Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: ''ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ Η ΕΝΙΣΤΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ;'

goumenissis
Του Σεβ. Μητροπολίτη Γουμενίσσης κ. Δημητρίου, Ρομφαία

(προσυνοδικές ἐξομολογήσεις)

Πολλές γνῶμες καί διαγνῶμες δημοσιεύθηκαν δημοσίως γιά τό Οὐκρανικό.
Ἤδη ἔχουμε ἐπανειλημμένες τοποθετήσεις ἐνόψει τῆς Ἱεραρχίας, ἐν ἀναμονῇ συζήτησης καί γιά τό ζήτημα αὐτό. Στηρίζονται εἴτε στήν Ἐκκλησιολογία καί στό Κανονικό Δίκαιο, εἴτε στά κραυγαλέα ἱστορικά δεδομένα καί τίς Διορθόδοξες ἀποφάσεις καί σχέσεις μέχρι τῆς χθές (!)
Ἀσκοῦν κριτική ἄλλοι μέν εὐθέως εἴτε πλαγίως πρός τό σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἄλλοι δέ ἀνάλογες κρίσεις γιά τή Ρωσική Ἐκκλησία καί τίς νεότερες Ἐκκλησίες (πού γεννήθηκαν πάντως ὅλες ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀλλά μερικές λακίζουν καί “ἀπολακτίζουν, καίτοι ἠγαπημένες”).
Θέλω νά βοηθήσω λίγο στόν κοινό προβληματισμό μέ ὁρισμένα στοιχεῖα.
Ἡ ἱστορία κατέχει τό κλειδί τῆς ἑρμηνείας, ὅμως ἡ θεολογία καί βίωση τῆς θείας οἰκονομίας ὡς εὐαγγελισμός καί ἐνιστορισμός τῆς ἐσχατολογίας εἶναι τό μόνο σωστό ἄνοιγμα τῆς κλειδός.
Αὐτό κανείς δέν τό ἀμφισβητεῖ, οὔτε οἱ θεολόγοι οὔτε οἱ κανονολόγοι οὔτοι οἱ ἐκκλησιαστικοί ἱστορικοί.
Καταρχήν, ὡς Ὀρθοδοξία ζοῦμε ἕναν τεράστιο πειρασμό στά νεότερα χρόνια: ὄχι τόν ἐνιστορισμό, ἀλλά τόν ἐθνικισμό τῆς σωτηρίας (ὡς βλάσφημο ἐπινόημα καί ἐκκλησιολογική ἐμβολή). Ὁ ἐθνικισμός πέρασε ἀπό τήν ἱστορία τοῦ κόσμου στήν ἱστορία τῆς Ὀρθοδοξίας καί στή θεολογία τῆς Ὀρθοδοξίας.
Φαντασιωνόμαστε Ἀραβική ἐκκλησία, Ρωσική ἐκκλησία, Σερβική ἐκκλησία, Ρουμανική ἐκκλησία, Γεωργιανή ἐκκλησία, Βουλγαρική ἐκκλησία κοκ.
Ἡ Ἐκκλησία ἀπό ἐσχατολογική κοινότητα μέσα στήν ἱστορία νά γίνεται θύμα τῆς ἱστορίας, θύμα τῶν ἐθνικισμῶν;
Ἀτυχῶς ἔτσι συμβαίνει, ὅσο κι ἄν οἱ κορυφαῖοι θεολόγοι τοῦ 20οῦ αἰ. ἀντιστάθηκαν στή νομιμοποίηση καί τῶν κριτηρίων καί τῆς ἱστορικῆς πρακτικῆς αὐτῶν τῶν ἐκτροπῶν.
Πάντως, αὐτό τό καίριο ζήτημα τῆς πρόταξης τῶν περιφερειακῶν (ἐθνικῶν) ὀφελῶν ἀντί τῶν ἑνοποιῶν-κοινῶν πανορθοδόξως ὀφειλῶν διατρέχει ὅλη τήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας ἀνά τούς αἰῶνες. Καί τό βλέπουμε στά Κείμενα τῶν Διορθοδόξων Προπαρασκευαστικῶν καί τῶν Προσυνοδικῶν Διασκέψεων.
Ὄπισθεν αὐτοῦ δέν ἀποκλείεται νά ὑποκρύπτεται ὄχι μόνον ἡ “ἰδιογνωμοσύνη” μιᾶς τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά καί ἡ διεκκλησιαστική “ἀνάθεση μαχητικῆς ἐκπροσώπησης” ἀπό μερικές ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες.
Κάποια φαίνεται μαχητικότερη, ἄλλες δέν φαίνονται, ἀλλά προωθοῦν τήν μαχητικότητά της. Αὐτό ἴσως διασφαλίζει τήν διεκδίκηση τῆς ἀποφασιστικῆς ἰσονομίας, πολλάκις ὅμως ἀπασφαλίζει καί ἀποδιοργανώνει τήν ἑνότητα.
Τήν ἀποτύπωση περί τό ζήτημα δίνουν τά ὑφιστάμενα Πρακτικά καί μιά εὔχρηστη εἰκόνα τους παρέχει πρόσφατη δημοσίευση σέ τόμο τῶν σχετικῶν κειμένων-γνωμῶν τοῦ Σεβ. Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου.
Καί τοῦτο δέν ἀπηχεῖται μόνο στή συναίνεση τῆς διαγνώμης γιά τά ἑκάστοτε κρίσιμα Διορθόδοξα θέματα, ἀλλά στήν ὅλη εὐαισθησία διασώσεως τῆς κοινῆς-ἑνιαίας-ἑνοποιοῦ ἐκκλησιαστικῆς πιστότητος.
Μιά εὐτυχής παρένθεση, ἕνα εὐλογημένο παράδειγμα γιά ὅλους. Εὐτυχῶς πού ὁ ἑλληνικῆς καταγωγῆς Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ἀλβανίας εἶναι καί βαθειᾶς θεολογικῆς παιδείας καί προπαντός γνησίου ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος, ὥστε νά μήν ἀναδομηθεῖ κάποια μετέωρη Ἀλβανική ἐκκλησία, ἀλλά μετά τήν περίοδο τοῦ ἐπίσημου ἀθεϊσμοῦ ἀνασυγκρότησε δίπλα μας τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας (δηλ. τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἡ ὁποία παροικεῖ στήν Ἀλβανία).
Καί ἐάν αὐτό δέν ἀπηχεῖται ὡς ἀρίστη Μητρική γενετική πρωτοβουλία στήν πρωτόθρονη Ἐκκλησία, ἐνεργούμενη ἀπό τήν ἅγια Πρόνοια τοῦ Θεοῦ μας, τότε σέ ποιόν ἀπηχεῖται;
Τουναντίον. Ἡ Ρωσική Ἐκκλησία ὡς θεσμική ἔκφραση ἀπέβη μιά καθαρά ἐθνικιστική ἐκκλησία, ὡς νοοτροπία δηλ. ἐξετράπη σέ ἕνα θεολογικό καί ἐκκλησιαστικό “λάθος”.
Ἐάν δέν ἦταν τέτοιο λάθος, τότε ἀπό πολλές δεκαετίες ἡ Ρωσική Ἐκκλησία θά ἀγωνιζόταν (μέ ἐκκλησιολογικά καί ὄχι ἐπικυριαρχικά μέσα) νά συνεργήσει ὥστε νά βρεθεῖ μιά βιώσιμη λύση στήν Οὐκρανία καί ὅπου ἀλλοῦ, κυρίως ὅμως θά συνεργαζόταν μέ τήν κοινή Μητέρα μας Ἐκκλησία, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μέ μιά σοφή καί διακριτική θυγατρική ὡριμότητα γιά νά προχωρήσει ἑνοποιός μιά σωστή λύση.
Ὡστόσο μᾶς ἀποδεικνύονται κοντόφθαλμοι καί ἡ Μόσχα καί οἱ Ρῶσοι ἐπίσκοποι καί οἱ Ρωσόφιλοι ὁμαδιστές τῆς Οὐκρανίας.
Βλέπουν καί… δέν βλέπουν εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ἀλλά ὑποσυνείδητα προσβλέπουν στόν “ἐθνικιστικό ἐκκλησιαστικό” κεντρικό μεγαλοϊδεατισμό τους μόνο.
Πέρασε στή γονιδιακή τους συνείδηση καί στό θρησκευτικό τους προγραμματισμό ἡ πολιτική νοοτροπία τῆς Μεγάλης Ρωσίας, εἴτε τῶν τσάρων εἴτε τῶν σοβιέτ εἴτε ἡ νεώτερη.
Αὐτό δέν τό ἰσχυριζόμαστε ἐμεῖς: τό ἀποδεικνύει ἡ ἱστορία.
Τό γράφει ἐπισταμένως ὁ ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος σέ σχετικό βιβλίο του (“Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία”, ἐκδ. “Ἀκρίτας”, σσ. 188ἑξ.).
Παρουσιάζει (καί) τίς προσπάθειες τῶν Ρώσων νά καταλάβουν τό Ἅγιον Ὄρος, νά ἀραβοποιήσουν τελείως τήν Ἀντιόχεια, νά καταλάβουν τά Ἱεροσόλυμα.
Ἀλλοῦ τό πέτυχαν τελείως (στόν ἐξοβελισμό τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου, ὅπου οἱ ἀραβόφωνοι Ἀδελφοί μας συμμετεῖχαν στή λειτουργική ζωή μέ τήν ἐναλλάξ χρήση τῆς Ἑλληνικῆς, γλώσσας τῶν προπατόρων τους· οἱ ἴδιοι θεωροῦν ὅτι ἕλκουν τήν καταγωγή τους ἀπό τούς διαδόχους τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καί αὐτοπροσδιορίζονται ὡς Ἀραβόφωνοι· αὐτό μέ δίδαξε ἡ πεῖρα μου ὅταν ὡς ἡγούμενος τῆς Μονῆς Πετράκη τούς παραχωροῦσα τό καθολικό γιά τή δεύτερη θεία λειτουργία), ἀλλοῦ ἐξαναγκάστηκαν νά ἀναρροφήσουν τό θράσος (στό Ἁγιονόρος), ἀλλοῦ παλεύουν ἀκόμη καί μέχρι σήμερα (στά Ἱεροσόλυμα, διό καί τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων κρατάει λεπτές ἰσορροπίες).
Αὐτή εἶναι ἡ πρακτική θεολογία τῶν Ρώσων: ὁ ἐθνικισμός, ἕνα ἱστορικό ἔγκλημα κατά τῆς Ἐκκλησίας.
Καί δυστυχῶς τό περνᾶνε αὐτό καί στό διορθόδοξο κόσμο, μέ ναούς ρωσικοῦ μεγαλείου.
Προχθές ἦταν παρών ὁ Σεβ. Βολοκολάμσκ, δίπλα στόν Πατριάρχη Ἀντιοχείας κ.κ. Ἰωάννη πού θεμελίωνε ναό ρωσικῆς τεχνοτροπίας στό Λίβανο· ἴσως νά χρηματοδότησαν αὐτόν τό ναό, ὡς σημεῖο ρωσικῆς παρουσίας καί ὑπεράσπισης ἀπέναντι στή φανατισμένη μουσουλμανική θεμελιοκρατία ἔναντι τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος “ἀντιστασιακῶν” χριστιανῶν, Ὀρθοδόξων καί μή, ἐξ οὗ καί ἡ παρουσία τοῦ Μονοφυσίτη Μητροπολίτου στήν ἐν λόγῳ θεμελίωση.
ς ἐκεῖ θεμιτή ἡ συμπαράσταση· ἡ ἐκμετάλλευσή της συνιστᾶ ἐκκλησιολογικό λάθος.
Καί ἐπ᾽ αὐτοῦ δέν τρέφουμε πλέον ἀμφιβολία.
Μποροῦμε σχετικά νά μελετήσουμε προσεκτικά τίς δύο πρόσφατες εὐθαρσεῖς ἀποκρίσεις τοῦ Σεβ. Νιγηρίας κ. Ἀλεξάνδρου καί τοῦ Σεβ. Ζάμπιας κ. Ἰωάννου (Ἱεραρχῶν τοῦ δευτερόθρονου Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας), πρός τόν Ρῶσο Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ κ. Ἰλαρίωνα (τῆς πεμπτόθρονης Ρωσικῆς Ἐκκλησίας-Πατριαρχείου) γιά τό περιεχόμενο καί τό ὕφος καί τόν τρόπο τῆς δημοσιευμένης στό διαδίκτυο ἐπιστολιμαίας παρεμβατικότητάς του, ἐρήμην κάθε ἐκκλησιολογικῆς δεοντολογίας.
Μποροῦμε ἐπίσης νά μελετήσουμε καί τήν δημοσιοποιημένη ἐπιστολή τοῦ Σεβ. Γέροντος Πισιδίας κ. Σωτηρίου πρός τόν Σεβ. Ζάμπιας ἐξ ἀφορμῆς τῆς “ἰταμῆς ἐπιστολῆς” τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Βολοκολολάμσκ.
Ἡ ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Πισιδίας εἶναι μιά σαφέστατη διαμαρτυρία διεκκλησιαστική, μέ τήν παράθεση πλήθους νεότερων ἰταμῶν Ρωσικῶν ἐπιθέσεων χονδροειδοῦς ἀντιεκκλησιαστικοῦ τακτικισμοῦ ἀνά τόν κόσμον ὅλο.
Ἀκόμη κι ἄν δέν προκαλοῦνταν αὐτή ἡ ἀναστάτωση μέ τίς ἀποκρίσεις, καί μόνη ἡ ἀνάγνωση τῆς ἀφορμῆς τοῦ ὅλου σάλου, τ.ἔ τῆς ἐπίσης δημοσιευμένης ἐπιστολῆς τοῦ Σεβ. Βολοκολάμσκ πρός τόν Ἐπίσκοπο Μοζαμβίκης Ἰωάννη, ἐπιμαρτυρεῖ τόν Ρωσικό μεγαλοϊδεατισμό.
Καί διαψεύδει τίς δημόσιες δηλώσεις τῶν Οὐκρανῶν Ἐπισκόπων περί αὐτονομίας τους ἀπό τή Μόσχα.
Τουναντίον ἀποδεικνύει ὅτι ἡ Μόσχα θέλει νά ἐλέγχει τουλάχιστον ἐκκλησιαστικά-θρησκευτικά τήν Οὐκρανία, ἐπιστρατεύοντας τούς Ἱεράρχες σέ ἐντολοδόχους πολιτικῆς δεοντολογίας.
Ἔχουμε μιάν ἀλόγιστη καί ἀσυλλόγιστη ὑπέρβαση τῶν ὁρίων τῆς ἐκκλησιολογικῆς εὐπρέπειας.
***
Πρέπει νά ἐπισημειώσουμε ἐμφαντικά ἀπό τήν τραγική ἱστορία τοῦ 20οῦ αἰ. μιά θλιβερή λεπτομέρεια περί τήν Οὐκρανία καί τήν ἄμεση ἐμπλοκή τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Στίς ἡμέρες τοῦ Γεωργιανοῦ Στάλιν ὑποχρεώθηκαν διά τῆς βίας οἱ Οὐνίτες τῆς Οὐκρανίας νά ὑπαχθοῦν στήν Ἐκκλησία τῆς Μόσχας.
Ἐπί πολλές δεκαετίες ἀναμφίβολα οἱ ἐπιγενόμενοι βίωναν τίς ὠσμώσεις τῆς συνεπιβίωσης ὑπό τήν ἑνιαία ἐκκλησιαστική κεντρική ἡγεσία καί ἀναφορά. Μέ τή διάσπαση τῆς πρώην ΕΣΣΔ οἱ Οὐκρανοί κυρίως τῆς δυτικῆς Οὐκρανίας, πρό τοῦ Φιλαρέτου, ζήτησαν τήν ἀνεξαρτητοποίησή τους ἀπό τήν κεντρική Ρωσική ὑπαγωγή, τήν αὐτοκεφαλία τους.
Ἐάν ἱκανοποιοῦνταν τότε ἐκεῖνο τό ἱστορικό (καί ἱεροκανονικό κι ἐκκλησιολογικό) αἴτημα, δέν ἀποκλείεται οἱ Οὐκρανοί τέως Οὐνίτες νά παρέμεναν ἑνωμένοι στόν ἑνιαῖο κορμό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας.
Ὅμως, οἱ Ρῶσοι ἔμειναν ἀποκλεισμένοι στήν ἀποκλειστικότητα τῆς ἐξουσίας, σέ ἕνα εἶδος ἐπανασύστασης τοῦ Ρωσικοῦ αὐτοκρατορισμοῦ, στόν ἐθνικισμό. Ὁπότε ἀπέρριψαν καί τό αἴτημα ἐκεῖνο. Θά μποροῦσαν τότε τουλάχιστον νά ἀπευθυνθοῦν στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί νά συζητήσουν τό ὅλο ζήτημα.
Ὅμως, ἤδη ἀπό τίς μεταπολεμικές δεκαετίες, εἶχαν ἐπιλέξει πάλι καί εἶχαν στρατευθεῖ στό θρησκευτικό μεγαλοϊδεατισμό τους σάν ἀνάσα ζωῆς, μετά τόν ἀδυσώπητο πνιγμό τῶν φρικτῶν διωγμῶν.
Δέν ὑποδύθηκαν τήν Ἄκρα Ταπείνωση τοῦ Κυρίου, τήν ἔμπονη θυσία ἔναντι τοῦ λαοῦ, καί προτίμησαν τό ἀσυγχώρητο ἐκκλησιολογικό λάθος τοῦ μεγαλομανοῦς ἐθνικισμοῦ.
Καί ἔγιναν κατά τοῦτο ὑπαίτιοι τῆς πολυδιάσπασης τοῦ Οὐκρανικοῦ λαοῦ καί τῆς ἐπανασύστασης τῆς Οὐκρανικῆς Οὐνιτικῆς παράταξης.
Ἐάν αὐτό δέν συνιστᾶ μέγα ἱστορικό λάθος καί ἔγκλημα (ἐκ τοῦ “ἐγκαλῶ”) τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, τότε τί ἄλλο μπορεῖ νά εἶναι; Ἀκόμη κι ἄν ὑπῆρχαν παράλληλα ἀνασταλτικά πολιτικά δεδομένα, θά ἔπρεπε νά τά ὑπερβοῦν, νά ζητήσουν τήν ἀρωγή τοῦ πολύθρυπτου πρωτόθρονου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῆς Μητρός μας Ἐκκλησίας. Οὔτε αὐτό ἔπραξαν. Ἔμειναν ἀποκλεισμένοι στόν ἐθνικισμό καί ἀπέτυχαν.
Προτίμησαν μάλιστα νά προκαλέσουν τήν ἀθρόα χειροτονία πληθύος Ἐπισκόπων στήν Οὐκρανία μετά τό 1992, ὑπηρετώντας τήν ἰσχυροποίηση τῆς πολιτικῆς ἐπιρροῆς τῆς Μόσχας ἔναντι τῶν Δυτικῶν παρεμβάσεων διά τοῦ τοιούτου “ἐκκλησιαστικοῦ” ἐθνικιστικοῦ πρακτικισμοῦ.
Δέν μποροῦσαν νά ξεφύγουν ἀπό μιά νοοτροπία ταυτισμένη μέ τό ἐθνικό τους γονιδίωμα.
Ἐπανελάμβαναν στά τέλη τοῦ 20οῦ αἰ. στό χῶρο τῆς Οὐκρανίας ὅ,τι ἐπιχείρησαν ἀνάστροφα πρό αἰῶνος μέ τήν προώθηση τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας εὐθέως ἐναντίον τῆς Ρωμηοσύνης, εὐθέως ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Μιά νοοτροπία εὐθείας πολιτικοποίησης τῆς Ἐκκλησίας, ἀπόλυτα ἐθελοδούλης τῷ Καίσαρι, ὑπέρ τόν Σωτῆρα.
Μιά “ἐξωτερική θρησκευτική πολιτική” πού ἀκολουθήθηκε ἀκλινῶς ἀπό τούς Ρώσους σέ ὅλες τίς Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις.
Ἕνας ἄκρατος ἐθνικιστικός μεγαλοϊδεατισμός! Διαρπαγή ἑνός περίεργου ἐθνικιστικοῦ “πρωτείου”, σέ πεῖσμα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί αὐτῆς ταύτης τῆς Ἐκκλησίας ὡς μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἐθνικός ἐνιστορισμός νά κρίνεται ἀπροκάλυπτα ἀνώτερος τοῦ μυστηρίου τῆς Χάριτος, καί αὐτό νά ὀνοματίζεται “κανονικό δικαίωμα”, “ἱστορική ἀπαίτηση”, “θεολογική ἐκκλησιολογία”; Ἐν ὀνόματι τῶν ἀριθμῶν; Ἄν εἶναι δυνατόν!
***
Προσωπικά ἔχω μιάν ἀνάλογη τραγική ἐμπειρική γνώση καί τήν καταθέτω πολύ συνοπτικά.
Ἕνας Ἀμπχάζιος κληρικός, ἀριστοῦχος μεταπτυχιακός τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας Μόσχας καί ἤδη ἀριστοῦχος διδάκτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, φιλοξενήθηκε ἐπί 7 χρόνια παρ᾽ ἡμῖν, κατά τήν διάρκεια ἐκπόνησης τοῦ διδακτορικοῦ του.
Μᾶς ἐκόμισε “λευκό” χειροτονητήριο-ἀπολυτήριο ἐκ τῆς ρωσικῆς Ἐπισκοπῆς Μαϊκόπ & Ἀδιγέϊα, χωρίς δέσμευση οὔτε ἐκκλησιαστικῆς προέλευσης οὔτε ἐκκλησιαστικῆς κατεύθυνσης.
Αὐτό βεβαίως δέν ἔστεκε ἐκκλησιολογικά, ὅμως παρέπεμπε σέ πολλά ἀνάλογα δικά μας περιστατικά ἔκρυθμων δεινῶν ἱστορικῶν περιστάσεων.
Ἐπρόκειτο γιά ἕναν πανθομολογουμένως ἀκέραιο καί ἐξαίρετο κληρικό, μέ σπουδαία ἐκκλησιολογική καί θεολογική μόρφωση καί ποιμαντική διάκριση.
Οἱ Ἀμπχάζιοι εἶναι κάτι σάν τούς δικούς μας τούς ΡωσοΠοντίους (Ἑλληνοποντίους), μιά ξεχωριστή φυλή δίπλα στή Γεωργία, οἱ ἀρχαῖοι Ἀβασγοί, ἡ ἀρχαία Ἀνακοπία, Πιτυούντα κλπ. Σάν τοπική Ἐκκλησία, στά Βυζαντινά χρόνια ὑπῆρξε ὡς Μητρόπολη Ἀβασγίας/Ἀμπχαζίας στά συνταγμάτια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Σάν πολιτικός χῶρος, πρίν τόν Κομμουνισμό ἀνῆκαν στή Ρωσία, ὁ Γεωργιανός Στάλιν τούς ἕνωσε πολιτικά τό 1918/1921 μέ τήν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τήν Γεωργία.
Ἐπί Κομμουνισμοῦ τό 1937 ἡ Μητρόπολη Ἀμπχαζίας ὑποχρεώθηκε καταναγκαστικά νά ὑποταχθεῖ στή Γεωργία (ὁ σημερινός Ἁγιώτατος Πατριάρχης Γεωργίας ἦταν προηγουμένως Μητροπολίτης Σοχούμ στήν περιοχή ἀκριβῶς αὐτήν).
Τό 1992-93, τό 1998, τό 2001 καί τό 2006 ἔγιναν τέσσερις σκληρότατοι πόλεμοι μεταξύ Γεωργίας καί Ἀμπχαζίας, καί τό 2008 ἄλλος αἱματηρός πόλεμος στή διπλανή Νότια Ὀσετία.
Ἡ Ρωσική ὁμοσπονδία, ἡ Βενεζουέλα καί μερικά ἄλλα κράτη ἤδη ἀναγνώρισαν τή Δημοκρατία τῆς Ἀμπχαζίας.
Ὑποστηρίζεται ὅτι τούς πολέμους αὐτούς τούς χρηματοδότησε ἡ Ρωσία γιά λόγους πολιτικῆς/ἐπεκτατικῆς ἐπιρροῆς.
Αὐτές τίς μέρες τό Πατριαρχεῖο Γεωργίας διά τοῦ Δ/ντοῦ τοῦ Γραφείου Δημοσίων Σχέσεων ἐγκαλεῖ τήν παρεμβατική ἐκκλησιαστική πολιτική τοῦ Μόσχας γιά τά πρόσφατα συγχαρητήρια τοῦ Ἀγιωτάτου κ. Κυρίλλου πρός τό νέο Πρόεδρο τῆς Ἀμπχαζίας, ὅπως καί τά παλαιότερα πρός τόν ἀνάλογο τῆς Ν. Ὀσετίας (βλ. σχετικό διαδικτυακό σχόλιο τοῦ ἀρχιμ. Ρωμανοῦ Ἀναστασιάδη, 25.09.2019).
Ὅμως… Ὑπάρχει ἕνα πάρα πολύ λεπτό καί σοβαρότατο σημεῖο.
Ἀπό τό 1937 καί μέχρι σήμερα, ἡ Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας ποτέ δέν ὑποστήριξε τά δίκαια τοῦ λαοῦ τῆς Ἀμπχαζίας καί τῆς Νότιας Ὀσετίας (ἀνθρωπίνως δικαιολογεῖται αὐτό καί τό κατανοοῦμε: τό Πατριαρχεῖο Γεωργίας λειτουργοῦσε καί λειτουργεῖ σάν ἐθνική Γεωργιανή Ἐκκλησία, δέν γινόταν ἀλλιῶς, δέν γινόταν νά ὑποστηρίζει καί τίς δυό αἱματηρά ἀντιμαχόμενες μερίδες).
Ὅμως αὐτή ἡ στάση, μιά στάση ἐθνική, ἐθνικιστική, προκάλεσε ἕνα τεράστιο ποιμαντικό πρόβλημα, τήν κάθετη ἀπόκλιση τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν (καί τοῦ λοιποῦ λαοῦ) τῆς Ἀμπχαζίας καί τῆς Νότιας Ὀσετίας ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Γεωργίας.
Ἡ Νότια Ὀσετία ζήτησε καί ἑνώθηκε σέ μιά μερίδα Ἑλλήνων Παλαιοημερολογιτῶν! Οἱ Ἀμπχάζιοι εὐτυχῶς δέν τό θέλησαν.
Εὐμέτρητοι Ἀμπχάζιοι κληρικοί ἐπιζοῦσαν ἤδη ἀπό παλιά, χειροτονία Γεωργιανῶν ἐπισκόπων.
Ἐνῶ ἄλλοι πολλοί Ἀμπχάζιοι χειροτονήθηκαν ἀπό τούς ἀλληλοδιαδόχους Ρώσους ἐπισκόπους τῆς γειτονικῆς Ρωσικῆς Ἐπισκοπῆς (οἱ Ρῶσοι εἶναι πολύ συχνά μετακινούμενοι Ἐπίσκοποι, κάτι δείχνει κι αὐτό!). Λοιπόν. Τούς χειροτονοῦσαν καί τούς χορηγοῦσαν “λευκό ἀπολυτήριο”, χωρίς νά γράφουν γιά ποιά Ἐπισκοπή, γιά ποιά Ἐκκλησία!
Αὐτό μπορεῖ νά φαίνεται σάν πράξη ποιμαντικῆς ἀνάγκης, γιά νά μήν μένουν οἱ Ἀμπχάζιοι χριστιανοί δίχως κληρικούς.
Ὅμως, αὐτή ἡ πρακτική (ἄν δέν ἦταν τοιαύτη ἐξ ἀρχῆς) πάντως τελικά μετασχηματίστηκε σέ μιά πρακτική πολιτικῆς ἐπέκτασης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στήν Ἀμπχαζία καί στή Νότια Ὀσετία.
Οἱ Ρῶσοι προσπάθησαν νά καταλάβουν τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2011 τό μεγαλύτερο ἱστορικό ἐκκλησιαστικό κέντρο τῆς ἀνεπίσκοπης Ἀμπχαζίας, τό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Σίμωνος τοῦ Κανανίτου, μέ διορισμό Ρώσου ἡγουμένου ἀπό τό Βαλαάμ τοῦ ρωσικοῦ βορρᾶ πού τόν ἀπέστειλαν ἐκ τῆς Μόσχας ἐκεῖ στό νότο τῆς Ἀμπχαζίας, ἀλλά δέν ἔγινε δεκτός καί ἀποπέμφθηκε.
Ἡ Ρωσική παρεμβατικότητα προκάλεσε ἕναν κάθετο διχασμό στό κληρικολαϊκό πλήρωμα τῆς Ἀμπχαζίας· ἄλλοι κληρικοί φιλοδόξησαν νά ἀναλάβουν τή θρησκευτική ἐξουσία ἐν ὀνόματι τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας, ἐνῶ ἐπίσημες εὐρεῖες κληρικολαϊκές συνάξεις (15.05.2011) μαζί μέ τούς βουλευτές καί ἐκπροσώπους τῆς Κυβέρνησης καί τῶν Κομμάτων παρέμειναν σταθερά προσανατολισμένοι στήν προοπτική τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτονομίας (ἀνέδειξαν μιά προσωρινή διοίκηση καί ἐκπροσώπηση, ἡ ὁποία μάλιστα ἔστειλε γραπτά καί ἄλλα μηνύματα στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, σέ ὅλους τούς Πατριάρχες καί Προκαθημένους καί στήν Πανορθόδοξη Σύνοδο τῆς Κρήτης).
Τό τραγικό εἶναι ὅτι δύο φορές ὁ γειτονικός Ρῶσος Ἐπίσκοπος/Μητροπολίτης Μαϊκόπ & Ἀντιγκέγια μοῦ ἔστειλε ἐπιστολές, καί μία φορά μοῦ ἀπέστειλε ὁ Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ, ὡσάν ἐπικυρίαρχοι στόν κλῆρο (καί ἔμμεσα στό λαό) τῆς Ἀμπχαζίας.
Ἀναγκάστηκα καί ἀπήντησα. Τοῦ ἐπεσήμανα στήν ἐπιστολή μου (455/20.12.2012) μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς: «Κάθε παλαιότερη ἤ νεότερη ἀπόπειρα ἀναμείξεώς Σας στήν Ἀμπχαζία εἶναι Κανονικό ἀδίκημα, τόσο καίριο καί καταλυτικό, ὥστε νά Σᾶς καθιστᾶ ὑποδίκους νοοτροπίας καί πρακτικῆς ἀντορθόδοξης, ἀντεκκλησιολογικῆς, ἀντικανονικῆς.
Ἐάν διαμαρτυρόταν ὁ Γεωργίας γιά κάτι, θά τοῦ ἀναγνωριζόταν διορθόδοξα τέτοιο δικαίωμα. Περί Ὑμῶν, τῶν τῆς Ρωσίας, προβληματίζομαι καί καταθλίβομαι βαθύτατα, πού ἐπιχειρήσατε ὅλον αὐτόν τόν ἀνεπέρειστο θόρυβο, ἔξω ἀπό τά δικαιοδοτικά Σας Κανονικά ὅρια καί μάλιστα μέ ἐπίμονη παρασιώπηση τῶν καταβοωσῶν ἀποσχιστικῶν παρεμβάσεών Σας σέ ξένο Κανονικό ἔδαφος.
Καί ἐνῶ εὐθύνεσθε ὡς Πρόεδρος ἐπί τῶν Ἐξωτερικῶν Ὑποθέσεων νά ἀπολογηθεῖτε πλέον διορθόδοξα καί πανορθόδοξα γι᾽ αὐτές τίς ἀπαράδεκτες πράξεις τίς ἐξω-ενοριακές καί ὑπερόριες, τίς ἀντεκκλησιολογικές καί ἀντικανονικές, ἐμμένετε στήν πρακτική καί στίς διεκδικήσεις τῆς διπλωματίας, στή λογική, στή μεθοδικότητα καί στήν ἐπιχειρηματολογία τῆς διπλωματίας.
Τέτοιες πρακτικές ἀπάδουν στό Μυστήριο τῆς Ἀληθείας, ἀποικοδομοῦν τό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ἀσεβοῦν στό Μυστήριο τοῦ Χριστοῦ».
Ἀναγκάστηκα, προσέτι, καί ἐνημέρωσα τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί τήν δική μας Ἱερά Σύνοδο μέ ἐκτενῆ τεκμηριωμένα ὑπομνήματα.
Τί θέλω νά πῶ;
Α) Ὅτι ἡ Ρωσική Ἐκκλησία παρεμβαίνει παντοῦ μέ μιά παγιωμένη ἐπεκτατική πολιτική, γιά νά “κατακυριεύει τῶν κλήρων”.
Ὅπως ἐπιμένει ἀπροκάλυπτα στό Διορθόδοξο κόσμο νά ἀσκεῖ μιά κοσμική ἐπεκτατική πολιτική.
Καί ἡ ἀντίδρασή της στό ζήτημα τῆς Οὐκρανίας ὀφείλεται σέ αὐτήν τήν ἐπεκτατική ἐθνικιστική λογική της (τά ἔχουν ἤδη ἀναλύσει ὁ ἅγιος Ναυπάκτου, ὁ ἅγιος Ἀρκαλοχωρίου, ὁ σημερινός Αὐστραλίας, Καθηγητές Πανεπιστημίου, ὁ Ἀριστείδης Πανώτης καί ἄλλοι ἀναλυτές).
Εἶναι πολλά τά τεκμήρια αὐτῆς τῆς κοσμικῆς κυριαρχικῆς λογικῆς καί πρακτικῆς τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.
Δυστυχῶς ἡ διοίκηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἔχει μετατραπεῖ σέ “παράρτημα” τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσικῆς Ὁμοσπονδίας καί διαπνέεται ἀπό καθαρά ἐθνικιστική καί κοσμική λογική καί πρακτική.
Β) Ὑπάρχει καί ἕνας ἄλλος βαθύτερος λόγος. ῾
Η Ρωσική Ἐκκλησία δέν τό ὁμολογεῖ, ἀλλά φοβᾶται τήν παροῦσα καί τήν προϊοῦσα συρρίκνωση τοῦ ἐκκλησιάσματός της! Εἶναι ὅμως λυπηρό, ἀντί νά ἀσχολοῦνται μέ τήν ἀπομείωση τοῦ ἐκκλησιάσματος στή Μόσχα (ὅπου ἐκκλησιάζεται μόλις τό 1%) καί γενικότερα, ἀντί νά ἐνδιαφέρονται γιά τή δημογραφική/θρησκευτική ὁρατή ἅλωση τοῦ Ρωσικοῦ χώρου ἀπό τό μουσουλμανισμό, ἐκεῖνοι νά ἀσχολοῦνται μέ τήν προσπάθεια θρησκευτικῆς ἀνασύστασης τῆς αἴγλης τῆς Ρωσικῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἐπειδή λοιπόν στήν Οὐκρανία (λόγῳ τῶν ἐσωτερικῶν συγκρούσεων) ἡ ἀνατολική Οὐκρανία ἔχει αὐξημένο ποσοστό ἐκκλησιάσματος (ἐκεῖ ὑπάρχει καί τό μεγάλο προσκυνηματικό κέντρο μέ τόν ἅγιο σπηλαιωτικό μοναχισμό τοῦ Κιέβου), προσβλέπουσα σ᾽ αὐτό τό δεδομένο μέ τά τόσο ὑψηλά ποσοστά παραδοσιακῆς θρησκευτικότητος, ἡ Μόσχα θέλει νά ἐπηρεάζει ἀπόλυτα αὐτό τό ἕτοιμο καί διατηρούμενο παραδοσιακό ἐκκλησίασμα μέ ἐξαρτημένους Ἐπισκόπους, πού ἐξωτερικά δέν φαίνονται ἐξαρτημένοι, ὅμως ἐλέγχονται οὐσιαστικά ἀπό τή Μόσχα.
Καί ἐπικαλεῖται παλαιά Πατριαρχικά κείμενα μέ δικές της ἑρμηνεῖες, παραμερίζοντας τήν ἀληθινή σημασία τῶν παραχωρηθέντων, παραμερίζοντας καί τήν μείζονα Σταυρική ἱστορία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πού ὡστόσο κράτησε ἀκέραιη τήν Πανορθόδοξη ἐκκλησιαστική ταυτότητα καί ἱστορική Πανορθόδοξη αἴγλη. Ἀπό αὐτά τά δεδομένα θέλει νά καρπωθεῖ ὠφέλη ἡ ρωσική ἐκκλησιαστική πολιτική.
Ἀσκεῖται δηλαδή ἀπό τή Ρωσική Ἐκκλησία μιά διευρυμένη θρησκευτική πολιτική “ἀγωνίας” πάνω σέ ἕτοιμο ἀνθρώπινο ὑλικό, ἀντί νά προγραμματίζεται καί νά ἐφαρμόζεται μιά καθαρή ποιμαντική πρακτική στό χῶρο τῆς κυρίως Ρωσικῆς Ὁμοσπονδίας, πού τόν “χάνει” σταδιακά σέ πολύ γρήγορους ρυθμούς.
Καί προτιμοῦν μιάν ἐπικοινωνιακή θρησκευτική διπλοπροσωπία.
Σέ Δελτία Τύπου κατηγοροῦν ἐπί “οὐνιτισμῷ” τή νέα Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας καί τούς προηγούμενους πολιτικούς ὑποστηρικτές της, ἀλλά οἱ ἴδιοι οἱ Μοσχοβίτες ἔχουν διαρκῶς ἀνοιχτές σχέσεις μέ τό Βατικανό (ἔχουν ἀγοράσει κτίρια δίπλα στό Βατικανό, ἐκτός ἀπό τήν κραυγαλέα “ἡγεμονίστικη” συνάντηση τοῦ 2016 στήν Ἀβάνα).
Γ) Ἐπιπλέον, μέ ἀφορμή τό Οὐκρανικό ἐφαρμόζεται ἐπικοινωνιακά καί διπλωματικά μιά περαιτέρω σκληρή πολιτική ἐπεκτατισμοῦ καί διορθόδοξης ἐπιρροῆς. Τό Οὐκρανικό δέν εἶναι ἡ αἰτία, εἶναι μιά ἐξαιρετικά βολική ἀφορμή!
Ἐκμεταλλεύονται τήν προκληθεῖσα πολλαπλῶς ἐξαιτίας τους διεκκλησιαστική κρίση, γιά νά προβοῦν σέ νέες ἐπιδείξεις καί ἐπιβολές ἀρχηγισμοῦ. Ἀσέβησαν ἀκόμη καί πρός τό ἐκκλησιαστικό μυστήριο τῆς θείας χάριτος, μέ μιά νοοτροπία διαρπαγῆς “πρωτείου” ἐπιβάλλοντας ἀποχωρισμό ἀπό τή Μητέρα Ἐκκλησία!
Καί ἀπειλοῦν ἀναλόγως κάθε Πατριαρχεῖο ἤ Ἐκκλησία, προσχηματικά ἐν ὀνόματι τῆς τοιαύτης αὐθαιρεσίας τους, κατά βάθος ὅμως γιά νά ὑποκλέπτουν ὁλοένα ἀρχηγικά δικαιώματα.
Ἀσεβώντας ὅμως πρός αὐτό τοῦτο τό μυστήριο τῆς κοινωνίας τοῦ ζῶντος Θεοῦ, οἱ ἐθνικιστές τολμητίες χωρίζονται κατά Θεόν αὐτοί καθ᾽ ἑαυτούς ἀπό τόν Διορθόδοξο κορμό.
888 Καταλόγισαν ὡσάν νέος παπισμός ἀποκοπή ἀπό τήν ἐνεργοῦσα θεία Χάρη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μυστηρίου τοῦ ἱερουργουμένου ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη· ὅμως αὐτό καταλογίζεται κατά Θεόν εἰδικά στούς ἰδίους τούς ἐπινοητές/τολμητίες.
Αὐτανακηρύχθηκαν ὡσανεί μία ἐθνικιστική αὐτόνομη καί αὐθαίρετη καί ἀντορθόδοξη “προεδρία” διεκκλησιαστικῆς αὐτοσυνόδου μέ τέτοιου εἴδους διακηρύξεις πού οὔτε τά παλαίφατα Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς δέν ἀποτόλμησαν στίς μεταξύ τους τελευταῖες ἐντάσεις! Μιλοῦμε δηλαδή γιά μιά θρησκευτική πολιτική ἐξουσίας, κάτι διαφορετικό πρός τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα.
Πρός τοῦτο ἔχουν ὑποχειρίους τούς Ἐπισκόπους τῆς δικῆς τους Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας, τούς ἐπί τούτῳ χειροτονημένους ἐντατικά τήν πρόσφατη εἰκοσιπενταετία.
Ὅμως, ὁ Οὐκρανικός λαός (ἐν ὀνόματι τοῦ ὁποίου ὑποτίθεται πώς ἐνδιαφέρονται παρεμβατικά) εἶναι ἀπογοητευμένος ἀπό τήν ἐπεκτατικότητα τοῦ Κρεμλίνου (στήν Κριμαία καί εὐρύτερα).
Ἔστω καί ἄν δυστυχῶς πολλοί διεθνεῖς πολιτικοί παράγοντες ἀσκοῦν ἐπιρροή στήν περιοχή, γιά νά περιορίσουν τή Μόσχα μέ αἱματηρές συγκρούσεις (ὅπως ἡ Ἀμερική, τό ΝΑΤΟ, ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση).
Συμπερασματικά: τό Οὐκρανικό κατάντησε ἕνα πολύπλοκο ζήτημα, ἀποκλειστικά καί μόνο λόγῳ τῆς πολιτικῆς ἐμπλοκῆς καί θρησκευτικῆς γραμμῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μόσχας.
Ἡ Μόσχα ἀπό αἰῶνες ἐγκαυχᾶται γιά τήν τσαρική της χριστιανοσύνη, κάτι σάν νέα “μητρική (μητρυιακή) αὐτοκρατορία τῆς Ὀρθοδοξίας”.
Ἡ Ρωσική Ἐκκλησία ἀπό πολλές δεκαετίες θέλει νά γίνει “πρωτεύουσα ἐκκλησία”, ἐνῶ εἶναι μόνον κλάδος ἀπό τήν ἀποστολική καλιέλαιο τῆς Κωνσταντινούπολης.
Ἀποκομμένος ὁ κλάδος δέν ζωογονεῖται, ἔστω κι ἄν περιβάλλεται ἀπό τούς γύρω κλάδους τῶν θυγατρικῶν Ἐκκλησιῶν καί τούς ὁμοφυεῖς κορμούς τῶν παλαιφάτων Πατριαρχείων.
Ἡ Μόσχα ἔλαβε “μόσχευμα ζωῆς καί καρποφορίας ἐκκλησιαστικῆς” ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη.
Ἀλλά δέν θέλει νά τό ἀναγνωρίζει. Ἐπίσημοι καί “ἀνεπίσημοι” Ρῶσοι ἱεράρχες σέ κείμενά τους στό διαδίκτυο ἀποσιωποῦν σκοπίμως καί τόν τίτλο “Οἰκουμενικός” καί τήν προτεραιότητα-προεδρία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ὁμιλοῦν γιά ἀριθμούς πιστῶν στήν Πόλη, ὁμιλοῦν γιά ἀριθμητική μεγιστοποίηση τῆς Ρωσίας, ὁμιλοῦν γιά βιβλική προτεραιότητα τῶν Ἱεροσολύμων (ἴσως γι᾽ αὐτό ἀπό παλιά θέλουν νά διαρπάσουν τά Ἱεροσόλυμα).
Καί ἀποσιωποῦν τόν θεσμό τῆς πενταρχίας καί μετά τό σχίσμα τῆς τετραρχίας καί τῆς Κύπρου, μέ τό ἐπακόλουθο σύστημα τῶν θυγατρικῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως Ἐκκλησιῶν.
Δηλαδή καταφρονοῦν τήν ἐκκλησιαστική λογική, τήν ἐκκλησιολογική πραγματικότητα, κατ᾽ οὐσίαν τή θεολογία τῆς σωτηρίας καί τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Μιλοῦν μόνο μέ κοσμικά καί πολιτικά κριτήρια.
Μερικοί Ἱεράρχες δικοί μας, ἀξιοσέβαστοι, μέσα στήν ἀγωνιστικότητά τους, καταλογίζουν “ἀνατροπές” στήν κίνηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ὅμως, ἡ δικαιοδοτική παρέμβαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν Οὐκρανία δέν εἶναι “πολιτικός ἐμβολισμός”· εἶναι ἕνας τοπικός καί εὐρύς ἐνδορθόδοξος λυτρωτικός “ἐμβολιασμός”.
Γιά τήν ματαίωση μιᾶς βαθειᾶς ἀντεκκλησιολογικῆς ἐπιδημίας, τῶν ἐπεκτατικῶν ἀνατροπῶν πού θρασύνονται καί ἐπιχειροῦν διαρκῶς οἱ ἐκκοσμικευμένοι Ρῶσοι ἀδελφοί μας σέ πεῖσμα τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας καί τῆς σωτηρίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας.
῞Οσο πιό γρήγορα τό καταλάβουμε, τόσο καλύτερα γιά μᾶς. Καί γιά κείνους.
Γιά ὅλους μας καί γιά ὅλον τόν κόσμο, πού προσμένει νά δεῖ σέ ὅλους μας τούς Ὀρθοδόξους ἦθος ἑνότητος, νοῦν Χριστοῦ, ἐκκλησιασμό κοινωνίας, οἱονεί μιά καρδιά πού νά ἀναλίσκεται γιά τήν ἐγκοσμίκευση τῆς ἀπολυτρώσεως.
Ὄχι γιά τήν ἐλευθεριότητα τῆς θρησκευτικῆς ἐκκοσμικεύσεως.
Οἱ καιροί οὐ μενετοί.