Prof. Alberto Melloni,
"Απογευματική Κων/πολης, 29 Ιουνίου 2016"
Η «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» της Ορθόδοξης Εκκλησίας ολοκληρώθηκε στο
Κολυμπάρι. Μέσα σε οκτώ ημέρες εργασιών βιώθηκαν όλες τις τυπικές
εμπειρίες της ιστορίας των Συνόδων: αμφιβολίες αλλά και ζυμώσεις,
εκπλήξεις αλλά και συμβιβασμοί, συγκρούσεις, όπως η κρίση και το
αδιέξοδο μεταξύ Πέμπτης και Παρασκευής που έφεραν τη Σύνοδο ένα βήμα
πριν από την αποτυχία.
Δεν ήταν στην πραγματικότητα η απουσία ή οι
θέσεις των τεσσάρων Εκκλησιών (μεταξύ αυτών και της Μόσχας) που έθεσαν
σε κίνδυνο τη Σύνοδο. Ήταν η επιμονή μιας ζηλωτικής παράταξης της
ελλαδικής Εκκλησίας η οποία ζήτησε να μην αποκαλούνται ως «Εκκλησίες» οι
υπόλοιπες Εκκλησίες, συμπεριλαμβανομένης και της Καθολικής. Για κάποια
στιγμή φάνηκε πως η Σύνοδος ήταν καταδικασμένη να υποκύψει σ’ αυτή την
απαίτηση ή και να ομολογήσει την αποτυχία της.
Σ’ αυτήν την περίπτωση, η Σύνοδος θα έκανε ένα μεγάλο δώρο στη Ρωσική Εκκλησία, η οποία πάντοτε αναγνώριζε την εκκλησιαστική φύση του Καθολικισμού και θα είχε το προβάδισμα στο διάλογο με τη Ρώμη.
Στην αίθουσα παρενέβη ο ίδιος ο Μητροπολίτης Ιωάννης Ζηζιούλας για να ενθυμίσει πως από τον 11ο έως τον 20ο αιώνα, ακόμη και στις πιο έντονες διαφωνίες, η Ορθοδοξία δεν αρνήθηκε ποτέ στη Ρώμη τον τίτλο της Εκκλησίας. Και τη νύχτα μεταξύ Παρασκευής και Σαββάτου ήρθε η συμφιλιωτική λύση της συνοδικής Εγκυκλίου, που συνοψίζει όλα τα έγγραφα. Αναγνωρίζει την «ιστορική ονομασία» των «χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών», που στην επίσημη μετάφραση του κειμένου στα αγγλικά, στα γαλλικά και τα ρωσικά αποκαλούνται «μη ορθόδοξες» (στα ελληνικά «ετερόδοξες») και δεσμεύει το σύνολο της Ορθοδοξίας στον διάλογο. Κάτι που δεν ήταν δεδομένο.
Μια σύντομη έκδοση της Εγκυκλίου θα διαβαστεί (διαβάστηκε) στη συντετμημένη μορφή της κατά τη διάρκεια της λειτουργίας επί τη λήξει της Συνόδου, όπου και θα δημοσιευθούν οι συνοδικές αποφάσεις. Στη συνέχεια, τα κείμενα αυτά θα σταλθούν στις Εκκλησίες, παρούσες και απούσες, για την αποδοχή τους. Ως εκ τούτου, η Σύνοδος κλείνει με μια ισορροπία βασισμένη σε τρία θεμέλια: τα έγγραφα, την αίθουσα και το ίδιο το «γεγονός» της Συνόδου.
Τα κείμενα, μολονότι ορθά και προϊόντα συζητήσεων, παρέμειναν ως είχαν από τη λήξη της Σύναξης των Προκαθημένων: κείμενα συμβιβαστικά, μερικές φορές απογοητευτικά, αν και εμπεριέχουν πατερική θεολογία. Λίγες παράγραφοι –όπως εκείνη της Εγκύκλιου που αναφέρεται στους πρόσφυγες ως ένα εσχατολογικό σημείο, υπενθυμίζοντας την τελική κρίση του Ευαγγελίου του Ματθαίου, ή την σχετική με τη συνοδική φύση Εκκλησίας, έχουν μια θεολογική σφραγίδα ικανή να μιλήσει σε όλους. Όμως δεν υπάρχουν σε αυτά εξαναγκασμοί συντηρητικής υφής, όπως υπήρχε στην αρχή ο φόβος ότι θα συμβεί. Και δεν είναι λίγο.
Η εμπειρία στην συνοδική αίθουσα μπορεί ν’ αξιολογηθεί
πιο θετικά. Οι ορθόδοξοι μητροπολίτες, όπως κάθε επίσκοπος, είχαν ανάγκη χρόνου για να μάθουν ν’ ακούν ο ένας τον άλλον, να αντιπαρατεθούν, ν’ ασκήσουν ειρωνεία, να κατανοηθούν. Οκτώ ημέρες, που ξεκίνησαν μετά από μια δίωρη λειτουργία, απέδειξαν πως η διαδικασία της αμοιβαίας κατανόησης και της πραγματικής αδελφοσύνης είναι δυνατή και γόνιμη, αν και σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα δεν μπορούν να γίνουν πολλά: ήταν αρκετό, ωστόσο, για να διαλευκάνουν «κλισέ». Και δεν είναι λίγο.
Τέλος, η Σύνοδος ήταν, τελικά, μια επιτυχία. Μια επιτυχία του Ιωάννη Ζηζιούλα, γηραιού θεολόγου που είχε ξεκινήσει να την ζητάει όταν ο καρδινάλιος Μαρτίνι ζητούσε τη σύγκλιση μια Συνόδου για την Καθολική Εκκλησία. Σε αντίθεση με τον τότε Αρχιεπίσκοπο του Μιλάνου (ο Ζηζιούλας) εισακούστηκε. Ήταν, επίσης, μια επιτυχία του Εμμανουήλ Αδαμάκη, ο οποίος χειρίστηκε τις συζητήσεις για το περιεχόμενο της Εγκυκλίου.
Μα πάνω απ’ όλα ήταν μια επιτυχία του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ο οποίος απέδειξε ότι το λειτούργημα του πρωτείου της Κωνσταντινούπολης μπορεί να ασκηθεί δίδοντας φωνή σε όλους, εν τη ομοφωνία όλων των χριστιανικών Εκκλησιών –αυτό επικαλέστηκε ο πατριάρχης με επίμονο τρόπο στην καταληκτική του ομιλία.
Η Σύνοδος κλείνει ανοίγοντας νέες προκλήσεις: η πρώτη απ’ αυτές αφορά τις απουσίες. Η απουσία κάποιων Εκκλησιών δεν εμπόδισε ούτε ακύρωσε τη Σύνοδο: αλλά η απουσία δεν θα πρέπει τώρα ν’ αφεθεί να εδραιωθεί. Η πνευματικότητα, η θεολογία, η προσευχή της ρωσική Εκκλησίας είναι ζωτικής σημασίας για το σύνολο του Χριστιανισμού: και όπως δεν μπορεί να υπάρχει Ορθοδοξία άνευ της Ρωσίας, έτσι δεν μπορεί να υπάρχει μια Ρωσία ξένη και αδιάφορη για την τύχη της ορθοδοξίας. Το ίδιο ισχύει και για τη Βουλγαρία, τη Γεωργία και την Αντιόχεια. Η συνοδική οδός αποδεικνύεται, για μία ακόμη φορά, ότι είναι αυτή που μπορεί να φέρει κοινωνία εκεί όπου φαίνεται αδύνατο να επιτευχθεί.
Σ’ αυτήν την περίπτωση, η Σύνοδος θα έκανε ένα μεγάλο δώρο στη Ρωσική Εκκλησία, η οποία πάντοτε αναγνώριζε την εκκλησιαστική φύση του Καθολικισμού και θα είχε το προβάδισμα στο διάλογο με τη Ρώμη.
Στην αίθουσα παρενέβη ο ίδιος ο Μητροπολίτης Ιωάννης Ζηζιούλας για να ενθυμίσει πως από τον 11ο έως τον 20ο αιώνα, ακόμη και στις πιο έντονες διαφωνίες, η Ορθοδοξία δεν αρνήθηκε ποτέ στη Ρώμη τον τίτλο της Εκκλησίας. Και τη νύχτα μεταξύ Παρασκευής και Σαββάτου ήρθε η συμφιλιωτική λύση της συνοδικής Εγκυκλίου, που συνοψίζει όλα τα έγγραφα. Αναγνωρίζει την «ιστορική ονομασία» των «χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών», που στην επίσημη μετάφραση του κειμένου στα αγγλικά, στα γαλλικά και τα ρωσικά αποκαλούνται «μη ορθόδοξες» (στα ελληνικά «ετερόδοξες») και δεσμεύει το σύνολο της Ορθοδοξίας στον διάλογο. Κάτι που δεν ήταν δεδομένο.
Μια σύντομη έκδοση της Εγκυκλίου θα διαβαστεί (διαβάστηκε) στη συντετμημένη μορφή της κατά τη διάρκεια της λειτουργίας επί τη λήξει της Συνόδου, όπου και θα δημοσιευθούν οι συνοδικές αποφάσεις. Στη συνέχεια, τα κείμενα αυτά θα σταλθούν στις Εκκλησίες, παρούσες και απούσες, για την αποδοχή τους. Ως εκ τούτου, η Σύνοδος κλείνει με μια ισορροπία βασισμένη σε τρία θεμέλια: τα έγγραφα, την αίθουσα και το ίδιο το «γεγονός» της Συνόδου.
Τα κείμενα, μολονότι ορθά και προϊόντα συζητήσεων, παρέμειναν ως είχαν από τη λήξη της Σύναξης των Προκαθημένων: κείμενα συμβιβαστικά, μερικές φορές απογοητευτικά, αν και εμπεριέχουν πατερική θεολογία. Λίγες παράγραφοι –όπως εκείνη της Εγκύκλιου που αναφέρεται στους πρόσφυγες ως ένα εσχατολογικό σημείο, υπενθυμίζοντας την τελική κρίση του Ευαγγελίου του Ματθαίου, ή την σχετική με τη συνοδική φύση Εκκλησίας, έχουν μια θεολογική σφραγίδα ικανή να μιλήσει σε όλους. Όμως δεν υπάρχουν σε αυτά εξαναγκασμοί συντηρητικής υφής, όπως υπήρχε στην αρχή ο φόβος ότι θα συμβεί. Και δεν είναι λίγο.
Η εμπειρία στην συνοδική αίθουσα μπορεί ν’ αξιολογηθεί
πιο θετικά. Οι ορθόδοξοι μητροπολίτες, όπως κάθε επίσκοπος, είχαν ανάγκη χρόνου για να μάθουν ν’ ακούν ο ένας τον άλλον, να αντιπαρατεθούν, ν’ ασκήσουν ειρωνεία, να κατανοηθούν. Οκτώ ημέρες, που ξεκίνησαν μετά από μια δίωρη λειτουργία, απέδειξαν πως η διαδικασία της αμοιβαίας κατανόησης και της πραγματικής αδελφοσύνης είναι δυνατή και γόνιμη, αν και σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα δεν μπορούν να γίνουν πολλά: ήταν αρκετό, ωστόσο, για να διαλευκάνουν «κλισέ». Και δεν είναι λίγο.
Τέλος, η Σύνοδος ήταν, τελικά, μια επιτυχία. Μια επιτυχία του Ιωάννη Ζηζιούλα, γηραιού θεολόγου που είχε ξεκινήσει να την ζητάει όταν ο καρδινάλιος Μαρτίνι ζητούσε τη σύγκλιση μια Συνόδου για την Καθολική Εκκλησία. Σε αντίθεση με τον τότε Αρχιεπίσκοπο του Μιλάνου (ο Ζηζιούλας) εισακούστηκε. Ήταν, επίσης, μια επιτυχία του Εμμανουήλ Αδαμάκη, ο οποίος χειρίστηκε τις συζητήσεις για το περιεχόμενο της Εγκυκλίου.
Μα πάνω απ’ όλα ήταν μια επιτυχία του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ο οποίος απέδειξε ότι το λειτούργημα του πρωτείου της Κωνσταντινούπολης μπορεί να ασκηθεί δίδοντας φωνή σε όλους, εν τη ομοφωνία όλων των χριστιανικών Εκκλησιών –αυτό επικαλέστηκε ο πατριάρχης με επίμονο τρόπο στην καταληκτική του ομιλία.
Η Σύνοδος κλείνει ανοίγοντας νέες προκλήσεις: η πρώτη απ’ αυτές αφορά τις απουσίες. Η απουσία κάποιων Εκκλησιών δεν εμπόδισε ούτε ακύρωσε τη Σύνοδο: αλλά η απουσία δεν θα πρέπει τώρα ν’ αφεθεί να εδραιωθεί. Η πνευματικότητα, η θεολογία, η προσευχή της ρωσική Εκκλησίας είναι ζωτικής σημασίας για το σύνολο του Χριστιανισμού: και όπως δεν μπορεί να υπάρχει Ορθοδοξία άνευ της Ρωσίας, έτσι δεν μπορεί να υπάρχει μια Ρωσία ξένη και αδιάφορη για την τύχη της ορθοδοξίας. Το ίδιο ισχύει και για τη Βουλγαρία, τη Γεωργία και την Αντιόχεια. Η συνοδική οδός αποδεικνύεται, για μία ακόμη φορά, ότι είναι αυτή που μπορεί να φέρει κοινωνία εκεί όπου φαίνεται αδύνατο να επιτευχθεί.