Μνήμες του παρελθόντος χρήσιμες στο παρόν
Του θεολόγου - ιστορικού Αριστείδη Πανώτη
Η διαχείριση κατ’ εντολή των Οικουμενικών Συνόδων από το Γένος μας των εκκλησιαστικών πραγμάτων της Ανατολής τους τελευταίους αιώνες δεν έπαυσε να ενοχλεί τους ομοδόξους Ρώσους γιατί νομίζουν ότι κινδυνεύει ο πλασματικός γιγαντισμός τους που τους κατέστησε δήθεν μοναδικούς κληρονόμους της «δόξας του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως». Τα συντελεσθέντα πολεμικά γεγονότα τον 20ον αιώνα μετέθεσαν μεν το βασικό ποίμνιο της Εκκλησίας Κων/πόλεως από την Μικρασιατική κοιτίδα του στην προς δυσμάς δικαιοδοσία του, αλλά η Χάρη του Θεού «εν τη ασθενεία της» τη μεγάλυνε ως μία των σεπτότερων ιερών θεσμών της Οικουμένης, τόσον από την Πρεσβυτέρα Ρώμη και το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, όσον και από όλους τους πανανθρώπινους οργανισμούς του πλανήτη μας.
Προ εκατονταετίας ανασυστάθηκε η πατριαρχία στη Ρωσία (1917) και οι νέοι πατριάρχες Μόσχας Τύχων, Σέργιος και Αλέξιος Α΄, άμα τη εκλογή τους αποστέλλουν το λεγόμενο «ειρηνικόν γράμμα» τους στους «εν ενεργεία» Οικουμενικούς Πατριάρχες για να τύχουν της κανονικής αναγνωρίσεως από τον «Πρώτον» της ορθοδόξου Ιεραρχίας Πατριάρχη Κων/πόλεως για να εγγραφούν στα «Δίπτυχα» της Ορθοδόξου Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Αυτό το έπραξαν και οι πατριάρχες Μόσχας ακολουθούντες την ιεροκανονική τάξη άνευ τινός επιφυλάξεως προκειμένου να διατελούν σε «κανονική κοινωνία» με την Εκκλησία της Ανατολής, γιατί η σπουδαία αρχή της εκκλησιαστικότητας, που πρώτος ανάπτυξε ο Απόστολος των Εθνών Παύλος, επιβεβαιώνεται μόνον όταν τα «πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γενήσονται» (Α' Κορ. ιδ΄ 40).
Στις 31 Ιανουαρίου 1945 ο γνωστός πολέμαρχος του Λένιγκραντ μητροπολίτης Αλέξιος Σιμάνσκι (1871-1970) εξελέγη πατριάρχης Μόσχας και όπως έπραξαν και οι προκάτοχοί του Τύχων και Σέργιος ακολούθησε και αυτός την κανονική τάξη και απέστειλε το κανονικό «ειρηνικό γράμμα» του στον τότε πατριάρχη Βενιαμίν για να τύχει της αναγνωρίσεως.1 Ο Αλέξιος θεολογικά και εκκλησιαστικά μορφώθηκε μέσα στο κλίμα της τσαρικής μεγαλαυχίας του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Ενδεικτική είναι η επισκοπική χειροτονία του το 1913 στο Νόβγκοροντ. Σε αυτήν προεξήρχε ο τότε «ακοινώνητος» με το Οικουμενικό Πατριαρχείο δήθεν «πατριάρχης» Αντιοχείας Γρηγόριος Δ΄, εκλεγείς με την ρωσική παρέμβαση υπό των αραβόφωνων καταληψιών του Πατριαρχείου Αντιοχείας!2 Η σχέση του με τους κρατούντες ήταν γνωστή προ και μετά το 1943 και η συμμετοχή του στην Αντίσταση κατά την πολιορκία του Λένινγκραντ (1941-1944) τον κατέστησε «ήρωα» της Σοβιετικής Ενώσεως. Η ιεροτελεστία της ενθρονίσεώς του προσέλαβε πρώτη φορά «Πανορθόδοξη» διάσταση, γιατί έμμεσα επιδιώκεται να τονιστεί ο νέος ρόλος με τον οποίο επιφορτίστηκε από το σοβιετικό καθεστώς. Προσκλήθηκαν οι παλαίφατοι Πατριάρχες της Μ. Ανατολής, Αλεξανδρείας Χριστοφόρος και Αντιοχείας Αλέξανδρος καθώς και ο «καθολικός» της Γεωργίας Καλλίστρατος και άλλοι εκπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών.3 Η τελετή εξ αρχής ξέφευγε από τον θρονικό της χαρακτήρα και έμοιαζε «σκηνοθετημένη» κατά τα κρατούντα στις «Διεθνείς» συνάξεις του καθεστώτος α) Προς διάψευση των γνωστών στην παγκόσμια κοινή γνώμη αθεϊστικών εγκλημάτων των Σοβιετικών και β) Για να καταγραφεί ο ρόλος που καλείται να διαδραματίσει ο νέος Ρώσος πατριάρχης μέσα στην Ορθοδοξία. Αυτή η επιδίωξη ξεκαθάρισε μέσα σε μια τριετία και ο Αλέξιος Σιμάνσκι από «εθνικός άνδρας» αναδείχθηκε και πανίσχυρος θρησκευτικός ηγέτης που - αντί του Φαναρίου που δήθεν ελέγχεται από τις καπιταλιστικές δυνάμεις - θα αναδείκνυε τη Μόσχα ως το επίκεντρο της «Διορθόδοξου Κινήσεως».
Από το 1947 ο Μόσχας Αλέξιος αρχίζει αυτόβουλα να παραγράφει όλη την μέχρι τότε προεργασία για τον καθορισμό των απασχολούντων την Ορθοδοξία ζητημάτων που διακόπηκε τον Μεσοπόλεμο.4 Μετά την λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στο Φανάρι εκλέγεται το 1946 Οικουμενικός Πατριάρχης ο Μάξιμος Ε΄ και ο σοβιετικός πρεσβευτής στη Τουρκία προσπαθεί με σειρά ευγενών περιποιήσεων να τον πλησιάσει. Διαπιστώνει όμως ότι ο Πατριάρχης Μάξιμος Ε΄ είναι αρνητικός στα Μοσχοβίτικα αιτήματα και συμβουλεύει να παρακαμφθεί. Οι ενταύθα όμως αρμόδιοι αγνοούσαν το ακέραιο φρόνημα του τότε ηγουμένου της Εκκλησίας 5 και τον παρεξήγησαν που δεχόταν τον Ρώσο πρεσβευτή και του καταλόγισαν φιλοσοβιετισμό. Τότε η ρωσική πατριαρχία μεταβλήθηκε σε παρεμβατική εξουσία στην εκκλησιαστική ζωή των Εκκλησιών στην επικράτεια του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού» και κατά την περίοδο αυτή συμπεριφέρθηκε απολυταρχικά και κατακτητικά προς τις τοπικές Εκκλησίες των εθνών που καταλήφθηκαν. Ο Μόσχας με αυθάδεια άπληστου κατακτητή ανέτρεψε πατριαρχικές και συνοδικές πράξεις του ιερού Θεσμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Καταδίωξε Πατριάρχες, αρχιεπισκόπους και μητροπολίτες που είχαν κοινωνία με το Φανάρι και τους εξαπέστειλε «να εφησυχάζουν» και επέβαλε στις θέσεις τους εκλεκτούς που ενέκρινε το σοβιετικό καθεστώς στις Εκκλησίες και συγχώνευε Μητροπόλεις και επισκοπές και κατέδειξε πως δεν αναγνωρίζει τα καθορισμένα όρια - από το 1593 - της πατριαρχίας του. Εμφανίζεται ακόμη υποκλέπτων το «υπερόριο λειτούργημα» της Μητρός Εκκλησίας «εν τοις Βαρβαρικοίς», που απορρέει από τον 28ον κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες φαίνεται πως αντιλήφθηκαν την πανουργία αυτού του εγχειρήματος και απλά συμμετείχαν για να παρακολουθήσουν τα τεκταινόμενα. Ο μόνος που τότε δεν άντεξε την ασεβέστατη περιφρόνηση των δικαίων του Οικουμενικού Πατριάρχη από τη Μόσχα ήταν ο από Κιτίου Τοποτηρητής και μετά αρχιεπίσκοπος της Εκκλησίας της Κύπρου Λεόντιος (1896-1947).6 Αυτός ήταν εγκρατέστατος θεολόγος με σπουδές στην Αθήνα και στην Αμερική και άριστος γνώστης των Μοσχόβιων αταξιών. Όταν περιήλθε στα χέρια του η πρόσκληση ευθαρσώς γραπτά έθεσε στον Μόσχας Αλέξιο το εκ του Ευαγγελίου ερώτημα: «Μακαριώτατε, εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς;»7 μεθερμηνευόμενον: «Ποιός είσαι συ που θα ανατρέψεις την κανονική τάξη αιώνων και αδίστακτα τώρα επιχειρείς να εκτοπίσεις στο περιθώριο τον Οικουμενικό Πατριάρχη;» Δεν ξέρω αν αυτήν την αντίδραση της εκκλησιαστικής συνειδήσεως του όντως άψογου και πατριώτη ιεράρχη γνωρίζουν κάποιοι σύγχρονοι «Μηδίσαντες» αρχιερείς.8
Από το 1947 ο Μόσχας Αλέξιος αρχίζει αυτόβουλα να παραγράφει όλη την μέχρι τότε προεργασία για τον καθορισμό των απασχολούντων την Ορθοδοξία ζητημάτων που διακόπηκε τον Μεσοπόλεμο.4 Μετά την λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στο Φανάρι εκλέγεται το 1946 Οικουμενικός Πατριάρχης ο Μάξιμος Ε΄ και ο σοβιετικός πρεσβευτής στη Τουρκία προσπαθεί με σειρά ευγενών περιποιήσεων να τον πλησιάσει. Διαπιστώνει όμως ότι ο Πατριάρχης Μάξιμος Ε΄ είναι αρνητικός στα Μοσχοβίτικα αιτήματα και συμβουλεύει να παρακαμφθεί. Οι ενταύθα όμως αρμόδιοι αγνοούσαν το ακέραιο φρόνημα του τότε ηγουμένου της Εκκλησίας 5 και τον παρεξήγησαν που δεχόταν τον Ρώσο πρεσβευτή και του καταλόγισαν φιλοσοβιετισμό. Τότε η ρωσική πατριαρχία μεταβλήθηκε σε παρεμβατική εξουσία στην εκκλησιαστική ζωή των Εκκλησιών στην επικράτεια του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού» και κατά την περίοδο αυτή συμπεριφέρθηκε απολυταρχικά και κατακτητικά προς τις τοπικές Εκκλησίες των εθνών που καταλήφθηκαν. Ο Μόσχας με αυθάδεια άπληστου κατακτητή ανέτρεψε πατριαρχικές και συνοδικές πράξεις του ιερού Θεσμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Καταδίωξε Πατριάρχες, αρχιεπισκόπους και μητροπολίτες που είχαν κοινωνία με το Φανάρι και τους εξαπέστειλε «να εφησυχάζουν» και επέβαλε στις θέσεις τους εκλεκτούς που ενέκρινε το σοβιετικό καθεστώς στις Εκκλησίες και συγχώνευε Μητροπόλεις και επισκοπές και κατέδειξε πως δεν αναγνωρίζει τα καθορισμένα όρια - από το 1593 - της πατριαρχίας του. Εμφανίζεται ακόμη υποκλέπτων το «υπερόριο λειτούργημα» της Μητρός Εκκλησίας «εν τοις Βαρβαρικοίς», που απορρέει από τον 28ον κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες φαίνεται πως αντιλήφθηκαν την πανουργία αυτού του εγχειρήματος και απλά συμμετείχαν για να παρακολουθήσουν τα τεκταινόμενα. Ο μόνος που τότε δεν άντεξε την ασεβέστατη περιφρόνηση των δικαίων του Οικουμενικού Πατριάρχη από τη Μόσχα ήταν ο από Κιτίου Τοποτηρητής και μετά αρχιεπίσκοπος της Εκκλησίας της Κύπρου Λεόντιος (1896-1947).6 Αυτός ήταν εγκρατέστατος θεολόγος με σπουδές στην Αθήνα και στην Αμερική και άριστος γνώστης των Μοσχόβιων αταξιών. Όταν περιήλθε στα χέρια του η πρόσκληση ευθαρσώς γραπτά έθεσε στον Μόσχας Αλέξιο το εκ του Ευαγγελίου ερώτημα: «Μακαριώτατε, εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς;»7 μεθερμηνευόμενον: «Ποιός είσαι συ που θα ανατρέψεις την κανονική τάξη αιώνων και αδίστακτα τώρα επιχειρείς να εκτοπίσεις στο περιθώριο τον Οικουμενικό Πατριάρχη;» Δεν ξέρω αν αυτήν την αντίδραση της εκκλησιαστικής συνειδήσεως του όντως άψογου και πατριώτη ιεράρχη γνωρίζουν κάποιοι σύγχρονοι «Μηδίσαντες» αρχιερείς.8
Συνεδριάσεις μελών των Επιτροπών που προσπάθησαν να στηρίξουν τις δοθείσες «οδηγίες» |
Στη «Διάσκεψη» της Μόσχας του Ιουλίου 1948 παρέστησαν μόνον Προκαθήμενοι Εκκλησιών του «Σιδηρού Παραπετάσματος» (1944-1956), όπως ήταν οι μετά εξοβελισθέντες ως ανυπάκουοι πατριάρχες Βελιγραδίου Γαβριήλ και Σόφιας Στέφανος. Οι λοιποί παρακολουθήσαντες τα τεκταινόμενα ήσαν: Εκ του Οικουμενικού Πατριαρχείου ο Θυατείρων Γερμανός και ο Ρόδου Τιμόθεος, εκ του Πατριαρχείου Αντιοχείας ο Λιβάνου Ηλίας Καρίμ, εκ του Ιεροσολύμων ο Σεβαστείας Αθηναγόρας, εκ του Βουκουρεστίου ο Ιουστινιανός και εκ της Τυφλίδος ο Καλλίστρατος, εκ δε της Ελλάδος ο Φιλίππων Χρυσόστομος και εκ της Αλβανίας ο «ακοινώνητος Κορυτσάς» Παΐσιος Πάσχος. Ακόμη παρέστησαν ο πρώην κατάδικος στο Νταχάου αρχιμ. Δαμασκηνός Χατζόπουλος και ο πρωθιερέας Κωνσταντίνος Μωραϊτάκης, «οφθαλμός του Φαναρίου» στο Βουκουρέστι και αργότερα στη Δαμασκό. Οι Θυατείρων, Ρόδου και Φιλίππων υπέδειξαν στους οργανωτές πόσον ανιστόρητη είναι «η προ 500 χρόνων δήθεν αυτοκεφαλία» και τούτο διότι ο χρονικογράφος των ημερών εκείνων Σίλβεστρος Συρόπουλος και σφοδρός πολέμιος της «πατριαρχίας» του Γρηγορίου Γ' του Μελισσινού ή της Μαμμής (1443-1450), δεν θα ξεχνούσε ποτέ από τα πεπραγμένα του ενωτικού «πατριάρχη» αυτό το ολίσθημα του 1448. Γνωρίζουμε πως παραμονές της Αλώσεως ουδεμία πραγματοποιήθηκε απόσπαση Μητροπόλεως εντεταγμένης στο Συνταγμάτιο της Εκκλησίας Κων/πολεως, γιατί αυτό θα ήταν διάπραξη προδοσίας κατά του λαού της Πόλεως, όταν ο Μωάμεθ Β΄ οργάνωνε τότε εκατέρωθεν του Βοσπόρου τα δύο φρούρια «Ανατολού» και «Ρούμελη» Χισάρ για να αποκόψει από το βορρά κάθε βοήθεια προς την Βασιλεύουσα! Εξ άλλου μία τέτοια «διασπαστική απόφαση» δεν θα επικύρωνε ποτέ ο μετά διετία εκλεγείς αυστηρότατος «ανθενωτικός», πρώην ηγούμενος της μονής Περιβλέπτου πατριάρχης Αθανάσιος Β΄(1450-1453)!. Το μόνον γεγονός που μαρτυρείται μετά την Άλωση για τα εν Ρωσία εκκλησιαστικά ζητήματα είναι ότι κατά την δεύτερη πατριαρχία του Γενναδίου Σχολαρίου η Πολωνική Αυλή ζήτησε από τον Πατριάρχη Κων/πόλεως τη διευθέτηση θέματος της Μητροπόλεως Μόσχας και όχι από κάποια αδέσποτη «Εκκλησία»! Εξ άλλου και αυτή η προσπάθεια φωτισμού των Ρώσων υπό του Μαξίμου Τριβόλη (1470-1556) προσέκρουσε στην αντίδραση των Ρώσων «αυτονομιστών» και προκάλεσε την πολυετή καταδίωξή του και την ειρκτή φυλάκισή του, μέχρι και την απαγόρευση της μεταλήψεώς του, κάτι μου θυμίζει το εκεί πάθος των Ρώσων για αποκτήσουν την «αυτοκεφαλαρχία» εκ της Κων/πόλεως.
Ο Μόσχας Αλέξιος συνομιλεί με τον Σόφιας Στέφανο, παρουσία του Τυφλίδος Καλλίστρατου, ενώ ο απεσταλμένος του Φαναρίου μητροπολίτης Θυατείρων Γερμανός απλώς ακροάται |
Από αυτή την αναίρεση του θέματος του «Συνεδρίου» γελοιοποιήθηκε η επέτειος των 500 χρόνων της πλασματικής αυτοκεφαλίας. Το θέμα παρακάμφθηκε από τα πορίσματα των διορισμένων Επιτροπών και αντ’ αυτού ασχολήθηκαν με την διατύπωση αφορισμών «ακοινωνησίας» με τον δήθεν «θρηκευτικό-καπιταλιστικό κατεστημένο της Δύσεως» σύμφωνα με τις άφρονες λενινιστικές δοξασίες περί Θρησκείας. Έτσι καθιέρωσαν τον απομονωτισμό τους μέσα στα τείχη του «Σιδηρού Παραπετάσματος» και προέκυψε και η σοβιετικής κατασκευής «Κίνηση για την Ειρήνη», που και αυτή εκινείτο κυρίως μέσα στον φιλοσοβιετικό χώρο! Όμως τα ακραία αντιχριστιανικά πορίσματα προβλημάτισαν τις Εκκλησίες της Οικουμένης για την ορθοδοξία της σοβιετοκρατούμενης εν Ρωσία Εκκλησίας. Τότε ξύπνησαν οι κυβερνήσεις των ελεύθερων κρατών και συνεργάστηκαν για να υποστηριχθεί η επιβίωση του αποστολικού θεσμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην από αιώνων καθέδρα του ανέγγιχτος από φυλετισμούς και εθνικισμούς ως Εκκλησία του Χριστού, παρά τις ανακατατάξεις συνόρων και τις αντιδικίες των εθνών.
Οι Μοσχοβίτες, όπως οι «Ερμοκοπήδες» των αρχαίων Αθηνών, δηλαδή οι καταλυτές των «οριοδεικτών» της πόλεως, επιδιώκουν να αλλάξουν την οροθεσία της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανατρέποντας τους δείκτες των ιεροκανονικών διατάξεων. Η μεταβολή κατά την Περεστρόϊκα του Σοβιετικού καθεστώτος σε Ομοσπονδία κρατών έφερε την απεξάρτηση από την Μόσχα των κατεχόμενων κρατών και απαιτούν την εκκλησιαστική ανεξαρτησία (αυτοκεφαλία) τους. Η απογύμνωση αυτή του γιγαντισμού απὸ το πλήθος και τον πλούτο των καταδυναστευθέντων λαών οδήγησε τους Μοσχοβίτες σε ανίερο πόλεμο προπαγάνδας, κατώτατης υποστάθμης, κατά της Εκκλησίας που «εκ της βαρβαρικής ορδής» τους κατήχησε, τους βάπτισε και τους εισήγαγε στην «κοινωνία» της Εκκλησίας του Χριστού. Έκτοτε οι Μοσχοβίτες διατελούν σε μόνιμη αντιπαράθεση όχι μόνον με το ιερό θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και εκ βαθέων είναι οι υπονομευτές της Χριστοθέλητης ενότητας της Ορθοδοξίας μετερχόμενοι επιθετικότητα σχισματικών προδιαγραφών. Μήπως ο άκρατος ταυτισμός της με τα θελήματα του μετασοβιετικού κράτους την εξωθεί να καταστεί και η «παρασυναγωγή» του καταδικασθέντος το 1870 «Εθνοφυλετισμού»;
Α.Π.
Συνεχίζεται
Ο «οφθαλμός» του Φαναρίου Πρωθιερεύς Κων. Μωραϊτάκης και ο αρχιμ. Δαμασκηνός Χατζόπουλος μεταβαίνουν στη «Διάσκεψη» |
1 Σεβαστείας Αθηναγόρα. Η εκλογή του πατριάρχου Μόσχας, Περ. «Νέα Σιών» τ.40. (1945) σ.54-70. Γρηγ. Παπαμιχαήλ. Η αποκατάσταση του Ρωσικού Πατριαρχείου, Περ. «Εκκλησία» τ.22.(1945) σ. 12-14.
2 Α. Πανώτη. «Συνοδικόν» τ.Β΄. σ.277-280.
3 Φειδά, Εκκλ. Ιστορία της Ρωσίας. ο.π. σελ. 348-352.
4 Αριστείδη Πανώτη. Η διορθόδοξη πορεία προς τη Μεγάλη Σύνοδο (1872-2018). Αθήνα 2017. σ.186.
5 Ο πατριάρχης Μάξιμος Ε΄ συνδεδεμένος μετ’ εμού από το 1947 λίγους μήνες προ της εκδημίας του στο Μόδι επί τρίωρο μου εξήγησε πώς ερμηνεύθηκαν από την Αθήνα οι τότε περιποιήσεις του Ρώσου πρεσβευτή.
6 Θ.Η.Ε. τομ.8 στηλ. 236.
7 Ματθ. κα' 23-28 και Λουκ. κ 2 και 28.
8 Τον «Μηδισμό» χρησιμοποιούσε από τον 19ο αιώνα ο δολιότατος πρεσβευτής-στρατηγός του τσάρου στην Πόλη Παύλος Ιγνάτιεφ για να κερδίσει τα σχέδιά του. α) Απειλούσε τους ατακτήσαντας κληρικούς που πέρασαν από τη Ρωσία με την διάδοση των προσωπικών δεδομένων τους και β) με την διακοπή πάσης περαιτέρω χρηματοδοτήσεως, επικουρία έργου ή και αντιδώρου για την μη συμμόρφωση στις αποφάσεις του. Με τα ίδια απειλούνται πάντα οι κατά καιρούς φιλοδωρούμενοι εκ Μόσχας.