Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΚΥΚΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΛΛΥΡΙΑΣ Κ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ: ΠΕΡΙ ΓΑΜΟΥ ΚΑΙ ΚΩΛΥΜΑΤΩΝ



Του Μητροπολίτη Κύκκου καί Τηλλυρίας κ. Νικηφόρου, Romfea.gr
Εισήγηση του Μητροπολίτου στις συνεδριάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου
Τό θέμα τό ὁποῖο μᾶς ἀπασχολεῖ στήν παροῦσα συνεδρία ἔχει πρώτιστα ποιμαντικό ἐνδιαφέρον, ὄχι μόνο γιατί στό Οἰκογενειακό Δίκαιο τῶν κρατῶν τοῦ λεγομένου Δυτικοῦ κόσμου συντελοῦνται ἐσχάτως ραγδαῖες μεταβολές, κάποιες ἀπό τίς ὁποῖες ἀντίκεινται στή σχετική χριστιανική διδασκαλία, ἀλλά καί γιατί γενικότερα τό πνεῦμα τῆς ἐκκοσμίκευσης ἀπειλεῖ, ὅσο ποτέ ἄλλοτε, τή σταθερότητα τοῦ γάμου καί τή συνοχή τῆς οἰκογένειας.

Ὑπό τήν παροῦσα περίσταση τῶν νέων προκλήσεων, ἡ σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἀποδεικνύεται ὠφέλιμος, καί, ἑπομένως, ἡ πρωτοβουλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, «ἐν τῇ ὀφειλετικῇ αὐτῆς μερίμνη ὡς προκαθημένης», ἀποδεικνύεται ἐπίσης ἐπαινετή.
Τό θέμα τοῦ γάμου καί κατ’ ἐπέκταση τῆς οἰκογένειας θά δικαιολογοῦσε ἀπό μόνο του μία πανορθόδοξη διάσκεψη καί συναπόφαση.
Ἐπιτέλους ἦρθε ἡ ὥρα νά ἐξέλθουμε ἀπό τήν αὐτοάνοσο ἐσωστρέφεια καί «συνηγμένοι ἐπί τό αὐτό εἰς τό ὄνομα Κυρίου», ὄχι μόνο δύο ἤ τρεῖς, ἀλλά ὅλες σχεδόν, οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, παρόντος ἐν μέσῳ ἡμῶν τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν ἀδιάψευστη ὑπόσχεσή του (Ματθ. ιη’ 20) «οὗ γάρ εἰσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν», νά ἀντιμετωπίσουμε μέ ἀποφασιστικότητα καί ρεαλισμό χρονίζοντα προβλήματα, καί ταυτόχρονα νά θέσουμε ἀρχές γιά τό μέλλον τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἐπιτρέψτε μου, Παναγιώτατε Πρόεδρε, Ἅγιοι Ἀδελφοί καί Συλλειτουργοί, νά σχολιάσω ἐπιγραμματικά πτυχές τοῦ κειμένου περί τῶν κωλυμάτων τοῦ γάμου, καταθέτοντας καί κάποιες συμπληρωματικές προτάσεις.
• Οἱ Συνοδοί καί οἱ κανονολόγοι πατέρες δέν ἀποφάνθησαν συστηματικά καί συνολικά περί τῶν κωλυμάτων τοῦ γάμου, καθ’ ὅσον οἱ σχετικοί κανόνες θεσπίστηκαν, σέ τοπικό καί οἰκουμενικό ἐπίπεδο, κυρίως μέ ἀφορμή τήν ἀντιμετώπιση συγκυριακῶν ζητημάτων, τά ὁποῖα παραπέμπονταν εἴτε πρός συνοδική διαβούλευση εἴτε πρός διατύπωση λύσεων ἀπό ἔγκριτους περί τούς ἐκκλησιαστικούς θεσμούς ἐπισκόπους.
Τό νομικό περιβάλλον τῆς χριστιανικῆς αὐτοκρατορίας εὐνοοῦσε τότε τόν κανονικό νομοθέτη νά διατυπώνει τίς ἀρχές τῆς κανονικῆς διδασκαλίας, τίς περισσότερες φορές σέ συνάρτηση πρός τόν πολιτικό νομοθέτη. Ἔτσι, οἱ ἀμφίδρομες ἐπιδράσεις καθίσταντο γόνιμες καί ἐπιθυμητές. Οἱ νόμοι τῶν αὐτοκρατόρων καί οἱ ἱεροί κανόνες διαμόρφωναν ἀπό κοινοῦ τό χριστιανικό δίκαιο τοῦ γάμου.
Σήμερα, ὅμως, εἶναι γνωστό ὅτι τό περιρρέον πνεῦμα τοῦ πολιτικοῦ νομοθέτη ἀνέτρεψε τά παραδεδομένα καί ἐν πολλοῖς υἱοθέτησε ἀρχές, πού ἀντιβαίνουν πρός τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, τό κοσμικό δίκαιο εἶναι ἀπρόσφορο γιά σύζευξη μέ τό κανονικό. Ἐπειδή ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐξακτινώνεται πλέον σέ ὅλη τήν ὑφήλιο, ὀφείλουμε νά ἀποφασίσουμε μέ ποιμαντικό ρεαλισμό, χωρίς νά ἀγνοοῦμε καί τό ἰσχῦον Οἰκογενειακό Δίκαιο τῶν κρατῶν, ὅπου διαβιοῦν τά μέλη της, ὑπό τήν προϋπόθεση βέβαια ὅτι δέν θά ἀναιροῦνται οἱ ἀρχές πού ἔθεσε ὁ κανονικός νομοθέτης.
Ὁ Μέγας Βασίλειος σέ ἀντίστοιχη περίπτωση, μέ ἀποφαντικό τρόπο, διακήρυσσε ὅτι, «καταγελῶ τοῦ τῶν νομοθεσιῶν τούς καιρούς μή διακρίνοντος». Θά μποροῦσα νά προσθέσω ἐδῶ ὅτι, «καταγελῶ καί τούς μή διακρίνοντας τό ποιμαντικόν συμφέρον τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος».
Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι πλέον, ἅγιοι Ἀδελφοί, νά λαμβάνουμε ὑπόψη τά νέα δεδομένα καί κυρίως νά ἀντιλαμβανόμαστε, ποιά ἀπόφαση εἶναι ποιμαντικά πρόσφορη. Δέν μπορεῖ καμιά Ἐκκλησία νά ἐπιβληθεῖ σέ ἄλλη, ἀγνοώντας τίς ἰδιαιτερότητες τῶν σέ κάθε τόπο ποιμαντικῶν ἀναγκῶν.
Ἡ κάθε μία Ἐκκλησία, σέ ἐπιμέρους θέματα, θά πρέπει νά ἔχει τήν ἐλευθερία νά ἐνεργεῖ αὐτόνομα κατά τέτοιο τρόπο πού νά προάγεται πνευματικά τό ποίμνιό της. Ἄν δεσμεύσει μία Ἐκκλησία τήν ἄλλη, μέ βάση τίς ἰδιαιτερότητες πού συντρέχουν σέ αὐτήν, θά προκληθοῦν μεγαλύτερα προβλήματα.
• Ὡς πρός τούς βαθμούς τῶν διαφόρων μορφῶν συγγενείας, τούς καθοριζόμενους ἀπό τούς ἱερούς κανόνες, σέ ἁρμονία καί πρός τούς νόμους τῶν αὐτοκρατόρων, στή διαχρονική πράξη τῆς Ἐκκλησίας παρατηρεῖται τό φαινόμενο τῆς διεύρυνσης αὐτῶν, ἰδίως ἀπό τῆς Εἰκονομαχίας καί ἐντεῦθεν, καί ἐν τέλει στίς μέρες μας τῆς παλινδρομίας.

Ἡ ἔκταση τῶν βαθμῶν συγγένειας συνήθως προέκυπτε, ὕστερα ἀπό ἀποφάσεις ἐλασσόνων, σέ σχέση πρός τίς Οἰκουμενικές, συνοδικῶν ὀργάνων, εἴτε ἀκόμα καί ἀπό ἐπίσημα ἔγγραφα Πατριαρχῶν, χωρίς ὅμως νά τίθεται θέμα ἀθετήσεως τῶν κανονικῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἡ πρός τό αὐστηρότερο ροπή δέν δημιουργοῦσε ποτέ θέμα ἀντικανο-νικότητος, ἐνῶ ἡ πρός τό ἐπιεικέστερο ροπή πάντοτε δημιουργοῦσε θέμα. Ὅμως, ὅσο οἱ βαθμοί διευρύνονταν, τόσο περιοριζόταν ἡ δυνατότητα συνάψεως ἀκωλύτου γάμου, ἰδίως στίς κλειστές τοπικές κοινωνίες.
Ἔτσι ἡ διεύρυνση τῶν κωλυμάτων συνετέλεσε στήν ἀνάπτυξη τοῦ φαινομένου τῆς παλλακείας.
Λαμβάνοντας ὑπόψη τό σχετικό κείμενο τῆς Β’ Προσυνοδικῆς Διάσκεψης (Γενεύη 1982), θά ἀναφέρω ἐνδεικτικά δύο παραδείγματα.
Στόν κανόνα 54 τῆς Πενθέκτης ὁρίζεται τό κώλυμα τοῦ τετάρτου βαθμοῦ συγγενείας ἐξ αἵματος, ἐνῶ ἀργότερα στόν τόμο τοῦ Πατριάρχη Σισινίου Β’ ὁρίζεται ὁ ἕκτος βαθμός συγγενείας ἐξ αἵματος, καί στίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰώνα κωλύεται καί ὁ ἕβδομος, χωρίς βεβαίως νά προηγηθεῖ ὁποιαδήποτε ἀπόφαση μείζοντος συνοδικοῦ ὀργάνου γιά τήν ἀναθεώρηση τῆς κανονικῆς ἀποφάσεως τῆς Πενθέκτης.
Ἀντίστοιχη πορεία ἀκολούθησε καί ὁ κανόνας 53 τῆς ἴδιας Συνόδου, τῆς Πενθέκτης, πού ἀναφέρεται στήν πνευματική συγγένεια.
Ἡ Πενθέκτη ἀπαγόρευσε τόν γάμο μεταξύ τοῦ ἀναδόχου καί τῆς ἀναδεκτῆς ἤ τῆς μητέρας τῆς ἀναδεκτῆς.
Ὅμως ἡ εἰσαγωγική πρόταση τοῦ κανόνα ὅτι: «μείζων ἡ κατά τό πνεῦμα οἰκειότης τῆς τῶν σωμάτων συναφείας», ἔγινε ἡ αἰτία νά ἐπεκταθεῖ τό κώλυμα τῆς πνευματικῆς συγγένειας, ὑπερβαίνοντας τόν ἀντίστοιχο κωλυόμενο βαθμό τῆς συγγενείας ἐξ αἵματος.
Ἔφθασε, δηλαδή, τό κώλυμα τῆς πνευματικῆς συγγένειας μέχρι καί τοῦ ἑβδόμου καί κάποιες φορές τοῦ ὀγδόου βαθμοῦ. Αὐτό τό φαινόμενο τῆς διεύρυνσης καί τῆς περιστολῆς τῶν βαθμῶν συγγενείας ἐπιμαρτυρεῖ, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἦταν ἐγκλωβισμένη στούς κανόνες, ἦταν κυρίαρχη νά ἀποφαίνεται ἀναλόγως τῶν περιστάσεων καί τῶν ποιμαντικῶν ἀναγκῶν, ἀσφαλῶς ἐντός τῶν ὁρίων τῆς κανονικῆς διδασκαλίας.
Αὐτή ἡ ἐλαστικότητα εἶναι χρήσιμο νά λαμβάνεται ὑπόψη, ἰδιαίτερα στίς μέρες μας, κατά τίς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία ἔχει νά ἀντιμετωπίσει διαφορετικά νομικά καί πολιτισμικά περιβάλλοντα.
Π.χ. στίς χῶρες τῆς ἱεραποστολῆς εἶναι γνωστό ὅτι ἔχουμε περιπτώσεις πιστῶν πού πρίν γίνουν χριστιανοί ἦταν πολύγαμοι.
Πῶς αὐτοί θά πρέπει νά ἀντιμετωπίζονται; Θά πρέπει νά διαζευχθοῦν κάποια ἤ κάποιες ἀπό τίς συζύγους τους; Στή Β’ Προσυνοδική Διάσκεψη, ὁ Μητροπολίτης Ὄρους τοῦ Λιβάνου ἔθεσε, ἐξ ὅσων γνωρίζω, τό θέμα, ὅτι στό Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας ἐπιτρέπεται ἡ ἱερολόγηση γάμου καί τέταρτου βαθμοῦ συγγενείας ἐξ αἵματος, ἐπειδή ἀκριβῶς στό ἐκεῖ πολιτισμικό περιβάλλον ὁ συγκεκριμένος γάμος εἶναι ἀποδεκτός.
Τό ἴδιο νομίζω συμβαίνει καί στά Πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας καί Ἱεροσολύμων. Ἀντίστοιχες ἰδιαιτερότητες μαρτυροῦνται καί γιά ἄλλα θέματα.
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ περίπτωση τῆς διαφορᾶς πνεύματος ἀνάμεσα στίς Ἐκκλησίες, στίς ὁποῖες ὑπῆρχε ὁ τύπος τοῦ ὑποχρεωτικοῦ πολιτικοῦ γάμου καί σέ ἐκεῖνες πού μέχρι πρόσφατα ὑπῆρχε ὁ τύπος τοῦ ὑποχρεωτικοῦ θρησκευτικοῦ γάμου.
Οἱ πρῶτες πολύ πιό εὔκολα δέχονται, ὅτι οἱ μικτοί γάμοι πρέπει νά συνάπτονται ἐνώπιον τῶν ἁρμόδιων πολιτικῶν ὀργάνων, ἐνῶ οἱ δεύτερες θεωροῦν τή θέση αὐτή ἀδιανόητη καί ὑποστηρίζουν τή σύναψη γάμου μέ ἱερολογία. Παράλληλα, δέν εἶναι ἀκόμα σαφές στίς τοπικές Ἐκκλησίες, ἄν πρέπει νά προσμετροῦνται οἱ πολιτικοί γάμοι. Σέ ὅσες Ἐκκλησίες προσμετρᾶται, ἐνίοτε παρουσιάζονται ποιμαντικά προβλήματα.
Πρόσωπο π.χ. τό ὁποῖο ἔζησε ἐκκοσμικευμένα καί σύναψε τρεῖς πολιτικούς γάμους, ὅταν στή συνέχεια μετανοήσει καί θέλει νά ζήσει μέ συνέπεια τήν ἐκκλησιαστική ζωή, δέν μπορεῖ νά συνάψει ἐκκλησιαστικό γάμο, γιατί θεωρεῖται τέταρτος.
Τά παραπάνω παραδείγματα θέτουν ἐπιτακτικά τήν ἀνάγκη νά δοθεῖ περισσότερη ἐλευθερία στίς τοπικές Ἐκκλησίες νά διαρρυθμίζουν, κατά τήν ποιμαντική δεοντολογία καί κατά περίπτωση, αὐτά τά θέματα. Αὐτές ἐξάλλου γνωρίζουν καλύτερα τό περιβάλλον τους.
• Ἡ ζῶσα Ἐκκλησία εἶναι αὐτή πού ἔχει τήν ἀποφασιστικότητα νά ἀντιμετωπίζει καί τίς δύσκολες περιπτώσεις. Εἶναι αὐτή πού τολμᾶ νά θέσει «τόν δάκτυλον ἐπί τόν τύπον τῶν ἥλων». Εἶναι αὐτή πού ξέρει νά ἀγγίζει καί νά ἐπιλύει τελεσφόρα τά προβλήματα.
Ἡ ἀπόθεση τῶν προβλημάτων αὐτῶν στό περιθώριο, γιά μελλοντική λύση, δέν εἶναι πάντοτε ἡ ἐνδεδειγμένη ποιμαντική ἐπιλογή. Δέν ἀρνοῦμαι ὅτι ἡ ἀποφασιστικότητα θά πρέπει νά συμπλέκεται μέ τή διάκριση. Ὅμως ἡ διάκριση δέν πρέπει νά εὐνουχίζει τήν Ἐκκλησία.
Ἀντίθετα, ἡ διάκριση εἶναι αὐτή, πού ἐπιτάσσει νά εἴμαστε ὑπεύθυνοι ἀπέναντι στό ποίμνιό μας.
Ἐξάλλου, κατά τήν ἀστασίαστη πατερική καί κανονική διδασκαλία, ὁ Ἐπίσκοπος καί ἐν τέλει ἡ Σύνοδος εἶναι τά ὄργανα, πού ἀντιμετωπίζουν τά μείζονα ἐκκλησιαστικά ἀδικήματα καί τά μείζονα, ἀσφαλῶς, κανονικά προβλήματα.
Διατυπώνοντας τά παραπάνω, θά ἤθελα νά ἐπαναφέρω τό θέμα τοῦ γάμου τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν καί κυρίως τῶν νέων στήν ἡλικία κληρικῶν, καί νά καταθέσω τό πρόβλημα, προκειμένου νά περιληφθεῖ στά πρακτικά τῆς παρούσης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, γιά μελλοντική ἴσως διαβούλευση σέ Πανορθόδοξο ἐπίπεδο, ἤ ἀκόμα καί γιά ἀντιμετώπιση ἐντός τῶν ὁρίων τῶν τοπικῶν Συνόδων.
Εἶναι γνωστό ὅτι τό ζήτημα ἐτέθη στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα μέ ἐπιστολή τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Καρλοβικίου (Σερβία) πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἰωακείμ Γ’, καί ἐπαναλήφθηκε μέ νεώτερη πού ἔστειλε τό 1920, ὁ τότε Μητροπολίτης Βελιγραδίου Δημήτριος πρός τόν Προύσης Δωρόθεο.
Ἐπίσης τό θέμα ἐπανῆλθε στό Πανορθόδοξο Συνέδριο Κωνσταντινουπόλεως τό 1923, καί στίς μεταγενέστερες προσυνοδικές διαβουλεύσεις, καί ἐν τέλει ἀποκλείστηκε ἡ δυνατότητα συνάψεως δευτέρου γάμου γιά τούς ἐν χηρείᾳ κληρικούς ἀπό τή Β’ Προσυνοδική Διάσκεψη.
Πρέπει ἐδῶ νά ὑπογραμμίσω μέ ἔμφαση, ὅτι ἡ ἐν χηρείᾳ κληρικοί δέν ὑποσχέθηκαν ἀγαμία. Ἡ Πενθέκτη (κανόνας 6ος) ἀπαγόρευσε τή σύναψη γάμου μετά τή χειροτονία, στήν πραγματικότητα καταργώντας τή δυνατότητα τήν ὁποία παρεῖχε ὁ 10ος κανόνας τῆς Ἀγκύρας στούς διακόνους νά συνάπτουν γάμο καί μετά τή χειροτονία, ἐφόσον προηγουμένως εἶχαν ἐκφράσει μιά τέτοια πρόθεση. Παρά τήν ἀπαγόρευση ἀπό τήν Πενθέκτη συνάψεως γάμου μετά τή χειροτονία εἶναι μαρτυρημένο, ὅτι ἐνίοτε στήν πράξη συνέβαινε τό ἀντίθετο.
Εἶναι χαρακτηριστικά ὅσα ἀναφέρονται δύο αἰῶνες μετά τήν ἀπόφαση τῆς Πενθέκτης στήν 3η Νεαρά τοῦ Αὐτοκράτορα Λέοντα τοῦ Σοφοῦ: «...πρός τό παρόν ἐπεκράτησε ἡ συνήθεια νά ἐπιτρέπεται ἡ χειροτονία πρίν ἀπό τόν γάμο ὅσων ἔχουν τήν πρόθεση νά νυμφευθοῦν, κατόπιν δέ, ἐφόσον αὐτοί ἐξακολουθοῦν νά θέλουν τόν γάμο, νά μποροῦν μέσα σέ προθεσμία δύο ἐτῶν νά πραγματοποιήσουν τήν ἐπιθυμία τους».
Ἡ δυνατότητα αὐτή ἴσχυε τόσο γιά τούς διακόνους ὅσο καί γιά τούς πρεσβυτέρους.
Ἐν προκειμένῳ θά μποροῦσε ἡ Ἐκκλησία νά ἐπαναφέρει σέ ἰσχύν τόν 10ο κανόνα τῆς Ἀγκύρας, καταλλήλως προσαρμοζόμενο, ἐπικαλούμενη Mutatis Mutandis καί γιά τή συγκεκριμένη περίπτωση τόν δυναμικό λόγο τοῦ ἁγίου Παφνουτίου, ὁ ὁποῖος στήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀντιδρώντας σέ ὅσους ὑποστήριζαν τήν ὑποχρεωτική ἀγαμία τοῦ κλήρου, διακήρυσσε: «... μή ζυγόν βαρύν ἐπιθεῖναι τοῖς ἱερωμένοις ἀνδράσι, τίμιον εἶναι καί τήν κοίτην καί αὐτόν τόν γάμον ἀμίαντον, λέγων, καί μή τῇ ὑπερβολῇ τῆς ἀκριβείας μᾶλλον τήν Ἐκκλησίαν παραβλάψωσι˙ οὐ γάρ πάντες δύνασθαι φέρειν τῆς ἀπαθείας τήν ἄσκησιν». Κατά τό λόγιον τοῦ Κυρίου: «οὐ πάντες χωροῦσι τόν λόγον τοῦτον (τῆς παρθενίας), ἀλλ’ οἷς δέδοται... ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω» (Ματθ. ιθ’ 11-12).
Ἐπανέρχομαι στήν πρότασή μου, τήν ὁποία τελικά διατυπώνω, ὡς ἑξῆς: Θά πρέπει ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος νά ἐκχωρήσει ἁρμοδιότητα στίς κατά τόπους Ἐκκλησίες νά ἀποφασίζουν καί γιά ζητήματα κωλυμάτων γάμου, ἐντός βεβαίως τοῦ πνεύματος τοῦ κανονικοῦ νομοθέτη, αἵροντας τό γράμμα καί ἀξιολογώντας κατά περίπτωση τά θέματα, πολλῷ μᾶλλον καθόσον τό κείμενο πού ἔχουμε ὡς βάση ἐργασίας δέν φαίνεται νά εἶναι ὥριμο, τοὐλάχιστον ὡς πρός κάποιες πτυχές.