» (Προς Κορ. Α’ 15:3-4). Η φράση «τας Γραφάς» είναι αυτό που εμείς σήμερα (κάπως λανθασμένα) αποκαλούμε «Παλαιά Διαθήκη». Χρησιμοποιώντας αυτές τις ίδιες Γραφές, η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος στην Νίκαια δήλωσε και επιβεβαίωσε ότι ο Χριστός «παθόντα και ταφέντα, και αναστάντα την τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς». Αυτές οι «Γραφές» παρείχαν το πλαίσιο, τους όρους, τις εικόνες, και την γλώσσα με την οποία οι Απόστολοι και Ευαγγελιστές κατανόησαν και κήρυξαν την αποκάλυψη του Θεού εν Χριστώ. Ήταν, και εξακολουθούν να είναι, (ακόμη και σήμερα, που έχουμε την Καινή Διαθήκη) οι κύριες και πρωτεύουσες Γραφές της Χριστιανικής παράδοσης. Οι ίδιοι οι τόμοι της Καινής Διαθήκης αποκαλούν και χρησιμοποιούν την Παλαιά Διαθήκη ως την «Γραφή». Η Παλαιά Διαθήκη είναι το βασικό κείμενο δια του οποίου οδηγούμαστε στην αποκάλυψη του Θεού εν Χριστώ.
Ωστόσο, διακηρύττοντας τον Χριστό «κατά τας Γραφάς» σημαίνει ότι οι Γραφές αυτές διαβάζονται από τους Χριστιανούς με διαφορετικό τρόπο πριν, και με διαφορετικό τρόπο μετα που αντιμετωπίζουν τον Χριστό. Αυτό το βλέπουμε ξεκάθαρα στη συνάντηση των μαθητών με τον Χριστό στον δρόμο προς την Εμμαούς. Οι μαθητές που συνοδεύαν τον Χριστό πριν το πάθος του, δεν είχαν ποτέ πλήρη γνώση του «ποίος έστιν» Αυτός. Ούτε ο Πέτρος, ο όποιος ομολόγησε τον Χριστό στον δρόμο προς την Καισάρεια του Φιλίππου κατάλαβε απόλυτα, )όπως βλέπουμε μερικούς στίχους αργότερα όταν ο Κύριος τον αποκαλεί «σατανά» για την προσπάθεια του να τον σταματήσει από το εκούσιό του πάθος) (Ματ. 16:13-23). Οι μαθητές τον εγκατέλειψαν κατά την σταύρωση. Δεν κατανόησαν την σημασία του άδειου τάφου. Δεν αναγνώρισαν καν τον αναστημένο Χριστό. Βλέποντας και ζώντας όλα τα οποία είδαν και βίωσαν δεν τους οδήγησε σε μια πλήρη κατανόηση του μυστήριου της «ταυτότητας» του Χριστού. Μόνο όταν ο Ίδιος άνοιξε τις Γραφές και τους εξήγησε, από το Νόμο και τους Προφήτες, πώς ο Υιός του Ανθρώπου έπρεπε να υποφέρει για να εισέλθει εις την δόξα Του, τότε μόνο ήταν επιτέλους έτοιμοι να Τον γνωρίσουν στο κλάσμα του άρτου (Λουκ. 24:13-35). Είχαν διαβάσει τον Νόμο και τους Προφήτες πολλές φορές, αλλά ποτέ μ’ αυτόν τον τρόπο!
Κάτι παρόμοιο βλέπουμε και στην περίπτωση του αποστόλου Παύλου, που ως Φαρισαίος γνώριζε λεπτομερώς τις Γραφές, αλλά βάσει τους, δίωκε τους Χριστιανούς, μέχρι που κι αυτός αντιμετώπισε τον Χριστό, κάτι που τον οδήγησε να μελετήσει τις Γραφές με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο. Ο ίδιος ο Απόστολος εξέτασε το γεγονός αναλυτικά, και το περιέγραψε ως «κάλυμμα» που περιαιρεῖται. Το ίδιο κάλυμμα που ο Μωυσής «ἐτίθει ἐπὶ τὸ πρόσωπον ἑαυτοῦ» όταν κατέβαινε από το όρος Σινά, τώρα καλύπτει τα κείμενα του Μωυσή, έτσι ώστε η δόξα που περιέχουν δεν θα αποκαλυφθεί μέχρι να αφαιρεθεί το κάλυμμα μέσω επιστροφής στον Κύριο (Β’ Κορ. 3:12-18).
Ο άγιος Ειρηναίος της Λυών (Λουγδούνου) χρησιμοποίησε αυτές και άλλες Βιβλικές απεικονίσεις όταν περιέγραψε τις Γραφές ως ψηφιδωτό που απεικονίζει τον Χριστό όταν θεωρείται με την σωστή «υπόθεση» (Έλεγχος και Ανατροπή της Ψευδωνύμου Γνώσεως/Κατά Αιρέσεων 1.81.1). Αρά, ο ίδιος ο Χριστός είναι ο θησαυρός που κρύβεται στις Γραφές. Ηταν κρυμμένος εκεί “διὰ τύπων καὶ παραβολῶν ἐσημαίνετο μὴ δυναμένων νοηθῆναι πρὸ τοῦ τὴν ἔκβασιν τῶν προφητευομένων ἐλθεῖν, ἥτις ἐστὶν ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου» (ο.π. 4.26.1). Γι’ αυτόν τον λόγο, συνεχίζει ο άγιος, ειπώθηκε στον προφήτη Δανιήλ: «καὶ σύ, Δανιήλ, ἔμφραξον τοὺς λόγους καὶ σφράγισον τὸ βιβλίον ἕως καιροῦ συντελείας, ἕως διδαχθῶσι πολλοὶ καὶ πληθυνθῇ ἡ γνῶσις… ὅτι εἰς καιρὸν καιρῶν καὶ ἥμισυ καιροῦ· ἐν τῷ συντελεσθῆναι διασκορπισμὸν γνώσονται πάντα ταῦτα.» (Δανιήλ 12:4,7) Και παρομοίως στον προφήτη Ιερεμία: «επ’ εσχατου των ημερων νοησουσιν αύτα» (Ιερ. 23:20).
Άρα, συνεχίζει ο άγιος Ειρηναίος:
«Πᾶσα γὰρ προφητεία πρὸ τῆς ἐκβάσεως αἴνιγμά ἐστι καὶ ἀντιλογία τοῖς ἀνθρώποις· ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ καιρὸς καὶ ἀποβῇ τὸ προφητευθέν, τότε τῆς ἀκριβεστάτης ἐπέτυχεν ἐξηγήσεως. Καὶ διὰ τοῦτο ὑπὸ Ἰουδαίων μὲν ἀναγινωσκόμενος ὁ νόμος ἐν τῷ νῦν καιρῷ μύθῳ ἔοικεν· οὐ γὰρ ἔχουσι τὴν ἐξήγησιν τῶν πάντων, ἥτις ἐστὶν ἡ κατ’ ἄνθρωπον παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ· ὑπὸ δὲ χριστιανῶν ἀναγινωσκόμενος, θησαυρός ἐστι, κεκρυμμένος μὲν ἐν ἀγρῷ, αὐτοῖς δὲ ἀποκαλυπτόμενος» από το φως του σταυρού του Χριστού.
Οι Γραφές κλείνονται, καλύπτονται, σφραγίζονται, αλλά αποκαλύπτονται και ανοίγονται από τον Σταυρό, έτσι ώστε χωρίς αυτόν διαβάζονται μόνο ως «μύθος», αλλά όταν αναγιγνώσκονται εν το φως αυτού, ο Χριστός αποκαλύπτεται και ο αναγνώστης δοξάζεται όπως δοξάστηκε ο Μωυσής.
Η Γραφή διαβάζεται τώρα με διαφορετική οπτική, με διαφορετικό τρόπο από πριν, με τον ίδιο τρόπο που ο Χριστός τώρα αναγνωρίζεται όχι σαν υιός του Ιωσήφ αλλά ως Αιώνιος Λόγος του Θεού. Υπάρχουν, όπως σημειώνει ο Τζειμς Κούγκελ (James Kugel), τέσσερα στοιχεία σχετικά με την Αγία Γραφή που υποβαστάζουν αυτή την ανάγνωση και τα οποία συνηθιζόταν σε όλες τις αρχαίες βιβλικές ερμηνείες. Πρώτον, η Αγία Γραφή είναι ουσιαστικά κεκρυμμένη, απόκρυφη. Εάν δεν ήταν κρυμμένη, εάν δεν χρειαζόταν να ανοιχτεί ή να αποκαλυφθεί, δεν θα ήταν Γραφή . Δεύτερον, η αγία γραφή είναι «ουσιωδώς σχετικόκείμενο», το οποίο δεν εσυντάχθη για να μας ενημερώσει σχετικά με γεγονότα στο παρελθόν, αλλά για το παρόν: «ταῦτα δὲ πάντα τύποι συνέβαινον ἐκείνοις, ἐγράφη δὲ πρὸς νουθεσίαν ἡμῶν, εἰς οὓς τὰ τέλη τῶν αἰώνων κατήντησεν.» (Α Κορ. 10:11) Τρίτον, η Αγία Γραφή είναι αρμονική, ο Νόμος και οι Προφήτες μιλούν για εκείνον που ανοίγει το βιβλίο και πώς πρέπει να υποφέρει για να εισέλθει εις την δόξα του. Τέταρτον, με βάση τα προηγούμενα τρία, η αγία γραφή είναι «εμπνευσμένη». Η έμπνευσή της συνδέεται με το άνοιγμα των Γραφών και καταλήγει σε μια εμπνευσμένη ανάγνωση. Όλα αυτά τα στοιχεία βασίζονται στον ίδιο τον Χριστό, ο οποίος μας μιλάει μέσω των Γραφών.
Η ανάγνωση της Γραφής από τους Αποστόλους και τους Ευαγγελιστές, και από τους Πατέρες της εκκλησίας που ακολουθήσαν τα βήματα και την παράδοσή τους, λειτουργεί μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο της «αποκάλυψης» ή του «ανοίγματος» του βιβλίου, κι απ’ αυτήν την άποψη είναι πάντα «αποκαλυπτικό» (με την έννοια του «αφαιρώ το κάλυμμα», η οποία είναι η βασική έννοια της λέξης αποκάλυψη). Σύμφωνα με τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης δεν έχει σημασία αν ονομάσουμε αυτόν τον τρόπο ανάγνωσης «αλληγορικό» ή «τροπολογικό». Για να το θέσω απερίφραστα, εκτός αν κάποιος διαβάζει την αγία γραφή ‘αποκαλυπτικά’ ή ‘αλληγορικά’, δεν την διαβάζει ως Γραφή, αλλά απλά ως ιστορία, ή, όπως το έθεσε ο άγιος Ειρηναίος, ως «μύθο» (ακόμη κι αν αυτός ο μύθος είναι ιστορικά αληθείς). Στο το φως αυτής της από-κάλυψης, μπορούμε φυσικά να διαβάσουμε την Αγία Γραφή σαν μια αφήγηση που αρχίζει από τον Αδάμ και φτάνει στον Χριστό, (κάτι που ο Ειρηναίος και άλλοι αποκαλούσαν την «οικονομία», αλλά που, από τον δέκατο όγδοο αιώνα, έχει αποκληθεί, για διάφορους λόγους και κάπως παραπλανητικά, «σωτηριολογική ιστορία». Αυτό το όνομα είναι παραπλανητικό γιατί δεν είναι «ιστορία» όπως λειτουργεί ο ακαδημαϊκός κλάδος της ιστορίας, αλλά μια θεολογική ανάγνωση ολόκληρης της Γραφής από την άποψη του τέλους, του εσχάτου). Έτσι, έχουμε μια «συγχρονική» άποψη της Γραφής, τα βλέπουμε όλα μαζί, σε μια εικόνα, σαν ένα ψηφιδωτό που απεικονίζει τον ίδιο τον Χριστό. Αυτό αναπτύσσεται διαχρονικά, ως η μία Θεϊκή οικονομία. Όταν αυτό θεωρείται από την άποψη του τέλους, είναι η αποκαλυπτική «αφαίρεση του καλύμματος» μέσω του σταυρού. Όσο για την δική μας διαχρονική ανάγνωση, -χρειάζεται χρόνος για να διαβάσουμε από το ένα κείμενο στο επόμενο και, καθώς αφιερώνουμε χρόνο σε τέτοια ανάγνωση, οι Γραφές ανοίγουν για μας, και μας οδηγούν όλο και βαθύτερα εις το μυστήριο του Ιησού Χριστού. Ωριμάζουμε, και από το γάλα προχωρούμε σε στερεά τροφή, καθώς, σταδιακά, ενδυόμαστε τον Χριστό.
Αυτά τα στοιχεία χαρακτηρίζουν την ανάγνωση της Γραφής, από την αρχή της εκκλησίας μέχρι και την εποχή των Συνόδων. Αυτά διαμορφώσαν τη θεολογική σκέψη της περιόδου και οδήγησαν στους δογματικούς της ορισμούς. Για παράδειγμα, ο Άρειος θεωρούσε πως τα λόγια της Σοφίας (περί του εαυτού της) «Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ, πρὸ τοῦ αἰῶνος ἐθεμελίωσέ με ἐν ἀρχῇ, πρὸ τοῦ τὴν γῆν ποιῆσαι καὶ πρὸ τοῦ τὰς ἀβύσους ποιῆσαι, πρὸ τοῦ προελθεῖν τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, πρὸ τοῦ ὄρη ἑδρασθῆναι, πρὸ δὲ πάντων βουνῶν γεννᾷ με.» (Παροιμίαι Σολομώντος 8:22-5), αναφέρονται στον Χριστό ολοκληρωτικά και με έναν μόνο τρόπο. Αυτό τον οδήγησε στην «ενωτική» του ανάγνωση, εντός της οποίας ο Χριστός δεν είναι ούτε πλήρως Θεός, ούτε πλήρως άνθρωπος, αλλά κάτι σαν μεσολαβητική θεότητα. Απεναντίας, ο άγιος Αθανάσιος, ακολουθώντας μια παράδοση που έχει τις ρίζες της τουλάχιστον στον άγιο Ιγνάτιο (πβ. Εφες. 7.2) μελετούσε την αγία Γραφή «διαχωριστικά», η «τμηματικά». Κατανοούσε πως μερικά κείμενα μιλάνε για τον Χριστό ως Θεό («γεννᾷ με» -στον ενεστώτα, και χωρίς σκοπιμότητα), και μερικά σαν άνθρωπο («ἔκτισέ με», δηλώνεται με σκοπό), έτσι ώστε να δείξει πως ο Χριστός είναι ο ένας τέλειος μεσολαβητής μεταξύ Θεού και ανθρώπων, αφού είναι ολοκλήρως Θεός καιολοκλήρως άνθρωπος. «Σκοπὸς τοίνυν οὗτος καὶ χαρακτὴρ τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὡς πολλάκις εἴπομεν, διπλῆν εἶναι τὴν περὶ τοῦ Σωτῆρος ἐπαγγελίαν ἐν αὐτῇ· ὅτι τε ἀεὶ Θεὸς ἦν καὶ Υἱός ἐστι, Λόγος ὢν καὶ ἀπαύγασμα καὶ σοφία τοῦ Πατρός· καὶ ὅτι ὕστερον, δι’ ἡμᾶς σάρκα λαβὼν ἐκ Παρθένου τῆς Θεοτόκου Μαρίας, ἄν θρωπος γέγονε.» ( 4 Λόγοι κατά Αρειανών.3.29). Αυτός ο διπλός σκοπός αντιστοιχεί με την υπάρχουσα διάκριση μεταξύ θεολογίας και οικονομίας. Ο Χριστός είναι Θεός, και έγινε άνθρωπος για τη σωτηρία μας. Η διάκριση ανάμεσα στο «είναι» και το «έγινε» δεν είναι αυτή μιας αφήγηση εντός οποιουδήποτε χρονικού πλαισίου (αφού ο Θεός δεν είναι εντός χρόνου) αλλά μια διάκριση λογικής ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο τον περιγράφουν οι γραφές. Ως Υιό Θεού, που είναι και ως αυτό που έγινε σκόπιμα, για την σωτηρία μας (πβ Αγίου Γρηγόριου του Θεολόγου, λόγος 29.18). Ο Διόδωρος Ταρσου και ο Θεόδωρος Μοψουεστίας ήταν οι πρώτοι (μετά τον Μαρκιανό) να ισχυριστούν ότι οι Γραφές (η «Παλαιά Διαθήκη») δεν αναφέρονται στον Χριστό, αλλά πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με την ίδια την ιστορία τους και μόνο, η οποία (ιστορία) διαφέρει από την ιστορία της Καινής Διαθήκης. Αυτή η ερμηνευτική πρακτική σχετίζεται με, και οδηγεί σε, μια «δυο-προσωπική» Χριστολογία, δηλαδή βλέπει τον Λόγο του Θεού ως ξεχωριστό ον από τον άνδρα που γεννήθηκε εκ της Μαριάμ. Ο πρώτος «κατοίκησε» εντός του δευτέρου ως εντός ενός ναού. Η Σύνοδος της Χαλκηδόνας, ακολουθώντας τον Άγιο Κύριλλο Αλεξάνδρειας, παρόλο που χρησιμοποίησε μια φρασεολογία δύο φύσεων, επανέλαβε και τόνισε κατηγορηματικά την ενότητα του Ιησού Χριστού, τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο, στον οποίο αναφέρονται οι Γραφές και με τις δυο φύσεις του. Ο Θεάνθρωπος ερμηνεύει και ορίζει τις έστιν Θεός και τις έστιν άνθρωπος σε ένα πρόσωπον και μια υπόσταση.
Αυτή είναι η ανάγνωση των Γραφών εγγενή στην θεολογική σκέψη που οδήγησε στα ουσιώδη δόγματα της Χριστιανικής θεολογίας. Όμως, η συμφωνία της δογματικής μελέτης και της Βιβλικής ερμηνείας, όπως εφαρμόζονται στο πλαίσιο μιας λειτουργικής κοινωνίας και μιας ασκητικής πρακτικής με σκοπό να «ενδυθούμε τον Χριστό», καταστρέφεται όταν τα «δόγματα» εξάγονται και αποσπώνται από αυτό το περιβάλλον για να αντιμετωπισθούν «συστηματικά», ανεξάρτητα από την Βιβλική ερμηνεία. Όταν τάσσονται παράλληλα με άλλους τρόπους Βιβλικής ανάγνωσης, κυρίως αυτούς με ιστορικό προσανατολισμό, το αποτέλεσμα είναι μια σύγχυση σχετικά με το πώς συγκρατούνται όλα μαζί, με ορισμένους να τονίζουν την απόλυτη ιστορικότητα κάθε λέξης της αγίας γραφής, και άλλους να υποστηρίζουν την απολυτή ιστορικότητα μόνο εν μέρει. Αλλά ούτε οι μεν ούτε οι δε διαβάζουν την Γραφή ως Γραφή. Όταν διαβάζεται ως Γραφή, αποκαλύπτονται άλλοι τρόποι κατανόησης του περιεχομένου. Για παράδειγμα, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης στο έργο του Η Δημιουργία και ο Πρωτάνθρωπος, διαβάζει το πρώτο κεφάλαιο της Γένεσης σαν μια Μωυσαϊκή περιγραφή «ανθρωπογένεσης». Πρώτα εμφανίζονται τα φυτά (εμψυχωμένα από μια «φυτική ψυχή»), μετα τα έμβια όντα (στα οποία μπορούμε να αντιληφθούμε την ικανότητα αντίληψης και κίνησης), και τελικά το ανθρώπινο ον (με όλα τα χαρακτηριστικά των χαμηλότερων επίπεδων, αλλά εμψυχωμένα επίσης με «λογική ψυχή»). Το συμπέρασμα του Αγίου Γρηγορίου είναι ότι ο Μωυσής μας διδάσκει ότι «η φύση κάνει μια, ας πούμε ‘ανάβαση’, βήμα βήμα –εννοώντας σε σχέση με τις διάφορες ζωικές ιδιότητες- από την χαμηλότερη στην πιο τέλεια μορφή». Αυτό είναι μέρος της σκέψης του Αγίου Γρηγορίου σχετικά με την διάπλαση του ανθρώπινου όντος, όχι μια προσπάθεια να «κάνει ιστορία», αλλά δείχνει τη γονιμότητα της πατερικής ερμηνείας, και ίσως μας υποδεικνύει μια διέξοδο από τους σύγχρονούς μας προβληματισμούς.
*Trans.: Katherine Chaffee
To ιστολόγιο Δημόσια Ορθοδοξία επιδιώκει να προωθήσει συζήτηση και συνδιάλεξη, παρέχοντας ένα φόρουμ για διαφορετικές απόψεις σε σχέση με σύγχρονα ζητήματα που αφορούν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι απόψεις που εκφράζονται σ’ αυτό το άρθρο είναι αποκλειστικά του συγγραφέως και δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις των εκδοτών, των μεταφραστών, ή του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδώ
«Πᾶσα γὰρ προφητεία πρὸ τῆς ἐκβάσεως αἴνιγμά ἐστι καὶ ἀντιλογία τοῖς ἀνθρώποις· ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ καιρὸς καὶ ἀποβῇ τὸ προφητευθέν, τότε τῆς ἀκριβεστάτης ἐπέτυχεν ἐξηγήσεως. Καὶ διὰ τοῦτο ὑπὸ Ἰουδαίων μὲν ἀναγινωσκόμενος ὁ νόμος ἐν τῷ νῦν καιρῷ μύθῳ ἔοικεν· οὐ γὰρ ἔχουσι τὴν ἐξήγησιν τῶν πάντων, ἥτις ἐστὶν ἡ κατ’ ἄνθρωπον παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ· ὑπὸ δὲ χριστιανῶν ἀναγινωσκόμενος, θησαυρός ἐστι, κεκρυμμένος μὲν ἐν ἀγρῷ, αὐτοῖς δὲ ἀποκαλυπτόμενος» από το φως του σταυρού του Χριστού.