Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

TO ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΕ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ

Θεοδώρου Καλμούκου, Εθνικός Κήρυκας
 ΒΟΣΤΩΝΗ. Με το θέμα της νηστείας ασχολήθηκε η Μεγάλη Σύνοδος στην Κρήτη. Η συζήτηση διεξήχθη μέσα σε κλίμα ήρεμο και ιεροπρεπές, όπως άλλωστε αρμόζει στη φύση της Συνόδου. Οι συζητήσεις στηρίχθηκαν στο προσυνοδικό και εγκεκριμένο κείμενο από τις Ορθόδοξες Τοπικές Εκκλησίες. Το κείμενο ψηφίστηκε ομόφωνα με ελάχιστες τροποποιήσεις και πέρασε στα πρακτικά και τα αποφασισθέντα της Συνόδου.
Συγκεκριμένα, στο κείμενο που συζητήθηκε στη Σύνοδο αναφερόταν ανάμεσα στα άλλα πως «η Ορθόδοξος Εκκλησία απαρεγκλίτως στοιχούσα εις τε τα αποστολικά θεσπίσματα και τους συνοδικούς κανόνας και εις την καθ’ όλου πατερικήν παράδοσιν, διεκήρυξε πάντοτε την υψίστην αξίαν της νηστείας διά τον πνευματικόν βίον του ανθρώπου και την σωτηρίαν αυτού. Εις τον κύκλον της λατρείας του ενιαυτού του Κυρίου προβάλλεται η όλη περί της νηστείας πατερική παράδοσις και διδασκαλία διά την συνεχή και αδιάπτωτον εγρήγορσιν του ανθρώπου και την επίδοσιν αυτού εις τους πνευματικούς αγώνας. Διό και υμνείται εις το Τριώδιον ως χάρις πολύφωτος, ως όπλον ακαταμάχητον, ως πνευματικών αγώνων αρχή, ως καλλίστη τρίβος αρετών, ως τροφή ψυχής, ως πηγή φιλοσοφίας απάσης, ως αφθάρτου διαγωγής και ισαγγέλου πολιτείας το μίμημα, ως μήτηρ των αγαθών απάντων και των αρετών και ως εικών της μελλούσης ζωής».
Σε άλλο σημείο περιγράφεται η φύση της αληθινής νηστείας, η οποία αν δεν συνοδεύεται με πράξη είναι μία μηχανιστική και τυπική υπόθεση χωρίς πνευματική άσκηση και οφέλη. Στο κείμενο αναγράφεται πως «η αληθής νηστεία, ως πνευματικόν αγώνισμα, συνδέεται προς την αδιάλειπτον προσευχήν και την ειλικρινή μετάνοιαν. ‘Μετάνοια χωρίς νηστείας αργή’ (Μ. Βασιλείου, Περί νηστείας 1, 3. PG 31, 168 A), ως επίσης και νηστεία άνευ έργων ευποιίας είναι νεκρά, ιδία δε κατά την σύγχρονον εποχήν, καθ’ ην η άνισος και άδικος κατανομή των αγαθών στερεί και αυτού του επιουσίου άρτου ολοκλήρους λαούς. «Νηστεύοντες αδελφοί σωματικώς, νηστεύσωμεν και πνευματικώς λύσωμεν πάντα σύνδεσμον αδικίας, διαρρήξωμεν στραγγαλιάς βιαίων συναλλαγμάτων, πάσαν συγγραφήν άδικον διασπάσωμεν, δώσωμεν πεινώσιν άρτον, και πτωχούς αστέγους εισαγάγωμεν εις οίκους» (Στιχηρόν, Ιδιόμελον Τετάρτης, Α’ Εβδομάδος Νηστειών».
Υπογραμμίζεται ότι η νηστεία είναι πνευματικός αγώνας και τονίζεται στο κείμενο πως «η άσκησις και ο πνευματικός αγών δεν έχουν τέλος εν τω παρόντι βίω, όπως και η τελειότης των τελείων. Πάντες καλούνται να ανταποκρίνωνται, όση δύναμις αυτοίς, εις τας επιταγάς του Ορθοδόξου υψηλού μέτρου με σκοπόν την κατά χάριν θέωσιν».
Στο κείμενο η νηστεία χαρακτηρίζεται «Θεοδώρητον φυλακτήριον». Αναγράφεται χαρακτηριστικά πως «η Ορθόδοξος Εκκλησία, ως φιλόστοργος μήτηρ, ώρισε τα εις σωτηρίαν συμφέροντα και προέταξε τους ιερούς καιρούς της νηστείας ως θεοδώρητον ‘φυλακτήριον’ της καινής εν Χριστώ ζωής των πιστών κατά πάσης επιβουλής του αλλοτρίου. Στοιχούσα τοις θείοις Πατράσι, φυλάσσει, ως και πρότερον, τα ιερά αποστολικά θεσπίσματα, τους συνοδικούς κανόνας και τας ιεράς παραδόσεις, προβάλλει πάντοτε τας ιεράς νηστείας ως αρίστην εν τη ασκήσει τρίβον πνευματικής τελειώσεως και σωτηρίας των πιστών και κηρύσσει την ανάγκην τηρήσεως υπ’ αυτών των τεταγμένων νηστειών του ενιαυτού του Κυρίου, ήτοι της Μ. Τεσσαρακοστής, της Τετάρτης και της Παρασκευής, αίτινες μαρτυρούνται υπό των ιερών κανόνων, ως και των νηστειών των Χριστουγέννων, των Αγίων Αποστόλων, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και των μονοημέρων της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, της παραμονής των Θεοφανείων και της αποτομής της τιμίας κεφαλής Ιωάννου του Προδρόμου, προς τούτοις δε και πασών των κατά ποιμαντικήν μέριμναν οριζομένων εκάστοτε νηστειών ή των κατά την προαίρεσιν των πιστών τηρουμένων».
Υπογραμμίζεται ότι στη συνέχεια η Μεγάλη Σύνοδος συζητούσε για τον θεσμό του γάμου βάσει του προσυνοδικού εγγράφου το οποίο τονίζεται ότι δεν το είχαν συνυπογράψει οι Εκκλησίες Αντιοχείας και Γεωργίας.
Ελέχθη ότι «ο θεσμός της οικογενείας ευρίσκεται σήμερον υπό την απειλήν της εκκοσμικεύσεως, ως επίσης και του ηθικού σχετικισμού. Η Ορθόδοξος Εκκλησία διδάσκει την ιερότητα του γάμου ως μίαν θεμελιώδη και αδιαμφισβήτητον διδασκαλίαν της Εκκλησίας. Η ελευθέρα ένωσις μεταξύ ανδρός και γυναικός είναι μία απαραίτητος προϋπόθεσις».