του Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Καθηγητου του Πανεπιστημίου του Graz
Οἱ πολλαπλές ἀρνητικές ἀντιδράσεις ὁρισμένων κατά τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου γενικά ἤ κατά συγκεριμένων θέσεων πού ἀνευρίσκονται στά κείμενα ἔχουν καί ἕνα θετικό στοιχεῖο. Δίδουν ἀφορμή ἤ μᾶλλον προκαλοῦν ἀπαντήσεις, οἱ ὁποῖες δέν φανερώνουν μόνο τό ἀβάσιμο τῶν ἐπιχειρημάτων τους καί τό φανατισμένο κίνητρό τους, ἀλλά δίδουν καί τήν εὐκαιρία γιά τήν ὀρθόδοξη δατύπωση τῆς πίστεώς μας χωρίς προκαταλήψεις καί πολεμικές.
Οἱ ποικίλες ἀρνητικές ἀντιδράσεις για τήν ἀπόδοση τοῦ ὅρου «έκκλησία» στίς ἑτεροδόξες Ἐκκλησίες ἀποδεικνύει πράγματι, ὅτι οἱ ὑποστηρικτές αὐτῆς τῆς ἀπολογητικῆς στάσεως ἀγνοοῦν τελείως τίς συνέπειες τῆς ἀπαιτήσεώς των.
Ἰσχυρίζονται μάλιστα ὅτι αὐτή εἶναι ἡ Θεολογία τῶν ἁγίων καί ἱερῶν Πατέρων καί τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας μας!
Καί εἶναι λυπηρόν τό γεγονός, διότι οἱ μειοψηφοῦντες ἐπέβαλαν στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος αὐτές τίς νεωτερίζουσες ἀπόψεις, οἱ ὁποῖες βέβαια εἶναι ἀνεφάρμοστες καί πολύ ἐπιζήμιες γιά τήν Ὀρθοδοξία γενικώτερα.
Ἡ ἐξέλιξη τῆς Ἐκκλησιολογίας
Κατ’ ἀρχήν εἶναι ἀνάγκη να ὑπογραμμίσουμε ὅτι ὁ κλάδος τῆς Δογματικῆς πού ἀσχολεῖται σήμερα μέ τό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία, δηλαδή ἡ «Ἐκκλησιολογία» εἶναι νεώτατος σέ σύγκριση μέ τό ὅλο οἰκοδόμημα τῆς Θεολογίας.[1] Μάλιστα ἀκόμη καί στή δεκαετία τοῦ 1960 δέν ἐγνώριζαν, ἐάν ἀνήκει στόν εὐρύτερο κλάδο τῆς Δογματικῆς.[2]
Στή Δύση ἄρχισαν νά σχολοῦνται μέ τόν ὁρισμό τῆς Ἐκκλησίας τόν 16ο αἰῶνα μετά τήν Μεταρρύθμιση γιά ἀπολογητικούς καί πολεμικούς λόγους κατά τῆς Μεταρρυθμίσεως. Ἡ συστηματική ἔρευνα γιά τό τί εἶναι Ἐκκλησία, δηλαδή ἡ Ἐκκλησιολογία, ἄρχισε νά ἐξελίσσεται μετά ταῦτα πρῶτα στή Δύση ἀπό τήν Σχολαστική Θεολογία(!)[3]. Μόλις τόν 20ο αἰῶνα ἀναπτύσσεται συστηματικά πάλι στή Δύση και στη συνέχεια στήν Ἀνατολή καί ἀσφαλῶς καί στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία. Γιά τόν λόγο αὐτό χαρακτηρίζεται ὁ 20ός αἰῶνας ἀπό ὀρθοδόξους[4], καθολικούς καί προτεστάντες [5] καί ὡς «αἰῶνας τῆς Ἐκκλησιολογίας».[6] Ἡ συστηματικώτερη ἐνασχόληση στήν ὀρθόδοξη Θεολογία προωθήθηκε ἀπό τόν καθηγητή τῆς Δογματικῆς στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν Ἰωάννη Καρμίρη, γνώστη καί θιασώτη καί τῆς πατερικῆς Θεολογίας, μέ τούς μαθητές του, οἱ ὁποῖοι ἄρχισαν νά δημοσιεύουν καί διδακτορικές ἐργασίες, ἐρευνῶντας κυρίως ἔργα τῶν ἱερῶν
Πατέρων. Ἐξάλλου ὁ ίδιος χαρακτηρίζει τό μνημειῶδες ἔργο του ὡς «πρώτη παρ’ ἡμῖν τοιαύτη προσπάθεια,» «ἐπί τῇ ἐλπίδι ὅτι θέλει ἀποβῇ χρήσιμον εἴς τε τούς ὀρθοδόξους θεολόγους καί εἰς τούς ἐπιθυμοῦντας νά γνωρίσωσι τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησιολογίαν καί ἀναζητοῦντας βάσιν τοῦ θεολογικοῦ μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν διαλόγου ἑτεροδόξους
θεολόγους.»[7]
Ἀπό όρθοδόξου πλευρᾶς δέν νοεῖται βέβαια Ἐκκλησιολογία χωρίς τήν Τραδολογία, τήν Χριστολογία, τήν Πνευματολογία καί τήν Σωτηριολογία. Ὅλες αὐτές οἱ πτυχές εὑρίσκονται μεταξύ των σέ μία περιχωρητική σχέση, χωρίς τή δυνατότητα ἀπομονώσεως καί ἀποκλειστικότητος.
Τό Μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας
Καί μέ τίς ἔρευνες αὐτές διαπιστώθηκε, ὅτι στήν μακραίωνη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ὑπάρχει ἀκριβής ὁρισμός τῆς Ἐκκλησίας. Οὕτε ἡ Ἁγία Γραφή[8] οὔτε οἱ Ἐκκλησιαστικοί Πατέρες προσπάθησαν ποτέ νά δώσουν ἕναν ἀκριβῆ καί συστηματικό ὁρισμό γιά τό τί εἶναι ἡ οὐσία τῆς Ἐκκλησίας! Οἱ ἴδιοι ὁμιλοῦσαν γιά τήν Ἐκκλησία πάντα μεταφορικῶς μέ σύμβολα καί εἰκόνες κυρίως ἀπό τήν καθημερινή ζωή.[9] «Ὡς ἐν εἰκόνι τήν Ἐκκλησίαν ὑπογράφοντες, μεταφορικῶς χρώμενοι τόν λόγον.»[10] Ἐπίσης καμμία Σύνοδος, οὔτε Τοπική οὔτε Οἰκουμενική ἐδογμάτισε τό τί εἶναι Ἐκκλησία!
Συνεπῶς, συνείδηση ὅλων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἦταν καί πρέπει νά εἶναι καί μέχρι σήμερον στή Θεολογία μας ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μυστήριον μή ὁριζόμενο καί περιοριζόμενο, διότι ἡ Ἐκκλησία ἔχει θείαν τήν προέλευση καί ἀποτελεῖ..
Περισσότερα στο ΑΜΕΝ (Εδώ).