Σάββατο 4 Ιουνίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ' ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ: ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ 318 ΘΕΟΦΟΡΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ




Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν
Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Ὁμότιμη Καθηγήτρια Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

Κυριακὴ Ζ´ ἀπὸ τοῦ Πάσχα: Τῶν ἁγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, 31 Μαΐου 2020,
(Αριθμ. 18Ν1)

Α. 1. Η έβδομη Κυριακή μετά το Πάσχα, ή η Κυριακή μεταξύ της Αναλήψεως και της Πεντηκοστής, και ιδιαίτερα μεταξύ της Αναλήψεως και της Αποδόσεως της εορτής, είναι αφιερωμένη στους Θεοφόρους Πατέρες της Α´ Οικουμενικής Συνόδου του 325. Η Σύνοδος συνήλθε, για να επιλύσει θέματα κυρίως εκκλησιαστικής ευταξίας μετά την περιπέτεια της Εκκλησίας από τους διωγμούς του Διοκλητιανού[1].
2. Μετά τους διωγμούς, που πολλοί ήταν εκείνοι που υπέφεραν κι άλλοι μαρτύρησαν φρικτά, οι περισσότεροι στην Αίγυπτο, τη Βόρεια Αφρική και κάποιοι στη Ρώμη κι αλλού, όσοι υπέμειναν το μαρτύριο, διεκδικούσαν να χειρισθούν τα εκκλησιαστικά πράγματα και να ορίζουν και τις χειροτονίες, σα να τους το χρωστούσε η Εκκλησία, και ρήμαζαν το κοινό σώμα της Εκκλησίας χωρίζοντας τους χριστανούς σε καθαρούς κι ακάθαρτους, στο εμείς οι άγιοι και κατέχοντες την αλήθεια και στους άλλους. Εξάλλου, αυτή η απαίτηση από ασθενή μέλη της Εκκλησίας, που νομίζουν ότι η Εκκλησία τους χρωστά, γιατί διακονούν, ενώ ως ικανότατοι θα μπορούσαν να κατακτήσουν και τον κόσμο, είναι κάτι που δεν εξέλειπε μέχρι τις μέρες μας. Δεν είναι μόνο σημερινή πραγματικότητα, που ανοητεύοντες πάσης φύσεως και υφής διχάζουν τον κοσμάκη, είναι μια πολύ παλιά υπόθεση που επιβιώνει εδώ και αιώνες, και ενισχύεται κατά καιρούς και ξαναφέρνει τον αρχαιοελληνικό μηχανιστικό ηθικισμό ως κανόνα πορείας και σωτηρίας. Το θέμα, λοιπόν, των λεγομένων «ϰαθαρών» (κάτι σαν τους σύγχρονους οργανωσιακούς παρεκκλησιαστικούς κύκλους και τα μέλη τους, τους κριτές της οικουμένης) ήταν που διαιρούσε τις πολύπαθες τοπικές Εκκλησίες, και συνήλθε η Σύνοδος στη Νίκαια. Μαζί τέθηκε ως θέμα ο κοινός εορτασμός του χριστιανικού Πάσχα και το θέμα των παρερμηνειών του πρωτοπρεσβύτερου της Εκκλησίας Αλεξανδρείας Αρείου, ο οποίος είχε κάνει την ομαδούλα του, το έπαιζε επίσης άγιος και πολύ πνευματικός προσελκύοντας αρκετούς «καθαρούς» και είχε τα μάτια του να γίνει Αλεξανδρείας. Αυτοί οι τύποι στην Εκκλησία πάντα υπάρχουν, μολύνοντας προσκαίρως τα ασθενή μέλη της Εκκλησίας και καθιστώντας την περίγελο των ανθρώπων.

Β. 1. Η Σύνοδος έβαλε στη θέση τους όλους τους υποκριτές, καταδικάζοντας τις συμπεριφορές τους ως προς την εκκλησιαστική ευταξία, για να μην είναι οι χριστιανοί ξέφραγο αμπέλι από ομαδούλες ευσεβιστών, που έκαναν και το μεγάλο δάσκαλο και προφήτη, αλλά και ήλεγξε την πίστη του Αρείου και των οπαδών του με συγκεκριμένο κείμενο επί τη βάσει μάλλον του βαπτιστηρίου Συμβόλου Πίστεως της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, και επί του οποίου τοποθετήθηκαν όλοι οι 318 συνοδικοί επίσκοποι (ο αριθμός ανάγεται στην Παλαιά Διαθήκη, όπου απαντά ο θεολογικός τύπος στους οικογενείς του Πατριάρχη Αβραάμ, όπως θα δούμε παρακάτω). Έτσι προέκυψε, χωρίς να είναι ο αρχικός σκοπός συγκλήσεως της Συνόδου, το Σύμβολο Πίστεως της Νικαίας. Ήταν ένα κείμενο που προέκυψε, δηλαδή, όχι από πρόθεση αλλά ως έκπληξη, ως έργο του Αγίου Πνεύματος. Από κει και πέρα η Εκκλησία δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να ερμηνεύει το Σύμβολο της Πίστεως σε μία αντιστοιχία με την Αγία Γραφή, με ποικίλους τρόπους, συνοδικά, λειτουργικά, με λόγο, με νήψη, με τέχνη, με πολιτισμό.
2. Κι επειδή οι τριακόσιοι δεκαοκτώ Θεοφόροι Πατέρες ερμήνευσαν τη βαπτισματική πίστη, περί της οποίας ο Χριστός μίλησε στους Μαθητές του κατά την Ανάληψη, γι᾽ αυτό τίθεται ο εορτασμός προ της Πεντηκοστής ως κατήχηση, ως ερμηνεία, δηλαδή, της βαπτισματικής πίστης, που έζησαν οι Απόστολοι την Πεντηκοστή, κι όλοι μας ως μέλη της Εκκλησίας της Πεντηκοστής, όπως εκθέτει τα πράγματα ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων στο ομώνυμο έργο και σε μία αντιστοίχηση με τα Προφητικά Αναγνώσματα της εορτής. Επαναλαμβάνω αυτό που γράφτηκε σε προηγούμενο κείμενο για το τί είναι η Πεντηκοστή: Οι Μαθητές προ της Αναλήψεως λαμβάνουν την παραγγελία από το Χριστό, άμα τε και υπόμνηση περί της «ἐπαγγελίας» του Πατρός, η οποία δεν είναι μία αφηρημένη ιδέα, έννοια, αλλά συγκεκριμένη πράξη. Πρόκειται για το γεγονός του βαπτίσματος ἐν Πνεύματι Αγίω (Πράξ. α´, 6). Εξάλλου, ο Χριστός πρώτα έπραττε και ύστερα δίδασκε, όπως σημειώνει ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο Αποστολικό Ανάγνωσμα «ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν», Πράξ. α´, 1. Μάλιστα, σημειώνεται ότι αυτό το βάπτισμα, το οποίο θα τους συμβεί στα Ιεροσόλυμα, όπου πρέπει να περιμένουν: «καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ᾽ ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλήμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους», Λουκ. κδ´, 49, είναι υπέρβαση του δι᾽ ύδατος βαπτίσματος του Ιωάννη, υπέρβαση, δηλαδή, του Νόμου, και γι᾽ αυτό τους υποδεικνύεται και η έξοδος προς όλη την Οικουμένη, προς όλα τα έθνη, όπου δεν θα χρειάζονται, δηλαδή, να βαπτίζουν τους χριστιανούς στα ύδατα του Ιορδάνη: «ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ' ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μου μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς», Πράξ. α´, 8». Βάπτισμα των Αποστόλων ἐν πυρίναις γλώσσαις είναι η Πεντηκοστή. Γι᾽ αυτό και ονομάζεται παραστατικά γενέθλιος ημέρα της Εκκλησίας για όλα τα έθνη. Οι Μαθητές βαπτίσθηκαν στις πύρινες γλώσσες του Αγίου Πνεύματος και γι᾽ αυτό οι Πατέρες της Α´ (και Β´) Οίκουμενικής Συνόδου ερμηνεύουν πρώτιστα τη βαπτισματική ομολογία και μόνο. Η αμφισβήτηση ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού Πατρός ενηθρώπησε πραγματικά και όχι κατά φαντασία οδήγησε εν συνεχεία τους Πατέρες των επόμενων πέντε Οικουμενικών Συνόδων να ερμηνεύσουν με βάση την ενότητα της αποκαλύψεώς του στους Προφήτες και τους Αποστόλους το πόσο θεμελιακό είναι για τη σωτηρία του ανθρώπου το Σύμβολο της Πίστεως στα άρθρα «σαρκωθέντα... καὶ ἐνανθρωπήσαντα...».

Γ. Το Αποστολικό Ανάγνωσμα προέρχεται από την τρίτη περιοδεία του Αποστόλου Παύλου, επιστρέφων αυτός από Τρωάδος και διά θαλάσσης από Μυτιλήνη, Χίο, Σάμο (Τρωγύλιο), Μίλητο προς Ιεροσόλυμα, καθώς ήθελε να βρίσκεται στα Ιεροσόλυμα για την ημέρα της Πεντηκοστής μετά από τρία χρόνια περιοδειών. Και, για να μην καθυστερήσει και δεν φτάσει έγκαιρα στα Ιεροσόλυμα, κάλεσε τους πρεσβυτέρους, τους προεστούς, από την Έφεσο να τους αποχαιρετήσει, καθώς θα παρέκαμπτε την Έφεσο. Το καίριο σημείο του Αναγνώσματος είναι η ευθεία μαρτυρία περί των χαρισμάτων του ιεραρχικού σώματος της Εκκλησίας εν Αγίω Πνεύματι: «ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος», Πράξ. κ´, 28. Τα υπόλοιπα της συναντήσεως μάς εισάγουν σε μία ατμόσφαιρα συγκλονιστική για το πώς έζησε η Αποστολική Εκκλησία τα γεγονότα των Παθών του Χριστού και την Πεντηκοστή. Μόνο έτσι μπορούμε να καταλάβουμε, έστω και λίγο, την ομολογία για τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Συμβόλου της Πίστεως[2].

Δ. 1. Ερχόμενη στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα επισημαίνω ότι είναι απόσπασμα από την Αρχιερατική Προσευχή του Χριστού, η οποία είναι φανέρωση της ένταξης του παλαιού Ισραήλ στην Εκκλησία την ώρα του Μυστικού Δείπνου, ανακεφαλαώνοντας στο πρόσωπό του ο Χριστός «δι᾽ ἡμᾶς» το τρισσό χαρισματικό αξίωμα στην ιστορία του περιούσιου λαού από τη δημιουργία του ανθρώπου, ως βασιλεύς, προφήτης και Μέγας Αρχιερεύς, θύτης και θύμα, Πνευματικώς ορώμενος και προσδεχόμενος την αναίμακτη θυσία μετά του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος, όπως ερμήνευσαν το Μυστήριο της Θείας Οικονομίας περαιτέρω οι Πατέρες της Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως του 1157 μετά και την περιπέτεια της Εκκλησίας, λόγω της απαράδεκτης προσθήκης περί της καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος οι χριστιανοί της Δύσης: «Τοῖς λέγουσιν ὅτι τὴν ἐν τῷ καιρῷ τοῦ κοσμοσωτηρίου πάθους τοῦ Κυρίου καὶ θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ προσαχθεῖσαν ὑπὲρ τῆς ἡμῶν σωτηρίας παρ᾽ αὐτοῦ θυσίαν τοῦ τιμίου αὐτοῦ σώμαός τε καὶ αἵματος, ὡς ἀρχιερέως, κατὰ τὸ ἀνθρώπινον, δι᾽ ἡμᾶς χρηματίσαντος, ὅτι περ ὁ αὐτὸς καὶ θεὸς καὶ θύτης καὶ θῦμα, κατὰ τὸν πολὺν ἐν θεολογίᾳ Γρηγόριον, προσήγαγε μὲν αὐτὸς τῷ θεῷ καὶ πατρί, οὐ προσεδέξατο δὲ ὡς θεὸς μετὰ τοῦ πατρός, αὐτός τε ὁ μονογενὴς καὶ τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, ὡς διὰ τούτων ἀποξενοῦσιν αὐτόν τε τὸν θεὸν Λόγον καὶ τὸ ὁμοούσιον καὶ ὁμόδοξον τούτου παράκλητον πνεῦμα τῆς θεοπρεποῦς ὁμοτιμίας τε καὶ ἀξίας, ἀνάθεμα».
2. Ανακεφαλαιώνει, λοιπόν, ο Χριστός στο πρόσωπό του τις χαρισματικές λειτουργίες του αρχαίου Ισραήλ, ως πλήρωση, ανακεφαλαίωση, δηλαδή, του Νόμου και των Προφητών, σε μία ενότητα με την εν Πνεύματι λειτουργία του χαρισματικού Σώματος της Εκκλησίας της Πεντηκοστής, καθώς τύπος και αλήθεια συνιστούν μία και την αυτήν πορεία του ανθρωπίνου γένους, που καταυγάζεται από τη χάρη της διαρκούς φανερώσεως του Τριαδικού Θεού στον κόσμο. Γι᾽ αυτό και η υμνολογία της Εκκλησίας μας αυτή τη μέρα καταυγάζεται από τη Δόξα του ανακεφαλαιώσαντος την ιστορία του σύμπαντος κόσμου Υιού και Λόγου του Θεού, του Ενανθρωπήσαντος, με το Απολυτίκιο των Πατέρων, ἦχος πλ. δ´, πορευομένων στην αυτήν αγιοπνευματική οδό μαζί με το Θεόπτη Μωϋσή, τους Προφήτες και τον Ψαλμωδό: «Ὑπερδεδοξασμένος εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι᾽ αὐτῶν πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν, πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας· πολυεύσπλαγχνε, δόξα σοι».
3. α. Κατά ταύτα με την υμνολογία της εορτής τονίζεται η ενότητα της αγιοπνευματικής μαρτυρίας προς αναίρεση όλων των αιρέσεων που διέστρεφαν τη βαπτισματική μαρτυρία και ομολογία του Τριαδικού Θεού και του Μυστηρίου της Θείας Οικονομίας του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, εν «τύποις» και εν αληθεία. Γι᾽ αυτό, ενώ υπογραμμίζεται η παρέκκλιση του Αρείου με το τέταρτο Στιχηρό των Πατέρων, ἦχος πλ. β´, ο λόγος μεταβαίνει στο Θεσβίτη Ηλία, γιατί το αυτό Άγιο Πνεύμα λαλεί και στους Προφήτες, και μάλιστα προβάλλεται ο Θεσβίτης ως αρπαγείς στον ουρανό και επανελθών στη Θεοφάνεια της Μεταμορφώσεως: «Ἄρειος ὁ ἄφρων, τῆς Παναγίας τέτμηκε Τριάδος τὴν μοναρχίαν, εἰς τρεῖς ἀνομίους τε καὶ ἐκφύλους οὐσίας· ὅθεν Πατέρες θεοφόροι, συνελθόντες προθύμως, ζήλῳ πυρούμενοι, καθάπερ, ὁ θεσβίτης Ἠλίας, τῷ τοῦ Πνεύματος τέμνουσι ξίφει, τὸν τῆς αἰσχύνης δογματίσαντα βλάσφημον, καθὼς τὸ Πνεῦμα ἀπεφήνατο».
β. Στην ίδια ερμηνευτική γραμμή θησαυρίζονται τα Προφητικά Αναγνώσματα με τον Πατριάρχη Αβραάμ και τους 318 οικογενείς του, προφητικό τύπο των 318 Αγίων Πατέρων της Α´ Οικουμενικής Συνόδου, κατά την οποία με τον όρο ὁμοούσιος για το Θεό Λόγο ομολογείται η θεότητά του ως του Κυρίου του Θεού του Δεκαλόγου κατά το τρίτο Προφητικό Ανάγνωσμα αλλά και του Συμβόλου της Πίστεως, ο οποίος διακρίνεται από την κτίση και τα κτιστά πλάσματά του, του αυτού δε αποκαλυφθέντος και στον Ισαάκ και Ιακώβ. Τη σαφή ευχαριστιακή προέκταση των Προφητικών Αναγνωσμάτων προς την Εκκλησία της Πεντηκοστής, την Εκκλησία των εθνών, προσδίδει η αναφορά στο Μελχισεδέκ, η προκομηδή των άρτων και του οίνου και η επευλόγηση του Αβραάμ από αυτόν στο τέλος του πρώτου Προφητικού Αναγνώσματος. Στο υπόβαθρο των τριών Προφητικών Αναγνωσμάτων ο Αβράμ ως γενάρχης όλων των ανθρώπων και όχι μόνο του Ισραήλ, γι᾽ αυτό και η απροσωποληψία του Θεού έναντι ακόμη και των προσηλύτων του Ισραήλ, οδηγούν στην παραδοχή της υπό του Κυρίου παρεχόμενης σωτηρίας σε όλο το ανθρώπινο γένος, σε μία συστοιχία προς το γεγονός ότι ο Χριστός κήρυξε την μίαν και την αυτήν πίστη στον ὄχλο και όχι αποκλειστικά στις Συναγωγές. Έτσι, στο Κοντάκιο της εορτής, ἦχος πλ. δ´, ο δοξασμός ανάγεται στο Μυστήριο της Θείας Οικονομίας, «τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον», κατά την ταυτότητα της αγιοπνευματικής μαρτυρίας, όπως θα προβάλλεται στο εξής και στις συνοδικές ερμηνευτικές προτάσεις της Εκκλησίας και το λειτουργικό της Συνοδικό: «Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα, τῇ Ἐκκλησίᾳ μίαν τὴν πίστιν ἐκράτυνεν· ἣ καὶ χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον». Γι᾽ αυτό η Εκκλησία συνάζει τα τέκνα της στη Θεία Ευχαριστία αλλά ως Πεντηκοστή των εθνών εύχεται για όλο τον κόσμο!

ΥΠΟΣΜΕΙΩΣΗ: Η εξαγωγή επιμέρους θεμάτων και ιδίως η χρήση περικεκομμένως της φράσης «ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς» για μία θεολογία αποκλειστικής υπερορθοδοξίας, ή αντιδυτικότητας, προκαλεί θυμηδία, γιατί η ευχή της Εκκλησίας για την ενότητα του σύμπαντος κόσμου θεμελιώνεται στο έργο του Επιφανέντος Υιού και Λόγου, ο οποίος αναίρεσε τις διαιρέσεις και χάρισε τη Δόξα και την ειρήνη του και πάλι σε όλο τον κόσμο Πνευματικώς ορώμενος και αεί ερχόμενος.

Αποστολικό Ανάγνωσμα: Πράξ. κ´, 16-18, 28-36: «16 ἔκρινε γὰρ ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν Ἔφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ Ἀσίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα. 17 Ἀπὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς Ἔφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. 18 ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτὸν, εἶπεν αὐτοῖς· Ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ’ ἧς ἐπέβην εἰς τὴν Ἀσίαν, πῶς μεθ᾽ ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην. - 28 προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. 29 ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· 30 καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. 31 διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον. 32 καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν. 33 ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· 34 αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾽ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. 35 πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν. 36 καὶ ταῦτα εἰπὼν, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο».

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Ἰω. ιζ´, 1-13: «1. Ταῦτα ἐλάλησεν Ἰησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱὸς σου δοξάσῃ σέ, 2 καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. 3 αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσιν σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν. 4 ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελειώσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· 5 καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. 6 Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. 7 νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ εἰσιν· 8 ὅτι τὰ ῥήματα ἃ ἔδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 9 ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, 10 καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστιν καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. 11 καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ αὐτοὶ ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. 12 ὅτε ἤμην μετ᾽ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. 13 νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὑτοῖς».


[1]. (Σ᾽ αυτόν το διωγμό στη Θεσσαλονίκη είχε μαρτυρήσει και ο Μεγαλομάρτυς Άγιος Δημήτριος, που κι αυτόν θα τον ήθελαν εθνόσημό τους οι Σλαβικοί λαοί, αν και αρκέστηκαν στον Άγιο Γεώργιο, αφού οι Θεσσαλονικείς είχαν αρνηθεί πριν να στείλουν λείψανό του ακόμη και στον Ιουστιανιανό. Εν πάση περιπτώσει όλοι αυτοί οι χριστιανικοί λαοί, κι άλλοι στη Δύση και ενδιάμεσα, πάντα ήταν έτοιμοι να αρπάξουν από την Κωνσταντινούπολη δικέφαλους αητούς, αγίους, μάρτυρες, συνόδους, αν είναι δυνατόν και την ψυχή της. Αν τα θες, βάλε μετάνοια και μοιράσου τη χάρη τους). Αυτή η σημείωση αποκτά ιδιαίτερη σημασία φέτος μετά και την ακραία αντίδραση και αμφισβήτηση του ιδιαίτερου προνομίου που έχει η Πρωτόθρονη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως για την πρωτοβουλία τόσο του συντονισμού των Ορθοδόξων όσο και της απονομής αυτοκεφαλίας στις τοπικές εκκλησίες, και, μάλιστα, πρώην Μητροπόλεις της).
[2]. Τριώδιο και Πεντηκοστάριο ως ενότητα, όχι απλώς ως βιβλία, είναι η πιο σημαντική ερμηνευτική πρόταση της Εκκλησίας για την ερμηνεία των άρθρων του Συμβόλου της Πίστεως «Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ Κύριον, τὸ Ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῶ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διά τῶν Προφητῶν. 
Εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν. Ὁμολογῶ ἕν Βάπτισμᾳ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν. Καὶ ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν». Αυτή υπήρξε η απάντηση της Εκκλησίας και στο Filioque, περιφρουρώντας τη βαπτισματική ομολογία, και στο τί είναι η Εκκλησία και η Θεία Λειτουργία ως η Πεντηκοστή των εθνών, δηλ. όλου του κόσμου, σπάζοντας τα κεφάλια και τις αποκλειστικότητες όλων των ιδιοτελών της ιστορίας του κόσμου και της παραφθοράς της κτίσεως.