Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου,
Enlgish
Enlgish
Ἔχουν δημοσιευθῆ διάφορα σχόλια σχετικά μέ τήν στάση πού τήρησα ὡς πρός τό κείμενο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τίτλο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον». Ἄλλοι γράφουν ὅτι δέν τό ὑπέγραψα, ἄλλοι ὅτι τό ὑπέγραψα μέ ἐπιφυλάξεις καί ἄλλοι ὅτι τό ὑπέγραψα.
Μέ τήν δήλωσή μου αὐτή ἐπιβεβαιώνω ὅτι πράγματι δέν ὑπέγραψα αὐτό τό κείμενο, καί ἐπί πλέον ἐξέφρασα τίς ἐπιφυλάξεις μου γιά τά κείμενα «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ» καί «Τό Μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ», σέ συγκεκριμένα σημεῖα, τά ὁποῖα ἀνέπτυξα κατά τίς Συνεδριάσεις. Εἰδικά γιά τό πρῶτο κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» θέλω νά πῶ ὅτι ὄντως δέν τό ὑπέγραψα μετά ἀπό βαθειά σκέψη, ἔχοντας θεολογικά κριτήρια. Δέν εἶναι καιρός ἀκόμη νά ἀναπτύξω ὅλα τά ἱστορικά καί θεολογικά ἐπιχειρήματά μου, πράγμα τό ὁποῖο θά τό κάνω ὅταν ἀναλύσω γενικότερα ὅλες τίς διαδικασίες καί τήν ἀτμόσφαιρα πού διέγνωσα κατά τήν διεξαγωγή τῶν Συνεδριῶν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Ἐδῶ θά ἀναφέρω ἐπιγραμματικά μερικούς εἰδικούς λόγους.
1. Θεωρῶ ὅτι δέν πέρασαν ὅλες οἱ ὁμόφωνες ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὄχι μόνον ὡς πρός τήν φράση «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν καί Κοινοτήτων» ἀλλά καί σέ τέσσερεις - πέντε ἄλλες περιπτώσεις. Ἐπέλεξα ἀπό τήν ἀρχή νά ἀποδεχθῶ τήν συμμετοχή μου στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο ὡς μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀνέμενα ὅμως τίς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου 2016 προκειμένου νά ἀποφασίσω τελικῶς γιά τό ἄν θά παραστῶ. Ὅταν διεπίστωσα ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας ἦταν σημαντικές καί ὁμόφωνες κατέληξα στό νά συμμετάσχω στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο προκειμένου νά τίς ὑποστηρίξω.
2. Προβληματιζόμουν ἀπό τήν ἀρχή μέ τήν ὅλη δομή καί σκέψη τοῦ κειμένου, διότι προῆλθε ἀπό τήν συνένωση δύο διαφορετικῶν κειμένων, ἀλλά μέχρι τέλους ἤλπιζα στίς διορθώσεις του, μέ τίς προτάσεις καί τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν. Ὅμως τελικά παρατήρησα ὅτι οἱ διορθώσεις πού προτάθηκαν ἀπό τίς Ἐκκλησίες δέν πέρασαν ὅλες στό κείμενο γιά διαφόρους λόγους. Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου, ὁ ὁποῖος, προφανῶς ὡς Σύμβουλος, μέ τήν προτροπή τοῦ Πατριάρχου ἦταν τελικός ἀξιολογητής τῶν προτάσεων ἤ τίς ἀπέρριπτε ἤ τίς διόρθωνε ἤ τίς υἱοθετοῦσε καί γινόταν ἀποδεκτή ἡ ἀξιολόγησή του ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τίς ἄλλες Ἐκκλησίες.
Ἔτσι, τό κείμενο κατά τήν ἄποψή μου δέν ἦταν ὥριμο γιά νά ἐκδοθῆ ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ἀφοῦ μέχρι τήν τελευταία στιγμή, πρίν τήν ὑπογραφή του, διορθωνόταν καί ἐπεξεργαζόταν, ἀκόμη καί στήν μετάφρασή του στίς τρεῖς ἄλλες γλῶσσες, γαλλικά, ἀγγλικά καί ρωσικά. Αὐτός ἦταν ὁ λόγος πού μερικές Ἐκκλησίες ἀπό τήν ἀρχή ζήτησαν τήν ἀπόσυρση τοῦ κειμένου γιά περαιτέρω ἐπεξεργασία. Ἐπίσης, τό κείμενο εἶναι περισσότερο διπλωματικό καί ὁ καθένας μπορεῖ νά τό χρησιμοποιήση κατά τίς προτιμήσεις του.
Ὅπως ὑποστήριξα στήν Συνεδρίαση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τό κείμενο δέν ἔχει αὐστηρή ἐκκλησιολογική βάση, καί τό θέμα τί εἶναι Ἐκκλησία καί ποιά εἶναι τά μέλη της ἦταν ἕνα ἀπό τά 100 σχεδόν θέματα πού εἶχαν προταθῆ γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ἀλλά ἐν τῷ μεταξύ ἐξέπεσε, μέ τήν προοπτική νά γίνη εὐρύτερη συζήτηση καί διάλογος καί μετά νά ἀποφασισθῆ σχετικῶς. Ἔπρεπε, ἑπομένως, πρῶτα νά συζητηθῆ καί ὁρισθῆ τί εἶναι Ἐκκλησία καί ποιά εἶναι τά μέλη της καί ἔπειτα νά καθορισθῆ ἡ θέση τῶν ἑτεροδόξων.
Ἐπίσης, ἐάν ὑπέγραφα τό κείμενο αὐτό, στήν πράξη θά ἀρνιόμουν ὅλα ὅσα κατά καιρούς ἔχω γράψει σέ θέματα ἐκκλησιολογίας ἐπί τῇ βάσει τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Καί αὐτό δέν μποροῦσα νά τό πράξω.
3. Δέν εἶναι δυνατόν νά κατανοηθῆ πλήρως τό γιατί ἀρνήθηκα τήν ὑπογραφή μου, ἐάν δέν δώσω καί μερικές πληροφορίες γιατί οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἄλλαξαν ἐκείνη τήν στιγμή τήν ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς γνωστόν ἡ ἀρχική ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου 2016 ἦταν ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησίας γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν καί Κοινοτήτων», καί αὐτή τροποποιήθηκε μέ τήν πρόταση «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν». Ἡ διαφορά μεταξύ τῶν δύο φράσεων εἶναι ἐμφανής.
Τήν Παρασκευή πού συζητεῖτο τό συγκεκριμένο κείμενο ἡ συζήτηση ἔφθασε σέ ἀδιέξοδο στήν ἕκτη παράγραφο, ὅπου γινόταν λόγος γιά τήν ὀνομασία τῶν Ἑτεροδόξων. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας πρότεινε νά λέγωνται «Ὁμολογίες καί Ἑτερόδοξες Κοινότητες». Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου πρότεινε νά λέγωνται «Ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες». Καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πρότεινε νά λέγωνται «Χριστιανικές Ὁμολογίες καί Κοινότητες». Ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας ἀπέσυρε τήν πρότασή της, γινόταν συζήτηση μεταξύ τῆς προτάσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, πού γινόταν ἀποδεκτή ἀπό ἄλλες Ἐκκλησίες, καί τῆς προτάσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Σέ εἰδική σύσκεψη τῆς ἀντιπροσωπείας μας τήν Παρασκευή τό μεσημέρι ἀποφασίσθηκε νά παραμείνουμε σταθεροί στήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας καί νά προταθοῦν ἐναλλακτικές λύσεις, ἤτοι νά γραφῆ «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ὕπαρξιν ἑτεροδόξων» ἤ «ἄλλων Χριστιανῶν» ἤ «μή Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν».
Ἐπειδή δέν γίνονταν ἀποδεκτές οἱ προτάσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης στήν ἀπογευματινή Συνεδρίαση τῆς Παρασκευῆς πρότεινε δημοσίως νά γίνη συνάντηση μεταξύ τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου καί ἐμοῦ προκειμένου νά βρεθῆ λύση. Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου δέν φάνηκε διατεθειμένος γιά κάτι τέτοιο καί ἐγώ δήλωσα ὅτι δέν εἶναι θέμα προσωπικό γιά νά ἀναλάβω τέτοια εὐθύνη, ἀλλά εἶναι θέμα ὅλης τῆς ἀντιπροσωπείας. Τότε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης πρότεινε στόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν νά βρεθῆ ὁπωσδήποτε λύση.
Τό Σάββατο τό πρωΐ πρίν τήν Συνεδρίαση, ἡ ἀντιπροσωπεία μας συναντήθηκε γιά νά ἀποφασίση σχετικῶς. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος, φερόμενος δημοκρατικά, ἀνέφερε ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς συγκεκριμένες λύσεις. Ἡ πρώτη νά παραμείνουμε στήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας∙ ἡ δεύτερη νά καταθέσουμε μιά νέα πρόταση, γιά τήν ὁποία δέν γνωρίζω πῶς προέκυψε καί ποιός τήν πρότεινε, ἤτοι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν» μέ τό ἰδιαίτερο σκεπτικό∙ καί ἡ τρίτη νά δεχθοῦμε τήν πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, πού ἔκανε λόγο γιά «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες». Ἔγινε συζήτηση καί ψηφοφορία μεταξύ τῶν μελῶν τῆς ἀντιπροσωπείας μας πάνω στίς τρεῖς προτάσεις. Προσωπικά ὑποστήριξα τήν πρώτη πρόταση μέ τίς ἐναλλακτικές της διατυπώσεις πού ἀναφέρθησαν προηγουμένως, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι παρόντες ἐψήφισαν τήν δεύτερη νέα πρόταση.
Θεώρησα ὅτι αὐτή ἡ πρόταση δέν ἦταν ἡ πλέον ἐνδεδειγμένη ἀπό πλευρᾶς ἱστορικῆς καί θεολογικῆς καί δήλωσα ἀμέσως ἐνώπιον ὅλων τῶν παρόντων ὅτι δέν θά ὑπογράψω τό κείμενο αὐτό, ἐάν κατατεθῆ αὐτή ἡ πρόταση, χάριν ὅμως τῆς ἑνότητος θά ἐπέχω ἀπό τήν περαιτέρω συζήτηση. Ἑπομένως, δέν θά μποροῦσα καί γιά τόν λόγο αὐτό νά ὑπογράψω τό κείμενο.
4. Ἕνας ἀκόμη λόγος, πού δέν εἶναι βέβαια καί οὐσιαστικός, ἀλλά ἔχει ἕνα εἰδικό βάρος εἶναι ὅτι ἀσκήθηκε ἔντονη λεκτική κριτική πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος γιά τήν ἀπόφασή της. Βέβαια, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος ἀπέρριψε μέ πολύ σημαντικό λόγο τήν ὑβριστική αὐτή τοποθέτηση. Τελικά, ὅμως, ἡ ἀντίδραση αὐτή ἔπαιξε ἕναν ψυχολογικό ρόλο στήν διαμόρφωση τῆς ἄλλης πρότασης.
Τοὐλάχιστον ἐγώ προσωπικά δέχθηκα σοβαρή πίεση καί ὑβριστική ἀντιμετώπιση ἀπό Ἱεράρχες γιά τήν στάση μου, πληροφορήθηκα δέ ὅτι πιέσεις δέχθηκαν καί ἄλλοι Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί ἐπειδή πάντοτε ἐνεργῶ μέ ψυχραιμία, νηφιαλιότητα καί ἐλευθερία, δέν μποροῦσα νά ἀποδεχθῶ τέτοιες ὑβριστικές πρακτικές.
Αὐτοί εἶναι οἱ βασικότεροι λόγοι πού μέ ἔκαναν ἐνσυνειδήτως καί θεολογικῶς νά ἀρνηθῶ τήν ὑπογραφή μου. Βέβαια, στό τελικό κείμενο πού δημοσιεύθηκε χρησιμοποιήθηκε καί τό ὄνομά μου ὡς δῆθεν ὑπογράψαντα τό κείμενο, προφανῶς διότι ἤμουν μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Αὐτά εἶναι μερικά στοιχεῖα ἀπό ὅσα ἔγιναν γιά τό θέμα αὐτό. Περισσότερα θά γράψω ἀργότερα, ὅταν θά ἀναλύσω καί τήν προβληματική –ἀπό πλευρᾶς ἱστορίας καί θεολογίας– τῆς τελικῆς πρότασης πού ὑπέβαλε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί πέρασε στό ἐπίσημο κείμενο.
1. Θεωρῶ ὅτι δέν πέρασαν ὅλες οἱ ὁμόφωνες ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὄχι μόνον ὡς πρός τήν φράση «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν καί Κοινοτήτων» ἀλλά καί σέ τέσσερεις - πέντε ἄλλες περιπτώσεις. Ἐπέλεξα ἀπό τήν ἀρχή νά ἀποδεχθῶ τήν συμμετοχή μου στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο ὡς μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀνέμενα ὅμως τίς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου 2016 προκειμένου νά ἀποφασίσω τελικῶς γιά τό ἄν θά παραστῶ. Ὅταν διεπίστωσα ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας ἦταν σημαντικές καί ὁμόφωνες κατέληξα στό νά συμμετάσχω στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο προκειμένου νά τίς ὑποστηρίξω.
2. Προβληματιζόμουν ἀπό τήν ἀρχή μέ τήν ὅλη δομή καί σκέψη τοῦ κειμένου, διότι προῆλθε ἀπό τήν συνένωση δύο διαφορετικῶν κειμένων, ἀλλά μέχρι τέλους ἤλπιζα στίς διορθώσεις του, μέ τίς προτάσεις καί τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν. Ὅμως τελικά παρατήρησα ὅτι οἱ διορθώσεις πού προτάθηκαν ἀπό τίς Ἐκκλησίες δέν πέρασαν ὅλες στό κείμενο γιά διαφόρους λόγους. Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου, ὁ ὁποῖος, προφανῶς ὡς Σύμβουλος, μέ τήν προτροπή τοῦ Πατριάρχου ἦταν τελικός ἀξιολογητής τῶν προτάσεων ἤ τίς ἀπέρριπτε ἤ τίς διόρθωνε ἤ τίς υἱοθετοῦσε καί γινόταν ἀποδεκτή ἡ ἀξιολόγησή του ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τίς ἄλλες Ἐκκλησίες.
Ἔτσι, τό κείμενο κατά τήν ἄποψή μου δέν ἦταν ὥριμο γιά νά ἐκδοθῆ ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ἀφοῦ μέχρι τήν τελευταία στιγμή, πρίν τήν ὑπογραφή του, διορθωνόταν καί ἐπεξεργαζόταν, ἀκόμη καί στήν μετάφρασή του στίς τρεῖς ἄλλες γλῶσσες, γαλλικά, ἀγγλικά καί ρωσικά. Αὐτός ἦταν ὁ λόγος πού μερικές Ἐκκλησίες ἀπό τήν ἀρχή ζήτησαν τήν ἀπόσυρση τοῦ κειμένου γιά περαιτέρω ἐπεξεργασία. Ἐπίσης, τό κείμενο εἶναι περισσότερο διπλωματικό καί ὁ καθένας μπορεῖ νά τό χρησιμοποιήση κατά τίς προτιμήσεις του.
Ὅπως ὑποστήριξα στήν Συνεδρίαση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τό κείμενο δέν ἔχει αὐστηρή ἐκκλησιολογική βάση, καί τό θέμα τί εἶναι Ἐκκλησία καί ποιά εἶναι τά μέλη της ἦταν ἕνα ἀπό τά 100 σχεδόν θέματα πού εἶχαν προταθῆ γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ἀλλά ἐν τῷ μεταξύ ἐξέπεσε, μέ τήν προοπτική νά γίνη εὐρύτερη συζήτηση καί διάλογος καί μετά νά ἀποφασισθῆ σχετικῶς. Ἔπρεπε, ἑπομένως, πρῶτα νά συζητηθῆ καί ὁρισθῆ τί εἶναι Ἐκκλησία καί ποιά εἶναι τά μέλη της καί ἔπειτα νά καθορισθῆ ἡ θέση τῶν ἑτεροδόξων.
Ἐπίσης, ἐάν ὑπέγραφα τό κείμενο αὐτό, στήν πράξη θά ἀρνιόμουν ὅλα ὅσα κατά καιρούς ἔχω γράψει σέ θέματα ἐκκλησιολογίας ἐπί τῇ βάσει τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Καί αὐτό δέν μποροῦσα νά τό πράξω.
3. Δέν εἶναι δυνατόν νά κατανοηθῆ πλήρως τό γιατί ἀρνήθηκα τήν ὑπογραφή μου, ἐάν δέν δώσω καί μερικές πληροφορίες γιατί οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἄλλαξαν ἐκείνη τήν στιγμή τήν ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς γνωστόν ἡ ἀρχική ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου 2016 ἦταν ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησίας γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν καί Κοινοτήτων», καί αὐτή τροποποιήθηκε μέ τήν πρόταση «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν». Ἡ διαφορά μεταξύ τῶν δύο φράσεων εἶναι ἐμφανής.
Τήν Παρασκευή πού συζητεῖτο τό συγκεκριμένο κείμενο ἡ συζήτηση ἔφθασε σέ ἀδιέξοδο στήν ἕκτη παράγραφο, ὅπου γινόταν λόγος γιά τήν ὀνομασία τῶν Ἑτεροδόξων. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας πρότεινε νά λέγωνται «Ὁμολογίες καί Ἑτερόδοξες Κοινότητες». Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου πρότεινε νά λέγωνται «Ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες». Καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πρότεινε νά λέγωνται «Χριστιανικές Ὁμολογίες καί Κοινότητες». Ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας ἀπέσυρε τήν πρότασή της, γινόταν συζήτηση μεταξύ τῆς προτάσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, πού γινόταν ἀποδεκτή ἀπό ἄλλες Ἐκκλησίες, καί τῆς προτάσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Σέ εἰδική σύσκεψη τῆς ἀντιπροσωπείας μας τήν Παρασκευή τό μεσημέρι ἀποφασίσθηκε νά παραμείνουμε σταθεροί στήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας καί νά προταθοῦν ἐναλλακτικές λύσεις, ἤτοι νά γραφῆ «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ὕπαρξιν ἑτεροδόξων» ἤ «ἄλλων Χριστιανῶν» ἤ «μή Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν».
Ἐπειδή δέν γίνονταν ἀποδεκτές οἱ προτάσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης στήν ἀπογευματινή Συνεδρίαση τῆς Παρασκευῆς πρότεινε δημοσίως νά γίνη συνάντηση μεταξύ τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου καί ἐμοῦ προκειμένου νά βρεθῆ λύση. Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου δέν φάνηκε διατεθειμένος γιά κάτι τέτοιο καί ἐγώ δήλωσα ὅτι δέν εἶναι θέμα προσωπικό γιά νά ἀναλάβω τέτοια εὐθύνη, ἀλλά εἶναι θέμα ὅλης τῆς ἀντιπροσωπείας. Τότε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης πρότεινε στόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν νά βρεθῆ ὁπωσδήποτε λύση.
Τό Σάββατο τό πρωΐ πρίν τήν Συνεδρίαση, ἡ ἀντιπροσωπεία μας συναντήθηκε γιά νά ἀποφασίση σχετικῶς. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος, φερόμενος δημοκρατικά, ἀνέφερε ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς συγκεκριμένες λύσεις. Ἡ πρώτη νά παραμείνουμε στήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας∙ ἡ δεύτερη νά καταθέσουμε μιά νέα πρόταση, γιά τήν ὁποία δέν γνωρίζω πῶς προέκυψε καί ποιός τήν πρότεινε, ἤτοι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν» μέ τό ἰδιαίτερο σκεπτικό∙ καί ἡ τρίτη νά δεχθοῦμε τήν πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, πού ἔκανε λόγο γιά «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες». Ἔγινε συζήτηση καί ψηφοφορία μεταξύ τῶν μελῶν τῆς ἀντιπροσωπείας μας πάνω στίς τρεῖς προτάσεις. Προσωπικά ὑποστήριξα τήν πρώτη πρόταση μέ τίς ἐναλλακτικές της διατυπώσεις πού ἀναφέρθησαν προηγουμένως, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι παρόντες ἐψήφισαν τήν δεύτερη νέα πρόταση.
Θεώρησα ὅτι αὐτή ἡ πρόταση δέν ἦταν ἡ πλέον ἐνδεδειγμένη ἀπό πλευρᾶς ἱστορικῆς καί θεολογικῆς καί δήλωσα ἀμέσως ἐνώπιον ὅλων τῶν παρόντων ὅτι δέν θά ὑπογράψω τό κείμενο αὐτό, ἐάν κατατεθῆ αὐτή ἡ πρόταση, χάριν ὅμως τῆς ἑνότητος θά ἐπέχω ἀπό τήν περαιτέρω συζήτηση. Ἑπομένως, δέν θά μποροῦσα καί γιά τόν λόγο αὐτό νά ὑπογράψω τό κείμενο.
4. Ἕνας ἀκόμη λόγος, πού δέν εἶναι βέβαια καί οὐσιαστικός, ἀλλά ἔχει ἕνα εἰδικό βάρος εἶναι ὅτι ἀσκήθηκε ἔντονη λεκτική κριτική πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος γιά τήν ἀπόφασή της. Βέβαια, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος ἀπέρριψε μέ πολύ σημαντικό λόγο τήν ὑβριστική αὐτή τοποθέτηση. Τελικά, ὅμως, ἡ ἀντίδραση αὐτή ἔπαιξε ἕναν ψυχολογικό ρόλο στήν διαμόρφωση τῆς ἄλλης πρότασης.
Τοὐλάχιστον ἐγώ προσωπικά δέχθηκα σοβαρή πίεση καί ὑβριστική ἀντιμετώπιση ἀπό Ἱεράρχες γιά τήν στάση μου, πληροφορήθηκα δέ ὅτι πιέσεις δέχθηκαν καί ἄλλοι Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί ἐπειδή πάντοτε ἐνεργῶ μέ ψυχραιμία, νηφιαλιότητα καί ἐλευθερία, δέν μποροῦσα νά ἀποδεχθῶ τέτοιες ὑβριστικές πρακτικές.
Αὐτοί εἶναι οἱ βασικότεροι λόγοι πού μέ ἔκαναν ἐνσυνειδήτως καί θεολογικῶς νά ἀρνηθῶ τήν ὑπογραφή μου. Βέβαια, στό τελικό κείμενο πού δημοσιεύθηκε χρησιμοποιήθηκε καί τό ὄνομά μου ὡς δῆθεν ὑπογράψαντα τό κείμενο, προφανῶς διότι ἤμουν μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Αὐτά εἶναι μερικά στοιχεῖα ἀπό ὅσα ἔγιναν γιά τό θέμα αὐτό. Περισσότερα θά γράψω ἀργότερα, ὅταν θά ἀναλύσω καί τήν προβληματική –ἀπό πλευρᾶς ἱστορίας καί θεολογίας– τῆς τελικῆς πρότασης πού ὑπέβαλε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί πέρασε στό ἐπίσημο κείμενο.