Σάββατο 4 Ιουνίου 2016

ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΘΑ ΣΥΖΗΤΗΘΟΥΝ ΣΤΗ ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΟ ΣΥΝΟΔΟ ΣΤΗ ΚΡΗΤΗ


rodiaki.gr
Συνέντευξη του Μιλτιάδη Κωνσταντίνου κοσμήτορα της Θεολογικής σχολής του Αριστοτελείου πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Συνέντευξη στη Μαίρη Παπανδρέου
 Ο Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1952, είναι πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής Αριστοτελείου Π.Θ. με μεταπτυχιακό Πανεπιστημίου Γερμανίας και Διδακτορικό του ΑΠΘ. (1984), χρημάτισε Πρόεδρος της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ.


Συμμετείχε σε αρχαιολογικές έρευνες στην Ιορδανία, Ισραήλ και Παλαιστίνη ως μέλος της Γερμανικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, είναι μέλος Οργανωτικών Επιτροπών σε πολλά Διεθνή Επιστημονικά Συνέδρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, είναι μέλος του Ανωτάτου Επιστημονικού Συμβουλίου των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών
, Ιδρυτικό και μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας και Μέλος του Παγκόσμιου Δ.Σ., Επισκέπτης Καθηγητής Θεολογίας πολλών ξένων Πανεπιστημίων, «Οφφικιάλιος του Οικουμενικού Πατριαρχείου», φέρει τον τίτλο «Άρχων Διδάσκαλος του Ευαγγελίου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας», είναι Σύμβουλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Προπαρασκευαστική Επιτροπή Θεολογικών Διαλόγων, και διεθνώς αναγνωρίζεται ως «Κορυφαία Πνευματική Προσωπικότητα Επιστημονικού κύρους και Ακαδημαϊκού Ήθους».
Ο Κοσμήτορας Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, παραχώρησε στη ΡΟΔΙΑΚΗ, αποκλειστική συνέντευξη.
Κύριε Κοσμήτορα, πιστεύω ότι η  Θεολογία, είναι «Ύψιστη Φιλοσοφία», που χωρίς τη Γνώση της, ο άνθρωπος δεν είναι δυνατόν να ζήσει πραγματικά ευτυχισμένος. Όμως, το μάθημα των Θρησκευτικών, δεν εμπνέει τα περισσότερα παιδιά, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Τι θα έπρεπε κατά τη γνώμη σας, να αλλάξει στον τρόπο διδασκαλίας, για να κατανοήσουν οι μαθητές τη σημαντικότητά της;
Σύμφωνα με τη σύγχρονη αντίληψη για το Νέο Σχολείο, η γνώση για τις θρησκείες αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα μιας δημόσιας ποιοτικής εκπαίδευσης, η οποία σκοπό έχει μεταξύ άλλων να καλλιεργήσει την δημοκρατική συνείδηση του πολίτη, να ενισχύσει το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και σε τελική ανάλυση το σεβασμό στη διαφορετικότητα.

Το μάθημα των Θρησκευτικών συμβάλλει καθοριστικά στην εξοικείωση των μαθητών με το πνευματικό, πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον εντός του οποίου ζουν και κατ’ επέκτασιν στην ομαλή ένταξή τους σε αυτό, αναδεικνύοντας τη θρησκευτική γνώση σε σημαντικό αγωγό πρόσληψης και εργαλείο κατανόησης της πραγματικότητας. Ανεξάρτητα από την θρησκευτική ή μη ταυτότητα των μαθητών αυτή η εξοικείωση και ένταξή τους προϋποθέτει κατ’ αρχήν τη γνωριμία τους με την Ορθόδοξη Παράδοση, η οποία είναι συνυφασμένη με την ιστορία αλλά και το παρόν αυτού του τόπου και εξακολουθεί να αποτελεί βασικό συστατικό της πολιτισμικής φυσιογνωμίας του. Για τον λόγο αυτόν πιστεύω ότι πρέπει να καταβληθούν ιδιαίτερες προσπάθειες για την ποιοτική αναβάθμιση του μαθήματος.

Δυστυχώς όμως ο αυστηρά χρησιμοθηρικός και έντονα καταναλωτικός τρόπος σκέψης της σύγχρονης κοινωνίας θεωρεί συχνά το μάθημα των Θρησκευτικών ένα μάθημα δευτερεύουσας σημασίας και συχνότερα ακούμε να γίνεται λόγος για μείωση των ωρών διδασκαλίας ή κατάργηση της υποχρεώτικότητας του μαθήματος, παρά για την αναβάθμισή του. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω πως μια ελπιδοφόρα προσπάθεια αποτελούν τα νέα Προγράμματα Σπουδών τα οποία έχουν ήδη ολοκληρωθεί υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής.
Αναμφισβήτητα ζούμε σε μια παγκόσμια αναταραχή και σύγχυση αξιών. Μέσα σε αυτόν τον κόλαφο, “ευδοκιμούν” πολλών ειδών παραθρησκευτικές μικρο-οργανώσεις, και “καινοφανείς” θρησκείες, είδαμε ακόμα και την “νεκρανάσταση” του προϊστορικού «Δωδεκάθεου».  Ποια είναι τα αίτια αυτού του επικίνδυνου “φαινομένου” και πως πρέπει να αντιμετωπίζεται;
Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει κατακτήσει περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη εποχή και ταυτόχρονα έχει χάσει όλα όσα νόμιζε ότι κατέκτησε:
• Στήριξε τις ελπίδες του για ασφάλεια στα όπλα και ανέπτυξε ένα τεράστιο εξοπλιστικό πρόγραμμα, όμως σήμερα οι άνθρωποι αισθάνονται περισσότερο ανασφαλείς από ποτέ.
• Αναζήτησε την επικοινωνία και την επαφή με τους συνανθρώπους του και ανέπτυξε στον ύψιστο βαθμό τις τηλεπικοινωνίες και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, όμως σήμερα ο άνθρωπος διαπιστώνει ότι, αν και περιστοιχίζεται από δεκάδες ηλεκτρονικές συσκευές, η πραγματική επαφή του και κυρίως η αλληλοκατανόηση με τους συνανθρώπους του έχει γίνει δυσκολότερη από ποτέ.

• Στήριξε τις ελπίδες του για άνετη ζωή στην οικονομική ανάπτυξη και ακολούθησε διάφορα οικονομικά μοντέλα, για να διαπιστώσει τελικά ότι τα δύο τρίτα του πληθυσμού της γης πλησιάζουν τα όρια της εξαθλίωσης και εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα.
• Στήριξε τις ελπίδες του για μακροζωία στη χημεία και στα φάρμακα, για να διαπιστώσει σήμερα ότι η ζωή του, αν και επιμηκύνθηκε, έγινε περισσότερο κενή από ποτέ.
• Αναζήτησε την ευημερία στην τεχνολογία, για να διαπιστώσει σήμερα ότι η εξαντλητική χρήση των πόρων της γης έφερε τον πλανήτη ολόκληρο στο χείλος της καταστροφής.
Έτσι, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η σημερινή εποχή είναι ταυτόχρονα η καλύτερη και η χειρότερη όλων. Είναι η καλύτερη εποχή, λόγω των επιτευγμάτων της, αλλά και η χειρότερη, λόγω των συνεπειών αυτών ακριβώς των επιτευγμάτων.

Σήμερα, λοιπόν, που ο άνθρωπος βλέπει να χάνει όλα όσα νόμιζε ότι κέρδισε, ψάχνει να βρει καινούργια στηρίγματα και αναζητά νέους προσανατολισμούς στη ζωή του. Κάποιος σοφός είχε προβλέψει παλιότερα πως, όταν οι άνθρωποι θα πάψουν να πιστεύουν στον Ιησού Χριστό, δεν θα γίνουν άπιστοι, αλλά θα πιστεύουν σε οτιδήποτε. Η εποχή αυτή ήρθε. Οι κοσμοϊστορικές αλλαγές του τέλους του κ΄ μ.Χ. αιώνα κλόνισαν την εμπιστοσύνη εκατομμυρίων ανθρώπων στα διάφορα κοινωνικά συστήματα και έστρεψαν τις ελπίδες πολλών στην αναζήτηση μεταφυσικών λύσεων. Πολλοί χάρηκαν τότε και κάποιοι θριαμβολόγησαν για τη λεγόμενη “επιστροφή του Θεού”.

Βλέποντας όμως σήμερα τα πράγματα πιο ψύχραιμα διαπιστώνει κανείς ότι ο αληθινός Θεός δεν επέστρεψε ποτέ πραγματικά, ούτε οι άνθρωποι στράφηκαν σ’ αυτόν. Αντίθετα επέστρεψαν οι δεισιδαιμονίες και οι προλήψεις των πιο σκοτεινών εποχών της ανθρωπότητας και, μάλιστα, κυριαρχούν και καθορίζουν ακόμη και τη ζωή των χριστιανών. Οι εκπομπές με αστρολόγους μάγους και άλλους απίθανους σωτήρες πληθαίνουν συνεχώς σε όλα τα κανάλια της τηλεόρασης. Ακόμη και η Ορθοδοξία μοιάζει να έχασε το πραγματικό της νόημα και έγινε πολιτικό σύνθημα. Έτσι που σήμερα φαίνεται να βρίσκει την εκπλήρωσή της εκείνη η παλιά προφητεία (Ησα 29:13) που εκφράζει το παράπονο του Θεού από τους ανθρώπους:

Ο λαός αυτός έρχεται κοντά μου μόνο στα λόγια και με τιμά μόνο με τα χείλη του· η καρδιά τους όμως βρίσκεται πολύ μακριά από μένα· δεν ωφελεί που με λατρεύουν, αφού διδάσκουν εντολές που επινόησαν οι άνθρωποι.
Καθημερινά εμφανίζονται καινούργιες θρησκείες, που ευαγγελίζονται τους πιο απίθανους τρόπους σωτηρίας, οδηγώντας δεκάδες ανθρώπους στην καταστροφή, ακόμη και στην αυτοκτονία. Ακόμη και η λατρεία του Σατανά γνωρίζει σήμερα τέτοια άνθιση, όση δεν είχε ούτε στον μεσαίωνα. Απέναντι σ’ αυτή, λοιπόν, την κοινωνία, που στα λόγια τιμά περισσότερο από οποιαδήποτε προηγούμενη τον Θεό, αλλά που η όλη συμπεριφορά της δείχνει ότι δεν χρειάζεται τον Θεό, καλείται η Θεολογία όχι να κηρύξει τη ρομαντική επιστροφή σε ένα δήθεν ιδανικό παρελθόν ούτε να υπηρετήσει ξεπερασμένες αξίες, αλλά να γίνει μια φωνή ελπίδας που θα αντιπαραθέσει στα σημερινά αδιέξοδα το όραμα της Βασιλείας του Θεού.

Όμως ένα τέτοιο εγχείρημα προϋποθέτει ριζική αλλαγή του τρόπου της ζωής που δεν μπορεί να επιτευχθεί με μια χλιαρή πίστη ή με μια παραδοσιακή θρησκευτικότητα που κληρονόμησε κανείς από τους γονείς του και ζωντανή σχέση με τον Θεό. Ζωντανή σχέση με τον Θεό προϋποθέτει καθημερινή αναζήτηση του Θεού, καθημερινή πάλη του ανθρώπου με τον ίδιο του τον εαυτό, καθημερινό αγώνα και προβληματισμό για να βρεί κανείς τον δρόμο που οδηγεί στον Θεό. Είναι, δηλαδή, κάτι που κατακτάται καθημερινά και που πιστοποιείται στην καθημερινή ζωή του καθένα με τον τρόπο που αντιμετωπίζει τους συνανθρώπους του.
Κύριε Κοσμήτορα, κατανοούμε την σημαντικότητά της «Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης» από το γεγονός και μόνον, ότι το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο και ο Παναγιότατος Οικουμενικός μας Πατριάρχης Βαρθολομαίος Α΄, ανέθεσε στην «Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης» να οργανώσει την «8η Οικουμενική Σύνοδο» που θα πραγματοποιηθεί στην Κρήτη. Ποιος όμως είναι ο γενικότερος ρόλος της ΟΑΚ, στην Ορθοδοξία μας;
Δεν πρόκειται για την 8η Οικουμενική, αλλά για μια Σύνοδο της Ορθοδοξίας. Η εκλογή και ενθρόνιση το 1957 του Αρχιμανδρίτου Ειρηναίου (Γαλανάκη)  ως Επισκόπου Κισάμου και Σελίνου (Κρήτης) σήμανε την απαρχή μιας δυναμικής προσπάθειας  για ανακαίνιση του εκκλησιαστικού βίου, της μαρτυρίας και της διακονίας της Εκκλησίας σε πολλά επίπεδα. Στο πλαίσιο της προσπάθειας αυτής ο Επίσκοπος (μετέπειτα Μητροπολίτης) Ειρηναίος και ο μαθητής του Αλέξανδρος Κ. Παπαδερός συνεργάσθηκαν εντατικά κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, προκειμένου να ετοιμασθεί η Ορθόδοξος Ακαδημία Κρήτης (ΟΑΚ) ως ιδέα και τρόπος δράσης, ταυτόχρονα δε να εξασφαλιστούν οι αναγκαίοι πόροι.

Για την ανέγερση των πρώτων εγκαταστάσεων της ΟΑΚ η παρακείμενη ιστορική Ιερά Μονή Γωνιάς διέθεσε έκταση 60 στρεμμάτων και οι οικοδομικές εργασίες άρχισαν το 1965 με την οικονομική βοήθεια που πρόσφερε η Evangelische Zentralstelle für Entwicklungshilfe/Bonn, μια Υπηρεσία της Ευαγγελικής Εκκλησίας της Γερμανίας, που θέλησε με τη συνδρομή αυτή να δοθεί στον Κρητικό λαό ένα σημάδι μετάνοιας και καταλλαγής σε έναν τόπο έντονα δεμένο με τη Μάχη της Κρήτης (1941) και την Αντίσταση και με βαρύτατες θυσίες  για την ελευθερία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Μεταξύ των σκοπών του Ιδρύματος αναφέρονται: "Η ενδυνάμωσις καί επιμόρφωσις των λειτουργών καί του πληρώματος της Εκκλησίας, ίνα εν τω πλαισίω της ελληνορθοδόξου πνευματικότητος, δίδωσι ζώσαν καί ακεραίαν μαρτυρίαν του Ευαγελίου εν τω συγχρόνω κόσμω" και ακόμη "Η υπό Ορθόδοξον χριστιανικόν πρίσμα καί συμφώνως πρός τά παραδόσεις καί τάς ανάγκας του Γένους ημών θεώρησις καί έρευνα των οικονομικών, κοινωνικών καί πνευματικών εν γένει προβλημάτων". Η Ορθόδοξος Ακαδημία Κρήτης λειτουργεί, όπως είναι γνωστό, μέχρι σήμερα με εξαιρετική επιτυχία. Το έργο της έχει μεγάλη απήχηση στο εξωτερικό και το έχει αγκαλίασει η τοπική κοινωνία.
Γιατί Κύριε Κοσμήτορα, ονομάζεται «Διορθόδοξος Σύνοδος» και όχι «8η Οικουμενική Σύνοδος»;  Και ποια είναι τα θέματα που θα συζητηθούν;
Οι Οικουμενικές Σύνοδοι ήταν πάντοτε έκτακτα γεγονότα, κάθε φορά που εμφανίζονταν νέα προβλήματα στην Εκκλησίας, δογματικά ή θεσμικά. Καμιά Οικουμενική Σύνοδος δεν θεσμοθέτησε ποτέ τί είναι μια Οικουμενική Σύνοδος, ούτε ὑπάρχει κάποιος γενικός και υποχρεωτικός Κανονισμός των Οικουμενικών Συνόδων, αλλά μόνον εκ των υστέρων αναγνωριζόταν μια Σύνοδος ως οικουμενική εφόσον γινόταν αποδεκτή από το πλήρωμα της Εκκλησίας και από τη συνείδηση της Εκκλησίας, και επικυρωνόταν ως τέτοια από επόμενη Σύνοδο.

Τα θέματα που θα συζητηθούν στη Σύνοδο είναι:
α) Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ. Ἡ συμβολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν λαῶν καί ἄρσιν τῶν φυλετικῶν καί λοιπῶν διακρίσεων.
β) Ὀρθόδοξη Διασπορά.

γ) Τὸ Αὐτόνομο καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ.
δ) Το Μυστήριον του γάμου και τα κωλύματα γάμου.
ε) Ἡ σπουδαιότης τοῦ θεσμοῦ τῆς νηστείας.
στ) Σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον.

Τα θέματα αυτά αφορούν στη ζωή των πιστών και στη δομή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, βασίζονται σέ θεολογικές ἀρχές μεγίστης σημασίας, ἔχουν ἄμεση ἐπικαιρότητα καί χρήζουν ἄμεσης λύσεως γιά νά ἀντιμετωπισθεῖ καί ἡ σύγχρονη κρίση.
Βέβαια μετά τή Σύνοδο θά χρειασθεῖ ἐξιδίκευση τῆς ἐφαρμογῆς, ἀνάλογα μέ τίς προϋποθέσεις πού ὑπάρχουν στίς διάφορες κοινωνίες καί στίς διάφορες χῶρες, αλλά οι βασικές ἀρχές που περιέχονται στά συνοδικά κείμενα δίδουν κατευθυντήριες γραμμές μέ βάση τήν ὀρθόδοξη πίστη, τήν ὀρθόδοξη παράδοση καί τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα.  
Στη Ρόδο, οι σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Καθολικής, διέπονται από αλληλοσεβασμό και αλληλοεκτίμηση. Ποιες όμως, είναι γενικά οι σχέσεις της Ορθοδοξίας με τις άλλες Χριστιανικές Ομολογίες;
Παρά τις μακρόχρονες προσπάθειες που καταβάλλονται στο πλαίσιο του οικουμενικού διαλόγου, ο χριστιανικός κόσμος εξακολουθεί να παραμένει διασπασμένος και οι θεσμικές Εκκλησίες δεν φαίνονται ικανές να υπερβούν τις διαφορές τους και να προχωρήσουν με κάποια ουσιαστικά βήματα προς την κατεύθυνση της ενότητας.

Οι λόγοι για τους οποίους ο επίσημος οικουμενικός διάλογος συναντά δυσκολίες που συχνά φαίνονται ανυπέρβλητες και προχωρεί με αργά βήματα είναι πολλοί και στις περισσότερες περιπτώσεις μη θεολογικοί, αλλά κυρίως ιστορικοί, πολιτικοί, κοινωνικοί, πολιτισμικοί, ψυχολογικοί, κ.ά. Κανείς όμως από τους λόγους αυτούς δεν είναι αρκετά ισχυρός, ώστε να απαλλάξει τους χριστιανούς από την υποχρέωσή τους να εργάζονται με όλες τους τις δυνάμεις για τη συμφιλίωση της κοινωνίας.

Σε ό,τι αφορά τον ελλαδικό χώρο, ο διάλογος των ορθοδόξων με τους χριστιανούς άλλων εκκλησιαστικών παραδόσεων αντιμετωπίζει μια πρόσθετη δυσκολία από το γεγονός ότι η σύγχρονη ελληνική κοινωνία ήταν μέχρι πρόσφατα μονοπολιτισμική, καθώς το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού του ελληνικού κράτους, σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 96%, ομολογούσε την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, ανεξάρτητα από το πόσοι είναι πραγματικά ενεργά μέλη της Εκκλησίας.

Στην τελευταία, μάλιστα, περίπτωση τα πράγματα είναι χειρότερα, καθώς ο αυτοχαρακτηρισμός “ορθόδοξος” χρησιμοποιείται συχνά για να καλύψει εθνικές ή πολιτικές επιδιώξεις ή και ως πρόφαση για να περιφρονήσει απλώς κανείς τους άλλους. Από την άλλη μεριά, το πολύ μικρό ποσοστό των μη ορθοδόξων τους αναγκάζει στην καλλιέργεια έντονης μειονοτικής συνείδησης, η οποία οδηγεί συχνά στην υιοθέτηση φουνταμενταλιστικών θέσεων, προκειμένου να διατηρήσουν τη συνοχή τους και τη συσπείρωσή τους, και στην τήρηση μιας επιφυλακτικής και, σε ορισμένες περιπτώσεις -ιδιαίτερα κατά το παρελθόν- επιθετικής στάσης απέναντι στην κυρίαρχη εκκλησιαστική παράδοση, την ορθόδοξη. Αυτή η στάση οδηγεί με τη σειρά της σε υιοθέτηση ανάλογης στάσης από την πλευρά ορθόδοξων κύκλων, με αποτέλεσμα έναν φαύλο κύκλο, ο οποίος συντηρεί το κλίμα αντιπαράθεσης.

Τα παραπάνω έχουν ως συνέπεια το παράδοξο φαινόμενο να υπάρχει άριστη συνεργασία ορθοδόξων και καθολικών ή ευαγγελικών σε διεθνές επίπεδο, είτε στο πλαίσιο των διμερών διαλόγων είτε του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.), ενώ στον ελλαδικό χώρο οι σχέσεις τους να είναι ψυχρές ή εχθρικές. Όμως ούτε αυτοί οι λόγοι μπορούν να θεωρηθούν ισχυροί, ώστε να απαλλάξουν τους χριστιανούς από την υποχρέωσή τους, να εργαστούν προς την κατεύθυνση της συμφιλίωσης.

Άλλωστε, όλο και περισσότεροι άνθρωποι καλής θέλησης κατανοούν σήμερα ότι το μοναδικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο μπορεί να επιτευχθεί η πολιτική, οικονομική, αλλά και πνευματική πρόοδος στο μέλλον είναι η πολυπολιτισμική κοινωνία.
Βέβαια, βήματα προς την κατεύθυνση αυτήν έχουν γίνει πολλά. Λέγεται και είναι αλήθεια ότι ο Οικουμενικός διάλογος ως προσπάθεια άμβλυνσης ή και υπέρβασης των διαφορών μεταξύ των κατά τόπους Εκκλησιών και η διαρκής μέριμνα για την επίτευξη και διατήρηση της ενότητας της Εκκλησίας ενυπάρχει σε αυτήν ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής της. Από τότε μέχρι σήμερα, ακόμη και μετά το μεγάλο σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης και μετά τη Μεταρρύθμιση, ο διάλογος δεν σταμάτησε στην πραγματικότητα ποτέ.

Στη σύγχρονη εποχή αφετηριακό σημείο της προσπάθειας για αποκατάσταση της ενότητας μεταξύ των Εκκλησιών θα μπορούσε, μεταξύ άλλων, να θεωρηθεί η γνωστή εγκύκλιος του 1920, με την οποία το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως καλούσε όλες τις Χριστιανικές Εκκλησίες σε μια παγκόσμια συνεργασία σε πρακτικά ζητήματα κατά το πρότυπο της “Κοινωνίας των Εθνών”. Άλλοι πρωτεργάτες του Οικουμενισμού της εποχής εκείνης, όπως ο John R. Mott, ο Nathan Söderblom ή ο επίσκοπος Brent εξέφραζαν ανάλογους οραματισμούς, που όλοι βασίζονταν στην πεποίθηση ότι ο χριστιανικός πολιτισμός και οι αξίες του θα μπορούσαν να διαδοθούν σε ολόκληρο τον κόσμο και το ευαγγελικό μήνυμα να αποτελέσει τη βάση για τη δημιουργία μιας πιο δίκαιης και ηθικής κοινωνίας.

Αυτό μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της συνεργασίας των Εκκλησιών, για παράδειγμα στην ιεραποστολή, η οποία συνιστούσε την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής. Πολύ σύντομα όμως ο β΄ παγκόσμιος πόλεμος με την απανθρωπιά του ήρθε να αποκαλύψει πόσο βάρβαρο μπορεί να είναι το πρόσωπο των λεγόμενων “πολιτισμένων” χριστιανικών λαών, θέτοντας έτσι ένα άδοξο τέρμα σε αυτόν τον οραματισμό. Η ίδρυση το 1948 του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών έδωσε νέους ορίζοντες στην οικουμενική κίνηση και της έδωσε μια περισσότερο παγκόσμια προοπτική.

Το όραμα εκείνων που εμπνέονταν από την οικουμενική ιδέα ήταν στη φάση αυτή μία ενωμένη Εκκλησία μέσα σε έναν ενωμένο κόσμο. Τόσο οι Εκκλησίες που μετείχαν στο Π.Σ.Ε. όσο και η Καθολική Εκκλησία μετά τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού έδειχναν ότι με τη συνεργασία τους μπορούσαν να συμβάλουν στην οικοδομή μιας παγκόσμιας κοινότητας.

Οι μεγάλες όμως κοινωνικές μεταβολές της τελευταίας δεκαετίας του κ΄ αιώνα ανάγκασαν την Οικουμενική Κίνηση να μπει σε μια τρίτη φάση. Μετά την ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων η ανθρωπότητα συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι η περίφημη ενότητα του κόσμου δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια ισορροπία τρόμου. Η αλλαγή, αντί να φέρει έναν κόσμο πιο ενωμένο και πιο ειρηνικό, οδήγησε σε μεγαλύτερο κατακερματισμό και υπερτονισμό των εθνικών ιδιαιτεροτήτων.

Η επικράτηση του νέου και ενοποιημένου οικονομικού και χρηματιστηριακού συστήματος σε ολόκληρο τον κόσμο, όχι μόνο δεν δημιούργησε ένα πλαίσιο παγκόσμιας ανάπτυξης, αλλά οδήγησε σε μεγαλύτερη φτώχεια, εξαθλίωση και περιθωριοποίηση μεγάλα τμήματα του πληθυσμού της γης, ιδιαίτερα στο νότιο ημισφαίριό της. Μετά από τόσες δεκαετίες οικουμενικών προσπαθειών διακόπηκε ξαφνικά κατά τη δεκαετία του ’90 ο διάλογος μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών και μόλις πρόσφατα κατέστη δυνατή η επανέναρξή του.

Μετά από τόσες δεκαετίες οικουμενικών διαλόγων διαπιστώθηκε ξαφνικά ότι πολλές ευαγγελικές Εκκλησίες άρχισαν και πάλι να ασκούν μια επιθετική προσηλυτιστική πολιτική, κυρίως σε βάρος Εκκλησιών, οι οποίες, λόγω της μακροχρόνιας υποταγής τους σε αντιθρησκευτικά καθεστώτα, αδυνατούν να αμυνθούν αποτελεσματικά. Και, βέβαια, δεν θα μπορούσε να παραλείψει κανείς τις άλλες μεγάλες θρησκείες, όπως το Ισλάμ ή διάφορες ανατολικές θρησκείες, οι οποίες εισέρχονται δυναμικά στον θρησκευτικό ανταγωνισμό.

Όπως και να έχουν τα πράγματα, αν και ο απολογισμός μετά από μισό και πλέον αιώνα οικουμενικής κίνησης δεν επιτρέπει πανηγυρισμούς, δεν αφήνει όμως και καμιά αμφιβολία ότι οι εξελίξεις προς την κατεύθυνση της συνεργασίας των Εκκλησιών ακολουθούν πλέον σταθερή τροχιά και, παρά τις όποιες αναταράξεις και πισογυρίσματα, δεν είναι αναστρέψιμες.