ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΛΑΒΙΚΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
Τὸ ἐκκλησιαστικὸ καθεστὼς
τῆς Μητροπόλεως Μαυροβουνίου
ἀπὸ τὴν διακοπὴ λειτουργίας τοῦ Πατριαρχείου Πεκίου (1766)
ἕως τῆς ἀνασυστάσεως αὐτοῦ (1920) – Μέρος Β΄
τοῦ Γεωργίου Νεκταρίου ᾿Αθ. Λόη,
Διδάκτορος ῾Ιστορίας
Μετὰ
τὸ θάνατο τοῦ Πέτρου Β΄, τὸ 1851, τέθηκε τὸ θέµα τῆς χειροτονίας τοῦ
διαδόχου του ἀρχιµανδρίτη Νικάνορος Ἰβάνοβιτς. Τὸ ἔτος 1853 διεξήχθηκαν
διαπραγµατεύσεις µὲ σκοπὸ νὰ χειροτονηθεῖ στὴν πόλη τοῦ Καρλοβακίου
τῆς ἐπαρχίας τοῦ Σρέµ. Ὁ Μητροπολίτης Καρλαβακίου Ἰωσὴφ Ράϊατσιτς τόνισε
πὼς ὁ ἴδιος µπορεῖ νὰ χειροτονήσει τὸν ἐπίσκοπο Μαυροβουνίου, ἐπειδὴ
τὰ δικαιώµατα τοῦ Πατριαρχείου Πεκίου τὰ µετέφεραν οἱ Σέρβοι πατριάρχες
ἀπὸ τὸ Πέκιο στὴν Αὐστρία. Παρὰ ταῦτα ὁ ἀρχιµανδρίτης Νικάνορας
χειροτονήθηκε στὴ Ρωσία.
Ὅλα
αὐτὰ τὰ χρόνια, ἀπὸ τὴ διακοπὴ λειτουργίας τοῦ Πατριαρχείου Πεκίου
(1766) ἕως καὶ τὸ θάνατο τοῦ Πέτρου Β΄ Πετροβιτς Νιέγκος (1851) δὲν
ὑπάρχει ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν προκαθηµένων τῆς Μητροπόλεως Μαυροβουνίου
κάποια ἐπισηµη ἀναφορὰ γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ αὐτοκεφάλου. ῞Οµως οἱ
καθηγητὲς Κ. Ράλλης καὶ Μ. Ποτλῆς συνέταξαν µία συλλογὴ νοµικῶν
διατάξεων τῆς Ὀρθόδοξης ἐκκλησίας µὲ τίτλο Συνταγµάτιο, τὸ ὁποῖο
τυπώθηκε στὴν Ἀθήνα, µὲ τὸν πρῶτο τόµο τὸ ἔτος 1852. Στὸν 5ο τόµο τοῦ
Συνταγµατίου, ἔτους 1855, σελίδα 529, ἀναφέρουν ὅτι στὸ Μαυροβούνιο
ὑπῆρξε Αὐτοκέφαλη Μητρόπολη Μαυροβουνίου, «ἡ ὁποία βρίσκεται στὴν 9η
θέση τοῦ καταλόγου». (Κατὰ τὸ Ρωσικὸ Συνταγµάτιο µἐτὰ τὶς Ἐκκλησίες:
Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, ᾿Ιεροσολύµων, Ρωσίας,
Κύπρου, Καρλοβακίων καὶ Σιναίου ἀναφέρεται στὴν 9η θέση ἡ Μητρόπολη
Μαυροβουνίου).
Τὸ κείµενο στὸ Συνταγµάτιο λέει τὰ ἑξῆς: «9.
Αὐτοκέφαλη Μητρόπολη Μαυροβουνίου. Ὁ Μητρόπολης Σκανδερίας (Σκόδρας)
καὶ Παραθαλασσίας, Ἀρχιεπίσκοπος Τσετινίας, Ἔξαρχος τοῦ ἱεροῦ θρόνου
Πεκίου, Δεσπότης (Βλαδίκας) Μαυροβουνίου καὶ Βέρδης, κ. Πέτρος
Πέτροβιτς». Τὸ κείµενο λοιπὸν αὐτὸ στὸ Ρωσικὸ Συνταγµάτιο προκάλεσε
κάποια σύγχυση, ὥστε νὰ θεωρεῖται αὐτοκέφαλη ἡ Μητρόπολη Μαυροβουνίου.
῞Οµως ἐδῶ ὑπάρχουν καὶ ὁρισµένες ἐνστάσεις. Ἂν ἡ Μητρόπολη Κετίγνης
(Τσετινίας) ἦταν αὐτοκέφαλη, τότε ὁ ἐπίσκοπός της, δηλαδὴ ὁ
προκαθήµενος αὐτῆς τῆς αὐτοκέφαλης µητρόπολης, δὲν µπορεῖ νὰ εἶναι καὶ
ἔξαρχος, δηλαδὴ τοποτηρητὴς κάποιας ἄλλης αὐτοκέφαλης ἐκκλησίας, στὴ
δεδοµένη περίπτωση τοῦ θρόνου τοῦ Πεκίου. Ἀλλὰ ἀκόµα καὶ ἂν εἶναι ἔτσι,
ποιός ἔδωσε τὸ κανονικὸ δικαίωµα καὶ τὸν τίτλο τοῦ Ἐξάρχου στὸ
Μητροπολίτη Μαυροβουνίου Πέτρο; Πάντως τὸ σίγουρο εἶναι ὅτι τὸ δικαίωµα
αὐτὸ δὲν τὸ ἔλαβαν οὔτε ὁ βλαντίκας Πέτρος Α΄, οὔτε ὁ βλαντίκας Πέτρος
Β΄, πρᾶγµα γιὰ τὸ ὁποῖο ὑπάρχουν ἀξιόπιστα ἱστορικὰ ἀποδεικτικὰ
στοιχεῖα. Ὁ Μητροπολίτης Πέτρος Α΄ Πετροβιτς χειροτονήθηκε στὶς 13
Ὀκτωβρίου 1784 στὴν πόλη τοῦ Καρλοβακίου. Ὁ Μητροπολίτης λοιπὸν
Καρλοβακίου δὲν εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ δώσει τὸν τίτλο τοῦ τοποτηρητῆ ἢ
Ἐξάρχου γιὰ µία ἐπαρχία ποὺ δὲν ἦταν στὴν κανονικὴ δικαιοδοσία του.
Ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Πέτρος Α΄ ὑπέγραφε µόνο ὡς Μητροπολίτης
Μαυροβουνίου καὶ ὄχι ὡς Ἔξαρχος, ὅπως καὶ ὁ Πέτρος Β΄, ὁ ὁποῖος
χειροτονήθηκε στὴν Πετρούπολη στὶς 6 Αὐγούστου 1833, ὑπέγραφε ὡς
«βλάντικας Μαυροβουνίου καὶ Βέρδης». Ἐπίσης καὶ οἱ συγγραφεῖς ἐκείνης
τῆς περιόδου δὲν κάνουν πουθενὰ µνεία γιὰ κάποια αὐτόνοµη ἐπαρχία
Μαυροβουνίου. Κάτι τέτοιο δὲν ὑπάρχει οὔτε καὶ στὰ προσωπικὰ ἔργα τῶν
ἴδιων τῶν Μητροπολιτῶν Πέτρου Α΄ καὶ Πέτρου Β΄ (Durkovic-Jakic Ljubomir,
ὅ.π., σ. 49).
Τέλος
πρέπει νὰ τονίσουµε ὅτι στὸ Συνταγµάτιο δὲν ἀναφέρεται ἐπακριβῶς περὶ
τίνος Πέτρου Πέτροβιτς πρόκειται. Πάντως εἴτε ἐπρόκειτο γιὰ τὸν Πέτρο
Α΄, ποὺ ἀπεβίωσε τὸ 1830, εἴτε γιὰ τὸν Πέτρο Β΄, ποὺ ἀπεβίωσε τὸ 1851,
ὅταν ἐκδόθηκε τὸ κείµενο τοῦ Συνταγµατίου, τὸ 1855, στὴν ἐπαρχία
Μαυροβουνίου ἐπίσκοπος ἦταν ὁ Νικάνωρ Ἰβάνοβιτς, ὁ ὁποῖος διαδέχθηκε
τὸν Πέτρο Β΄ τὸ 1852. Ὁ ἴδιος χειροτονήθηκε στὴν Πετρούπολη καὶ
ἐγκατέλειψε τὴ Μητρόπολη Μαυροβουνίου τὸ ἔτος 1860 φεύγοντας καὶ πάλι
γιὰ τὴ Ρωσία.
Ὅλη
αὐτὴν τὴν περίοδο τὸ Πατριαρχεῖο Πεκίου βρισκόταν στὴν κανονικὴ
δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου, συνεπῶς καὶ ἡ ἐπαρχία
Μαυροβουνίου, ποὺ ἀνῆκε στὴ σύνθεση τοῦ Πατριαρχείου Πεκίου, βρισκόταν
στὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουµενικοῦ Θρόνου, πρᾶγµα ποὺ σηµαίνει
ὅτι ἡ Μητρόπολη Μαυροβουνίου δὲν ἦταν αὐτοκέφαλη. Αὐτὸ µᾶς δίνει νὰ
καταλάβουµε ὅτι ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία καταχώρησε ἀντικανονικὰ τὸ 1851 τὴν
ἐπαρχία Μαυροβουνίου ὡς αὐτοκέφαλη Μητρόπολη. Πρέπει ἐπίσης νὰ ληφθεῖ
ὑπόψη καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Οἰκουµενικὸ Πατριαρχεῖο δὲν παραχώρησε ποτὲ τὸ καθεστὼς τοῦ αὐτοκεφάλου στὴ Μητρόπολη Μαυροβουνίου.
Ἀκριβῶς γι' αὐτὸ καὶ οἱ καθηγητὲς Ράλλης καὶ Ποτλῆς διαφοροποίησαν
δικαιολογηµένα τὴ θέση τους ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἔγγραφο ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ τὴ
Ρωσικὴ Ἐκκλησία, στὸ ὁποῖο τὰ ὅσα ἀναφέρονταν δὲν βασίζονται στοὺς
κανόνες καὶ δὲν προέρχονται ἀπὸ τὶς ἁρµόδιες ἐκκλησιαστικὲς ἀρχές. Οἱ
δυό τους ἐπικαλέστηκαν τὸν κατάλογο τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως,
στὸν ὁποῖο δὲν ὑπάρχει οὔτε µνεία γιὰ κάποια αὐτοκέφαλη ἐπαρχία
Μαυροβούνιου µὲ ἐπικεφαλῆς τὸν βλάντικα Πέτρο Πέτροβιτς. Μάλιστα σὲ
ὑποσηµείωση ὑπογραµµίζουν ὅτι «τὴν τάξιν ταύτην κατέχει κατὰ τὸ Ρωσικὸν
Συνταγµάτιον· ἐν δὲ τῷ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας οὐ µνηµονεύεται. Τὸ πάλαι
ὑπέκειτο τῷ ἀρχιεπισκόπῳ Πεκίου». Ἐπίσης πρέπει νὰ γνωρίζουµε ὅτι οὔτε ὁ
Πέτρος Α΄ ἀλλὰ οὔτε καὶ ὁ Πέτρος Β΄ ἔκαναν κάτι σχετικὸ µὲ τὴν ὀργάνωση
κάποιας αὐτοκέφαλης ἐκκλησίας. Ἄλλωστε δὲν ὑπῆρξαν ἐκκλησιαστικὲς
σύνοδοι, σπάνια ὑπῆρχαν δύο ἐπίσκοποι, κάτι ποὺ πρέπει νὰ ἔχει µία
αὐτοκέφαλη ἐκκλησία. Μὲ ἁπλὰ λόγια ἡ Μητρόπολη Μαυροβουνίου δὲν εἶχε
οὔτε κὰν τὶς βασικὲς προϋποθέσεις, ἀφοῦ δὲν εἶχε δική της Σύνοδο γιὰ τὴν
ἐκλογὴ καὶ τὴ χειροτονία τοῦ µητροπολίτη καὶ τῶν πιθανῶν ἐπισκόπων της.
Ἀναγκάζονταν δὲ ὅπως εἴδαµε νὰ ταξιδεύουν εἴτε στὴ Μητρόπολη
Καρλοβακίου εἴτε στὴ Ρωσία γιὰ τὴ χειροτονία.
Μετὰ
τὸν βλάντικα Πέτρο Β΄ Πέτροβιτς Νιέγκος, τὸ 1851 τὴν ἐξουσία τοῦ
Μαυροβουνίου ἀνέλαβε ὁ πρίγκιπας Δανιήλ, ὁ ὁποῖος χώρισε τὸ µέχρι τότε
ἰδιότυπο θεοκρατικὸ καθεστὼς τῆς λειτουργίας τοῦ κράτους στὴ λαϊκὴ καὶ
ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία. Στὴ συνέχεια, τὸ ἔτος 1860, ὅταν τὴν ἐξουσία
ἀνέλαβε ὁ πρίγκιπας Νικόλαος, ὁ µέχρι τότε ἐπίσκοπος Μαυροβουνίου
Νικάνωρ Ἰβάνοβιτς ἐγκατέλειψε τὴν ἐπαρχία του φεύγοντας γιὰ τὴ Ρωσία.
Ἔτσι ὁ πρίγκιπας Νικόλαος προώθησε γιὰ τὴν ἐπισκοπικὴ θέση τὸν
ἀρχιµανδρίτη τῆς µονῆς Κετίγνης Ἰλαρίονα Ρογκάνοβιτς, ὁ ὁποῖος ταξίδευσε
καὶ αὐτὸς µἐ τὴ σειρά του στὴν Πετρούπολη, γιὰ νὰ χειροτονηθεῖ στὶς 30
Μαΐου 1863.
Τὸ
ἔτος 1878 µὲ τὴ συνθήκη τοῦ Βερολίνου ὁριστικοποιήθηκαν τὰ ὅρια τοῦ
Μαυροβουνίου καὶ ἀποκτήθηκε ἡ ἀνεξαρτησία. Τότε ὁ πρίγκιπας Νικόλαος
ἵδρυσε τὴν ἐπαρχία τοῦ Ζαχουµίου καὶ Ράσκας μὲ ἕδρα τὸ Ὄστρογκ,
προωθώντας συνάµα γιὰ ἐπίσκοπο τὸν ἀρχιµανδρίτη τῆς µονῆς Κετίγνης
Βησσαρίονα Λιούµπισα, καὶ στὴ θέση του στὴ µονὴ Κετίγνης ἦρθε ὁ
ἡγούµενος τῆς µονῆς Μόρατσα Μητροφάνης Μπάν. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ
Μητροπολίτη ῾Ιλαρίονος τὸ 1882 Μητροπολίτης ἐξελέγη ὁ ἐπίσκοπος
Βησσαρίων Λιούµπισα, ἐνῷ ὁ ἀρχιµανδρίτης Μητροφάνης Μπὰν ἀνέλαβε ὡς
τοποτηρητὴς τὴν ἐπαρχία Ζαχουµίου καὶ Ράσκας. Ὁ Μητροπολίτης Βησσαρίων
ἀπεβίωσε τὸ 1884, καὶ στὶς 27 Μαΐου τοῦ ἴδιου ἔτους ἐξελέγη
Μητροπολίτης Μαυροβουνίου ὁ Μητροφάνης Μπάν, διατηρώντας παράλληλα καὶ
τὴ θέση τοῦ τοποτηρητῆ τῆς ἐπαρχίας Ζαχουµίου καὶ Ράσκας. Τὸ ἑπόµενο
ἔτος ὁ Μητροφάνης ταξίδευσε στὴ Ρωσία, ὅπου καὶ χειροτονήθηκε παρουσίᾳ
τοῦ τσάρου Ἀλεξάνδρου Γ΄. ᾿Αµέσως µετὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Κετίγνη
καὶ µὲ τὴν ἄδεια τοῦ πρίγκιπα Νικολάου παρακάλεσε τὸν γνωστὸ καθηγητὴ
τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου καὶ ἐπίσκοπο Ζάρας Νικόδηµο Μίλας νὰ
συγγράψει ἕνα Καταστατικὸ γιὰ τὴ Μητρόπολη Μαυροβουνίου. Τὸ ἔτος 1903
τὸ Καταστατικὸ ἦταν ἕτοιµο καὶ ὁ πρίγκιπας Νικόλαος τὸ ἐνέκρινε στὶς 30
Δεκεµβρίου τοῦ ἴδιoυ ἔτoυς. Ἔτσι ἡ ἐπαρχία Μαυρoβoυνίου ὀνοµάστηκε
«Αὐτοκέφαλη Μητρόπολη τῆς ἡγεµονίας τοῦ Μαυρoβoυνίoυ». Προκαλεῖ ὅµως
ἔκπληξη τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Καταστατικὸ αὐτὸ δὲν δηµοσιευθηκε στὴν ἐπίσηµη
ἐφημερίδα τoῦ Μαυροβoυνιoυ «GIas Grnogorca», στὴν ὁπoία δηµoσιεύoνταν
ὅλοι oἱ νόµοι τόσο πρὶν ὅσο καὶ μετά (Durkovic-Jakic Ljubomir, ὅ.π., σ.
64). Τὸ περιεχόµενo αὐτοῦ τοῦ καταστατικοῦ ἐκδόθηκε ὑπὸ µορφὴ ἑνὸς
μικροῦ βιβλίου τὸ ἔτος 1904 καὶ σὲ µικρὸ ἀριθµὸ ἀντιτύπων.
Ἡ
αὐτοκέφαλη λοιπὸν Μητρόπολη Μαυροβουνίου, βάσει τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ
καταστατικοῦ της, ἀπoτελείτo ἀπό: 1) Τὴν ἀρχιεπισκοπὴ Κετίγνης
ἐπικεφαλῆς τῆς ὁποίας εἶναι ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κετίγνης, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ
προκαθήµενoς πάσης τῆς ᾿Ορθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Μαυρoβoυνίoυ µὲ τὸν
τίτλο «Μητροπoλίτης Μαυροβουνίου, Βέρδης καὶ Παραθολασσίας». ῾Η ἕδρα τῆς
ἄρχιεπισκοπῆς Κετίγνης εἶναι στὴν πρωτεύουσα τοῦ κράτους, τὴν πόλη τῆς
Κετίγνης. 2) Τὴν ἐπαρχία Ζαχουµίου καὶ Ράσκας, ἐπικεφαλῆς τῆς ὁποίας
εἶναι ἐπίσκοπος. Ἡ ἕδρα τῆς ἐπαρχίας εἶναι στὴ µονὴ Ὄστρογκ
(Durkovic-Jakic Ljubomir, ὅ.π., σ. 66). Ἐδῶ ὄµως πρέπει νὰ ἀναφέρουµε
καὶ ἕνα ζήτηµα ποὺ προκαλεῖ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Συγκεκριµένα
παραµένει ἄγνωστος ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ ἐπίσκοπος Νικόδηµος Μίλας
δὲν καταχώρησε τὸ ἔργο ἐκπόνησης τοῦ Καταστατικοῦ τῆς ἐπαρχίας
Μαυροβουνίου στὸν κατάλογο τῶν ἔργων του, τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος προσωπικὰ
ἔγραψε ἀπὸ τὸ 1873 µέχρι τὸ 1905. Ἐπίσης ὁ ἐπίσκοπος Νικόδηµος δὲν
ἔγραψε καὶ τίποτα σχετικὰ µὲ αὐτὸ τὸ ζήτηµα στὴν αὐτοβιογραφία του
(Durkovic-Jakic Ljubomir, ὅ.π., σ. 66).
Ὅλη
αὐτὴ τὴν περίοδο, ἀπὸ τὸν ἐρχοµὸ τοῦ πρίγκιπα Δανιὴλ (1851) καὶ ἰδίως
τοῦ πρίγκιπα Νικολάου (1860) στὴν ἐξουσία, ἡ ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση
ἦταν µέρος τῆς κρατικῆς ἐξουσίας καὶ ὑποτασσόταν στὴ θέληση τοῦ
πρίγκιπα, ὁ ὁποῖος στὴν οὐσία καὶ τὴ διοικοῦσε. Ὁ πρίγκιπας Νικόλαος
ἀνακατευόταν σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησιαστικὲς καὶ κανονικὲς ὑποθέσεις. Τοὺς
ἐπισκόπους ὄχι µόνο τοὺς διόριζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀναβάθµιζε στὸ βαθµὸ τοῦ
Μητροπολίτη, παρ᾿ ὅτι εἶναι γνωστὸ ὅτι κάτι τέτοιο εἶναι ἀντικανονικό.
Ἱστορικὰ
δὲν ἀποδεικνύεται ἂν ἡ ἐπαρχία Μαυροβουνίου, ἡ ὁποία σπάνια διέθετε
δύο ἐπισκόπους, ζήτησε µὲ κάποιον τρόπο τὸ καθεστὼς τοῦ αὐτοκεφάλου,
οὔτε ἐπίσης τῆς δόθηκε αὐτὸ µὲ κανονικὸ τρόπο. Γι' αὐτὸ ἡ ἐπαρχία
Μαυροβουνίου φαίνεται ὅτι δὲν ἦταν ποτὲ αὐτοκέφαλη. Μόνο ἐκείνη ἡ
ἐκκλησία ἡ ὁποία διαθέτει τὴν ἀπόδειξη τοῦ αὐτοκεφάλου χαρακτήρα,
δηλαδὴ τὸν Τόµο ποὺ ἐκδόθηκε ἀπὸ τὴ Μητέρα Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ
µόνη ἁρµόδια ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ γι' αὐτό, µπορεῖ νὰ πεῖ πὼς εἶναι
αὐτοκέφαλη. Ὁ πρίγκιπας Νικόλαος δὲν σεβάστηκε τὴ διδασκαλία καὶ τοὺς
κανόνες τῆς ἐκκλησίας, καὶ γι' αὐτὸ δὲν συµπεριφέρθηκε ἀνάλογα µὲ αὐτούς
τὸ ἔτος 1903, ὅταν ἐπικύρωνε τὸ Καταστατικὸ τῆς «Αὐτοκέφαλης
Μητρόπολης Μαυροβουνίου». Θεωροῦσε τὴν ἐκκλησία ὡς ἐκτελεστικὸ ὄργανο
τῆς ἐξουσίας του, καὶ γι' αὐτὸ ἄλλωστε ὁ ἴδιος διόριζε µὲ διατάγµατα τὰ
διάφορα ὄργανα τῆς ἐκκλησίας.
Tὸ
1918 μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση καὶ τὴ θέληση ὅλων τῶν νοτιοσλαβικῶν λαῶν νὰ
ἑνωθοῦν, ἡ Σερβία, ἡ Κροατία καὶ ἡ Σλοβενία ἀποτέλεσαν µαζὶ τὴν 1η
Δεκεµβρίου 1918 ἕνα ἑνιαῖο βασίλειο. Ἔτσι οἱ παλιὲς µἠτροπόλεις καὶ
ἐπισκοπὲς τοῦ Πεκίου βρέθηκαν πολιτικὰ τοὐλάχιστον στὴ δικαιοδοσία µιᾶς
κεντρικῆς ἐξουσίας καὶ στὸ ἔδαφος ἑνὸς ἑνιαίου κράτους. Τὸ µόνο ποὺ
ἀπέµενε γιὰ τὴν ἀνασύσταση τοῦ Πατριαρχείου Πεκίου ἦταν ἡ συνεννόηση
µεταξὺ τῶν ἐπισκόπων καὶ ἡ κοινοποίηση τῆς ἀποφάσεως στὸ Οἰκουµενικο
Πατριαρχεῖο.
Ἡ
πρώτη συνδιάσκεψη ἔγινε στὶς 18/31 Δεκεµβρίου 1918 στὴν πόλη τοῦ
Καρλοβακίου, ὅπου οἱ ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν σερβικῶν ἐκκλησιῶν σχηµάτισαν
µία προσωρινὴ ἐπιτροπὴ µἐ πρόεδρο τὸν Μητροπολίτη Μαυροβουνίου
Μητροφάνη. Σκοπὸς τῆς ἐπιτροπῆς ἦταν νὰ ἔλθει σ' ἐπαφὴ µὲ τοὺς
ἐκπροσώπους τῶν σερβικῶν ἐπαρχιῶν ποὺ ὑπάγονταν σὲ ξένη δικαιοδοσία,
ὥστε ἐξασφαλίζοντας τὴ συγκατάθεσή τους νὰ συζητήσει στὴ συνέχεια µὲ τὸ
Οἰκουµενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὴ Μητρόπολη Βουκοβίνης-Δαλµατίας, στὴ
δικαιοδοσία τῶν ὁποίων ὑπάγονταν οἱ σερβικὲς ἐπαρχίες. Στὴ δεύτερη
συνδιάσκεψη, ποὺ ἔλαβε χώρα στὶς 13/26 Μαΐου 1919 στὸ Βελιγράδι, οἱ
ἐπίσκοποι ἀποφάσισαν νὰ συστήσουν µία προσωρινὴ Ἀρχιερατικὴ Σύνοδο τῆς
ἑνωµένης Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας µὲ πρόεδρο τὸν Μητροπολίτη
Μαυροβουνίου Μητροφάνη. Τὰ ἀνεξάρτητα ἐκκλησιαστικὰ τµήµατα στὸ
νεοϊδρυθὲν βασίλειο τῶν Σέρβων-Κροατῶν καὶ Σλοβένων (βασίλειο τῆς
Γιουγκοσλαβίας) ἦταν: 1) Ἡ Μητρόπολη Καρλοβακίου, ἡ ὁποία περιελάµβανε
ὅλους τοὺς Σέρβους Ὀρθοδόξους στὴν Οὑγγαρία, Κροατία καὶ Σλαβονία. 2) Ἡ
Μητρόπολη Μαυροβουνίου καὶ Παραθαλασσίας. 3) Ἡ Μητρόπολη Δαλµατίας καὶ
Καττάρου. 4) Ἡ ἀρχιεπισκοπὴ Βελιγραδίου. 5) Ἡ Μητρόπολη Βοσνίας καὶ
Ἐρζεγοβίνης. 6) Οἱ τέσσερις Μητροπόλεις τῆς Βορείου Μακεδονίας καὶ οἱ
δύο της Παλαιᾶς Σερβίας. Ὅλες τὶς ἐργασίες γύρω ἀπὸ τὴν ἀποκατάσταση τῆς
ὁµαλῆς λειτουργίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ τῆς
ἀνασυστάσεως τοῦ Πατριαρχείου Πεκίου, χαιρέτησε τὸ Οἰκουµενικὸ
Πατριαρχεῖο, τὸ ὁποῖο µετὰ ἀπὸ σχετικὲς διαπραγµατεύσεις ἐπικύρωσε µὲ
συνοδικὴ ἀπόφαση στὶς 18 Μαρτίου 1920 τὴν ἕνωση τῶν διαφόρων τµηµάτων
καὶ στὶς 2 Ἀπριλίου 1922 πατριαρχικὴ ἀντιπροσωπία µἐ ἐπικεφαλῆς τὸν
Μητροπολίτη Γερµανὸ Καραβαγγέλη µετέβη στὸ Βελιγράδι, ὅπου ἐντὸς τοῦ
καθεδρικοῦ ναοῦ παρέδωσε τὸν Συνοδικὸ Τόµο «περὶ Ἀνασυστάσεως τοῦ
Σερβικοῦ Πατριαρχείου». Στὴ συνέχεια τὸ Πατριαρχεῖo Σερβίας ἀναγνώρισαν
καὶ τὰ ἄλλα Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς.
Ἡ
συνένωση καὶ ἀνασύσταση τοῦ Πατριαρχείου Πεκίου (1920) ἀποτέλεσε τὴν
ἔκφραση τῆς ἀγαθῆς θέλησης ὁλόκληρου τoῦ σερβικoῦ λαοῦ. Κατ᾿ αὐτὸν τὸν
τρoόπο ὅλες οἱ σερβικὲς ὀρθόδoξες ἐκκλησίες ἑνώθηκαν σὲ ἕνα κοινὸ καὶ
ἀδιαίρετο σύνολo καὶ συνεπῶς σήµερα καμμία ἐπαρχία καὶ καµμία ὁµαδα
ἐπισκόπων δὲν µποροῦν νὰ ἀπoσχιστοῦν κανονικὰ καὶ νὰ ἀποτελέσουν
ξεχωριστὴ ἐκκλησία χωρὶς τὴ συγκατάθεση τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας καὶ κατ᾿
ἐπέκταση τοῦ Oἰκουυµενικοῦ Πατριαρχείoυ, γιατὶ δΙκαίως θὰ χαρακτηριστoῦν
ὅπως ἡ λεγόµενη «Μακεδονικὴ» Ἐκκλησία τῶν Σκοπίων ὡς σχισµατικὴ
θρησκευτικὴ ὀργάνωση.
᾿Εκκλησιολόγος, φύλλο 64, παρασκευὴ 3/10/2008