Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΥΚΚΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ:Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΥΠΩΝ ΚΑΙ ΟΡΩΝ ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΟΡΟΛΟΓΙΑ, ΟΠΩΣ Ο ΟΡΟΣ «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ


Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΚΑΤΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΥΠΩΝ ΚΑΙ ΟΡΩΝ
ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ
ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΟΡΟΛΟΓΙΑ,
ΟΠΩΣ Ο ΟΡΟΣ «ΕΚΚΛΗΣΙΑ»
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ
 Εισήγηση του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Κύκκου και Τηλυρίας κ. Νικηφόρου στην Αγία Σύνοδο.
 
Μητροπολίτη Κύκκου καί Τηλλυρίας Νικηφόρου, Romfea.gr
Παναγιώτατε,
Μακαριώτατοι,
Σεβασμιώτατοι καί
Θεοφιλέστατοι,
Ἐπειδή, ἐξ ἀφορμῆς τῆς συγκλήσεως τῆς παρούσης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας, μεταξύ ἄλλων, διετυπώθη καί ὁ ἐκκλησιολογικός ὅρος, «ἄλλαι Χριστιανικαί Ἐκκλησίαι καί ὁμολογίαι», γεγονός πού προκάλεσε γραπτές ἤ καί προφορικές ἀντιδράσεις καί ἀντιρρήσεις, τόσο ἐντός ὅσο καί ἐκτός τῆς παρούσης Συνόδου, καί τοῦτο μολονότι τό κείμενο τῆς Γ’ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1986) τονίζει τήν ὀντολογική ἀναγνώριση ἐκ μέρους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅλων τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν (Ρωμαιο-καθολική, Ἀγγλικανική, Λουθηρανική, Μεταρρυθμισμένες, ἀρχαῖες Ἀνατολικές), γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, ἀπό ἀδελφική ἀγάπη κινούμενοι, ἀλλά καί μέ πλήρη συνείδηση τῆς ἀρχιερατικῆς μας συνειδήσεως, ταπεινά τονίζουμε τά ἑξῆς:
1. Ἄν, ἅγιοι Ἀδελφοί καί Συλλειτουργοί, κριθοῦν τά πράγματα μέσα στά πλαίσια τῆς ἐκκλησιολογικῆς ἀκριβείας, τότε δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι ἡ ἔννοια τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας ἔρχεται σέ ἀντίφαση καί ἀντίθεση μέ τήν πραγματικότητα τῶν πολλῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τή συνείδηση, ὅτι ἀποτελεῖ τήν αὐθεντική συνέχεια τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί ὅτι παραμένει πιστή στό πνεῦμα τῆς πατερικῆς παραδόσεως. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία, γιατί ἕνα ἀδιαίρετο καί ἀδιάσπαστο εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ (Ἐφ. α’ 22-23), (Κολ. α’ 18-24). Ἑπομένως, ὁποιαδήποτε ἀναφορά, «ἐν ἀκριβεῖ ἐκκλησιολογικῇ ἐννοίᾳ», γιά ὕπαρξη καί ἄλλων «Ἐκκλησιῶν» πλήν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀντι-στρατεύεται τήν παραδεδομένη ἐκκλησιαστική πίστη περί τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
2. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο πιστεύουμε ἀκράδαντα, πώς, οἱ κατά καιρούς συνδιασκεψάμενοι Προκαθήμενοι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖοι καί ὑπέγραψαν καί ἐξαπέστειλαν τίς σχετικές εἰδήσεις, πού ἀφοροῦν τή συνερχόμενη ἤδη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔχουν ἀκεραία τή συνείδηση, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία «ἀρχήν λαβοῦσα... διά τοῦ Κυρίου, ὑπό τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη» (Ἑβρ. β’ 3). Βεβαιότερη ἀκόμα ἔχουμε τήν πεποίθηση, ὅτι οἱ ὡς ἄνω θεῖοι Ποιμένες, ὡς οἱ ὑπό τοῦ Θεοῦ ἐμπεπιστευμένοι θεματοφύλακες τῆς ἐκκλησια-στικῆς αὐτῆς παρακαταθήκης, «τῆς ἀχράντως πεφυλαγμένης», κατά τήν ὡραία διατύπωση τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου Ἐπισκόπου Κύπρου (Ἀγκυρωτός 82, PG43, 172A), ἀνέκαθεν ὑπό τῶν προκατόχων τους «ἐν μωσαϊκῇ συνειδήσει» περικρατοῦν αὐτήν «ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσι» (Β’ Κορ. δ’ 17) καί τή διαφυλάττουν ἀλώβητη «ὡς λόγον ἀποδώσοντες» (Ἑβρ. ιγ’ 17). Ὅθεν καί φρονοῦμε, ὅτι μᾶλλον πικρία καί βάρος ἐπί βάρους προστίθεται ἐπί τῶν ὤμων τῶν Προκαθημένων, ὅταν ἀπό μερικούς ἀφήνεται νά νοηθεῖ, ὅτι αὐτοί, ἔστω καί ἀκουσίως, ἐπιδεικνύουν τάσεις «μειοδοσίας», στά θέματα τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας ἤ καί ἀποπειρῶνται νά ἀρδεύσουν τόν λαό τοῦ Θεοῦ μέ «ἀνατροπήν θολεράν», κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ταρασίου Κωνσταντινουπόλεως (Ἐπιστολή Κωνστα-ντίνῳ καί Εἰρήνῃ, PG98, 1429 BC).
3. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὅπως προελέχθη, εἶναι Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, καί οἱ Ποιμένες της οὔτε εἰς μίαν ἐκ τῶν πολλῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν ὑποβιβάζουν, ἀλλά οὔτε καί στή θεωρία τῶν κλάδων τήν ἐντάσσουν. Πέραν ὅμως τούτου, δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ποτέ, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐκτός ἀπό τήν ὁδό τῆς ἀκριβείας, γνωρίζει καί τήν ὁδό τῆς οἰκονομίας, πού ἀποτελεῖ ἕνα δικό της πανάρχαιο προνόμιο. Κατά τόν Μέγα Βασίλειο, ἡ ἀρχή τῆς οἰκονομίας δέν ἀποτελεῖ μιά προσωρινή, ἔκτακτη παραβίαση τῆς ἀρχῆς τῆς ἀκριβείας, ἀλλά σημαίνει ἀπομίμηση τῆς θείας οἰκονομίας, τῆς θεϊκῆς ἀγάπης καί τῆς θείας συγκαταβάσεως πρός τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ, καλεῖται νά ἐπιδεικνύει καί νά ἐφαρμόζει στό πλαίσιο τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου τήν ἀρχή τῆς οἰκονομίας μέ στόχο πάντοτε τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, «ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθώς σύ, πάτερ ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί» (Ἰω. ιζ’ 21). Παράδειγμα πρακτικῆς ἐφαρμογῆς τῆς ἀρχῆς τῆς οἰκονομίας εἶναι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ὁμολογεῖ καί βεβαιώνει: «Ἐλεύθερος γάρ ὤν ἐκ πάντων πᾶσιν ἐμαυτόν ἐδούλωσα, ἵνα τούς πλείονας κερδήσω˙ καί ἐγενόμην τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος ἵνα Ἰουδαίους κερδήσω˙ τοῖς ὑπό νόμον ὡς ὑπό νόμον, ἵνα τούς ὑπό νόμον κερδήσω˙ τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος, μή ὤν ἄνομος Θεῷ ἀλλ’ ἔννομος Χριστῷ, ἵνα κερδήσω ἀνόμους˙ ἐγενόμην τοῖς ἀσθενέσιν ὡς ἀσθενής, ἵνα τούς ἀσθενεῖς κερδήσω˙ τοῖς πᾶσι γέγονα τά πάντα, ἵνα πάντως τινάς σώσω» (Α’ Κορ. θ’ 19-22). Τόν Ἀπόστολο Παῦλο μιμήθησαν καί πολλοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, μέ χαρακτηριστικό παράδειγμα τόν Μέγα Βασίλειο. Κατηγορεῖται καί μάλιστα ἔντονα ὁ Μέγας Βασίλειος ἀπό πολλούς καί ἀπό αὐτόν ἀκόμα τόν φίλο του Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ὅτι δέν φρονεῖ ὀρθά περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ πράγματι χρησιμοποιοῦσε ἄλλους τύπους καί ὄχι ρητά τούς ὅρους: «Θεόν» καί «ὁμοούσιον» γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τό γεγονός αὐτό ἀνάγκασε τόν φίλο του Γρηγόριο τόν Θεολόγο νά γράψει ἐπιτιμητικά πρός τόν Βασίλειο καί, μεταξύ πολλῶν ἄλλων, νά τοῦ ἐπισημάνει καί τά ἑξῆς: «...γνωρίζω ὅτι κατ’ ἰδίαν ὁμολογεῖς τό Πνεῦμα μέ τούς ὅρους «Θεόν» καί «ὁμοούσιον». Γιατί, λοιπόν, δέν τό διακηρύττεις τοῦτο καί δημόσια;». Καί ἐπιλέγει: «Μέχρι τίνος ὑπό τῷ μοδίῳ τόν λύχνον κρύψωμεν;» (Ἐπιστολή 58, Βασιλείῳ, PG37, 113A-116B). Ἡ ἐπίθεση ἐναντίον τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἀνάγκασε τόν Μέγα Ἀθανάσιο νά ὑπερασπιστεῖ τόν μεγάλο αὐτό Ποιμενάρχη τῆς Καππαδοκίας καί νά τόν ἀποκαλέσει μάλιστα «καύχημα τῆς Ὀρθοδοξίας». Γιά νά ὑποστηρίξει στή συνέχεια, ὅτι «αὐτός μέν γάρ, ὡς τεθάρρηκα, τοῖς ἀσθενοῦσιν ὡς ἀσθενής γίνεται, ἵνα τούς ἀσθενεῖς κερδήσῃ, οἱ δέ ἀγαπητοί ἡμῶν ἀποβλέποντες εἰς τόν σκοπόν τῆς ἀληθείας αὐτοῦ καί τήν οἰκονομίαν, δοξαζέτωσαν τόν Κύριον, τόν δεδωκότα τῇ Καππαδοκίᾳ τοιοῦτον Ἐπίσκοπον, οἷον ἑκάστη χώρα ἔχειν εὔχεται» (Ἐπιστολή 53, Πρός Παλλάδιον, PG26, 1168 CD).
Ἀλλά, γιατί ὁ Μέγας Βασίλειος φερόταν ἔτσι; Ὁ Μέγας Βασίλειος φερόταν ἔτσι, γιατί ἡ ἐπαρχία του, καί δή ἡ Καισάρεια, εἶχε πλῆθος τροπικῶν πνευματομάχων, οἱ ὁποῖοι, ὅλως παραδόξως, ἐνῶ δεχόντουσαν τή θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί τό ὁμοούσιό του μέ τόν Πατέρα, ἀπέρριπταν τήν πίστη αὐτή καί γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα, θεωρώντας τό Πνεῦμα κτίσμα τοῦ Υἱοῦ. Καί αὐτή ἡ ἐκκλησιολογική οἰκονομία καί πολιτική τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὅπως τήν ἀποκαλεῖ καί τήν ἀσπάζεται καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἔστω καί ἐπί προσωπικῇ ζημίᾳ τοῦ Ἐπισκόπου Καισαρείας, ἔφερε τούς ἀναμενόμενους καρπούς, ἀφοῦ πλεῖστοι ἀπό τούς τροπικούς πνευματομάχους προσχώρησαν τελικά, ἐξαιτίας τῆς ποιμαντικῆς αὐτῆς προσέγγισής τους ἀπό τόν Βασίλειο, στήν Ἐκκλησία.
Θά ἦταν ὅμως παράλειψη, ἄν ἀποφεύγαμε νά ἀναφέρουμε καί τό παράδειγμα τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787 μ.Χ.), πού καταδίκασε τήν εἰκονομαχία, καί ἡ ὁποία, ἀκολουθώντας τήν ὁδό τῆς οἰκονομίας, δέχτηκε πίσω στήν Ἐκκλησία, ὄχι μόνο τούς μεταμεληθέντας ἐκείνους εἰκονο-μάχους ἐπισκόπους, πού δέν ἐβαρύνοντο μέ ἐγκλήματα, ἀλλά καί τούς ὑπ’ αὐτῶν χειροτονηθέντας. Στή δεύτερη καί τρίτη πράξη τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στό θέμα: «περί τε τῶν προσερχομένων ἐξ αἱρέσεως τῇ Ἁγίᾳ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ καί τῶν ὑπό αἱρετικῶν χειροτονηθέντων», ἡ γνώμη τῆς Συνόδου, σέ συνάρτηση μέ παρόμοια ἀπόφαση, συνακόλουθη «τοῖς πατρικοῖς θεσμοῖς, δέχεσθαι τούς ἐξ αἱρέσεως ἐπιστρέφοντας», ἔκλινε πρός τήν ἀκόλουθη ἀπόφαση: «Ἔτι ...καί τούς ἀπό αἱρετικῶν χειροτονηθέντας, ὀρθοδοξοῦντας, προσλαμβάνεσθαι» (MANSI, 12, 1114-1118), ἐκτός καί ἐάν οἱ ὑπό εἰσδοχή Ἐπίσκοποι «ἐπήνεγκαν ...οἱασδήποτε πληγάς καί βασάνους ἀνδράσι φοβουμένοις τόν Κύριον», ὁπότε «οὐκ ἔστιν ἄξιοι ἐπισκοπῆς».
Ὅλα τά πιό πάνω συνοπτικά ἀναγραφέντα, εἶναι νομίζω ἀρκούντως ἐνδεικτικά, γιά τό ὑπό ἀναφορά προκύψαν ζήτημα καί ἔχουν, φρονοῦμε, πολλούς τούς ἀποδέκτες διαχρονικά ἀλλά καί σήμερα.
Καί ἐννοοῦμε τούς κληρικούς καί λαϊκούς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, γιατί ἀποβαίνουν καθοριστικός παράγοντας καί καθοδηγός στήν περαιτέρω πορεία καί ἐπικοινωνία μας πρός τούς, «κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος», πάλαι ποτέ ἀποκοπέντας χριστιανούς ἀδελφούς μας, κυρίως τούς τῆς Δύσης, πρός τούς ὁποίους, ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος διδάσκουν, πρέπει, προσεγγίζοντάς τους, νά ἐφαρμόζουμε τήν ἐκκλησιολογική οἰκονομία καί πολιτική.
Ἔτσι καί μεῖς δέν πρέπει νά διστάζουμε, ἀλλά μποροῦμε νά χρησιμοποιοῦμε, ὅπως καθιερώθηκαν στήν ἐκκλησιαστική καί ἐπιστημονική γλῶσσα καί ὁρολογία, καί τύπους καί ὅρους, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο δέν μειοδοτοῦν ἀλλά μᾶλλον ὑπηρετοῦν «τούς σκοπούς τῆς ἀληθείας».
Ἄλλωστε, κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο, «οὐ γάρ αἱ λέξεις τήν φύσιν παραιροῦνται˙ ἀλλά μᾶλλον ἡ φύσις τάς λέξεις εἰς ἑαυτήν ἕλκουσα μεταβάλλει» (Κατά Ἀρειανῶν, Λόγος Β’ 5, PG26, 152C). Ἑρμηνευόμενο: «διότι οἱ λέξεις δέν παρασύρουν τή φύση, ἀλλά μᾶλλον ἡ φύση ἕλκει τίς λέξεις πρός ἑαυτήν καί τίς μεταβάλλει».
Ἄλλωστε καί ἅγιοι Ἐπίσκοποι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν διστάζουν νά χρησιμοποιοῦν τόν ὅρο «Ἐκκλησία» καί γιά τούς ἑτεροδόξους χριστιανούς, ὅπως ὁ ἅγιος Νεκτάριος καί ὁ ἅγιος Βασίλειος. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος στόν Ε’ Λόγο του «Περί Θείας Εὐχαριστίας» λέγει χαρακτηριστικά: «Ἡ δυτική Ἐκκλησία πρεσβεύει τήν δι’ ἀζύμου ἄρτου ἐκτέλεσιν τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου» (Ἅπαντα, τόμ. Α’ σ.40). Εἰς δέ τόν Λόγο του «Περί ἱερωσύνης» χρησιμοποιεῖ ἐπίσης τή φράση «...ὑψηλή καλουμένη Ἀγγλική Ἐκκλησία» (Ἅπαντα, τόμ. Β’, σ.51).
Ἀλλά καί ὁ Ἅγιος Βασίλειος δέν διστάζει νά χρησιμοποιήσει τόν ὅρο «Ἐκκλησία» καί γιά αὐτούς ἀκόμα τούς Ἀρειανόφρονες, λέγοντας: «...οἶμαι προσήκειν μίαν ταύτην εἶναι σπουδήν τοῖς γνησίως καί ἀληθινῶς δουλεύουσι τῷ Κυρίῳ, τό ἐπαναγαγεῖν πρός ἕνωσιν τάς Ἐκκλησίας, τάς πολυμερῶς καί πολυτρόπως ἀπ’ ἀλλήλων διατμηθείσας» (Ἐπιστολή 114, Τοῖς ἐν Ταρσῷ, Περί Κυριακοῦ, PG32, 528B). Εἶναι, τέλος, σημαντικό νά ὑπενθυμίσουμε, ὅτι μεγάλα θεολογικά ἀναστήματα, ὅπως οἱ Παναγιώτης Τρεμπέλας, Ἰωάννης Καρμίρης, Νικόλαος Ματσούκας καί ἄλλοι, χρησιμοποιοῦν στά συγγράμματά τους τόν ὅρο «Ἐκκλησία» καί γιά τους ἑτεροδόξους χριστιανούς.
Παναγιώτατε Πρόεδρε, Μακαριώτατοι Προκαθήμενοι, Ἅγιοι ἐν Χριστῷ Ἀδελφοί καί Συλλειτουργοί,
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προσεύχεται ἀδιαλείπτως «ὑπέρ εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καί τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως». Ταυτόχρονα ἐπιχειρεῖ τήν προσέγγιση καί συζήτηση μέ τούς ἑτεροδόξους χριστιανούς, στά πλαίσια τῶν ποικίλων διμερῶν καί πολυμερῶν διαλόγων, γιατί αὐτό εἶναι τό ἐπιτακτικό της καθῆκον, κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ: «ἵνα πάντες ἕν ὧσιν» (Ἰω. ιζ’ 21).
Ἡ ἀρχή τῆς οἰκονομίας ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητα θεμελιώδη συμπεριφορά, γιά τήν ἐπικοινωνία μας μέ τούς ἑτεροδόξους, γιατί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τό κατ’ ἐξοχή μυστήριο τῆς ἀγάπης, τῆς εἰρήνευσης καί τῆς καταλλαγῆς μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί ὄχι αἰτία διαίρεσης καί ἀντιπαλότητας.
Ἡ ὀρθόδοξη πίστη ποτέ δέν παρουσιάστηκε «νά κρατεῖ μάχαιρα καί νά πειθαναγκάζει μέ αὐτήν τούς πάντες». Οἱ μεσαιωνικοί φανατισμοί καί μισαλλοδοξίες, τά μίση, οἱ ἀπειλές καί οἱ ἀφορισμοί μέ τήν ἐπίκληση τοῦ σταυροῦ, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας, δέν εἶναι σύμφωνα πρός τό πνεῦμα καί τήν παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, γιατί, ὅπως πολύ σωστά λέχθηκε, «ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι κατ’ οὐσίαν ἡ ἐντός μας ἀπελευθέρωση τῆς ἐνέργειας τῆς ἀγάπης».
Καί κατά τόν Jaques Maritain, σήμερα «γιά τούς χριστιανούς προέχει ἡ ἀγάπη τῆς εὐφυΐας» καί ὄχι -συμπληρώνω- τό θρησκευτικό μῖσος τοῦ σκότους καί τῆς μωρίας.
Ἐν κατακλεῖδι, θά ἤθελα νά τονίσω καί πάλι, ὅτι ἡ ἀρχή τῆς οἰκονομίας, ἡ ὁποία σέ τελευταία ἀνάλυση ἐνδιαφέρεται γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι γιά τήν ξηρή καί ὑπεράγαν αὐστηρή τήρηση τοῦ κανόνα, πρέπει νά ἐφαρμόζεται πάντοτε καί στά πλαίσια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Διαλόγου.
Εἶναι γι’ αὐτόν, ἀκριβῶς, τόν λόγο, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο, καί ἡ Ὀρθόδοξη Αὐτοκέφαλη καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ζώντας μέσα στό πνεῦμα τοῦ νέου νόμου, δηλαδή, τῆς εὐαγγελικῆς ἀγάπης καί συγκατάβασης πρός τόν ἄνθρωπο, εἰσηγεῖται, μεταξύ ἄλλων, ἀντί τῆς φράσεως «...ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν» τόν δοκιμώτερο ὅρο: «...ἄλλων Ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν».