Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2019

ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ


ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΛΑΒΙΚΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
Τὸ ἐκκλησιαστικὸ καθεστὼς
τῆς Μητροπόλεως Μαυροβουνίου
ἀπὸ τὴν διακοπὴ λειτουργίας τοῦ Πατριαρχείου Πεκίου (1766)
ἕως τῆς ἀνασυστάσεως αὐτοῦ (1920) – Μέρος Β΄



τοῦ Γεωργίου Νεκταρίου ᾿Αθ. Λόη,
Διδάκτορος ῾Ιστορίας

Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Πέτρου Β΄, τὸ 1851, τέθηκε τὸ θέµα τῆς χειροτονίας τοῦ διαδόχου του ἀρχιµανδρίτη Νικάνορος Ἰβάνοβιτς. Τὸ ἔτος 1853 διεξή­χθηκαν διαπραγµατεύσεις µὲ σκοπὸ νὰ χειροτονηθεῖ στὴν πόλη τοῦ Καρλο­βακίου τῆς ἐπαρχίας τοῦ Σρέµ. Ὁ Μητροπολίτης Καρλαβακίου Ἰωσὴφ Ράϊατσιτς τόνισε πὼς ὁ ἴδιος µπορεῖ νὰ χειροτονήσει τὸν ἐπίσκοπο Μαυρο­βουνίου, ἐπειδὴ τὰ δικαιώµατα τοῦ Πατριαρχείου Πεκίου τὰ µετέφεραν οἱ Σέρβοι πατριάρχες ἀπὸ τὸ Πέκιο στὴν Αὐστρία. Παρὰ ταῦτα ὁ ἀρχιµαν­δρί­της Νικάνορας χειροτονήθηκε στὴ Ρωσία.
Ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια, ἀπὸ τὴ διακοπὴ λειτουργίας τοῦ Πατριαρχείου Πεκίου (1766) ἕως καὶ τὸ θάνατο τοῦ Πέτρου Β΄ Πετροβιτς Νιέγκος (1851) δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν προκαθηµένων τῆς Μητροπόλεως Μαυ­ροβουνίου κάποια ἐπισηµη ἀναφορὰ γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ αὐτοκεφάλου. ῞Οµως οἱ καθηγητὲς Κ. Ράλλης καὶ Μ. Ποτλῆς συνέταξαν µία συλλογὴ νοµικῶν διατάξεων τῆς Ὀρθόδοξης ἐκκλησίας µὲ τίτλο Συνταγµάτιο, τὸ ὁποῖο τυπώθηκε στὴν Ἀθήνα, µὲ τὸν πρῶτο τόµο τὸ ἔτος 1852. Στὸν 5ο τόµο τοῦ Συνταγµατίου, ἔτους 1855, σελίδα 529, ἀναφέρουν ὅτι στὸ Μαυ­ροβούνιο ὑπῆρξε Αὐτοκέφαλη Μητρόπολη Μαυροβουνίου, «ἡ ὁποία βρί­σκε­ται στὴν 9η θέση τοῦ καταλόγου». (Κατὰ τὸ Ρωσικὸ Συνταγµάτιο µἐτὰ τὶς Ἐκκλησίες: Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, ᾿Ιεροσο­λύ­µων, Ρωσίας, Κύπρου, Καρλοβακίων καὶ Σιναίου ἀναφέρεται στὴν 9η θέση ἡ Μητρόπολη Μαυροβουνίου).
Τὸ κείµενο στὸ Συνταγµάτιο λέει τὰ ἑξῆς: «9. Αὐτοκέφαλη Μητρόπολη Μαυροβουνίου. Ὁ Μητρόπολης Σκανδερίας (Σκόδρας) καὶ Παραθαλασ­σίας, Ἀρχιεπίσκοπος Τσετινίας, Ἔξαρχος τοῦ ἱεροῦ θρόνου Πεκίου, Δεσπότης (Βλαδίκας) Μαυροβουνίου καὶ Βέρδης, κ. Πέτρος Πέτροβιτς». Τὸ κείµενο λοιπὸν αὐτὸ στὸ Ρωσικὸ Συνταγµάτιο προκάλεσε κάποια σύγχυση, ὥστε νὰ θεωρεῖται αὐτοκέφαλη ἡ Μητρόπολη Μαυροβουνίου. ῞Οµως ἐδῶ ὑπάρχουν καὶ ὁρισµένες ἐνστάσεις. Ἂν ἡ Μητρόπολη Κετίγνης (Τσετινίας) ἦταν αὐτοκέφαλη, τότε ὁ ἐπίσκοπός της, δηλαδὴ ὁ προκαθήµε­νος αὐτῆς τῆς αὐτοκέφαλης µητρόπολης, δὲν µπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἔξαρχος, δηλαδὴ τοποτηρητὴς κάποιας ἄλλης αὐτοκέφαλης ἐκκλησίας, στὴ δεδοµένη περίπτωση τοῦ θρόνου τοῦ Πεκίου. Ἀλλὰ ἀκόµα καὶ ἂν εἶναι ἔτσι, ποιός ἔδωσε τὸ κανονικὸ δικαίωµα καὶ τὸν τίτλο τοῦ Ἐξάρχου στὸ Μητροπολίτη Μαυροβουνίου Πέτρο; Πάντως τὸ σίγουρο εἶναι ὅτι τὸ δικαίωµα αὐτὸ δὲν τὸ ἔλαβαν οὔτε ὁ βλαντίκας Πέτρος Α΄, οὔτε ὁ βλαντίκας Πέτρος Β΄, πρᾶγµα γιὰ τὸ ὁποῖο ὑπάρχουν ἀξιόπιστα ἱστορικὰ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα. Ὁ Μητροπολίτης Πέτρος Α΄ Πετροβιτς χειροτονήθηκε στὶς 13 Ὀκτωβρίου 1784 στὴν πόλη τοῦ Καρλοβακίου. Ὁ Μητροπολίτης λοιπὸν Καρλοβακίου δὲν εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ δώσει τὸν τίτλο τοῦ τοποτηρητῆ ἢ Ἐξάρχου γιὰ µία ἐπαρχία ποὺ δὲν ἦταν στὴν κανονικὴ δικαιοδοσία του. Ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Πέτρος Α΄ ὑπέγραφε µόνο ὡς Μη­τροπολίτης Μαυροβουνίου καὶ ὄχι ὡς Ἔξαρχος, ὅπως καὶ ὁ Πέτρος Β΄, ὁ ὁποῖος χειροτονήθηκε στὴν Πε­τρούπολη στὶς 6 Αὐγούστου 1833, ὑπέγραφε ὡς «βλάντικας Μαυροβουνίου καὶ Βέρδης». Ἐπίσης καὶ οἱ συγγραφεῖς ἐκείνης τῆς περιόδου δὲν κάνουν πουθενὰ µνεία γιὰ κάποια αὐτόνοµη ἐπαρχία Μαυροβουνίου. Κάτι τέτοιο δὲν ὑπάρχει οὔτε καὶ στὰ προσωπικὰ ἔργα τῶν ἴδιων τῶν Μητροπολιτῶν Πέτρου Α΄ καὶ Πέτρου Β΄ (Durkovic-Jakic Ljubomir, ὅ.π., σ. 49).
Τέλος πρέπει νὰ τονίσουµε ὅτι στὸ Συνταγµάτιο δὲν ἀναφέρεται ἐπα­κριβῶς περὶ τίνος Πέτρου Πέτροβιτς πρόκειται. Πάντως εἴτε ἐπρόκειτο γιὰ τὸν Πέτρο Α΄, ποὺ ἀπεβίωσε τὸ 1830, εἴτε γιὰ τὸν Πέτρο Β΄, ποὺ ἀπεβίωσε τὸ 1851, ὅταν ἐκδόθηκε τὸ κείµενο τοῦ Συνταγµατίου, τὸ 1855, στὴν ἐπαρ­χία Μαυροβουνίου ἐπίσκοπος ἦταν ὁ Νικάνωρ Ἰβάνοβιτς, ὁ ὁποῖ­ος διαδέ­χθηκε τὸν Πέτρο Β΄ τὸ 1852. Ὁ ἴδιος χειροτονήθηκε στὴν Πετρού­πολη καὶ ἐγκατέλειψε τὴ Μητρόπολη Μαυροβουνίου τὸ ἔτος 1860 φεύγον­τας καὶ πάλι γιὰ τὴ Ρωσία.
Ὅλη αὐτὴν τὴν περίοδο τὸ Πατριαρχεῖο Πεκίου βρισκόταν στὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου, συνεπῶς καὶ ἡ ἐπαρχία Μαυ­ρο­βουνίου, ποὺ ἀνῆκε στὴ σύνθεση τοῦ Πατριαρχείου Πεκίου, βρισκόταν στὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουµενικοῦ Θρόνου, πρᾶγµα ποὺ σηµαί­νει ὅτι ἡ Μητρόπολη Μαυροβουνίου δὲν ἦταν αὐτοκέφαλη. Αὐτὸ µᾶς δίνει νὰ καταλάβουµε ὅτι ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία καταχώρησε ἀντικανονικὰ τὸ 1851 τὴν ἐπαρχία Μαυροβουνίου ὡς αὐτοκέφαλη Μητρόπολη. Πρέπει ἐπί­σης νὰ ληφθεῖ ὑπόψη καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Οἰκουµενικὸ Πατριαρ­χεῖο δὲν παραχώρησε ποτὲ τὸ καθεστὼς τοῦ αὐτοκεφά­λου στὴ Μητρόπολη Μαυ­ρο­βουνίου. Ἀκριβῶς γι' αὐτὸ καὶ οἱ κα­θηγητὲς Ράλλης καὶ Ποτλῆς διαφοροποίησαν δικαιολογηµένα τὴ θέση τους ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἔγγραφο ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία, στὸ ὁποῖο τὰ ὅσα ἀναφέρονταν δὲν βασίζονται στοὺς κανόνες καὶ δὲν προέρχονται ἀπὸ τὶς ἁρµόδιες ἐκκλησιαστικὲς ἀρχές. Οἱ δυό τους ἐπικαλέστηκαν τὸν κατάλογο τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στὸν ὁποῖο δὲν ὑπάρχει οὔτε µνεία γιὰ κάποια αὐτοκέφαλη ἐπαρχία Μαυροβούνιου µὲ ἐπικεφαλῆς τὸν βλάντικα Πέτρο Πέτροβιτς. Μάλιστα σὲ ὑποσηµείωση ὑπογραµµίζουν ὅτι «τὴν τάξιν ταύτην κατέχει κατὰ τὸ Ρωσικὸν Συνταγµάτιον· ἐν δὲ τῷ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας οὐ µνηµονεύεται. Τὸ πάλαι ὑπέκειτο τῷ ἀρχιεπι­σκόπῳ Πεκίου». Ἐπίσης πρέπει νὰ γνωρίζουµε ὅτι οὔτε ὁ Πέτρος Α΄ ἀλλὰ οὔτε καὶ ὁ Πέτρος Β΄ ἔκαναν κάτι σχετικὸ µὲ τὴν ὀργάνωση κάποιας αὐτοκέφαλης ἐκκλησίας. Ἄλλωστε δὲν ὑπῆρξαν ἐκκλησιαστικὲς σύνοδοι, σπάνια ὑπῆρχαν δύο ἐπίσκοποι, κάτι ποὺ πρέπει νὰ ἔχει µία αὐτοκέφαλη ἐκκλησία. Μὲ ἁπλὰ λόγια ἡ Μητρόπολη Μαυροβουνίου δὲν εἶχε οὔτε κὰν τὶς βασικὲς προϋποθέσεις, ἀφοῦ δὲν εἶχε δική της Σύνοδο γιὰ τὴν ἐκλογὴ καὶ τὴ χειροτονία τοῦ µητροπολίτη καὶ τῶν πιθανῶν ἐπισκόπων της. Ἀναγ­κάζονταν δὲ ὅπως εἴδαµε νὰ ταξιδεύουν εἴτε στὴ Μητρόπολη Καρλοβακίου εἴτε στὴ Ρωσία γιὰ τὴ χειροτονία.
Μετὰ τὸν βλάντικα Πέτρο Β΄ Πέτροβιτς Νιέγκος, τὸ 1851 τὴν ἐξουσία τοῦ Μαυροβουνίου ἀνέλαβε ὁ πρίγκιπας Δανιήλ, ὁ ὁποῖος χώρισε τὸ µέχρι τότε ἰδιότυπο θεοκρατικὸ καθεστὼς τῆς λειτουργίας τοῦ κράτους στὴ λαϊ­κὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία. Στὴ συνέχεια, τὸ ἔτος 1860, ὅταν τὴν ἐξου­σία ἀνέλαβε ὁ πρίγκιπας Νικόλαος, ὁ µέχρι τότε ἐπίσκοπος Μαυροβουνίου Νικάνωρ Ἰβάνοβιτς ἐγκατέλειψε τὴν ἐπαρχία του φεύγοντας γιὰ τὴ Ρωσία. Ἔτσι ὁ πρίγκιπας Νικόλαος προώθησε γιὰ τὴν ἐπισκοπικὴ θέση τὸν ἀρχιµανδρίτη τῆς µονῆς Κετίγνης Ἰλαρίονα Ρογκάνοβιτς, ὁ ὁποῖος ταξίδευσε καὶ αὐτὸς µἐ τὴ σειρά του στὴν Πετρούπολη, γιὰ νὰ χειροτονη­θεῖ στὶς 30 Μαΐου 1863.
Τὸ ἔτος 1878 µὲ τὴ συνθήκη τοῦ Βερολίνου ὁριστικοποιήθηκαν τὰ ὅρια τοῦ Μαυροβουνίου καὶ ἀποκτήθηκε ἡ ἀνεξαρτησία. Τότε ὁ πρίγκιπας Νι­κόλαος ἵδρυσε τὴν ἐπαρχία τοῦ Ζαχουµίου καὶ Ράσκας μὲ ἕδρα τὸ Ὄ­στρογκ, προωθώντας συνάµα γιὰ ἐπίσκοπο τὸν ἀρχιµανδρίτη τῆς µονῆς Κε­τίγνης Βησσαρίονα Λιούµπισα, καὶ στὴ θέση του στὴ µονὴ Κετίγνης ἦρθε ὁ ἡγούµενος τῆς µονῆς Μόρατσα Μητροφάνης Μπάν. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μητροπολίτη ῾Ιλαρίονος τὸ 1882 Μητροπολίτης ἐξελέγη ὁ ἐπίσκοπος Βησ­σαρίων Λιούµπισα, ἐνῷ ὁ ἀρχιµανδρίτης Μητροφάνης Μπὰν ἀνέλαβε ὡς τοποτηρητὴς τὴν ἐπαρχία Ζαχουµίου καὶ Ράσκας. Ὁ Μητροπολίτης Βησ­σαρίων ἀπεβίωσε τὸ 1884, καὶ στὶς 27 Μαΐου τοῦ ἴδιου ἔτους ἐξελέγη Μη­τροπολίτης Μαυροβουνίου ὁ Μητροφάνης Μπάν, διατηρώντας παράλ­ληλα καὶ τὴ θέση τοῦ τοποτηρητῆ τῆς ἐπαρχίας Ζαχουµίου καὶ Ράσκας. Τὸ ἑπό­µενο ἔτος ὁ Μητροφάνης ταξίδευσε στὴ Ρωσία, ὅπου καὶ χειροτονήθηκε παρουσίᾳ τοῦ τσάρου Ἀλεξάνδρου Γ΄. ᾿Αµέσως µετὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Κετίγνη καὶ µὲ τὴν ἄδεια τοῦ πρίγκιπα Νικολάου παρακάλεσε τὸν γνωστὸ καθηγητὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου καὶ ἐπίσκοπο Ζάρας Νικό­δηµο Μίλας νὰ συγγράψει ἕνα Καταστατικὸ γιὰ τὴ Μητρόπολη Μαυροβου­νίου. Τὸ ἔτος 1903 τὸ Καταστατικὸ ἦταν ἕτοιµο καὶ ὁ πρίγκιπας Νικόλαος τὸ ἐνέκρινε στὶς 30 Δεκεµβρίου τοῦ ἴδιoυ ἔτoυς. Ἔτσι ἡ ἐπαρχία Μαυρo­βoυνίου ὀνοµάστηκε «Αὐτοκέφαλη Μητρόπολη τῆς ἡγεµονίας τοῦ Μαυρo­βoυνίoυ». Προκαλεῖ ὅµως ἔκπληξη τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Καταστατικὸ αὐτὸ δὲν δηµοσιευθηκε στὴν ἐπίσηµη ἐφημερίδα τoῦ Μαυροβoυνιoυ «GIas Grnogorca», στὴν ὁπoία δηµoσιεύoνταν ὅλοι oἱ νόµοι τόσο πρὶν ὅσο καὶ μετά (Durkovic-Jakic Ljubomir, ὅ.π., σ. 64). Τὸ περιεχόµενo αὐτοῦ τοῦ καταστατικοῦ ἐκδόθηκε ὑπὸ µορφὴ ἑνὸς μικροῦ βιβλίου τὸ ἔτος 1904 καὶ σὲ µικρὸ ἀριθµὸ ἀντιτύπων.
Ἡ αὐτοκέφαλη λοιπὸν Μητρόπολη Μαυροβουνίου, βάσει τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ καταστατικοῦ της, ἀπoτελείτo ἀπό: 1) Τὴν ἀρχιεπισκοπὴ Κετίγνης ἐπικεφαλῆς τῆς ὁποίας εἶναι ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κετίγνης, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ προκαθήµενoς πάσης τῆς ᾿Ορθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Μαυρoβoυνίoυ µὲ τὸν τίτλο «Μητροπoλίτης Μαυροβουνίου, Βέρδης καὶ Παραθολασσίας». ῾Η ἕδρα τῆς ἄρχιεπισκοπῆς Κετίγνης εἶναι στὴν πρωτεύουσα τοῦ κράτους, τὴν πόλη τῆς Κετίγνης. 2) Τὴν ἐπαρχία Ζαχουµίου καὶ Ράσκας, ἐπικεφαλῆς τῆς ὁποίας εἶναι ἐπίσκοπος. Ἡ ἕδρα τῆς ἐπαρχίας εἶναι στὴ µονὴ Ὄστρογκ (Durkovic-Jakic Ljubomir, ὅ.π., σ. 66). Ἐδῶ ὄµως πρέπει νὰ ἀναφέρουµε καὶ ἕνα ζήτηµα ποὺ προκαλεῖ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Συγκεκριµένα παρα­µέ­νει ἄγνωστος ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ ἐπίσκοπος Νικόδηµος Μίλας δὲν καταχώρησε τὸ ἔργο ἐκπόνησης τοῦ Καταστατικοῦ τῆς ἐπαρχίας Μαυρο­βουνίου στὸν κατάλογο τῶν ἔργων του, τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος προσωπικὰ ἔγρα­ψε ἀπὸ τὸ 1873 µέχρι τὸ 1905. Ἐπίσης ὁ ἐπίσκοπος Νικόδηµος δὲν ἔγραψε καὶ τίποτα σχετικὰ µὲ αὐτὸ τὸ ζήτηµα στὴν αὐτοβιογραφία του (Durkovic-Jakic Ljubomir, ὅ.π., σ. 66).
Ὅλη αὐτὴ τὴν περίοδο, ἀπὸ τὸν ἐρχοµὸ τοῦ πρίγκιπα Δανιὴλ (1851) καὶ ἰδίως τοῦ πρίγκιπα Νικολάου (1860) στὴν ἐξουσία, ἡ ἐκκλησιαστικὴ διοί­κηση ἦταν µέρος τῆς κρατικῆς ἐξουσίας καὶ ὑποτασσόταν στὴ θέληση τοῦ πρίγκιπα, ὁ ὁποῖος στὴν οὐσία καὶ τὴ διοικοῦσε. Ὁ πρίγκιπας Νικόλαος ἀνακατευόταν σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησιαστικὲς καὶ κανονικὲς ὑποθέσεις. Τοὺς ἐπισκόπους ὄχι µόνο τοὺς διόριζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀναβάθµιζε στὸ βαθµὸ τοῦ Μητροπολίτη, παρ᾿ ὅτι εἶναι γνωστὸ ὅτι κάτι τέτοιο εἶναι ἀντικανονικό.
Ἱστορικὰ δὲν ἀποδεικνύεται ἂν ἡ ἐπαρχία Μαυροβουνίου, ἡ ὁποία σπά­νια διέθετε δύο ἐπισκόπους, ζήτησε µὲ κάποιον τρόπο τὸ καθεστὼς τοῦ αὐτοκεφάλου, οὔτε ἐπίσης τῆς δόθηκε αὐτὸ µὲ κανονικὸ τρόπο. Γι' αὐ­τὸ ἡ ἐπαρχία Μαυροβουνίου φαίνεται ὅτι δὲν ἦταν ποτὲ αὐτοκέφαλη. Μόνο ἐκείνη ἡ ἐκκλησία ἡ ὁποία διαθέτει τὴν ἀπόδειξη τοῦ αὐτοκεφάλου χαρα­κτήρα, δηλαδὴ τὸν Τόµο ποὺ ἐκδόθηκε ἀπὸ τὴ Μητέρα Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ µόνη ἁρµόδια ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ γι' αὐτό, µπορεῖ νὰ πεῖ πὼς εἶναι αὐτοκέφαλη. Ὁ πρίγκιπας Νικόλαος δὲν σεβάστηκε τὴ διδα­σκαλία καὶ τοὺς κανόνες τῆς ἐκκλησίας, καὶ γι' αὐτὸ δὲν συµπεριφέρθηκε ἀνάλογα µὲ αὐτούς τὸ ἔτος 1903, ὅταν ἐπικύρωνε τὸ Καταστατικὸ τῆς «Αὐτοκέφα­λης Μητρόπολης Μαυροβουνίου». Θεωροῦσε τὴν ἐκκλησία ὡς ἐκτελεστικὸ ὄργανο τῆς ἐξουσίας του, καὶ γι' αὐτὸ ἄλλωστε ὁ ἴδιος διόριζε µὲ δια­τάγµατα τὰ διάφορα ὄργανα τῆς ἐκκλησίας.
Tὸ 1918 μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση καὶ τὴ θέληση ὅλων τῶν νοτιοσλαβικῶν λαῶν νὰ ἑνωθοῦν, ἡ Σερβία, ἡ Κροατία καὶ ἡ Σλοβενία ἀποτέλεσαν µαζὶ τὴν 1η Δεκεµβρίου 1918 ἕνα ἑνιαῖο βασίλειο. Ἔτσι οἱ παλιὲς µἠτροπόλεις καὶ ἐπισκοπὲς τοῦ Πεκίου βρέθηκαν πολιτικὰ τοὐλάχιστον στὴ δικαιοδοσία µιᾶς κεντρικῆς ἐξουσίας καὶ στὸ ἔδαφος ἑνὸς ἑνιαίου κράτους. Τὸ µόνο ποὺ ἀπέµενε γιὰ τὴν ἀνασύσταση τοῦ Πατριαρχείου Πεκίου ἦταν ἡ συνεν­νόηση µεταξὺ τῶν ἐπισκόπων καὶ ἡ κοινοποίηση τῆς ἀποφάσεως στὸ Οἰκου­µενικο Πατριαρχεῖο.
Ἡ πρώτη συνδιάσκεψη ἔγινε στὶς 18/31 Δεκεµβρίου 1918 στὴν πόλη τοῦ Καρλοβακίου, ὅπου οἱ ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν σερβικῶν ἐκκλησιῶν σχηµάτισαν µία προσωρινὴ ἐπιτροπὴ µἐ πρόεδρο τὸν Μητροπολίτη Μαυρο­βουνίου Μητροφάνη. Σκοπὸς τῆς ἐπιτροπῆς ἦταν νὰ ἔλθει σ' ἐπαφὴ µὲ τοὺς ἐκπροσώπους τῶν σερβικῶν ἐπαρχιῶν ποὺ ὑπάγονταν σὲ ξένη δικαι­ο­δοσία, ὥστε ἐξασφαλίζοντας τὴ συγκατάθεσή τους νὰ συζητήσει στὴ συνέ­χεια µὲ τὸ Οἰκουµενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὴ Μητρόπολη Βουκοβίνης-Δαλ­µατίας, στὴ δικαιοδοσία τῶν ὁποίων ὑπάγονταν οἱ σερβικὲς ἐπαρχίες. Στὴ δεύτερη συνδιάσκεψη, ποὺ ἔλαβε χώρα στὶς 13/26 Μαΐου 1919 στὸ Βελι­γράδι, οἱ ἐπίσκοποι ἀποφάσισαν νὰ συστήσουν µία προσωρινὴ Ἀρχιερατικὴ Σύνοδο τῆς ἑνωµένης Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας µὲ πρόεδρο τὸν Μη­τροπολίτη Μαυροβουνίου Μητροφάνη. Τὰ ἀνεξάρτητα ἐκκλησιαστικὰ τµή­µατα στὸ νεοϊδρυθὲν βασίλειο τῶν Σέρβων-Κροατῶν καὶ Σλοβένων (βασί­λειο τῆς Γιουγκοσλαβίας) ἦταν: 1) Ἡ Μητρόπολη Καρλοβακίου, ἡ ὁποία περιελάµβανε ὅλους τοὺς Σέρβους Ὀρθοδόξους στὴν Οὑγγαρία, Κροατία καὶ Σλαβονία. 2) Ἡ Μητρόπολη Μαυροβουνίου καὶ Παραθαλασσίας. 3) Ἡ Μητρόπολη Δαλµατίας καὶ Καττάρου. 4) Ἡ ἀρχιεπισκοπὴ Βελιγραδίου. 5) Ἡ Μητρόπολη Βοσνίας καὶ Ἐρζεγοβίνης. 6) Οἱ τέσσερις Μητροπόλεις τῆς Βορείου Μακεδονίας καὶ οἱ δύο της Παλαιᾶς Σερβίας. Ὅλες τὶς ἐργασίες γύρω ἀπὸ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὁµαλῆς λειτουργίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθό­δοξης Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἀνασυστάσεως τοῦ Πατριαρχείου Πεκίου, χαιρέ­τησε τὸ Οἰκουµενικὸ Πατριαρχεῖο, τὸ ὁποῖο µετὰ ἀπὸ σχετικὲς διαπραγµα­τεύσεις ἐπικύρωσε µὲ συνοδικὴ ἀπόφαση στὶς 18 Μαρτίου 1920 τὴν ἕνωση τῶν διαφόρων τµηµάτων καὶ στὶς 2 Ἀπριλίου 1922 πατριαρχικὴ ἀντιπρο­σωπία µἐ ἐπικεφαλῆς τὸν Μητροπολίτη Γερµανὸ Καραβαγγέλη µετέβη στὸ Βελιγράδι, ὅπου ἐντὸς τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ παρέδωσε τὸν Συνοδικὸ Τόµο «περὶ Ἀνασυστάσεως τοῦ Σερβικοῦ Πατριαρχείου». Στὴ συνέχεια τὸ Πατριαρχεῖo Σερβίας ἀναγνώρισαν καὶ τὰ ἄλλα Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατο­λῆς.
Ἡ συνένωση καὶ ἀνασύσταση τοῦ Πατριαρχείου Πεκίου (1920) ἀποτέ­λε­σε τὴν ἔκφραση τῆς ἀγαθῆς θέλησης ὁλόκληρου τoῦ σερβικoῦ λαοῦ. Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρoόπο ὅλες οἱ σερβικὲς ὀρθόδoξες ἐκκλησίες ἑνώθηκαν σὲ ἕνα κοινὸ καὶ ἀδιαίρετο σύνολo καὶ συνεπῶς σήµερα καμμία ἐπαρχία καὶ καµ­μία ὁµαδα ἐπισκόπων δὲν µποροῦν νὰ ἀπoσχιστοῦν κανονικὰ καὶ νὰ ἀποτελέσουν ξεχωριστὴ ἐκκλησία χωρὶς τὴ συγκατάθεση τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας καὶ κατ᾿ ἐπέκταση τοῦ Oἰκουυµενικοῦ Πατριαρχείoυ, γιατὶ δΙκαίως θὰ χαρακτηριστoῦν ὅπως ἡ λεγόµενη «Μακεδονικὴ» Ἐκκλησία τῶν Σκοπίων ὡς σχισµατικὴ θρησκευτικὴ ὀργάνωση.

᾿Εκκλησιολόγος, φύλλο 64, παρασκευὴ 3/10/2008