Στὸ ἄρθρο του
«Αξιολόγηση των θέσεων της ΔΙΣ για το Ουκρανικό ζήτημα» ὁ κ. Ἀ.
Βαβοῦσκος γράφει: «Το δικαίωμα αυτό (του Οικουμενικού Πατριαρχείου να
παραχωρεί αυτοκέφαλο καθεστώς) ανευρίσκει την θεμελίωση του και την
κανονικότητα της εφαρμογής του στο δημιουργηθέν κανονικό έθιμο, δηλαδή
την μακρά και ομοιόμορφη πρακτική, η οποία δημιουργεί Δίκαιο, και ως
τέτοιο ισούται με κανόνα δικαίου. Συνεπώς, θεμελιωμένο και θεσπισμένο
δικαίωμα δεν τυγχάνει αναγνωρίσεως. Απλώς ασκείται και επιδέχεται
αμφισβητήσεως μόνον ο τρόπος ασκήσεώς του. Τούτο σημαίνει, ότι η Διαρκής
Ιερά Σύνοδος επί της ουσίας αντικανονικώς συζήτησε τέτοιο θέμα, αφού
τέτοιο θέμα δεν υφίσταται».
Τὸ πρόβλημα
ἐδὼ εἶναι ὅτι τὸ δικαίωμα αὐτὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου παραχώρησης
αὐτοκεφαλίας δὲν βρίσκει στὸ παρελθὸν προηγούμενο ἄσκησής του σὲ
περίπτωση ὁμάδων σχισματικῶν στὴν ἴδια περιοχὴ μάλιστα ὅπου ὑπάρχει
κανονικὰ ἀναγνωρισμένη ἀπὸ τὸ πανορθόδοξο πλήρωμα τοπικὴ Ἐκκλησία, ἡ
ὁποία εἶναι καὶ ἡ κατὰ πολὺ πολυπληθέστερη, ποὺ ὅμως δὲν αἰτήθηκε καὶ
δὲν ἀποδέχθηκε τὴν αὐτοκεφαλία.
Καὶ ἐφόσον
δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα παρόμοιο προηγούμενο στὴν συγκεκριμένη περίπτωση,
ἐπομένως δὲν μποροῦμε νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ «μακρὰ καὶ ὁμοιόμορφη πρακτική»
καὶ γιὰ «δημιουργηθὲν κανονικὸ ἔθιμο». Περισσότερες προεκτάσεις ἐπὶ τοῦ
«ἐθίμου ὡς κανόνα δικαίου» στὴν περίπτωση τοῦ Οὐκρανικοῦ ζητήματος στὸ
ἄρθρο μας «Τὸ Οὐκρανικὸ Αὐτοκέφαλο καὶ ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ δικηγόρου
κ. Ἀ. Βαβούσκου».
Καὶ βέβαια τὸ
δικαίωμα παραχώρησης αὐτοκεφαλίας δὲν εἶναι ἀπροϋπόθετο, ὅπως καὶ κάθε
δικαίωμα, καὶ αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναφέρεται στὴν σχετικὴ ἀπόφαση τῆς ΔΙΣ.
Ἄν οἱ
σχισματικοὶ τῆς Οὐκρανίας ἔχουν ἀπροϋπόθετο δικαίωμα αὐτοκεφαλίας, τότε
δικαίωμα τοῦ ἴδιου καθεστῶτος θὰ ἔχουν καὶ ὅλοι οἱ σχισματικοί, ὅπως τῶν
Σκοπίων καὶ τοῦ Μαυροβουνίου.
Τὸ ἐπόμενο
βασικὸ ἐπὶ τῆς οὐσίας σημεῖο τοῦ ἄρθρου τοῦ κ. Ἀ. Βαβούσκου εἶναι τὸ
ἐξῆς: «Έκαστη Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου περί παραχωρήσεως
αυτοκεφάλου καθεστώτος ισχύει αυτοδικαίως και δεν εκδίδεται ούτε τελεί
υπό την αίρεση της αποδοχής της από τις λοιπές Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Εκτός αν υπάρξουν Εκκλησίες, οι οποίες να προβάλλουν ενστάσεις, οι οποίες να βασίζονται:
• Στο μη
έγκυρο της διαδικασίας εκδόσεως της σχετικής Πράξεως, ότι δηλαδή
αναρμοδίως το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέδωσε την Πράξη αυτή και
• Στην αντικανονικότητα ενός ή περισσοτέρων όρων της Πράξεως.
Όμως, μέχρι
σήμερα ουδεμία ένσταση υποβλήθηκε, με αποτέλεσμα όλες οι Εκκλησίες να
έχουν αναγνωρίσει σιωπηρώς αλλά σαφώς το έγκυρο της Πράξεως και κατά
συνέπεια και το έγκυρο της ανακηρύξεως.»
Δηλαδὴ καὶ ἡ
Ἐκκλησία τῆς Σερβίας, καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Πολωνίας, καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς
Τσεχίας καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας, καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας, καὶ ἡ
Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ποὺ ὅλες μὲ συνοδικὲς ἀποφάσεις τους ἔχουν
ἐκφράσει τὶς ἐπιφυλάξεις καὶ ἀντιρρήσεις τους, καὶ ἄλλες Ἐκκλησίες ποὺ
ἔχουν ἐκφραστεῖ σαφῶς μέσω συγκεκριμένων ἱεραρχῶν τους, ὅπως τῆς
Βουλγαρίας καὶ τῶν Ἱεροσολύμων, περὶ τῆς χορήγησης τῆς Αὐτοκεφαλίας στὴν
Οὐκρανία, παρόλα αυτά σύμφωνα μὲ τὸν συγγραφέα τοῦ παραπάνω ἄρθρου
«μέχρι σήμερα ουδεμία ένσταση» ἔχουν ὑποβάλει, καὶ ὅλες «έχουν
αναγνωρίσει σιωπηρώς αλλά σαφώς το έγκυρο της Πράξεως και κατά συνέπεια
και το έγκυρο της ανακηρύξεως»; Μὰ, μπορεῖ κανεῖς νὰ ἐθελοτυφλεῖ τόσο
πολύ;
Οἱ ἐπιφυλάξεις καὶ οἱ ἀντιρρήσεις ποὺ ἔχουν διατυπωθεῖ ἀφοροῦν:
α) Τὴν
εἰσπήδηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου σὲ μιὰ δικαιοδοσία που ὅλοι
μέχρι τὸν Ὀκτώβριο του 2018, καὶ τὸ ἴδιο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο,
ἀναγνώριζαν ὅτι ὑπάγεται στὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας ἐδῶ καὶ 330 χρόνια, βάση
κυρίως τοῦ ἐγγράφου τῆς Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς Πράξης τοῦ 1686, ἡ
ὁποία εἰσπήδηση βασίστηκε σὲ μιὰ ἀμφιλεγόμενη μὲ ἀνίσχυρα ἐρείσματα
ἐρμηνεία αὐτοῦ.
β) Τὴν
ἀποκατάσταση τῶν καθηρημένων καὶ τὴν ἀποδοχὴ τῶν λεγόμενων
«αὐτοχειροτόνητων» σχισματικῶν ἱεραρχῶν μὲ μιὰ ἁπλὴ συνοδικὴ ἀπόφαση,
παρόλο τῆς πρόδηλης σοβαρῆς ἔλλειψης προϋποθέσεων οἰκονομίας.
γ) Τὴν
χορήγηση τῆς Αὐτοκεφαλίας στοὺς σχισματικοὺς ποὺ ὑπόβαλαν τὴν αἴτηση,
καὶ ὄχι στὴν κανονικὴ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, ποὺ ὡς ἕνα ἑνιαῖο σῶμα δὲν
τὴν αἰτήθηκε καὶ δὲν τὴν ἔλαβε, συνεχίζει ὅμως νὰ ὑπάρχει ἐκεῖ καὶ νὰ
λειτουργεῖ ἑνωμένη μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ πρίν.
δ) Τὶς
διώξεις μὲ τὴν ἀνοχὴ τῶν ἀρχῶν εἰς βάρος τῶν μελών τῆς κανονικῆς
Ἐκκλησίας ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Αὐτοκέφαλης, οἱ ὁποῖες συνεχίζονται ἀδιάκοπα
ὡς σήμερα.
ε) Τὸ
περιεχόμενο τοῦ τόμου τῆς Αὐτοκεφαλίας, ποὺ διαφέρει ἀπὸ τῶν
προηγούμενων ἀντίστοιχων Τόμων ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν σὲ σημαντικὰ καὶ
οὐσιώδη σημεῖα (- ἡ νέα Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία ἀναφέρεται «πνευματικὴν
θυγατέρα» ἀντὶ «Ἀδελφή», ὅπως ὡς σήμερα ἀναφέρονται οἱ ἄλλες τοπικὲς
Ἐκκλησίες, - ἀναφορὰ φράσης «τῷ Οἰκουμενικῷ Θρόνῳ, τῷ ἔχοντι τὴν
κανονικὴν ἁρμοδιότητα ἐπὶ τῆς Διασπορᾶς», - γίνεται ἀναφορὰ στὴν
ἀναγνώριση τοῦ δικαιώματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νὰ δέχεται
ἐκκλήτους προσφυγές, τὸ ὁποῖο παρουσιάζεται ὡς ἀποκλειστικὸ, σὲ ἀντίθεση
μὲ ὅτι ὁρίζουν οἱ ἱεροὶ κανόνες περὶ ἰσότιμης προσφυγῆς πρὸς «τὸν
ἔξαρχον τῆς διοικήσεως ἤ τὸν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως
θρόνον», - Κεφαλὴ παρουσιάζεται ἐδῶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριαρχικὸς Θρόνος,
τόσο γιὰ τὴν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς
«λοιποὺς Πατριάρχες καὶ Προκαθήμενους», ἐνῶ - πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται ὡς
κεφαλὴ ὁ Χριστός, ὅπως γιὰ παράδειγμα συμβαῖνει στὸν Τόμο Αὐτοκεφαλίας
τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας).
Ὅσο γιὰ τὴν ἀνάγκη Πανορθόδοξης Συναίνεσης, τὴν ὁποία ὑποστηρίζει ἡ πλειοψηφία τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν σὲ συνοδικὲς ἀποφάσεις τους καὶ πλήθος ἱεραρχῶν σὲ δημόσιες δηλώσεις τους, ἔχουμε ἤδη ἀναφερθεῖ στὸ προαναφερθὲν ἄρθρο μας.
Ὅσο γιὰ τὴν ἀνάγκη Πανορθόδοξης Συναίνεσης, τὴν ὁποία ὑποστηρίζει ἡ πλειοψηφία τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν σὲ συνοδικὲς ἀποφάσεις τους καὶ πλήθος ἱεραρχῶν σὲ δημόσιες δηλώσεις τους, ἔχουμε ἤδη ἀναφερθεῖ στὸ προαναφερθὲν ἄρθρο μας.
Παρακάτω τὸ ἄρθρο τοῦ κ. Ἀ. Βαβούσκου συνεχίζει ἀναφερόμενος στὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἑλλάδος:
«Ο Μακαριώτατος έχει ήδη αναγνωρίσει την νέα Εκκλησία, όταν κατά την πρόσφατη θεσμική και όχι προσωπική επίσκεψή του στο Φανάρι:
α) ευχήθηκε στον Οικουμενικό Πατριάρχη για την ονομαστική του εορτή.
β) ήταν παρών κατά τον πανηγυρικό εσπερινό την 10η Ιουνίου.
γ) συμπροσευχήθηκε με τον επικεφαλής της Ουκρανικής Εκκλησίας Μητροπολίτη Επιφάνιο, τον
χαιρέτησε και συζήτησε μ’ αυτόν.
χαιρέτησε και συζήτησε μ’ αυτόν.
δ) αποδέχθηκε δώρο, που του ενεχείρισε ο Μητροπολίτης Επιφάνιος.
Και αυτή η θεσμική επίσκεψη δεσμεύει όχι μόνον τον ίδιο αλλά και την Εκκλησία της Ελλάδος.
Και αυτή η θεσμική επίσκεψη δεσμεύει όχι μόνον τον ίδιο αλλά και την Εκκλησία της Ελλάδος.
Πώς, τώρα, θα
φέρει το θέμα της αναγνωρίσεως της Ουκρανικής Εκκλησίας στην Ιερά
Σύνοδο της Ιεραρχίας; Μια τέτοια συμπεριφορά δεν είναι αντιφατική,
αντιβαίνουσα σε προηγούμενη ενέργεια του ίδιου του Μακαριωτάτου (venire
contra factum proprium);».
Ὅσον ἀφορὰ τὸ
α) καὶ τὸ β), τὴν παρουσία δηλαδὴ τοῦ Μακαριώτατου στὰ ὀνομαστήρια τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη καὶ τὶς εὐχές του πρὸς Αὐτὸν, εἶναι βέβαια
αὐτονόητο ὅτι δὲν ἀφοροῦν σὲ καμιὰ περίπτωση τὸ Οὐκρανικὸ.
Ὅσον ἀφορὰ τὸ
γ), ὅτι ὁ Μακαριώτατος συμπροσευχήθηκε μὲ τὸν Μητροπολίτη Ἐπιφάνιο στὸν
ἐσπερινό, τὸν χαιρέτησε καὶ συζήτησε μ’ αυτόν, ἱεροκανονικὴ βαρύτητα
ἔχει μόνο ἡ συμπροσευχή, καὶ ὄχι ὁ χαιρετισμὸς καὶ ἡ συζήτηση. Ὡστόσο ὁ
Μακαριώτατος ὡς γνωστὸ δὲν ἤταν ἐνημερωμένος ἀπὸ πρὶν γιὰ τὴν παρουσία
τοῦ Μητροπολίτη Ἐπιφάνιου στὸν ἐσπερινό, ἐνῶ γιὰ πὰν ἐνδεχόμενο ἀπέφυγε
νὰ παρευρεθεῖ στὸ συλλείτουργο τὴν ἐπόμενη, καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα.
Ἕτσι, ναὶ μὲν
ἔγινε ἡ συμπροσευχή, ἀποφεύχθει ὅμως τὸ συλλείτουργο, καὶ ἐπομένως δὲν
ὑπήρξε πλήρης ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία ἀπὸ τὴν πλευρά του. Καὶ οὔτε ἔχει
ὑπάρξει ὡς σήμερα, καθῶς δὲν μνημονεύει ἀκόμα τὸν Μητροπολίτη Ἐπιφάνιο
στὰ δίπτυχα.
Μὲ τὸ δ) δὲν
θὰ ἀσχοληθοὐμε - ὅλως ὁ κόσμος ἀνταλλάζει δῶρα, ἀσχέτως θρησκευτικῶν
πεποιθήσεων, μὲ πρῶτον τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη νὰ δίνει τὸ παράδειγμα,
τὶ ἔπρεπε νὰ κάνει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος στὸν συνομιλητή του, νὰ τοῦ γυρίσει
τὸ πρόσωπο ἀπὸ τὴν ἄλλη;
Τὸ ἐπόμενο σημαντικὸ σημεῖο τοῦ ἄρθρου τοῦ κ. Ἀ. Βαβοῦσκου εἶναι:
«Η Ιερά
Σύνοδος της Ιεραρχίας είναι αρμόδια για τα θέματα, που αναφύονται εντός
των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Και
αναμφισβήτητα, το ζήτημα της αναγνωρίσεως της Ουκρανικής Εκκλησίας, εάν
αυτό υποτεθεί ότι υπάρχει επαναλαμβάνω, δεν είναι εσωτερικό ζήτημα της
Εκκλησίας της Ελλάδος.
Είναι, σαφώς,
μείζον ζήτημα, το οποίο αφορά την Ορθόδοξη Εκκλησία εν γένει και
συνεπώς εκφεύγει των ορίων αρμοδιότητας της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχία,
συμφώνως προς τα ισχύοντα στο Κανονικό Δίκαιο περί ορίων κανονικής
δικαιοδοσίας.
Και αυτό
σημαίνει, ότι η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, εφόσον θεωρεί ότι υφίσταται
θέμα ως προς την αναγνώριση της νέας Εκκλησίας, θα έπρεπε να έχει
ζητήσει τη σύγκληση πανορθόδοξης εμβέλειας συνοδικού οργάνου για τη
συζήτησή του».
Συμφωνοῦμε
ἐδῶ πλήρως (τὸ μόνο σημεῖο), φθάνοντας ὅμως στὸ συμπέρασμα ὄχι κάτω ἀπὸ
τὶς ὑποθέσεις ποὺ θέτονται λίγο παραπάνω στὸ ἄρθρο, ὅτι ἡ λύση δὲν
βρίσκεται σὲ μεμονωμένες ἀποφάσεις τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ στὴν σύγκληση
Πανορθόδοξης Συνόδου ἤ Συνόδου Προκαθημένων, καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ὁποῖο θὰ
ἔπρεπε νὰ ἀποφασίσουν νὰ τὸ αἰτηθοῦν στὴν δική μας Ἱερὰ Σύνοδο τῆς
Ἱεραρχίας.
Ὁ κ. Ἀ.
Βαβοῦσκος στὸ ἄρθρο του καταλήγει: «Εν κατακλείδι, διαπιστώνω δυστυχώς
για μία ακόμη φορά, ότι το δεδομένο και αυτονόητο (δηλαδή το
αποκλειστικό δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου να παραχωρεί
αυτοκέφαλο καθεστώς και το έγκυρο της διαδικασίας παραχωρήσεώς του, το
οποίο συνεπάγεται και το έγκυρο της συστάσεως της νέας Εκκλησίας)
μετατράπηκε αυθαιρέτως σε ζητούμενο.
Και τούτο
σημαίνει, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος, με τον τρόπο που χειρίζεται την
όλη υπόθεση, θέτει υπό αμφισβήτηση τον τρόπο λειτουργίας του αυτοκεφάλου
και κατ’ επέκτασιν θέτει υπό αμφισβήτηση και το κύρος του ίδιου του
θεσμού που το παραχωρεί, δηλαδή του Οικουμενικού Πατριαρχείου».
Ὅπως ἔχει
ἐξηγήσει ὁ σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος σὲ διάλογό του μὲ τὸν
κ. Ἀ. Βαβοῦσκο, ἡ προσπάθεια ποὺ γίνεται εἶναι γιὰ νὰ διαφυλαχθεῖ
τελικὰ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι αὐτὴ ποὺ διακυβεύεται διὰ
τῆς χορήγησης τῆς Αὐτοκεφαλίας στὴν Οὐκρανίας, μὲ τὸν τρόπο ποὺ αὐτὴ ἡ
χορήγηση ἔγινε.
Καὶ ἄν ἡ ἐνότητα τῆς Ἐκκλησίας τελικὰ διασφαλιστεῖ, μόνο τότε, καὶ τὸ κύρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου θὰ περισωθεῖ.